Θέατρο
Το εβραϊκό θέατρο έχει την προέλευσή του μάλλον στη δραστηριότητα των Εβραίων ταχυδακτυλουργών και μίμων του Μεσαίωνα, και ιδιαίτερα των μενεστρέλων (περιπλανώμενων τραγουδιστών), που εμπλούτιζαν με τραγούδια τις θρησκευτικές γιορτές και οι οποίοι, από τον 16ο αιώνα, παρουσίαζαν και δραματικά έργα. Ιδιαίτερη σπουδαιότητα απέκτησαν τα μονόπρακτα που παρουσιάζονταν με την ευκαιρία της γιορτής των Πουρίμ, στα οποία αναμειγνύονταν παραδοσιακά και αυτοσχέδια στοιχεία και τραγούδια.
Το πρώτο σπουδαίο θεατρικό χειρόγραφο στην εβραϊκή υπήρξε η Κωμωδία του γάμου (La commedia del matrimonio, 1550) του Λεόνε ντε Σάμι, από τη Μάντοβα, αλλά καθαυτό εβραϊκό θέατρο δημιουργήθηκε στην Ολλανδία από τους πρόσφυγες που είχαν καταφύγει εκεί από την Ισπανία. Τον 17ο και τον 18ο αιώνα δημιουργήθηκε ένα πλούσιο ρεπερτόριο, που περιλάμβανε διάφορα είδη θεατρικών έργων. Ενώ η εβραϊκή γλώσσα εξαφανιζόταν σταδιακά, στην κεντροανατολική Ευρώπη αναπτυσσόταν ένα ανθηρό θέατρο στη γλώσσα γίντις. Με το σιωνιστικό κίνημα και την αναβίωση της αρχικής γλώσσας, το θέατρο, ισχυρό μέσο για τη διάδοσή της, αποκαταστάθηκε οριστικά.
Το πρώτο εβραϊκό θέατρο εγκαινιάστηκε το 1907 στη Βαρσοβία και ένα δεύτερο ακολούθησε το 1911 στο Μπιαλιστόκ. Το 1918 εγκαινίασε τη δράση του ο θίασος χα-Μπιμά, στη Μόσχα, ο οποίος από το 1928 μεταφέρθηκε στην Παλαιστίνη. Εξαιρετική επιτυχία σημείωσε το έργο Ντιμπούκ του Σόλομον Ράποπορτ, γνωστός με το λογοτεχνικό ψευδώνυμο Σλόιμ Άνσκι, το οποίο παρουσιάστηκε το 1922 από το Ρώσο Γεβγένι Βαχτάνγκοφ. Με το έργο αυτό, το οποίο παίχτηκε επανειλημμένα τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Αμερική, απέκτησε μεγάλο γόητρο το νέο εβραϊκό θέατρο.
Ανάμεσα στους θεατρικούς συγγραφείς της διασποράς, ξεχωρίζει η μορφή του Ματιτιάχου Σοχάμ. Τα δράματά του, με βιβλικά θέματα, που θίγουν σύγχρονα προβλήματα (Ιεριχώ, Βαλαάμ, Τύρος και Ιερουσαλήμ, Ου ποιήσεις σεαυτώ σιδηρούν είδωλον) αποτελούν τα αριστουργήματα του σύγχρονου εβραϊκού θεάτρου. Στην Αμερική αξίζει να αναφερθούν ο Ι. Μπέρκοβιτς με το μονόπρακτο Σε χώρες μακρινές και ο Χ. Σόκλερ με το Ραχάβ. Πρέπει, τέλος, να αναφερθούν τα δράματα των εγχώριων δραματουργών Σ. Ζεμάχ, Ν. Μπιστρίτσκι, Α. Ασμάν και Ζ. Ανοχί.
ΚινηματογράφοςΠρωτοπόρος της ισραηλινής κινηματογραφίας υπήρξε ο Νάθαν Άξελροντ, ο οποίος φτάνοντας στην Παλαιστίνη από τη Σοβιετική Ένωση (1926), ίδρυσε την πρώτη κινηματογραφική εταιρεία και παρήγαγε, ανάμεσα στα άλλα, την ταινία Οδέδ Λα-Νονέδ (1933). Κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1930 ίδρυσε την εταιρεία Κάρμελ Φιλμ, η οποία μονοπώλησε την αγορά. Μόνο μετά τον Β' Παγκόσμιο πόλεμο ιδρύθηκαν και άλλα κινηματογραφικά στούντιο: το 1950 το Γκεβά και το 1951 το Χερτσλιγιά, στα οποία γυρίστηκαν πολυάριθμα ντοκιμαντέρ. Το 1954 ψηφίστηκε ο νόμος για την ενθάρρυνση των ισραηλινών ταινιών, ο οποίος προέβλεπε αξιόλογη οικονομική ενίσχυση (50%) για τις ταινίες που θα γυρίζονταν στη χώρα. Αυτό είχε ως συνέπεια σημαντική αύξηση, όχι μόνο ποσοτική αλλά και ποιοτική, της κινηματογραφικής παραγωγής. Αξιοσημείωτη, για παράδειγμα, υπήρξε η ταινία Ο λόφος 24 δεν απαντά (1954), η οποία, αν και γυρίστηκε από τον Άγγλο Θ. Ντίκινσον, είχε χρησιμοποιήσει ένα θέμα του Ζβι Κόλιτς και γυρίστηκε με ερμηνευτές αποκλειστικά Ισραηλινούς. Άλλα ενδιαφέροντα φιλμ της ίδιας δεκαετίας ήταν τα Ιρ Χαχαλίμ του Λέοναρντ Λαμπόλα και Καταραμένη γη, ευλογημένη γη του Ιωσήφ Κρούμγκολντ. Τη δεκαετία του 1960 αυξήθηκαν σημαντικά οι συμπαραγωγές με ευρωπαϊκές χώρες, ιδιαίτερα με τη Γαλλία, αλλά και με την Ιαπωνία.
Από τους πιο γόνιμους σκηνοθέτες υπήρξε ο Μεναχέμ Γκολάν, του οποίου αξίζει να αναφερθούν τα έργα Ο Τέβιε και οι επτά κόρες του (1968) και Η αγάπη μου στην Ιερουσαλήμ. Συγγραφέας κωμωδιών υπήρξε ο Εφραίμ Κισόν, του οποίου η πρώτη ταινία Σαλάχ Σαμπατί, ερμηνευμένη από τον Τοπόλ, σημείωσε διεθνή επιτυχία. Άλλοι αξιόλογοι σκηνοθέτες ήταν οι Ουρί Ζοχάρ, Νταβίντ Περλόβ (ο οποίος γύρισε το 1970 την ταινία Η ζωή του Μπεν Γκουριόν), Νταν Βόλμαν, Φρέντι Στάινχαρτ (σκηνοθέτης του έργου Ο πατέρας, 1975), Μοσέ Μισραχί (Σ’ αγαπώ, Ρόζα, 1972, Πατέρας με κόρες, 1974) τα οποία παρουσιάστηκαν στον κινηματογραφικό φεστιβάλ των Κανών.
Μια νεότερη γενιά σκηνοθετών, όπως οι Άμος Γκιτάι (Kadosh, 1999, Promised Land, 2004 κ.ά.), Ραμ Λιβόι, Νταβίντ Όφεκ (Νούμερο 17, 2003), Γιοάβ Σαμίρ (Σημείο ελέγχου, 2004, εξαιρετική ταινία για τις σχέσεις Ισραηλινών και Παλαιστινίων με φόντο μια ερωτική ιστορία) κ.ά., προσπαθεί να εκφράσει τη σύγχρονη ισραηλινή πραγματικότητα μέσα σε δύσκολες οικονομικές και πολιτικές συνθήκες δημιουργίας.
Μουσική
Οι μοναδικές μαρτυρίες για την αρχαία εβραϊκή μουσική προέρχονται από τα κείμενα της Τανάχ. Με την καταστροφή του Ναού της Ιερουσαλήμ από τον Τίτο (70 μ.Χ.) εξαφανίστηκε και η ενόργανη μουσική, που συνδεόταν με τη λειτουργία του, και έμεινε σε χρήση μόνο το σοφάρ (κέρατο κριαριού). Η λειτουργία των συναγωγών έλαβε ορισμένα βασικά χαρακτηριστικά, τα οποία έμειναν κοινά σε όλες τις εβραϊκές παραδόσεις. Αναπτύχθηκαν, έτσι, διάφοροι τύποι λειτουργικού μέλους, όπως η ψαλμωδία με εναλλασσόμενες χορωδίες ή με ψάλτη και χορωδία, κατά την οποία η επανάληψη μιας κεντρικής νότας διακοπτόταν για να υπογραμμιστούν οι συντακτικές υποδιαιρέσεις του κειμένου με μελωδικά ποικίλματα και η ανάγνωση της Βίβλου, κατά την οποία προκαθορισμένοι μελωδικοί τύποι που αντιστοιχούσαν σε σημεία του κειμένου διαδέχονταν ο ένας τον άλλο. Τέλος, από τον 6ο αιώνα, διαμορφώθηκε η παράδοση της εβραϊκής υμνογραφίας, που αντιπροσωπεύει την πιο πρόσφατη φάση της μουσικής των συναγωγών.
Σε ό,τι αφορά τη μουσική δραστηριότητα στο σημερινό κράτος του Ισραήλ, πρέπει να σημειωθεί ότι η διαφορά των τόπων προέλευσης που χαρακτηρίζει τον πληθυσμό δεν επέτρεψε την ανάπτυξη αυτόνομων μορφών ισραηλινής μουσικής έκφρασης, με την εξαίρεση ορισμένων βασικών τύπων οι οποίοι έμειναν αναλλοίωτοι στο εσωτερικό των εβραϊκών κοινοτήτων κατά τη διασπορά. Στα μικρά γεωργικά κέντρα, όμως, δημιουργήθηκε ένα νέο ρεπερτόριο τραγουδιών και πρωτότυπων εκδηλώσεων καθαρά ισραηλινών.
Ίσως η πιο ενδιαφέρουσα συνεισφορά - και από άποψη μουσικής εθνολογίας, η πιο πρωτότυπη - θεωρείται εκείνη των αρχέγονων τραγουδιών, με την εξαιρετικά εκφραστική μελωδία των Εβραίων της Ανατολής: Υεμενιτών, Περσών, περισσότερο ακόμα και από αυτή των Ιρακινών και των Μαροκινών, και αυτό κυρίως γιατί διαπιστώθηκε, από έναν απλό ψάλτη της συναγωγής, τον Αβραάμ Ίντελζον, που εξελίχθηκε σε περίφημο μουσικολόγο, ότι αυτά αποτελούν την πιο γνήσια μαρτυρία της αρχικής εβραϊκής κουλτούρας, η οποία έφτασε έως τη σημερινή εποχή σχεδόν αναλλοίωτη.
Στη διαδικασία σύνθεσης όλων αυτών των ετερογενών στοιχείων παρατηρούνται μόνο μια σχετική εγκατάλειψη των αργών και θρηνητικών ρυθμών και ένας προσανατολισμός σε πιο ζωηρές, γρήγορες κινήσεις, κάτι που εκδηλώνεται και στον χορό, τον πιο γνωστό ισραηλινό χορό. Καθαρά ρουμανικός, ο χορός αυτός έλαβε στο Ισραήλ ιδιαίτερο, πιο ζωηρό χαρακτήρα. Στους χορούς, όπως ο κολ ντοντί, υεμενιτικής προέλευσης, ο τσιρκάσια, με έντονο ρυθμό, ή ο αραβο-δρουζικός ντέμπκα, τον οποίον οι άνδρες χορεύουν συνήθως μόνοι τους, πιασμένοι από τα χέρια σε ανοικτό κύκλο, ενώ οι γυναίκες χορεύουν χωριστά, έχουν προστεθεί νέοι λαϊκοί χοροί με βήματα που βασίζονται μουσικά πάνω σε ένα περίεργο μείγμα ανατολικών λαϊκών μελωδιών και στίχων που ανάγονται στη Βίβλο.
Το τοφ, ένα ντέφι που συνοδεύει τα μοιρολόγια αυτά και τους ρυθμούς, είναι από τα όργανα που προτιμώνται και η μουσική που τους συνοδεύει έχει έναν υποβλητικό τόνο με μεσογειακά και ανατολίτικα στοιχεία.
Οι σύγχρονοι συνθέτες, ωστόσο, ακολουθούν τα διάφορα δυτικά ρεύματα της εποχής μας. Μεταξύ αυτών, ξεχωρίζουν τα ονόματα των Πάουλ Μπεν-Χαΐμ, Ρόμαν Χάουμπενστοκ-Ραμάτι, Μεναχέμ Αβιντόν, Γιόζεφ Ταλ, Χέρμπερτ Μπριν κ.ά. Η ισραηλινή μουσική υποδομή είναι αξιόλογη, πλούσια σε ορχήστρες (η Φιλαρμονική Ορχήστρα του Ισραήλ, με έδρα το Τελ Αβίβ, είναι ένα από τα μεγαλύτερα καλλιτεχνικά συγκροτήματα του κόσμου), θέατρα, χορωδίες, ωδεία και ινστιτούτα μουσικολογίας, ανάμεσα στα οποία εξέχουσα θέση έχουν το Ωδείο και η Ακαδημία Μουσικής του Ισραήλ, με έδρα το Τελ Αβίβ και την Ιερουσαλήμ.Στη διάρκεια του 20ου αιώνα αναδείχθηκαν πολλοί καλλιτέχνες εβραϊκής καταγωγής οι οποίοι διακρίθηκαν διεθνώς σε όλα τα είδη μουσικής, όπως οι συνθέτες Γκούσταβ Μάλερ και Έρνεστ Μπλοχ. Ο μουσικολόγος Άλφρεντ Αϊνστάιν, οι διευθυντές ορχήστρας Μπρούνο Βάλτερ, Ότο Κλέμπερερ και Πάουλ Ντεσάου, ο βιολιστής, συνθέτης και θεωρητικός Γεχούντι Μενουχίν, ο τραγουδιστής Ιβ Μοντάν, ο συνθέτης και τραγουδοποιός Ίρβινγκ Μπερλίν, καθώς και μια πληθώρα καλλιτεχνών στο ποπ μουσικό στερέωμα των ΗΠΑ (Μπομπ Ντίλαν, Λέοναρντ Κοέν, Λου Ριντ, Ίγκι Ποπ κ.ά.), ακόμα και στο χώρο της δισκογραφικής βιομηχανίας (Warner Bros.). Ωστόσο, οι περισσότεροι από αυτούς έδρασαν στο τόπο διαμονής τους, χωρίς ουσιαστικούς δεσμούς με την παραδοσιακή εβραϊκή μουσική παράδοση. Τα μοναδικά εγχώρια ονόματα από το Ισραήλ που έτυχαν αναγνώρισης σε διεθνές επίπεδο ήταν αυτά του πιανίστα και συνθέτη Ντάνιελ Μπαρενμπόιμ, της τραγουδίστριας Όφρα Χάζα (1959-2000) και του συγκροτήματος Minimal Compact, που σχηματίστηκε το 1981 στο Τελ Αβίβ, αλλά χρειάστηκε να εγκατασταθεί στην Ολλανδία για να αποσπάσει την προσοχή του ευρωπαϊκού κοινού, στο οποίο κυρίως απευθυνόταν. Μετά τη διάλυσή τους, ένα από τα μέλη τους, ο Σάιμον Μπέρνμπαχ, συνέχισε τη δημιουργική σταδιοδρομία του στην πρωτοποριακή ηλεκτρονική μουσική, ως DJ Morpheus πλέον, μόνιμα εγκαταστημένος στις Κάτω Χώρες.
Το εβραϊκό θέατρο έχει την προέλευσή του μάλλον στη δραστηριότητα των Εβραίων ταχυδακτυλουργών και μίμων του Μεσαίωνα, και ιδιαίτερα των μενεστρέλων (περιπλανώμενων τραγουδιστών), που εμπλούτιζαν με τραγούδια τις θρησκευτικές γιορτές και οι οποίοι, από τον 16ο αιώνα, παρουσίαζαν και δραματικά έργα. Ιδιαίτερη σπουδαιότητα απέκτησαν τα μονόπρακτα που παρουσιάζονταν με την ευκαιρία της γιορτής των Πουρίμ, στα οποία αναμειγνύονταν παραδοσιακά και αυτοσχέδια στοιχεία και τραγούδια.
Το πρώτο σπουδαίο θεατρικό χειρόγραφο στην εβραϊκή υπήρξε η Κωμωδία του γάμου (La commedia del matrimonio, 1550) του Λεόνε ντε Σάμι, από τη Μάντοβα, αλλά καθαυτό εβραϊκό θέατρο δημιουργήθηκε στην Ολλανδία από τους πρόσφυγες που είχαν καταφύγει εκεί από την Ισπανία. Τον 17ο και τον 18ο αιώνα δημιουργήθηκε ένα πλούσιο ρεπερτόριο, που περιλάμβανε διάφορα είδη θεατρικών έργων. Ενώ η εβραϊκή γλώσσα εξαφανιζόταν σταδιακά, στην κεντροανατολική Ευρώπη αναπτυσσόταν ένα ανθηρό θέατρο στη γλώσσα γίντις. Με το σιωνιστικό κίνημα και την αναβίωση της αρχικής γλώσσας, το θέατρο, ισχυρό μέσο για τη διάδοσή της, αποκαταστάθηκε οριστικά.
Το πρώτο εβραϊκό θέατρο εγκαινιάστηκε το 1907 στη Βαρσοβία και ένα δεύτερο ακολούθησε το 1911 στο Μπιαλιστόκ. Το 1918 εγκαινίασε τη δράση του ο θίασος χα-Μπιμά, στη Μόσχα, ο οποίος από το 1928 μεταφέρθηκε στην Παλαιστίνη. Εξαιρετική επιτυχία σημείωσε το έργο Ντιμπούκ του Σόλομον Ράποπορτ, γνωστός με το λογοτεχνικό ψευδώνυμο Σλόιμ Άνσκι, το οποίο παρουσιάστηκε το 1922 από το Ρώσο Γεβγένι Βαχτάνγκοφ. Με το έργο αυτό, το οποίο παίχτηκε επανειλημμένα τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Αμερική, απέκτησε μεγάλο γόητρο το νέο εβραϊκό θέατρο.
Ανάμεσα στους θεατρικούς συγγραφείς της διασποράς, ξεχωρίζει η μορφή του Ματιτιάχου Σοχάμ. Τα δράματά του, με βιβλικά θέματα, που θίγουν σύγχρονα προβλήματα (Ιεριχώ, Βαλαάμ, Τύρος και Ιερουσαλήμ, Ου ποιήσεις σεαυτώ σιδηρούν είδωλον) αποτελούν τα αριστουργήματα του σύγχρονου εβραϊκού θεάτρου. Στην Αμερική αξίζει να αναφερθούν ο Ι. Μπέρκοβιτς με το μονόπρακτο Σε χώρες μακρινές και ο Χ. Σόκλερ με το Ραχάβ. Πρέπει, τέλος, να αναφερθούν τα δράματα των εγχώριων δραματουργών Σ. Ζεμάχ, Ν. Μπιστρίτσκι, Α. Ασμάν και Ζ. Ανοχί.
ΚινηματογράφοςΠρωτοπόρος της ισραηλινής κινηματογραφίας υπήρξε ο Νάθαν Άξελροντ, ο οποίος φτάνοντας στην Παλαιστίνη από τη Σοβιετική Ένωση (1926), ίδρυσε την πρώτη κινηματογραφική εταιρεία και παρήγαγε, ανάμεσα στα άλλα, την ταινία Οδέδ Λα-Νονέδ (1933). Κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1930 ίδρυσε την εταιρεία Κάρμελ Φιλμ, η οποία μονοπώλησε την αγορά. Μόνο μετά τον Β' Παγκόσμιο πόλεμο ιδρύθηκαν και άλλα κινηματογραφικά στούντιο: το 1950 το Γκεβά και το 1951 το Χερτσλιγιά, στα οποία γυρίστηκαν πολυάριθμα ντοκιμαντέρ. Το 1954 ψηφίστηκε ο νόμος για την ενθάρρυνση των ισραηλινών ταινιών, ο οποίος προέβλεπε αξιόλογη οικονομική ενίσχυση (50%) για τις ταινίες που θα γυρίζονταν στη χώρα. Αυτό είχε ως συνέπεια σημαντική αύξηση, όχι μόνο ποσοτική αλλά και ποιοτική, της κινηματογραφικής παραγωγής. Αξιοσημείωτη, για παράδειγμα, υπήρξε η ταινία Ο λόφος 24 δεν απαντά (1954), η οποία, αν και γυρίστηκε από τον Άγγλο Θ. Ντίκινσον, είχε χρησιμοποιήσει ένα θέμα του Ζβι Κόλιτς και γυρίστηκε με ερμηνευτές αποκλειστικά Ισραηλινούς. Άλλα ενδιαφέροντα φιλμ της ίδιας δεκαετίας ήταν τα Ιρ Χαχαλίμ του Λέοναρντ Λαμπόλα και Καταραμένη γη, ευλογημένη γη του Ιωσήφ Κρούμγκολντ. Τη δεκαετία του 1960 αυξήθηκαν σημαντικά οι συμπαραγωγές με ευρωπαϊκές χώρες, ιδιαίτερα με τη Γαλλία, αλλά και με την Ιαπωνία.
Από τους πιο γόνιμους σκηνοθέτες υπήρξε ο Μεναχέμ Γκολάν, του οποίου αξίζει να αναφερθούν τα έργα Ο Τέβιε και οι επτά κόρες του (1968) και Η αγάπη μου στην Ιερουσαλήμ. Συγγραφέας κωμωδιών υπήρξε ο Εφραίμ Κισόν, του οποίου η πρώτη ταινία Σαλάχ Σαμπατί, ερμηνευμένη από τον Τοπόλ, σημείωσε διεθνή επιτυχία. Άλλοι αξιόλογοι σκηνοθέτες ήταν οι Ουρί Ζοχάρ, Νταβίντ Περλόβ (ο οποίος γύρισε το 1970 την ταινία Η ζωή του Μπεν Γκουριόν), Νταν Βόλμαν, Φρέντι Στάινχαρτ (σκηνοθέτης του έργου Ο πατέρας, 1975), Μοσέ Μισραχί (Σ’ αγαπώ, Ρόζα, 1972, Πατέρας με κόρες, 1974) τα οποία παρουσιάστηκαν στον κινηματογραφικό φεστιβάλ των Κανών.
Μια νεότερη γενιά σκηνοθετών, όπως οι Άμος Γκιτάι (Kadosh, 1999, Promised Land, 2004 κ.ά.), Ραμ Λιβόι, Νταβίντ Όφεκ (Νούμερο 17, 2003), Γιοάβ Σαμίρ (Σημείο ελέγχου, 2004, εξαιρετική ταινία για τις σχέσεις Ισραηλινών και Παλαιστινίων με φόντο μια ερωτική ιστορία) κ.ά., προσπαθεί να εκφράσει τη σύγχρονη ισραηλινή πραγματικότητα μέσα σε δύσκολες οικονομικές και πολιτικές συνθήκες δημιουργίας.
Μουσική
Οι μοναδικές μαρτυρίες για την αρχαία εβραϊκή μουσική προέρχονται από τα κείμενα της Τανάχ. Με την καταστροφή του Ναού της Ιερουσαλήμ από τον Τίτο (70 μ.Χ.) εξαφανίστηκε και η ενόργανη μουσική, που συνδεόταν με τη λειτουργία του, και έμεινε σε χρήση μόνο το σοφάρ (κέρατο κριαριού). Η λειτουργία των συναγωγών έλαβε ορισμένα βασικά χαρακτηριστικά, τα οποία έμειναν κοινά σε όλες τις εβραϊκές παραδόσεις. Αναπτύχθηκαν, έτσι, διάφοροι τύποι λειτουργικού μέλους, όπως η ψαλμωδία με εναλλασσόμενες χορωδίες ή με ψάλτη και χορωδία, κατά την οποία η επανάληψη μιας κεντρικής νότας διακοπτόταν για να υπογραμμιστούν οι συντακτικές υποδιαιρέσεις του κειμένου με μελωδικά ποικίλματα και η ανάγνωση της Βίβλου, κατά την οποία προκαθορισμένοι μελωδικοί τύποι που αντιστοιχούσαν σε σημεία του κειμένου διαδέχονταν ο ένας τον άλλο. Τέλος, από τον 6ο αιώνα, διαμορφώθηκε η παράδοση της εβραϊκής υμνογραφίας, που αντιπροσωπεύει την πιο πρόσφατη φάση της μουσικής των συναγωγών.
Σε ό,τι αφορά τη μουσική δραστηριότητα στο σημερινό κράτος του Ισραήλ, πρέπει να σημειωθεί ότι η διαφορά των τόπων προέλευσης που χαρακτηρίζει τον πληθυσμό δεν επέτρεψε την ανάπτυξη αυτόνομων μορφών ισραηλινής μουσικής έκφρασης, με την εξαίρεση ορισμένων βασικών τύπων οι οποίοι έμειναν αναλλοίωτοι στο εσωτερικό των εβραϊκών κοινοτήτων κατά τη διασπορά. Στα μικρά γεωργικά κέντρα, όμως, δημιουργήθηκε ένα νέο ρεπερτόριο τραγουδιών και πρωτότυπων εκδηλώσεων καθαρά ισραηλινών.
Ίσως η πιο ενδιαφέρουσα συνεισφορά - και από άποψη μουσικής εθνολογίας, η πιο πρωτότυπη - θεωρείται εκείνη των αρχέγονων τραγουδιών, με την εξαιρετικά εκφραστική μελωδία των Εβραίων της Ανατολής: Υεμενιτών, Περσών, περισσότερο ακόμα και από αυτή των Ιρακινών και των Μαροκινών, και αυτό κυρίως γιατί διαπιστώθηκε, από έναν απλό ψάλτη της συναγωγής, τον Αβραάμ Ίντελζον, που εξελίχθηκε σε περίφημο μουσικολόγο, ότι αυτά αποτελούν την πιο γνήσια μαρτυρία της αρχικής εβραϊκής κουλτούρας, η οποία έφτασε έως τη σημερινή εποχή σχεδόν αναλλοίωτη.
Στη διαδικασία σύνθεσης όλων αυτών των ετερογενών στοιχείων παρατηρούνται μόνο μια σχετική εγκατάλειψη των αργών και θρηνητικών ρυθμών και ένας προσανατολισμός σε πιο ζωηρές, γρήγορες κινήσεις, κάτι που εκδηλώνεται και στον χορό, τον πιο γνωστό ισραηλινό χορό. Καθαρά ρουμανικός, ο χορός αυτός έλαβε στο Ισραήλ ιδιαίτερο, πιο ζωηρό χαρακτήρα. Στους χορούς, όπως ο κολ ντοντί, υεμενιτικής προέλευσης, ο τσιρκάσια, με έντονο ρυθμό, ή ο αραβο-δρουζικός ντέμπκα, τον οποίον οι άνδρες χορεύουν συνήθως μόνοι τους, πιασμένοι από τα χέρια σε ανοικτό κύκλο, ενώ οι γυναίκες χορεύουν χωριστά, έχουν προστεθεί νέοι λαϊκοί χοροί με βήματα που βασίζονται μουσικά πάνω σε ένα περίεργο μείγμα ανατολικών λαϊκών μελωδιών και στίχων που ανάγονται στη Βίβλο.
Το τοφ, ένα ντέφι που συνοδεύει τα μοιρολόγια αυτά και τους ρυθμούς, είναι από τα όργανα που προτιμώνται και η μουσική που τους συνοδεύει έχει έναν υποβλητικό τόνο με μεσογειακά και ανατολίτικα στοιχεία.
Οι σύγχρονοι συνθέτες, ωστόσο, ακολουθούν τα διάφορα δυτικά ρεύματα της εποχής μας. Μεταξύ αυτών, ξεχωρίζουν τα ονόματα των Πάουλ Μπεν-Χαΐμ, Ρόμαν Χάουμπενστοκ-Ραμάτι, Μεναχέμ Αβιντόν, Γιόζεφ Ταλ, Χέρμπερτ Μπριν κ.ά. Η ισραηλινή μουσική υποδομή είναι αξιόλογη, πλούσια σε ορχήστρες (η Φιλαρμονική Ορχήστρα του Ισραήλ, με έδρα το Τελ Αβίβ, είναι ένα από τα μεγαλύτερα καλλιτεχνικά συγκροτήματα του κόσμου), θέατρα, χορωδίες, ωδεία και ινστιτούτα μουσικολογίας, ανάμεσα στα οποία εξέχουσα θέση έχουν το Ωδείο και η Ακαδημία Μουσικής του Ισραήλ, με έδρα το Τελ Αβίβ και την Ιερουσαλήμ.Στη διάρκεια του 20ου αιώνα αναδείχθηκαν πολλοί καλλιτέχνες εβραϊκής καταγωγής οι οποίοι διακρίθηκαν διεθνώς σε όλα τα είδη μουσικής, όπως οι συνθέτες Γκούσταβ Μάλερ και Έρνεστ Μπλοχ. Ο μουσικολόγος Άλφρεντ Αϊνστάιν, οι διευθυντές ορχήστρας Μπρούνο Βάλτερ, Ότο Κλέμπερερ και Πάουλ Ντεσάου, ο βιολιστής, συνθέτης και θεωρητικός Γεχούντι Μενουχίν, ο τραγουδιστής Ιβ Μοντάν, ο συνθέτης και τραγουδοποιός Ίρβινγκ Μπερλίν, καθώς και μια πληθώρα καλλιτεχνών στο ποπ μουσικό στερέωμα των ΗΠΑ (Μπομπ Ντίλαν, Λέοναρντ Κοέν, Λου Ριντ, Ίγκι Ποπ κ.ά.), ακόμα και στο χώρο της δισκογραφικής βιομηχανίας (Warner Bros.). Ωστόσο, οι περισσότεροι από αυτούς έδρασαν στο τόπο διαμονής τους, χωρίς ουσιαστικούς δεσμούς με την παραδοσιακή εβραϊκή μουσική παράδοση. Τα μοναδικά εγχώρια ονόματα από το Ισραήλ που έτυχαν αναγνώρισης σε διεθνές επίπεδο ήταν αυτά του πιανίστα και συνθέτη Ντάνιελ Μπαρενμπόιμ, της τραγουδίστριας Όφρα Χάζα (1959-2000) και του συγκροτήματος Minimal Compact, που σχηματίστηκε το 1981 στο Τελ Αβίβ, αλλά χρειάστηκε να εγκατασταθεί στην Ολλανδία για να αποσπάσει την προσοχή του ευρωπαϊκού κοινού, στο οποίο κυρίως απευθυνόταν. Μετά τη διάλυσή τους, ένα από τα μέλη τους, ο Σάιμον Μπέρνμπαχ, συνέχισε τη δημιουργική σταδιοδρομία του στην πρωτοποριακή ηλεκτρονική μουσική, ως DJ Morpheus πλέον, μόνιμα εγκαταστημένος στις Κάτω Χώρες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου