Η εγκατάσταση των Εβραίων στη Χαναάν
Η διείσδυση του εβραϊκού λαού στη Χαναάν, όπου ήταν εγκατεστημένοι δύο άλλοι λαοί, οι Αμορραίοι και οι Χαναναίοι, έγινε σε δύο κύματα: το πρώτο, που αναφέρεται στη Βίβλο με την ιστορία του Αβραάμ, ξεκίνησε από τη Μεσοποταμία περίπου τον 20ο αιώνα π.Χ. και το δεύτερο, που η Βίβλος περιγράφει ως επιστροφή στη Γη της Επαγγελίας από την Αίγυπτο, τον 15ο αιώνα π.Χ. Σύμφωνα με τη Βίβλο, κατά τη διάρκεια αυτού του ταξιδιού οι 12 φυλές πήραν από τον Μωυσή τις 10 εντολές και τις βάσεις της μονοθεϊστικής θρησκείας. Η θρησκεία αυτή εδραιώθηκε παράλληλα με τη μόνιμη εγκατάσταση του λαού και τη δημιουργία ενός ενιαίου μοναρχικού κράτους, έπειτα από μια σειρά από νίκες, αρχικά επί των Αμορραίων της Υπεριορδανίας και των Χαναναίων της Ιουδαίας και ύστερα επί των Μωαβιτών, των Ιδουμαίων και κυρίως επί των Φιλισταίων που ήρθαν από τη θάλασσα με όπλα από σίδερο (μέταλλο ακόμα άγνωστο στους Εβραίους). Κατά την περίοδο των Κριτών (13ος-11ος αιώνας π.Χ.), όπως ονομάζεται η περίοδος της εδαφικής εδραίωσης και των αγώνων με τους γειτονικούς λαούς, διακρίθηκαν ορισμένοι άτομα από τον λαό, που τιμήθηκαν ως λαϊκοί ήρωες.
Μετά τον πρώτο βασιλιά Σαούλ (1040-1000), ο πραγματικός θεμελιωτής του κράτους του Ισραήλ υπήρξε ο Δαβίδ (1000-961) ο οποίος, αφού πήρε την Ιερουσαλήμ από τους Ιεβουσαίους, την έκανε πρωτεύουσα και την εξωράισε κατασκευάζοντας κτίρια από ξύλο και πέτρα. Τον διαδέχτηκε ο γιος του, Σολομών, που βασίλεψε από το 961 έως το 922 π.Χ. Μετά το θάνατό του μια διάχυτη δυσαρέσκεια που οφειλόταν στα μεγάλα έξοδα για δημόσια έργα και στην ανεκτικότητα προς τις ξένες λατρείες που έφεραν οι σύζυγοι του Σολομώντα, είχε ως αποτέλεσμα να χωριστεί το κράτος σε δύο βασίλεια: στο βασίλειο του Ισραήλ στο Βορρά, με πρωτεύουσα τη Συχέμ (ύστερα τη Θιρσά και, τέλος, τη Σαμάρεια), που το αποτελούσαν δέκα φυλές, και στο βασίλειο του Ιούδα στα Νότια, που το αποτελούσαν οι φυλές του Ιούδα και του Βενιαμίν, με πρωτεύουσα την Ιερουσαλήμ. Διαιρεμένα κι εξασθενημένα από βίαιες συγκρούσεις, τα δύο βασίλεια καταλείφθηκαν από τους Ασσύριους και τους Βαβυλώνιους, αντίστοιχα.
Με τον Αμρί (884-873 π.Χ.), ιδρυτή της πόλης Σαμάρειας, το Ισραήλ ανέκτησε μέρος της παλιάς ισχύος του, όμως απειλήθηκε όταν ο διάδοχός του, Αχαάβ (873-851 π.Χ.), προσπάθησε να επιβάλει τη λατρεία του Τύριου θεού Βάαλ. Με τον Ιηού (842-835 π.Χ.) αποκαταστάθηκε η λατρεία του ΓΧΒΧ. Με τον θάνατο του βασιλιά Ιεροβοάμ Β' (773 π.Χ.), το Ισραήλ περιήλθε στην κατοχή των Ασσυρίων, υπό τον Τιγλάθ Πιλάσαρ Γ' (745-727 π.Χ.). Μετά το θάνατο του τελευταίου βασιλιά της Σαμάρειας, ο Ωσηέ (732-724 π.Χ.) προσπάθησε να υποκινήσει εξέγερση με τη βοήθεια της Αιγύπτου, αλλά ηττήθηκε από τον Ασσύριο βασιλιά Σαλμανάσαρ Ε', ο οποίος κατέστρεψε τη Σαμάρεια και εκτόπισε (722 π.Χ.) τους κατοίκους της.
Μεγαλύτερη ζωή είχε το βασίλειο του Ιούδα, το οποίο με τους πρώτους απογόνους του Δαβίδ ισχυροποίησε τη θρησκευτική τάξη του Ναού και της Ιερουσαλήμ. Το 733 π.Χ. ο Άχαζ αναγκάστηκε να υποταχθεί στον Τιγλάθ Πιλάσαρ Γ', αλλά ο γιος του Εζεκίας (725-693 π.Χ.) κατόρθωσε, συμμαχώντας με τους Βαβυλώνιους, να κρατήσει μακριά τους Ασσύριους που πολιορκούσαν μάταια την Ιερουσαλήμ. Όμως η κατάρρευση της ασσυριακής ισχύος είχε σαν αποτέλεσμα να περιέλθει η Ιουδαία στη Βαβυλωνιακή σφαίρα επιρροής. Αφού εξεγέρθηκε εναντίον της Βαβυλώνας το 597 π.Χ. και ξανά το 587 π.Χ., η Ιερουσαλήμ πολιορκήθηκε και καταστράφηκε και ο πληθυσμός εκτοπίστηκε.
Περσική και ελληνιστική κυριαρχία
Όταν ο Κύρος ο Μέγας κατέκτησε τη Βαβυλωνιακή αυτοκρατορία (539 π.Χ.), επέτρεψε στους Εβραίους να επιστρέψουν στη γη τους και να ανοικοδομήσουν τον Ναό της Ιερουσαλήμ, η οποία έγινε ξανά σπουδαίο θρησκευτικό κέντρο. Επί της βασιλείας του Αρταξέρξη Α' επέστρεψαν άλλες δύο ομάδες Εβραίων, αλλά η πολιτική ζωή του Ισραήλ ως κράτους δεν αναζωπυρώθηκε και η Ιερουσαλήμ παρέμεινε κυρίως θρησκευτικό κέντρο. Άλλωστε, λίγα πράγματα είναι γνωστά για την ιστορία της σε εκείνους τους αιώνες.
Όταν ο Δαρείος Γ', ο τελευταίος Αχαιμενίδης βασιλιάς της Περσίας, ηττήθηκε στη μάχη της Ισσού (333 π.Χ.), ο Μέγας Αλέξανδρος κατέβηκε μέσω της Φοινίκης και της Ιουδαίας προς την Αίγυπτο, όπου ίδρυσε την Αλεξάνδρεια, προσελκύοντας εκεί μια ρωμαλέα εβραϊκή κοινότητα, ολοένα και πιο ανοιχτή στην ελληνική παιδεία. Το 250 π.Χ. μεταφράστηκε στα ελληνικά η Τορά (Πεντάτευχος) και στη συνέχεια, χάρη στον Πτολεμαίο Β', ολόκληρη η Βίβλος (μετάφραση των Εβδομήκοντα ή Ο'). Ελάχιστα εξελληνισμένη ήταν αντίθετα, η Ιερουσαλήμ, που εξακολουθούσε να είναι το θρησκευτικό κέντρο του εβραϊκού κόσμου. Όταν όμως το 198 π.Χ. η Ιουδαία περιήλθε στην κυριαρχία των Πτολεμαίων και των Σελευκιδών, η πόλη υπέστη βαθιές μετατροπές, κυρίως όταν ήταν αρχιερέας ο Ιάσονας. Ο Ιάσων εκδιώχθηκε από τον Σελευκίδη Αντίοχο Δ', ο οποίος κατέλαβε την Ιερουσαλήμ, λεηλάτησε τον Ναό και γκρέμισε τα τείχη (168 π.Χ.). Ακολούθησε βίαιος εξελληνισμός της πόλης και απαγορεύτηκε κάθε μορφή εβραϊκής λατρείας.
Η αναπόφευκτη αντίδραση ξέσπασε σε μια εξέγερση οργανωμένη από έναν ιερέα, τον Ματταθία, ένας από τους γιους του οποίου, ο Ιούδας ο επονομαζόμενος Μακκαβαίος, κατάφερε να νικήσει τον Αντίοχο και να ανακαταλάβει την Ιερουσαλήμ. Ο Ναός αποκαταστάθηκε και αφιερώθηκε ξανά στον ΓΧΒΧ στις 25 Δεκεμβρίου του 164 π.Χ. Όμως, οι αγώνες ανάμεσα στους εθνικιστές και στους ελληνιστές συνεχίζονταν και ο Ιούδας σκέφτηκε να ζητήσει την προστασία της Ρώμης. Μετά το θάνατό του σε μάχη (160 π.Χ.), ο αδελφός του, Ιωνάθαν, ανανέωσε πάλι τη φιλία με τη Ρώμη για να προστατευθεί από τους Σελευκίδες, αλλά σκοτώθηκε κι αυτός. Από τους αδελφούς Μακκαβαίους έμεινε μόνο ο Σίμων. Αναγνωρίστηκε πάλι βασιλιάς ο Δημήτριος Β', ο οποίος το 142 π.Χ. παραχώρησε ελευθερία στην Ιερουσαλήμ, απαλλάσσοντάς την από τους φόρους.
Το βασίλειο των Ασμοναίων και η κυριαρχία της Ρώμης
Με τον Σίμωνα Α', που εξελέγη αρχιερέας από μια λαϊκή συνέλευση, αρχίζει η λεγόμενη δυναστεία των Ασμοναίων, η οποία υπό τον Ιωάννη Υρκανό Α' (135-104 π.Χ.) επεξέτεινε τα σύνορα του κράτους με μια σειρά από κατακτήσεις στην Υπεριορδανία και στη Σαμάρεια. Τον Ιωάννη Υρκανό διαδέχτηκε για ένα χρόνο ο γιος του, Ιούδας Αριστόβουλος Α', και ύστερα ο αδελφός του, Αλέξανδρος Ιανναίος (103-78 π.Χ.), ο πρώτος της δυναστείας που πήρε τον τίτλο του βασιλιά. Η δυναστεία πολέμησε για μεγάλο διάστημα εναντίον των Φιλισταίων, καταλαμβάνοντας τα Γάδαρα, τη Ράφεια (Ραφία) και τη Γάζα. Στους εσωτερικούς αγώνες αναδείχθηκε μια οικογένεια Ιδουμαίων (που μόλις είχαν προσηλυτιστεί στη θρησκεία και προσαρτηθεί στο κράτος του Ισραήλ), η οποία υπό την ηγεσία του Αντίπατρου απ’ την Ιδουμαία εκμεταλλεύτηκε τον ανταγωνισμό μεταξύ Ασμοναίων, Αριστόβουλου Α' και Υρκανού Β', συμμαχώντας με τον τελευταίο. Όταν ο Πομπήιος, αφού κατέκτησε τη Συρία (64 π.Χ.), πολιόρκησε την Ιερουσαλήμ, η πλειονότητα του πληθυσμού άνοιξε τις πύλες στους Ρωμαίους. Μόνο οι οπαδοί του Αριστόβουλου οχυρώθηκαν στο Ναό, που κυριεύθηκε ύστερα από πολιορκία 3 μηνών. Στη σφαγή που ακολούθησε, πήραν μέρος και οι οπαδοί του Υρκανού, ο οποίος ονομάστηκε από τον Πομπήιο αρχιερέας και εθνάρχης ενός εδάφους πολύ περιορισμένου σε σχέση με το παρελθόν, προσαρτημένου στη νέα ρωμαϊκή επαρχία της Συρίας.
Το 56 π.Χ. ο Αριστόβουλος και ο γιος του, Αλέξανδρος, αφού δραπέτευσαν από τη Ρώμη, προσπάθησαν μάταια να προκαλέσουν εξέγερση στην Ιουδαία. Κατά τον εμφύλιο πόλεμο υποστήριξαν τον Καίσαρα, αλλά δολοφονήθηκαν από τους οπαδούς του Πομπήιου. Όταν ο Ιούλιος Καίσαρας νίκησε τον Πομπήιο, εδραίωσε τον Υρκανό Β' ως μέγα αρχιερέα και εθνάρχη, διορίζοντας αντίθετα επιμελητή της Ιουδαίας τον Αντίπατρο, που ανέθεσε τη διοίκηση στους γιους του, Φασαήλ (Ιερουσαλήμ) και Ηρώδη (Γαλιλαία). Μετά το θάνατο του Καίσαρα (44 π.Χ.) ο επιζών γιος του Αριστόβουλου, Αντίγονος, προσπάθησε να αναλάβει ξανά την εξουσία αλλά μετά τη μάχη των Φιλίππων (42 π.Χ.) ο Μάρκος Αντώνιος διόρισε τον Ηρώδη και τον Φασαήλ τετράρχες της Ιουδαίας. Ο Αντίγονος συμμάχησε τότε με τους Πάρθους, οι οποίοι εισέβαλαν στη Συρία και στην Ιουδαία, κατορθώνοντας έτσι να γίνει αρχιερέας και βασιλιάς των Ιουδαίων. Εξέδωσε νομίσματα που έφεραν στα ελληνικά το όνομά του και τον τίτλο του, και στην άλλη όψη το ιουδαϊκό του όνομα Ματταθίας και τον τίτλο μέγας αρχιερέας στην εβραϊκή γλώσσα. Υπήρξε ο τελευταίος των Ασμοναίων, γιατί ο Ηρώδης πήρε ξανά από τους Ρωμαίους, που είχαν απωθήσει τους Πάρθους, τον τίτλο του βασιλιά της Ιουδαίας και αποκεφάλισε τον Αντίγονο στην Αντιόχεια.
Ο Ηρώδης ο Μέγας (37 π.Χ. - 4 μ.Χ.) διατηρήθηκε στην εξουσία χάρη στη σταθερή υποστήριξη της Ρώμης. Έδωσε ελληνιστικό χαρακτήρα στην Ιερουσαλήμ, ανοικοδόμησε τη Σαμάρεια (που ονομάστηκε Σεβάστεια προς τιμή του Αυγούστου) και ίδρυσε στην ακτή τη μελλοντική πρωτεύουσα της ρωμαϊκής Ιουδαίας, την Turris Stratonis (Πύργος Στράτωνος) ή Καισάρεια. Μετά τον θάνατό του, ενώ ο κληρονόμος του Αρχέλαος βρισκόταν στη Ρώμη, ξέσπασαν εναντίον της δυναστείας και των Ρωμαίων ταραχές που οδήγησαν τον Αύγουστο να διαιρέσει το βασίλειο σε τρία διαμερίσματα: το πρώτο, που περιλάμβανε την Ιουδαία, τη Σαμάρεια και την Ιδουμαία, δόθηκε στον Αρχέλαο, ενώ οι αδελφοί του, Ηρώδης Αντύπας και Φίλιππος, πήραν αντίστοιχα τη Γαλιλαία και τη ΒΑ ζώνη. Όταν καθαιρέθηκε ο Αρχέλαος, το 6 μ.Χ., εξαιτίας των δυσαρεσκειών που είχε προκαλέσει ανάμεσα στους ίδιους τους Εβραίους, το έδαφός του αποτέλεσε μέρος της ρωμαϊκής επαρχίας της Συρίας. Το διαμέρισμα του Φιλίππου προσαρτήθηκε στη Συρία μετά το θάνατό του (34). Ο Ηρώδης Αντύπας, που κυβέρνησε έως το 37 μ.Χ., ίδρυσε την Τιβεριάδα, που έγινε πρωτεύουσα της Γαλιλαίας. Αυτός είναι ο Ηρώδης που διέταξε τον αποκεφαλισμό του Ιωάννη του Βαπτιστή και έστειλε τον Ιησού στον Πιλάτο. Ο Πόντιος Πιλάτος ήταν ανθύπατος του Τιβέριου και η παρουσία του στην Ιουδαία κατά τα χρόνια 26036 μ.Χ. επιβεβαιώνεται και από μια επιτύμβια πλάκα που βρέθηκε στην Καισάρεια το 1961. Άλλα αξιοσημείωτα γεγονότα διαδραματίστηκαν κατά τη διάρκεια της αυτοκρατορίας του Καλιγούλα: οι εξεγέρσεις των Εβραίων της Αλεξάνδρειας εναντίον του αυτοκράτορα και η άνοδος του Ηρώδη Αγρίππα, ενός από τους εκρωμαϊσμένους ανιψιούς του Ηρώδη του Μεγάλου, ο οποίος πήρε από τον Καλιγούλα τη διακυβέρνηση της τετραρχίας του Φιλίππου (37). Ο Ηρώδης Αγρίππας κατόρθωσε να ανοικοδομήσει το βασίλειο του Ηρώδη του Μεγάλου παίρνοντας από τον αυτοκράτορα Κλαύδιο το 39 την τετραρχία του Ηρώδη Αντύπα και το 41 την Ιουδαία και τη Σαμάρεια. Κυβέρνησε με τον τίτλο του βασιλιά έως το θάνατό του (44). Προσπάθησε να κερδίσει τη συμπάθεια των Εβραίων με την τήρηση των τελετουργικών κανόνων και την καταδίωξη της μεσσιανικής κοινότητας της Ιερουσαλήμ. Τον διαδέχθηκε ο γιος του, Ηρώδης Αγρίππας Β', που βασίλεψε επί μισό περίπου αιώνα, μένοντας πιστός στη Ρώμη ακόμα και κατά τη διάρκεια της εβραϊκής εξέγερσης (66), που τερματίστηκε με την καταστροφή της Ιερουσαλήμ (70).
Όταν απέτυχε μια ειρηνευτική προσπάθεια του Αγρίππα Β', ξέσπασε εμφύλιος πόλεμος ανάμεσα στα στρατεύματά του και στους ζηλωτές, όπως ονομάστηκαν οι εξτρεμιστικές φατρίες των πολιτών της Ιερουσαλήμ, σε αντίθεση με τις μετριοπαθείς ή τις καθαρά φιλοχρήματες. Ο Νέρων αποφάσισε (67) να στείλει στην Ιουδαία τον Τίτο Φλάβιο Βεσπασιανό, ο οποίος συνοδευόμενος από το γιο του Τίτο και από διάφορους συμμάχους, ανάμεσα στους οποίους ο Αγρίππας Β', βάδισε κατά της Ιουδαίας, κυρίευσε ύστερα από μακρά πολιορκία την πόλη Ιωτάπατα και κατέλαβε τα επαναστατημένα κέντρα της Σαμάρειας και της Γαλιλαίας. Το 68 ο Βεσπασιανός κατέλαβε σχεδόν όλες τις περιοχές γύρω από την Ιερουσαλήμ, όπου εξακολουθούσε να μαίνεται ο εμφύλιος πόλεμος ανάμεσα σε ζηλωτές και μετριοπαθείς. Τότε έφτασε η είδηση του θανάτου του Νέρωνα. Ο Βεσπασιανός ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας τον Ιούλιο του 69 και τη συνέχιση του πολέμου ανέλαβε ο γιος του, Τίτος, ο οποίος πολιόρκησε την Ιερουσαλήμ αφού προσπάθησε μάταια να καταλήξει σε κάποιον συμβιβασμό. Αφού κατάφεραν να περάσουν τα τείχη, οι Ρωμαίοι δέχτηκαν σοβαρές αντεπιθέσεις από μέρους των πολιορκημένων, τους οποίους απομόνωσαν τελείως κόβοντας κάθε επαφή με το εξωτερικό. Παρόλο που οι πολιορκημένοι άρχισαν να πεθαίνουν από την πείνα κατά χιλιάδες, οι ζηλωτές αντιστάθηκαν όσο μπορούσαν. Τέλος, έπεσε το οχυρό Αντωνία που είχε κατασκευαστεί από τον Ηρώδη τον Μέγα και οι στρατιώτες του Τίτου, αφού μπήκαν στην πόλη, πολιόρκησαν τον Ναό, τον οποίον κυρίευσαν το 70. Παρά τις αντίθετες διαταγές του Τίτου, ο Ναός πυρπολήθηκε και λεηλατήθηκε και η πόλη ισοπεδώθηκε και μετατράπηκε σε στρατόπεδο.
Η Ιουδαία, η οποία λεγόταν και Συρία Παλαιστίνη, μετατράπηκε έτσι σε μια επαρχία την οποία κυβερνούσαν οι λεγάτοι, δηλαδή στρατιωτικοί διοικητές στους οποίους υπαγόταν ένας επίτροπος. Ύστερα από περίπου 40 χρόνια, και η Παλαιστίνη ενεπλάκη στην ιουδαϊκή εξέγερση, η οποία το 116 επεκτάθηκε από την Κυρήνη και από την Αλεξάνδρεια έως τη Συρία και τη Μεσοποταμία, και πιο άμεσα στην εξέγερση που ξέσπασε το 132 μετά την επίσκεψη του αυτοκράτορα Αδριανού και την απόφασή του να μετατρέψει την Ιερουσαλήμ σε πόλη ελληνιστικού χαρακτήρα με την ονομασία Αιλία Καπιτωλίνα. Η εξέγερση είχε ηγέτη τον Σίμωνα Μπαρ Κοχμπά, στο τέλος όμως η Ιερουσαλήμ υποχώρησε. Οι Ρωμαίοι επικράτησαν και, αφού δικάστηκαν οι πρωταίτιοι της εξέγερσης, δεκάδες χιλιάδες Εβραίοι εκτοπίστηκαν ή πουλήθηκαν σκλάβοι και απαγορεύτηκε σε κάθε Εβραίο να πατήσει το πόδι του στην καινούργια πόλη που ιδρύθηκε στα ερείπια της Ιερουσαλήμ.
Η αραβική κυριαρχία και η τουρκική εισβολή
Στη νέα διοικητική διαίρεση του ρωμαϊκού κράτους που πραγματοποίησε ο Διοκλητιανός, η Ιουδαία αποτέλεσε μέρος της δεύτερης διοίκησης, η οποία ονομάστηκε Παλαιστίνη της Ανατολής. Αργότερα διαιρέθηκε στην κατεξοχήν Παλαιστίνη (το κεντρικό τμήμα, περίπου από την Καισάρεια έως τη Γάζα), στη Σώτειρα Παλαιστίνη (νότιο τμήμα), ενώ οι βόρειες ζώνες προσαρτήθηκαν στη Φοινίκη. Ενώ η Καισάρεια αποκτούσε σπουδαιότητα ως πρωτεύουσα της ρωμαϊκής Παλαιστίνης, ο Μέγας Κωνσταντίνος, ο οποίος το 326 διέταξε την αποκατάσταση των τόπων της σταύρωσης και της ταφής του Χριστού, κατέστησε την Ιερουσαλήμ ένα από τα σπουδαιότερα κέντρα της χριστιανοσύνης (με πολλούς ναούς) και τόπο προσκυνήματος. Η αναγέννηση της πόλης διακόπηκε ωστόσο το 614, όταν την κατέλαβαν οι Πέρσες, καταστρέφοντας - μεταξύ άλλων - και τον ναό του Παναγίου Τάφου. Λίγα χρόνια μετά την εκδίωξη των Περσών από τον Βυζαντινό αυτοκράτορα Ηράκλειο (629), ήρθε η σειρά των Αράβων, που κυρίευσαν την πόλη το 637, ύστερα από πολιορκία 2 ετών. Παρά τη θρησκευτική ανοχή που έδειξαν οι νέοι κατακτητές, η αραβική κατάκτηση είχε μεγάλη επίδραση, καθώς οδήγησε σε έναν προοδευτικό εξαραβισμό του πληθυσμού.
Η Ιουδαία κατελήφθη το 969 από του Φατιμίδες χαλίφες που προέρχονταν από τη βόρεια Αφρική, οι οποίοι στο σύνολό τους εξακολούθησαν την πολιτική ανοχής προς τους Χριστιανούς. Τελείως διαφορετική όμως υπήρξε η συμπεριφορά των Σελτζουκιδών που συμπλήρωσαν την κατάληψη της χώρας το 1076. Την εποχή εκείνη, οι χριστιανοί ηγεμόνες της Δύσης άρχισαν τις Σταυροφορίες. Η πρώτη από αυτές (1096-99), με ηγέτη τον Φράγκο ευγενή Γοδεφρείδο του Μπουγιόν, οδήγησε στη δημιουργία του λατινικού βασιλείου της Ιερουσαλήμ που ανατράπηκε το 1187 από τα στρατεύματα του σουλτάνου Σάλαχ ελ Ντιν (Σαλαντίν). Ακολούθησε η δεύτερη (1147-49), την οποία κήρυξε ο Ευγένιος Γ' με επακόλουθο τη λεηλασία των Βυζαντινών επαρχιών, την ανακατάληψη του πριγκιπάτου της Αντιόχειας από τους Τούρκους και τη συντριβή του βασιλιά της Ιερουσαλήμ Γουίδονα Λουζινιάν. Η τρίτη (1189-92) ξεκίνησε με την κατάληψη της Άκρα. Η τέταρτη (1204-4), την οποία κήρυξε ο πάπας Ιννοκέντιος Γ' για την ανακατάληψη της Ιερουσαλήμ, άλλαξε στόχο και επιδίωξε την κατάλυση της αυτοκρατορίας της Κωνσταντινούπολης. Στην πέμπτη (1217-21), που κήρυξε ο Ονώριος Γ', επιχειρήθηκε χωρίς επιτυχία η ανάκτηση της Άκρα. Στην έκτη (1228-29) έγινε η παραχώρηση της Ιερουσαλήμ από τον σουλτάνο Μαλίκ αλ Καμίλ στον Φρειδερίκο Β', όπου και στέφθηκε βασιλιάς στο ναό του Παναγίου Τάφου. Το 1244 η Ιερουσαλήμ έπεσε στα χέρια των Τούρκων και δεν ανακτήθηκε πια. Δύο νέες αποτυχημένες εκστρατείες των Δυτικών (1248-54 και 1270) απέφεραν στους Τούρκους (Μαμελούκους) τις πόλεις Άκρα, Τύρο, Σιδώνα, Βηρυτό. Το 1291 οι Μαμελούκοι έδιωξαν τους Χριστιανούς από το τελευταίο προπύργιό τους στην Ιουδαία, τον Άγιο Ιωάννη της Άκρα, και το 1516 η χώρα κατελήφθη από τους Οθωμανούς.
Η γένεση και η ανάπτυξη του Σιωνισμού
Η προσπάθεια ανακατάληψης της Παλαιστίνης που έγινε το 1799 από τον Ναπολέοντα Βοναπάρτη απέτυχε χάρη στην αντίσταση των Βρετανών, οι οποίοι επίσης αντιτάχθηκαν στην αποστολή του κυβερνήτη της Αιγύπτου, Μοχάμεντ Άλι (1831), αναγκάζοντάς τον να επιστρέψει τη χώρα στους Τούρκους (1840). Κατά τα μέσα του 19ου αιώνα, υπό την πίεση του αντισημιτισμού που ήταν διαδεδομένος στην Ευρώπη, οι Εβραίοι άρχισαν να κυριεύονται από την ιδέα ότι ήταν ίσως ευκαιρία να εγκατασταθούν στην Παλαιστίνη. Στη Βρετανία, στη Γαλλία και στη Ρωσία αναπτύχθηκαν πρωτοβουλίες για τον αποικισμό της Παλαιστίνης. Στη Ρισών Λε Σιών ιδρύθηκε η πρώτη αποικία μεταναστών οργανωμένη από την εταιρεία Φίλοι της Σιών (1885) του Ρωσοεβραίου Λέοντα Πίνσκερ. Παράλληλα με αυτές τις πρωτοβουλίες, εδραιωνόταν η σιωνιστική ιδεολογία που αναζητούσε μια πατρίδα για το εβραϊκό έθνος. Το ιδανικό αυτό ενσαρκώθηκε στο πρόσωπο του Τέοντορ Χερτσλ (1860-1904) ο οποίος παρά την αντίθεση σημαντικής μερίδας της διεθνούς εβραϊκής κοινότητας, προσπάθησε μάταια να εξασφαλίσει, μεταξύ 1898 και 1903, την οθωμανική άδεια να ιδρύσει στην Παλαιστίνη μια εθνική έδρα νόμιμα αναγνωρισμένη.
Μετά το θάνατο του Χερτσλ νέες διαφωνίες εκδηλώθηκαν ανάμεσα στους λεγόμενους πολιτικούς σιωνιστές, οι οποίοι υποστήριζαν το άκαιρο της ανάληψης αποικιστικής δραστηριότητας πριν την εξασφάλιση συγκεκριμένων πολιτικών εγγυήσεων, και στους πρακτικούς σιωνιστές, που στήριζαν το πρόγραμμά τους σε μια αργή διείσδυση στην Παλαιστίνη. Επικράτησε η δεύτερη άποψη και, χάρη στη μεταφορά μικρών πληθυσμιακών ομάδων, ο εβραϊκός πληθυσμός στην Παλαιστίνη έφτασε το 1919 να αριθμεί περίπου 90.000 άτομα.
Κατά τον Α' Παγκόσμιο πόλεμο, προσπαθώντας να εξεγείρει του Άραβες εναντίον της Τουρκίας, η Βρετανική κυβέρνηση έδωσε στον εμίρη της Μέκκας, Χουσεΐν, υποσχέσεις ανεξαρτησίας που δεν καθόριζαν ρητά τη μελλοντική διευθέτηση της Παλαιστίνης. Ταυτόχρονα, μια ομάδα Εβραίων, ανάμεσα στους οποίους και ο Χαΐμ Βάιτσμαν, προβλέποντας τη συμμαχική νίκη, είχε αρχίσει να διαπραγματεύεται για την εγκατάσταση στην Παλαιστίνη. Τα αιτήματα αυτά απορρίφθηκαν από τη ρωσική και τη γαλλική κυβέρνηση, αλλά στις 2 Νοεμβρίου 1917 ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών Τζέιμς Άρθουρ Μπάλφουρ ανακοίνωσε την περίφημη διακήρυξη σύμφωνα με την οποία η Βρετανία ευνοούσε την ίδρυση στην Παλαιστίνη μιας εθνικής έδρας (National Home) για τον εβραϊκό λαό, χωρίς προκαταλήψεις για τα πολιτικά και θρησκευτικά δικαιώματα των μη εβραϊκών κοινοτήτων που υπήρχαν στην Παλαιστίνη.
Η διακήρυξη του Μπάλφουρ και η βρετανική εντολή
Τον Απρίλιο του 1920 η διάσκεψη του Σαν Ρέμο αποφάσισε ότι η Παλαιστίνη έπρεπε να διοικείται από βρετανική εντολή και ότι στη συνθήκη ειρήνης με την Τουρκία (που υπογράφηκε στη συνέχεια στις Σέβρες, αλλά δεν επικυρώθηκε από το τουρκικό κοινοβούλιο) θα παρεμβαλλόταν η διακήρυξη Μπάλφουρ. Πριν όμως επικυρωθεί η εντολή από την Κοινωνία των Εθνών (24 Ιουλίου 1922) ξέσπασαν στην Παλαιστίνη πυρκαγιές που έφεραν στο φως τις δυσκολίες συμβίωσης Αράβων και Εβραίων. Οι Εβραίοι ερμήνευσαν τη διακήρυξη Μπάλφουρ ως αναγνώριση του δικαιώματος να ιδρύσουν κράτος στην Παλαιστίνη, ενώ οι Άραβες διεκδικούσαν την κατοχή ενός εδάφους στο οποίο αντιπροσώπευαν το 90% του πληθυσμού. Αν και τα πρώτα χρόνια της Βρετανικής εντολής το μεταναστευτικό ρεύμα υπήρξε μάλλον περιορισμένο, οι Εβραίοι κατάφεραν να εκμεταλλευτούν με υδροηλεκτρικούς σταθμούς τα νερά το Ιορδάνη και έδωσαν αξιοσημείωτη ώθηση στη γεωργία, ιδρύοντας μια σειρά από γεωργικές εγκαταστάσεις κολεκτιβιστικού ή συνεταιριστικού χαρακτήρα (κιμπούτς και μοσάβ). Το 1928-29 ξέσπασαν μεγάλες ταραχές ανάμεσα σε σιωνιστές και ντόπιους Άραβες, οι οποίες έγιναν πιο σοβαρές από τη βρετανική αποικιακή παρουσία, αλλά μετά την άνοδο στην εξουσία της Γερμανίας του Χίτλερ (1933) η εβραϊκή μετανάστευση έγινε και πάλι μαζική. Συνολικά, από το 1919 έως το 1939 μετανάστευσαν στην Παλαιστίνη περίπου 350.000 Εβραίοι και το ποσοστό τους στον πληθυσμό ανέβηκε στο 30%. Η ένταση που ακολούθησε είχε αποτέλεσμα έναν πραγματικό ανταρτοπόλεμο.
Μια βρετανική εξεταστική επιτροπή, με πρόεδρο τον λόρδο Ρόμπερτ Πιλ, παρουσίασε τον Ιούλιο του 1937 μια αναφορά η οποία, αφού επισήμανε την αδυναμία συνέχισης της εντολής, πρότεινε να χωριστεί η Παλαιστίνη σε δύο ανεξάρτητα κράτη, ένα αραβικό και ένα εβραϊκό, χωρισμένα από μια ζώνη διοικούμενη από το Λονδίνο, η οποία θα περιλάμβανε την Ιερουσαλήμ και το λιμάνι της Γιάφα. Το σχέδιο αυτό δεν έγινε δεκτό ούτε από τους Άραβες ούτε από τους Εβραίους, και τις παραμονές του Β' Παγκοσμίου πολέμου η Βρετανία περιόρισε δραστικά το ποσοστό μετανάστευσης των Εβραίων και το δικαίωμά τους να αποκτούν εδάφη στην Παλαιστίνη. Οι σιωνιστές δημιούργησαν τότε μια κρυφή στρατιωτική οργάνωση, τη Χαγκανά, στην οποία πήραν μέρος ομάδες ανταρτών, ενώ οι Άραβες παρέμειναν ανοργάνωτοι. Στο τέλος του Β' Παγκοσμίου πολέμου οι σιωνιστικές στρατιωτικές δυνάμεις, που είχαν λάβει μέρος σε επιχειρήσεις εναντίον του γαλλικού καθεστώτος του Βισύ, στη Συρία, άρχισαν ανταρτοπόλεμο κατά των βρετανικών αρχών.
Αφού απέτυχε κάθε σχέδιο διαμελισμού, η Βρετανία αποφάσισε (1947) να φέρει το πρόβλημα της Παλαιστίνης (όπου συνέχιζαν να εισρέουν Εβραίοι πρόσφυγες) στα Ηνωμένα Έθνη. Ειδική επιτροπή που διορίστηκε από τη γενική συνέλευση μελέτησε από κοντά την κατάσταση και πρότεινε είτε τη δημιουργία δύο κρατών, αραβικού και εβραϊκού, ανεξαρτήτων αλλά ενωμένων οικονομικά, είτε τη δημιουργία ενός ομόσπονδου κράτους. Εγκρίθηκε το πρώτο σχέδιο που προέβλεπε επίσης μια διεθνή ζώνη η οποία θα περιλάμβανε την Ιερουσαλήμ, υπό τον έλεγχο του ΟΗΕ.
Η δημιουργία του ισραηλινού κράτους και αραβοϊσραηλινοί πόλεμοι
Η απόφαση του ΟΗΕ (29 Νοεμβρίου 1947), την οποία δέχτηκαν ευνοϊκά οι σιωνιστές, προκάλεσε την αντίδραση των Αράβων που άρχισαν να προετοιμάζονται για πόλεμο. Η κατάσταση οξύνθηκε τόσο πολύ που η Βρετανία, υποστηριζόμενη από τις ΗΠΑ, προσπάθησε να αντικαταστήσει το σχέδιο του διαμελισμού με μια προσωρινή κηδεμονία του ΟΗΕ. Την ίδια μέρα της αποχώρησης των βρετανικών στρατευμάτων (14 Μαΐου 1948), η προσωρινή σιωνιστική κυβέρνηση που είχε εγκατασταθεί στην Παλαιστίνη με ηγέτη τον Νταβίντ Μπεν Γκουριόν ανακήρυξε την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ, εναντίον του οποίου κινήθηκαν αμέσως τα αραβικά στρατεύματα, ενώ περίπου 750.000 Άραβες της Παλαιστίνης εγκατέλειπαν τα σπίτια τους. Οι δυνάμεις του κράτους του Ισραήλ (που αναγνωρίστηκε αμέσως τόσο από τις ΗΠΑ όσο και από τη Σοβιετική Ένωση) αντιστάθηκαν στις αραβικές επιθέσεις, κερδίζοντας ακόμα περισσότερο έδαφος. Στις 20 Μαΐου 1948 ο κόμης Φόλκε Μπερναντάτ, πρόεδρος του Σουηδικού Ερυθρού Σταυρού, διορίστηκε μεσολαβητής των Ηνωμένων Εθνών στην Παλαιστίνη. Κατόρθωσε να πετύχει σύντομες εκεχειρίες, αλλά μετά τη δολοφονία του (17 Σεπτεμβρίου) οι συγκρούσεις έγιναν σφοδρότερες. Η Δυτική Όχθη του Ιορδάνη κατελήφθη από την Αραβική Λεγεώνα του βασιλιά της Υπεριορδανίας, Αμπντουλάχ Α', ενώ η Αίγυπτος κατέλαβε τη λωρίδα της Γάζας. Στις 7 Ιανουαρίου 1949 έγινε ανακωχή, την οποία ακολούθησε εκεχειρία του Ισραήλ με όλες τις εμπόλεμες χώρες, με εξαίρεση το Ιράκ. Πιο συγκεκριμένα, στις 24 Φεβρουαρίου υπογράφηκε ανακωχή με την Αίγυπτο, στις 23 Μαρτίου με τον Λίβανο, στις 3 Απριλίου με την Ιορδανία και στις 20 Ιουλίου με τη Συρία. Άραβες και Εβραίοι αρνήθηκαν την πρόταση του ΟΗΕ για διεθνοποίηση της Ιερουσαλήμ και η πόλη παρέμεινε διαιρεμένη σε δύο τμήματα. Το ίδιο έτος, ο Χαΐμ Βάιτσμαν εξελέγη πρώτος πρόεδρος του κράτους του Ισραήλ.Η εκεχειρία παραβιάστηκε επανειλημμένα στα σύνορα με τη Συρία και την Ιορδανία. Οι δύο χώρες ήταν αντίθετες στα αρδευτικά έργα τα οποία είχε αναλάβει το Ισραήλ. Συγκρούσεις σημειώθηκαν επίσης στη λιβανική και στην αιγυπτιακή μεθόριο. Ένα σχέδιο ειρήνης που προτάθηκε το 1955 από τις ΗΠΑ δεν έγινε δεκτό από την Αίγυπτο, ενώ το Ισραήλ αρνήθηκε ένα αντίστοιχο βρετανικό σχέδιο προς όφελος των προσφύγων Αράβων. Το 1956 το Ισραήλ κατέλαβε τα εδάφη του Σινά μέχρι τη διώρυγα του Σουέζ. Οι γαλλοβρετανικές δυνάμεις επενέβηκαν με τη σειρά τους, με την πρόφαση να συμβιβάσουν τους αντιμαχόμενους, αλλά οι πιέσεις των ΗΠΑ και της Σοβιετικής Ένωσης ανάγκασαν τους Ισραηλινούς να υποχωρήσουν. Κατά μήκος των γραμμών της εκεχειρίας αναπτύχθηκε ένα απόσπασμα ειρηνευτικής δύναμης του ΟΗΕ και για 10 χρόνια οι θέσεις παρέμειναν αναλλοίωτες, ενώ η ενίσχυση του ανταγωνισμού ανάμεσα στους Άραβες επέτρεπε στο Ισραήλ να ασχοληθεί με την ανάπτυξή του και με την οικονομική διείσδυση, κυρίως στις αφρικανικές χώρες.
Η διείσδυση του εβραϊκού λαού στη Χαναάν, όπου ήταν εγκατεστημένοι δύο άλλοι λαοί, οι Αμορραίοι και οι Χαναναίοι, έγινε σε δύο κύματα: το πρώτο, που αναφέρεται στη Βίβλο με την ιστορία του Αβραάμ, ξεκίνησε από τη Μεσοποταμία περίπου τον 20ο αιώνα π.Χ. και το δεύτερο, που η Βίβλος περιγράφει ως επιστροφή στη Γη της Επαγγελίας από την Αίγυπτο, τον 15ο αιώνα π.Χ. Σύμφωνα με τη Βίβλο, κατά τη διάρκεια αυτού του ταξιδιού οι 12 φυλές πήραν από τον Μωυσή τις 10 εντολές και τις βάσεις της μονοθεϊστικής θρησκείας. Η θρησκεία αυτή εδραιώθηκε παράλληλα με τη μόνιμη εγκατάσταση του λαού και τη δημιουργία ενός ενιαίου μοναρχικού κράτους, έπειτα από μια σειρά από νίκες, αρχικά επί των Αμορραίων της Υπεριορδανίας και των Χαναναίων της Ιουδαίας και ύστερα επί των Μωαβιτών, των Ιδουμαίων και κυρίως επί των Φιλισταίων που ήρθαν από τη θάλασσα με όπλα από σίδερο (μέταλλο ακόμα άγνωστο στους Εβραίους). Κατά την περίοδο των Κριτών (13ος-11ος αιώνας π.Χ.), όπως ονομάζεται η περίοδος της εδαφικής εδραίωσης και των αγώνων με τους γειτονικούς λαούς, διακρίθηκαν ορισμένοι άτομα από τον λαό, που τιμήθηκαν ως λαϊκοί ήρωες.
Μετά τον πρώτο βασιλιά Σαούλ (1040-1000), ο πραγματικός θεμελιωτής του κράτους του Ισραήλ υπήρξε ο Δαβίδ (1000-961) ο οποίος, αφού πήρε την Ιερουσαλήμ από τους Ιεβουσαίους, την έκανε πρωτεύουσα και την εξωράισε κατασκευάζοντας κτίρια από ξύλο και πέτρα. Τον διαδέχτηκε ο γιος του, Σολομών, που βασίλεψε από το 961 έως το 922 π.Χ. Μετά το θάνατό του μια διάχυτη δυσαρέσκεια που οφειλόταν στα μεγάλα έξοδα για δημόσια έργα και στην ανεκτικότητα προς τις ξένες λατρείες που έφεραν οι σύζυγοι του Σολομώντα, είχε ως αποτέλεσμα να χωριστεί το κράτος σε δύο βασίλεια: στο βασίλειο του Ισραήλ στο Βορρά, με πρωτεύουσα τη Συχέμ (ύστερα τη Θιρσά και, τέλος, τη Σαμάρεια), που το αποτελούσαν δέκα φυλές, και στο βασίλειο του Ιούδα στα Νότια, που το αποτελούσαν οι φυλές του Ιούδα και του Βενιαμίν, με πρωτεύουσα την Ιερουσαλήμ. Διαιρεμένα κι εξασθενημένα από βίαιες συγκρούσεις, τα δύο βασίλεια καταλείφθηκαν από τους Ασσύριους και τους Βαβυλώνιους, αντίστοιχα.
Με τον Αμρί (884-873 π.Χ.), ιδρυτή της πόλης Σαμάρειας, το Ισραήλ ανέκτησε μέρος της παλιάς ισχύος του, όμως απειλήθηκε όταν ο διάδοχός του, Αχαάβ (873-851 π.Χ.), προσπάθησε να επιβάλει τη λατρεία του Τύριου θεού Βάαλ. Με τον Ιηού (842-835 π.Χ.) αποκαταστάθηκε η λατρεία του ΓΧΒΧ. Με τον θάνατο του βασιλιά Ιεροβοάμ Β' (773 π.Χ.), το Ισραήλ περιήλθε στην κατοχή των Ασσυρίων, υπό τον Τιγλάθ Πιλάσαρ Γ' (745-727 π.Χ.). Μετά το θάνατο του τελευταίου βασιλιά της Σαμάρειας, ο Ωσηέ (732-724 π.Χ.) προσπάθησε να υποκινήσει εξέγερση με τη βοήθεια της Αιγύπτου, αλλά ηττήθηκε από τον Ασσύριο βασιλιά Σαλμανάσαρ Ε', ο οποίος κατέστρεψε τη Σαμάρεια και εκτόπισε (722 π.Χ.) τους κατοίκους της.
Μεγαλύτερη ζωή είχε το βασίλειο του Ιούδα, το οποίο με τους πρώτους απογόνους του Δαβίδ ισχυροποίησε τη θρησκευτική τάξη του Ναού και της Ιερουσαλήμ. Το 733 π.Χ. ο Άχαζ αναγκάστηκε να υποταχθεί στον Τιγλάθ Πιλάσαρ Γ', αλλά ο γιος του Εζεκίας (725-693 π.Χ.) κατόρθωσε, συμμαχώντας με τους Βαβυλώνιους, να κρατήσει μακριά τους Ασσύριους που πολιορκούσαν μάταια την Ιερουσαλήμ. Όμως η κατάρρευση της ασσυριακής ισχύος είχε σαν αποτέλεσμα να περιέλθει η Ιουδαία στη Βαβυλωνιακή σφαίρα επιρροής. Αφού εξεγέρθηκε εναντίον της Βαβυλώνας το 597 π.Χ. και ξανά το 587 π.Χ., η Ιερουσαλήμ πολιορκήθηκε και καταστράφηκε και ο πληθυσμός εκτοπίστηκε.
Περσική και ελληνιστική κυριαρχία
Όταν ο Κύρος ο Μέγας κατέκτησε τη Βαβυλωνιακή αυτοκρατορία (539 π.Χ.), επέτρεψε στους Εβραίους να επιστρέψουν στη γη τους και να ανοικοδομήσουν τον Ναό της Ιερουσαλήμ, η οποία έγινε ξανά σπουδαίο θρησκευτικό κέντρο. Επί της βασιλείας του Αρταξέρξη Α' επέστρεψαν άλλες δύο ομάδες Εβραίων, αλλά η πολιτική ζωή του Ισραήλ ως κράτους δεν αναζωπυρώθηκε και η Ιερουσαλήμ παρέμεινε κυρίως θρησκευτικό κέντρο. Άλλωστε, λίγα πράγματα είναι γνωστά για την ιστορία της σε εκείνους τους αιώνες.
Όταν ο Δαρείος Γ', ο τελευταίος Αχαιμενίδης βασιλιάς της Περσίας, ηττήθηκε στη μάχη της Ισσού (333 π.Χ.), ο Μέγας Αλέξανδρος κατέβηκε μέσω της Φοινίκης και της Ιουδαίας προς την Αίγυπτο, όπου ίδρυσε την Αλεξάνδρεια, προσελκύοντας εκεί μια ρωμαλέα εβραϊκή κοινότητα, ολοένα και πιο ανοιχτή στην ελληνική παιδεία. Το 250 π.Χ. μεταφράστηκε στα ελληνικά η Τορά (Πεντάτευχος) και στη συνέχεια, χάρη στον Πτολεμαίο Β', ολόκληρη η Βίβλος (μετάφραση των Εβδομήκοντα ή Ο'). Ελάχιστα εξελληνισμένη ήταν αντίθετα, η Ιερουσαλήμ, που εξακολουθούσε να είναι το θρησκευτικό κέντρο του εβραϊκού κόσμου. Όταν όμως το 198 π.Χ. η Ιουδαία περιήλθε στην κυριαρχία των Πτολεμαίων και των Σελευκιδών, η πόλη υπέστη βαθιές μετατροπές, κυρίως όταν ήταν αρχιερέας ο Ιάσονας. Ο Ιάσων εκδιώχθηκε από τον Σελευκίδη Αντίοχο Δ', ο οποίος κατέλαβε την Ιερουσαλήμ, λεηλάτησε τον Ναό και γκρέμισε τα τείχη (168 π.Χ.). Ακολούθησε βίαιος εξελληνισμός της πόλης και απαγορεύτηκε κάθε μορφή εβραϊκής λατρείας.
Η αναπόφευκτη αντίδραση ξέσπασε σε μια εξέγερση οργανωμένη από έναν ιερέα, τον Ματταθία, ένας από τους γιους του οποίου, ο Ιούδας ο επονομαζόμενος Μακκαβαίος, κατάφερε να νικήσει τον Αντίοχο και να ανακαταλάβει την Ιερουσαλήμ. Ο Ναός αποκαταστάθηκε και αφιερώθηκε ξανά στον ΓΧΒΧ στις 25 Δεκεμβρίου του 164 π.Χ. Όμως, οι αγώνες ανάμεσα στους εθνικιστές και στους ελληνιστές συνεχίζονταν και ο Ιούδας σκέφτηκε να ζητήσει την προστασία της Ρώμης. Μετά το θάνατό του σε μάχη (160 π.Χ.), ο αδελφός του, Ιωνάθαν, ανανέωσε πάλι τη φιλία με τη Ρώμη για να προστατευθεί από τους Σελευκίδες, αλλά σκοτώθηκε κι αυτός. Από τους αδελφούς Μακκαβαίους έμεινε μόνο ο Σίμων. Αναγνωρίστηκε πάλι βασιλιάς ο Δημήτριος Β', ο οποίος το 142 π.Χ. παραχώρησε ελευθερία στην Ιερουσαλήμ, απαλλάσσοντάς την από τους φόρους.
Το βασίλειο των Ασμοναίων και η κυριαρχία της Ρώμης
Με τον Σίμωνα Α', που εξελέγη αρχιερέας από μια λαϊκή συνέλευση, αρχίζει η λεγόμενη δυναστεία των Ασμοναίων, η οποία υπό τον Ιωάννη Υρκανό Α' (135-104 π.Χ.) επεξέτεινε τα σύνορα του κράτους με μια σειρά από κατακτήσεις στην Υπεριορδανία και στη Σαμάρεια. Τον Ιωάννη Υρκανό διαδέχτηκε για ένα χρόνο ο γιος του, Ιούδας Αριστόβουλος Α', και ύστερα ο αδελφός του, Αλέξανδρος Ιανναίος (103-78 π.Χ.), ο πρώτος της δυναστείας που πήρε τον τίτλο του βασιλιά. Η δυναστεία πολέμησε για μεγάλο διάστημα εναντίον των Φιλισταίων, καταλαμβάνοντας τα Γάδαρα, τη Ράφεια (Ραφία) και τη Γάζα. Στους εσωτερικούς αγώνες αναδείχθηκε μια οικογένεια Ιδουμαίων (που μόλις είχαν προσηλυτιστεί στη θρησκεία και προσαρτηθεί στο κράτος του Ισραήλ), η οποία υπό την ηγεσία του Αντίπατρου απ’ την Ιδουμαία εκμεταλλεύτηκε τον ανταγωνισμό μεταξύ Ασμοναίων, Αριστόβουλου Α' και Υρκανού Β', συμμαχώντας με τον τελευταίο. Όταν ο Πομπήιος, αφού κατέκτησε τη Συρία (64 π.Χ.), πολιόρκησε την Ιερουσαλήμ, η πλειονότητα του πληθυσμού άνοιξε τις πύλες στους Ρωμαίους. Μόνο οι οπαδοί του Αριστόβουλου οχυρώθηκαν στο Ναό, που κυριεύθηκε ύστερα από πολιορκία 3 μηνών. Στη σφαγή που ακολούθησε, πήραν μέρος και οι οπαδοί του Υρκανού, ο οποίος ονομάστηκε από τον Πομπήιο αρχιερέας και εθνάρχης ενός εδάφους πολύ περιορισμένου σε σχέση με το παρελθόν, προσαρτημένου στη νέα ρωμαϊκή επαρχία της Συρίας.
Το 56 π.Χ. ο Αριστόβουλος και ο γιος του, Αλέξανδρος, αφού δραπέτευσαν από τη Ρώμη, προσπάθησαν μάταια να προκαλέσουν εξέγερση στην Ιουδαία. Κατά τον εμφύλιο πόλεμο υποστήριξαν τον Καίσαρα, αλλά δολοφονήθηκαν από τους οπαδούς του Πομπήιου. Όταν ο Ιούλιος Καίσαρας νίκησε τον Πομπήιο, εδραίωσε τον Υρκανό Β' ως μέγα αρχιερέα και εθνάρχη, διορίζοντας αντίθετα επιμελητή της Ιουδαίας τον Αντίπατρο, που ανέθεσε τη διοίκηση στους γιους του, Φασαήλ (Ιερουσαλήμ) και Ηρώδη (Γαλιλαία). Μετά το θάνατο του Καίσαρα (44 π.Χ.) ο επιζών γιος του Αριστόβουλου, Αντίγονος, προσπάθησε να αναλάβει ξανά την εξουσία αλλά μετά τη μάχη των Φιλίππων (42 π.Χ.) ο Μάρκος Αντώνιος διόρισε τον Ηρώδη και τον Φασαήλ τετράρχες της Ιουδαίας. Ο Αντίγονος συμμάχησε τότε με τους Πάρθους, οι οποίοι εισέβαλαν στη Συρία και στην Ιουδαία, κατορθώνοντας έτσι να γίνει αρχιερέας και βασιλιάς των Ιουδαίων. Εξέδωσε νομίσματα που έφεραν στα ελληνικά το όνομά του και τον τίτλο του, και στην άλλη όψη το ιουδαϊκό του όνομα Ματταθίας και τον τίτλο μέγας αρχιερέας στην εβραϊκή γλώσσα. Υπήρξε ο τελευταίος των Ασμοναίων, γιατί ο Ηρώδης πήρε ξανά από τους Ρωμαίους, που είχαν απωθήσει τους Πάρθους, τον τίτλο του βασιλιά της Ιουδαίας και αποκεφάλισε τον Αντίγονο στην Αντιόχεια.
Ο Ηρώδης ο Μέγας (37 π.Χ. - 4 μ.Χ.) διατηρήθηκε στην εξουσία χάρη στη σταθερή υποστήριξη της Ρώμης. Έδωσε ελληνιστικό χαρακτήρα στην Ιερουσαλήμ, ανοικοδόμησε τη Σαμάρεια (που ονομάστηκε Σεβάστεια προς τιμή του Αυγούστου) και ίδρυσε στην ακτή τη μελλοντική πρωτεύουσα της ρωμαϊκής Ιουδαίας, την Turris Stratonis (Πύργος Στράτωνος) ή Καισάρεια. Μετά τον θάνατό του, ενώ ο κληρονόμος του Αρχέλαος βρισκόταν στη Ρώμη, ξέσπασαν εναντίον της δυναστείας και των Ρωμαίων ταραχές που οδήγησαν τον Αύγουστο να διαιρέσει το βασίλειο σε τρία διαμερίσματα: το πρώτο, που περιλάμβανε την Ιουδαία, τη Σαμάρεια και την Ιδουμαία, δόθηκε στον Αρχέλαο, ενώ οι αδελφοί του, Ηρώδης Αντύπας και Φίλιππος, πήραν αντίστοιχα τη Γαλιλαία και τη ΒΑ ζώνη. Όταν καθαιρέθηκε ο Αρχέλαος, το 6 μ.Χ., εξαιτίας των δυσαρεσκειών που είχε προκαλέσει ανάμεσα στους ίδιους τους Εβραίους, το έδαφός του αποτέλεσε μέρος της ρωμαϊκής επαρχίας της Συρίας. Το διαμέρισμα του Φιλίππου προσαρτήθηκε στη Συρία μετά το θάνατό του (34). Ο Ηρώδης Αντύπας, που κυβέρνησε έως το 37 μ.Χ., ίδρυσε την Τιβεριάδα, που έγινε πρωτεύουσα της Γαλιλαίας. Αυτός είναι ο Ηρώδης που διέταξε τον αποκεφαλισμό του Ιωάννη του Βαπτιστή και έστειλε τον Ιησού στον Πιλάτο. Ο Πόντιος Πιλάτος ήταν ανθύπατος του Τιβέριου και η παρουσία του στην Ιουδαία κατά τα χρόνια 26036 μ.Χ. επιβεβαιώνεται και από μια επιτύμβια πλάκα που βρέθηκε στην Καισάρεια το 1961. Άλλα αξιοσημείωτα γεγονότα διαδραματίστηκαν κατά τη διάρκεια της αυτοκρατορίας του Καλιγούλα: οι εξεγέρσεις των Εβραίων της Αλεξάνδρειας εναντίον του αυτοκράτορα και η άνοδος του Ηρώδη Αγρίππα, ενός από τους εκρωμαϊσμένους ανιψιούς του Ηρώδη του Μεγάλου, ο οποίος πήρε από τον Καλιγούλα τη διακυβέρνηση της τετραρχίας του Φιλίππου (37). Ο Ηρώδης Αγρίππας κατόρθωσε να ανοικοδομήσει το βασίλειο του Ηρώδη του Μεγάλου παίρνοντας από τον αυτοκράτορα Κλαύδιο το 39 την τετραρχία του Ηρώδη Αντύπα και το 41 την Ιουδαία και τη Σαμάρεια. Κυβέρνησε με τον τίτλο του βασιλιά έως το θάνατό του (44). Προσπάθησε να κερδίσει τη συμπάθεια των Εβραίων με την τήρηση των τελετουργικών κανόνων και την καταδίωξη της μεσσιανικής κοινότητας της Ιερουσαλήμ. Τον διαδέχθηκε ο γιος του, Ηρώδης Αγρίππας Β', που βασίλεψε επί μισό περίπου αιώνα, μένοντας πιστός στη Ρώμη ακόμα και κατά τη διάρκεια της εβραϊκής εξέγερσης (66), που τερματίστηκε με την καταστροφή της Ιερουσαλήμ (70).
Όταν απέτυχε μια ειρηνευτική προσπάθεια του Αγρίππα Β', ξέσπασε εμφύλιος πόλεμος ανάμεσα στα στρατεύματά του και στους ζηλωτές, όπως ονομάστηκαν οι εξτρεμιστικές φατρίες των πολιτών της Ιερουσαλήμ, σε αντίθεση με τις μετριοπαθείς ή τις καθαρά φιλοχρήματες. Ο Νέρων αποφάσισε (67) να στείλει στην Ιουδαία τον Τίτο Φλάβιο Βεσπασιανό, ο οποίος συνοδευόμενος από το γιο του Τίτο και από διάφορους συμμάχους, ανάμεσα στους οποίους ο Αγρίππας Β', βάδισε κατά της Ιουδαίας, κυρίευσε ύστερα από μακρά πολιορκία την πόλη Ιωτάπατα και κατέλαβε τα επαναστατημένα κέντρα της Σαμάρειας και της Γαλιλαίας. Το 68 ο Βεσπασιανός κατέλαβε σχεδόν όλες τις περιοχές γύρω από την Ιερουσαλήμ, όπου εξακολουθούσε να μαίνεται ο εμφύλιος πόλεμος ανάμεσα σε ζηλωτές και μετριοπαθείς. Τότε έφτασε η είδηση του θανάτου του Νέρωνα. Ο Βεσπασιανός ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας τον Ιούλιο του 69 και τη συνέχιση του πολέμου ανέλαβε ο γιος του, Τίτος, ο οποίος πολιόρκησε την Ιερουσαλήμ αφού προσπάθησε μάταια να καταλήξει σε κάποιον συμβιβασμό. Αφού κατάφεραν να περάσουν τα τείχη, οι Ρωμαίοι δέχτηκαν σοβαρές αντεπιθέσεις από μέρους των πολιορκημένων, τους οποίους απομόνωσαν τελείως κόβοντας κάθε επαφή με το εξωτερικό. Παρόλο που οι πολιορκημένοι άρχισαν να πεθαίνουν από την πείνα κατά χιλιάδες, οι ζηλωτές αντιστάθηκαν όσο μπορούσαν. Τέλος, έπεσε το οχυρό Αντωνία που είχε κατασκευαστεί από τον Ηρώδη τον Μέγα και οι στρατιώτες του Τίτου, αφού μπήκαν στην πόλη, πολιόρκησαν τον Ναό, τον οποίον κυρίευσαν το 70. Παρά τις αντίθετες διαταγές του Τίτου, ο Ναός πυρπολήθηκε και λεηλατήθηκε και η πόλη ισοπεδώθηκε και μετατράπηκε σε στρατόπεδο.
Η Ιουδαία, η οποία λεγόταν και Συρία Παλαιστίνη, μετατράπηκε έτσι σε μια επαρχία την οποία κυβερνούσαν οι λεγάτοι, δηλαδή στρατιωτικοί διοικητές στους οποίους υπαγόταν ένας επίτροπος. Ύστερα από περίπου 40 χρόνια, και η Παλαιστίνη ενεπλάκη στην ιουδαϊκή εξέγερση, η οποία το 116 επεκτάθηκε από την Κυρήνη και από την Αλεξάνδρεια έως τη Συρία και τη Μεσοποταμία, και πιο άμεσα στην εξέγερση που ξέσπασε το 132 μετά την επίσκεψη του αυτοκράτορα Αδριανού και την απόφασή του να μετατρέψει την Ιερουσαλήμ σε πόλη ελληνιστικού χαρακτήρα με την ονομασία Αιλία Καπιτωλίνα. Η εξέγερση είχε ηγέτη τον Σίμωνα Μπαρ Κοχμπά, στο τέλος όμως η Ιερουσαλήμ υποχώρησε. Οι Ρωμαίοι επικράτησαν και, αφού δικάστηκαν οι πρωταίτιοι της εξέγερσης, δεκάδες χιλιάδες Εβραίοι εκτοπίστηκαν ή πουλήθηκαν σκλάβοι και απαγορεύτηκε σε κάθε Εβραίο να πατήσει το πόδι του στην καινούργια πόλη που ιδρύθηκε στα ερείπια της Ιερουσαλήμ.
Η αραβική κυριαρχία και η τουρκική εισβολή
Στη νέα διοικητική διαίρεση του ρωμαϊκού κράτους που πραγματοποίησε ο Διοκλητιανός, η Ιουδαία αποτέλεσε μέρος της δεύτερης διοίκησης, η οποία ονομάστηκε Παλαιστίνη της Ανατολής. Αργότερα διαιρέθηκε στην κατεξοχήν Παλαιστίνη (το κεντρικό τμήμα, περίπου από την Καισάρεια έως τη Γάζα), στη Σώτειρα Παλαιστίνη (νότιο τμήμα), ενώ οι βόρειες ζώνες προσαρτήθηκαν στη Φοινίκη. Ενώ η Καισάρεια αποκτούσε σπουδαιότητα ως πρωτεύουσα της ρωμαϊκής Παλαιστίνης, ο Μέγας Κωνσταντίνος, ο οποίος το 326 διέταξε την αποκατάσταση των τόπων της σταύρωσης και της ταφής του Χριστού, κατέστησε την Ιερουσαλήμ ένα από τα σπουδαιότερα κέντρα της χριστιανοσύνης (με πολλούς ναούς) και τόπο προσκυνήματος. Η αναγέννηση της πόλης διακόπηκε ωστόσο το 614, όταν την κατέλαβαν οι Πέρσες, καταστρέφοντας - μεταξύ άλλων - και τον ναό του Παναγίου Τάφου. Λίγα χρόνια μετά την εκδίωξη των Περσών από τον Βυζαντινό αυτοκράτορα Ηράκλειο (629), ήρθε η σειρά των Αράβων, που κυρίευσαν την πόλη το 637, ύστερα από πολιορκία 2 ετών. Παρά τη θρησκευτική ανοχή που έδειξαν οι νέοι κατακτητές, η αραβική κατάκτηση είχε μεγάλη επίδραση, καθώς οδήγησε σε έναν προοδευτικό εξαραβισμό του πληθυσμού.
Η Ιουδαία κατελήφθη το 969 από του Φατιμίδες χαλίφες που προέρχονταν από τη βόρεια Αφρική, οι οποίοι στο σύνολό τους εξακολούθησαν την πολιτική ανοχής προς τους Χριστιανούς. Τελείως διαφορετική όμως υπήρξε η συμπεριφορά των Σελτζουκιδών που συμπλήρωσαν την κατάληψη της χώρας το 1076. Την εποχή εκείνη, οι χριστιανοί ηγεμόνες της Δύσης άρχισαν τις Σταυροφορίες. Η πρώτη από αυτές (1096-99), με ηγέτη τον Φράγκο ευγενή Γοδεφρείδο του Μπουγιόν, οδήγησε στη δημιουργία του λατινικού βασιλείου της Ιερουσαλήμ που ανατράπηκε το 1187 από τα στρατεύματα του σουλτάνου Σάλαχ ελ Ντιν (Σαλαντίν). Ακολούθησε η δεύτερη (1147-49), την οποία κήρυξε ο Ευγένιος Γ' με επακόλουθο τη λεηλασία των Βυζαντινών επαρχιών, την ανακατάληψη του πριγκιπάτου της Αντιόχειας από τους Τούρκους και τη συντριβή του βασιλιά της Ιερουσαλήμ Γουίδονα Λουζινιάν. Η τρίτη (1189-92) ξεκίνησε με την κατάληψη της Άκρα. Η τέταρτη (1204-4), την οποία κήρυξε ο πάπας Ιννοκέντιος Γ' για την ανακατάληψη της Ιερουσαλήμ, άλλαξε στόχο και επιδίωξε την κατάλυση της αυτοκρατορίας της Κωνσταντινούπολης. Στην πέμπτη (1217-21), που κήρυξε ο Ονώριος Γ', επιχειρήθηκε χωρίς επιτυχία η ανάκτηση της Άκρα. Στην έκτη (1228-29) έγινε η παραχώρηση της Ιερουσαλήμ από τον σουλτάνο Μαλίκ αλ Καμίλ στον Φρειδερίκο Β', όπου και στέφθηκε βασιλιάς στο ναό του Παναγίου Τάφου. Το 1244 η Ιερουσαλήμ έπεσε στα χέρια των Τούρκων και δεν ανακτήθηκε πια. Δύο νέες αποτυχημένες εκστρατείες των Δυτικών (1248-54 και 1270) απέφεραν στους Τούρκους (Μαμελούκους) τις πόλεις Άκρα, Τύρο, Σιδώνα, Βηρυτό. Το 1291 οι Μαμελούκοι έδιωξαν τους Χριστιανούς από το τελευταίο προπύργιό τους στην Ιουδαία, τον Άγιο Ιωάννη της Άκρα, και το 1516 η χώρα κατελήφθη από τους Οθωμανούς.
Η γένεση και η ανάπτυξη του Σιωνισμού
Η προσπάθεια ανακατάληψης της Παλαιστίνης που έγινε το 1799 από τον Ναπολέοντα Βοναπάρτη απέτυχε χάρη στην αντίσταση των Βρετανών, οι οποίοι επίσης αντιτάχθηκαν στην αποστολή του κυβερνήτη της Αιγύπτου, Μοχάμεντ Άλι (1831), αναγκάζοντάς τον να επιστρέψει τη χώρα στους Τούρκους (1840). Κατά τα μέσα του 19ου αιώνα, υπό την πίεση του αντισημιτισμού που ήταν διαδεδομένος στην Ευρώπη, οι Εβραίοι άρχισαν να κυριεύονται από την ιδέα ότι ήταν ίσως ευκαιρία να εγκατασταθούν στην Παλαιστίνη. Στη Βρετανία, στη Γαλλία και στη Ρωσία αναπτύχθηκαν πρωτοβουλίες για τον αποικισμό της Παλαιστίνης. Στη Ρισών Λε Σιών ιδρύθηκε η πρώτη αποικία μεταναστών οργανωμένη από την εταιρεία Φίλοι της Σιών (1885) του Ρωσοεβραίου Λέοντα Πίνσκερ. Παράλληλα με αυτές τις πρωτοβουλίες, εδραιωνόταν η σιωνιστική ιδεολογία που αναζητούσε μια πατρίδα για το εβραϊκό έθνος. Το ιδανικό αυτό ενσαρκώθηκε στο πρόσωπο του Τέοντορ Χερτσλ (1860-1904) ο οποίος παρά την αντίθεση σημαντικής μερίδας της διεθνούς εβραϊκής κοινότητας, προσπάθησε μάταια να εξασφαλίσει, μεταξύ 1898 και 1903, την οθωμανική άδεια να ιδρύσει στην Παλαιστίνη μια εθνική έδρα νόμιμα αναγνωρισμένη.
Μετά το θάνατο του Χερτσλ νέες διαφωνίες εκδηλώθηκαν ανάμεσα στους λεγόμενους πολιτικούς σιωνιστές, οι οποίοι υποστήριζαν το άκαιρο της ανάληψης αποικιστικής δραστηριότητας πριν την εξασφάλιση συγκεκριμένων πολιτικών εγγυήσεων, και στους πρακτικούς σιωνιστές, που στήριζαν το πρόγραμμά τους σε μια αργή διείσδυση στην Παλαιστίνη. Επικράτησε η δεύτερη άποψη και, χάρη στη μεταφορά μικρών πληθυσμιακών ομάδων, ο εβραϊκός πληθυσμός στην Παλαιστίνη έφτασε το 1919 να αριθμεί περίπου 90.000 άτομα.
Κατά τον Α' Παγκόσμιο πόλεμο, προσπαθώντας να εξεγείρει του Άραβες εναντίον της Τουρκίας, η Βρετανική κυβέρνηση έδωσε στον εμίρη της Μέκκας, Χουσεΐν, υποσχέσεις ανεξαρτησίας που δεν καθόριζαν ρητά τη μελλοντική διευθέτηση της Παλαιστίνης. Ταυτόχρονα, μια ομάδα Εβραίων, ανάμεσα στους οποίους και ο Χαΐμ Βάιτσμαν, προβλέποντας τη συμμαχική νίκη, είχε αρχίσει να διαπραγματεύεται για την εγκατάσταση στην Παλαιστίνη. Τα αιτήματα αυτά απορρίφθηκαν από τη ρωσική και τη γαλλική κυβέρνηση, αλλά στις 2 Νοεμβρίου 1917 ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών Τζέιμς Άρθουρ Μπάλφουρ ανακοίνωσε την περίφημη διακήρυξη σύμφωνα με την οποία η Βρετανία ευνοούσε την ίδρυση στην Παλαιστίνη μιας εθνικής έδρας (National Home) για τον εβραϊκό λαό, χωρίς προκαταλήψεις για τα πολιτικά και θρησκευτικά δικαιώματα των μη εβραϊκών κοινοτήτων που υπήρχαν στην Παλαιστίνη.
Η διακήρυξη του Μπάλφουρ και η βρετανική εντολή
Τον Απρίλιο του 1920 η διάσκεψη του Σαν Ρέμο αποφάσισε ότι η Παλαιστίνη έπρεπε να διοικείται από βρετανική εντολή και ότι στη συνθήκη ειρήνης με την Τουρκία (που υπογράφηκε στη συνέχεια στις Σέβρες, αλλά δεν επικυρώθηκε από το τουρκικό κοινοβούλιο) θα παρεμβαλλόταν η διακήρυξη Μπάλφουρ. Πριν όμως επικυρωθεί η εντολή από την Κοινωνία των Εθνών (24 Ιουλίου 1922) ξέσπασαν στην Παλαιστίνη πυρκαγιές που έφεραν στο φως τις δυσκολίες συμβίωσης Αράβων και Εβραίων. Οι Εβραίοι ερμήνευσαν τη διακήρυξη Μπάλφουρ ως αναγνώριση του δικαιώματος να ιδρύσουν κράτος στην Παλαιστίνη, ενώ οι Άραβες διεκδικούσαν την κατοχή ενός εδάφους στο οποίο αντιπροσώπευαν το 90% του πληθυσμού. Αν και τα πρώτα χρόνια της Βρετανικής εντολής το μεταναστευτικό ρεύμα υπήρξε μάλλον περιορισμένο, οι Εβραίοι κατάφεραν να εκμεταλλευτούν με υδροηλεκτρικούς σταθμούς τα νερά το Ιορδάνη και έδωσαν αξιοσημείωτη ώθηση στη γεωργία, ιδρύοντας μια σειρά από γεωργικές εγκαταστάσεις κολεκτιβιστικού ή συνεταιριστικού χαρακτήρα (κιμπούτς και μοσάβ). Το 1928-29 ξέσπασαν μεγάλες ταραχές ανάμεσα σε σιωνιστές και ντόπιους Άραβες, οι οποίες έγιναν πιο σοβαρές από τη βρετανική αποικιακή παρουσία, αλλά μετά την άνοδο στην εξουσία της Γερμανίας του Χίτλερ (1933) η εβραϊκή μετανάστευση έγινε και πάλι μαζική. Συνολικά, από το 1919 έως το 1939 μετανάστευσαν στην Παλαιστίνη περίπου 350.000 Εβραίοι και το ποσοστό τους στον πληθυσμό ανέβηκε στο 30%. Η ένταση που ακολούθησε είχε αποτέλεσμα έναν πραγματικό ανταρτοπόλεμο.
Μια βρετανική εξεταστική επιτροπή, με πρόεδρο τον λόρδο Ρόμπερτ Πιλ, παρουσίασε τον Ιούλιο του 1937 μια αναφορά η οποία, αφού επισήμανε την αδυναμία συνέχισης της εντολής, πρότεινε να χωριστεί η Παλαιστίνη σε δύο ανεξάρτητα κράτη, ένα αραβικό και ένα εβραϊκό, χωρισμένα από μια ζώνη διοικούμενη από το Λονδίνο, η οποία θα περιλάμβανε την Ιερουσαλήμ και το λιμάνι της Γιάφα. Το σχέδιο αυτό δεν έγινε δεκτό ούτε από τους Άραβες ούτε από τους Εβραίους, και τις παραμονές του Β' Παγκοσμίου πολέμου η Βρετανία περιόρισε δραστικά το ποσοστό μετανάστευσης των Εβραίων και το δικαίωμά τους να αποκτούν εδάφη στην Παλαιστίνη. Οι σιωνιστές δημιούργησαν τότε μια κρυφή στρατιωτική οργάνωση, τη Χαγκανά, στην οποία πήραν μέρος ομάδες ανταρτών, ενώ οι Άραβες παρέμειναν ανοργάνωτοι. Στο τέλος του Β' Παγκοσμίου πολέμου οι σιωνιστικές στρατιωτικές δυνάμεις, που είχαν λάβει μέρος σε επιχειρήσεις εναντίον του γαλλικού καθεστώτος του Βισύ, στη Συρία, άρχισαν ανταρτοπόλεμο κατά των βρετανικών αρχών.
Αφού απέτυχε κάθε σχέδιο διαμελισμού, η Βρετανία αποφάσισε (1947) να φέρει το πρόβλημα της Παλαιστίνης (όπου συνέχιζαν να εισρέουν Εβραίοι πρόσφυγες) στα Ηνωμένα Έθνη. Ειδική επιτροπή που διορίστηκε από τη γενική συνέλευση μελέτησε από κοντά την κατάσταση και πρότεινε είτε τη δημιουργία δύο κρατών, αραβικού και εβραϊκού, ανεξαρτήτων αλλά ενωμένων οικονομικά, είτε τη δημιουργία ενός ομόσπονδου κράτους. Εγκρίθηκε το πρώτο σχέδιο που προέβλεπε επίσης μια διεθνή ζώνη η οποία θα περιλάμβανε την Ιερουσαλήμ, υπό τον έλεγχο του ΟΗΕ.
Η δημιουργία του ισραηλινού κράτους και αραβοϊσραηλινοί πόλεμοι
Η απόφαση του ΟΗΕ (29 Νοεμβρίου 1947), την οποία δέχτηκαν ευνοϊκά οι σιωνιστές, προκάλεσε την αντίδραση των Αράβων που άρχισαν να προετοιμάζονται για πόλεμο. Η κατάσταση οξύνθηκε τόσο πολύ που η Βρετανία, υποστηριζόμενη από τις ΗΠΑ, προσπάθησε να αντικαταστήσει το σχέδιο του διαμελισμού με μια προσωρινή κηδεμονία του ΟΗΕ. Την ίδια μέρα της αποχώρησης των βρετανικών στρατευμάτων (14 Μαΐου 1948), η προσωρινή σιωνιστική κυβέρνηση που είχε εγκατασταθεί στην Παλαιστίνη με ηγέτη τον Νταβίντ Μπεν Γκουριόν ανακήρυξε την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ, εναντίον του οποίου κινήθηκαν αμέσως τα αραβικά στρατεύματα, ενώ περίπου 750.000 Άραβες της Παλαιστίνης εγκατέλειπαν τα σπίτια τους. Οι δυνάμεις του κράτους του Ισραήλ (που αναγνωρίστηκε αμέσως τόσο από τις ΗΠΑ όσο και από τη Σοβιετική Ένωση) αντιστάθηκαν στις αραβικές επιθέσεις, κερδίζοντας ακόμα περισσότερο έδαφος. Στις 20 Μαΐου 1948 ο κόμης Φόλκε Μπερναντάτ, πρόεδρος του Σουηδικού Ερυθρού Σταυρού, διορίστηκε μεσολαβητής των Ηνωμένων Εθνών στην Παλαιστίνη. Κατόρθωσε να πετύχει σύντομες εκεχειρίες, αλλά μετά τη δολοφονία του (17 Σεπτεμβρίου) οι συγκρούσεις έγιναν σφοδρότερες. Η Δυτική Όχθη του Ιορδάνη κατελήφθη από την Αραβική Λεγεώνα του βασιλιά της Υπεριορδανίας, Αμπντουλάχ Α', ενώ η Αίγυπτος κατέλαβε τη λωρίδα της Γάζας. Στις 7 Ιανουαρίου 1949 έγινε ανακωχή, την οποία ακολούθησε εκεχειρία του Ισραήλ με όλες τις εμπόλεμες χώρες, με εξαίρεση το Ιράκ. Πιο συγκεκριμένα, στις 24 Φεβρουαρίου υπογράφηκε ανακωχή με την Αίγυπτο, στις 23 Μαρτίου με τον Λίβανο, στις 3 Απριλίου με την Ιορδανία και στις 20 Ιουλίου με τη Συρία. Άραβες και Εβραίοι αρνήθηκαν την πρόταση του ΟΗΕ για διεθνοποίηση της Ιερουσαλήμ και η πόλη παρέμεινε διαιρεμένη σε δύο τμήματα. Το ίδιο έτος, ο Χαΐμ Βάιτσμαν εξελέγη πρώτος πρόεδρος του κράτους του Ισραήλ.Η εκεχειρία παραβιάστηκε επανειλημμένα στα σύνορα με τη Συρία και την Ιορδανία. Οι δύο χώρες ήταν αντίθετες στα αρδευτικά έργα τα οποία είχε αναλάβει το Ισραήλ. Συγκρούσεις σημειώθηκαν επίσης στη λιβανική και στην αιγυπτιακή μεθόριο. Ένα σχέδιο ειρήνης που προτάθηκε το 1955 από τις ΗΠΑ δεν έγινε δεκτό από την Αίγυπτο, ενώ το Ισραήλ αρνήθηκε ένα αντίστοιχο βρετανικό σχέδιο προς όφελος των προσφύγων Αράβων. Το 1956 το Ισραήλ κατέλαβε τα εδάφη του Σινά μέχρι τη διώρυγα του Σουέζ. Οι γαλλοβρετανικές δυνάμεις επενέβηκαν με τη σειρά τους, με την πρόφαση να συμβιβάσουν τους αντιμαχόμενους, αλλά οι πιέσεις των ΗΠΑ και της Σοβιετικής Ένωσης ανάγκασαν τους Ισραηλινούς να υποχωρήσουν. Κατά μήκος των γραμμών της εκεχειρίας αναπτύχθηκε ένα απόσπασμα ειρηνευτικής δύναμης του ΟΗΕ και για 10 χρόνια οι θέσεις παρέμειναν αναλλοίωτες, ενώ η ενίσχυση του ανταγωνισμού ανάμεσα στους Άραβες επέτρεπε στο Ισραήλ να ασχοληθεί με την ανάπτυξή του και με την οικονομική διείσδυση, κυρίως στις αφρικανικές χώρες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου