9/10/09

Η τέχνη της ξενοφοβίας

Μέχρι το 1881 η επιδημία του αντισημιτισμού είχε φτάσει και στη Ρωσία, όπου οι Εβραίοι, παρά τις κάποιες μεταρρυθμίσεις, ζούσαν ακόμη σε συνθήκες καταπίεσης, και όπου και η παραμικρή σπίθα μπορούσε να ανάψει την παλιά εβραιοφοβία. Πλησίαζε η εποχή των πογκρόμ.[1] Ο Αλέξανδρος Γ' υπό την επιρροή του Πομπεντόνοτσεφ, του αντισημίτη αρχισυμβούλου του, επανέφερε τη Ρωσία πίσω, στα βάθη του απομονωτισμού και της αντίδρασης. Υπήρχαν αρκετοί Εβραίοι που είχαν σχέση με φιλελεύθερα ή ριζοσπαστικά κινήματα, ώστε να κάνουν την κυβέρνηση να θεωρήσει όλον τον Εβραϊσμό ως τον κύριο στόχο του αντεπαναστατικού της προγράμματος.
Ο Πομπεντόνοτσεφ δεν κράτησε μυστικό το σχέδιό του για την επίλυση του εβραϊκού προβλήματος: το ένα τρίτο έπρεπε να μεταναστεύσει, το ένα τρίτο να πεθάνει, και το ένα τρίτο να εξαφανιστεί (πράγμα που σήμαινε να μεταστραφεί στον Χριστιανισμό). Το πρώτο μεγάλο πογκρόμ άρχισε το Πάσχα του 1881 και απλώθηκε γρήγορα σ’ όλη τη Νότια Ρωσία. Εκατό εβραϊκές κοινότητες χτυπήθηκαν: πλήθη Εβραίων ακρωτηριάστηκαν, δολοφονήθηκαν, και έχασαν τα υπάρχοντά τους, ενώ η αστυνομία παρακολουθούσε αδρανής. Οι επιθέσεις συνέβαιναν σχεδόν ταυτόχρονα σ’ όλα τα μέρη και ακολουθούσαν παντού το ίδιο γενικό σχέδιο.
Αν και δεν μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα ότι η κυβέρνηση υποδαύλισε σκόπιμα τα πογκρόμ, είναι βέβαιο ότι διαπράχτηκαν με την ανοχή της. Οι χωρικοί δεν έκρυβαν το γεγονός ότι πίστευαν πως εκτελούσαν το θέλημα του Τσάρου. Η κυβέρνηση θεώρησε υπεύθυνη για τα πογκρόμ την «εβραϊκή εκμετάλλευση» των χωρικών - μία κατηγορία η οποία, οποιεσδήποτε βάσεις και αν είχε, ήταν υπερβολικά διογκωμένη, και σίγουρα τελείως άνιση σε σχέση με την κτηνώδη βαρβαρότητα των πογκρόμ. Ο υπουργός Εσωτερικών Ιγκνάτιεφ άρχισε ανακρίσεις, όχι όμως για τα πογκρόμ, αλλά για την «εβραϊκή εκμετάλλευση».
Η παγκόσμια αντίδραση ήταν ένα μεγάλο σοκ: εκδηλώσεις διαμαρτυρίας οργανώθηκαν στο Λονδίνο, και η κυβέρνηση των Η.Π.Α διαμαρτυρήθηκε στον Τσάρο. Παρόλα αυτά, πολλά ακόμα πογκρόμ έλαβαν χώρα πριν τελειώσει εκείνος ο χρόνος. Το πιο άγριο έγινε στη Βαρσοβία, με ρωσική καθοδήγηση, όπου καταδίκες των Εβραίων ακούγονταν από Πολωνούς πολιτικούς και εκκλησιαστικούς ηγέτες.
Οι Ρωσοεβραίοι, σε κατάσταση πανικού, άρχισαν εκείνη την περίοδο τη μεγάλη μετανάστευση, που επρόκειτο να αποτελέσει τη μεγαλύτερη έξοδο στην εβραϊκή ιστορία.[2] Στη διάρκεια της δεκατριάχρονης βασιλείας του Αλέξανδρου Γ', περίπου 100.000 Εβραίοι αναχωρούσαν κάθε χρόνο, και αργότερα οι αριθμοί αυξήθηκαν· οι περισσότεροι απ’ αυτούς πήγαν στις Η.Π.Α. Μέχρι το 1900, 1.000.000 Εβραίοι είχαν εγκαταλείψει τη Ρωσία, τη Ρουμανία και τη Γαλικία, και πριν περάσει πολύς καιρός η έξοδος διπλασιάστηκε. Είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι η Ισπανία έκανε πρόσκληση εισόδου στους πρόσφυγες, ίσως από υποσυνείδητες τύψεις. Στην αρχή η ρωσική κυβέρνηση ήταν αντίθετη με τις μεταναστεύσεις, αλλά αργότερα τις ενθάρρυνε.
Τα πογκρόμ συνεχίστηκαν το 1882, ώσπου τελικά η κυβέρνηση αναγκάστηκε να επέμβει και να τα σταματήσει. Είχε γίνει ξεκάθαρο τώρα πλέον, πως ο Τσαρισμός είχε εφεύρει ένα καινούργιο εργαλείο για να ασχολείται λιγότερο ή περισσότερο έμμεσα με το «εβραϊκό πρόβλημα»: το πογκρόμ. Ο Ιγκνάτιεφ ανακοίνωσε τους «Προσωρινούς Νόμους» του τον Μάιο, οι οποίοι περιόριζαν την περιοχή του Πάλε, απαγόρευαν μισθώσεις και υποθήκες στους Εβραίους, απαγόρευαν τη διαμονή τους σε χωριά, όριζαν μία περιορισμένη αναλογία Εβραίων που μπορούσαν να σπουδάζουν, και μείωναν τις επαγγελματικές ευκαιρίες γι’ αυτούς. Αυτοί οι υποτιθέμενοι «Προσωρινοί Νόμοι», παρέμειναν μέχρι το 1914. Μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα, συνεχίζονταν σποραδικά πογκρόμ και έχουν καταγραφεί και άλλοι διωγμοί και εξορίες.[3] Αν και υπήρχαν στα χαρτιά περίπου 650 νόμοι σχετικά με τους Εβραίους, ο Βιακεσλάβ Φον Πλέβε, υπουργός Εσωτερικών, ετοίμασε κι’ άλλους. Και πάλι έγιναν διαμαρτυρίες από την Αγγλία και τις Η.Π.Α.
Υπό τον Νικόλαο Β' (1894-1917), που ήταν απόλυτος και ένθερμος αντισημίτης, θεωρώντας τους Εβραίους «Χριστοκτόνους», οι συνθήκες της ζωής τους χειροτέρεψαν ακόμα και στα ελάχιστα περιθώρια ελευθερίας που τους είχαν απομείνει.
Ο περιορισμένος χώρος μάς επιτρέπει μόνο μία περίληψη αυτής της λιτανείας διωγμών. Τα πογκρόμ και η αναγκαστική μετανάστευση συνεχίστηκαν. Στην καμπή του αιώνα, καθώς αύξανε το επαναστατικό κίνημα, οι αντιεβραϊκές προσπάθειες εντάθηκαν. Ο Φον Πλέβε διακήρυττε ανοιχτά ότι θα έπνιγε το επαναστατικό κίνημα στο εβραϊκό αίμα. Το 1903 έγινε φανερό ότι δεν αστειευόταν. Το μεγάλο πογκρόμ στο Κίσινεβ, που ήταν καλά προετοιμασμένο και οργανωμένο, αποτέλεσε μία ξεκάθαρη διακήρυξη προς όλους τους διαφωνούντες. Ξεπέρασε σε βαρβαρότητα όλες τις προηγούμενες επιθέσεις και διάρκεσε τρεις μέρες, ώσπου τελικά ήρθε διαταγή από την Αγία Πετρούπολη να τερματιστεί. Διαμαρτυρίες έγιναν στις περισσότερες πολιτισμένες χώρες και ακόμα και στη Ρωσία επιφανείς προσωπικότητες, όπως ο Τολστόι, επέπληξαν την κυβέρνηση.
Προς τα τέλη του 1904 οργανώθηκε ο «Συνασπισμός του Ρωσικού Λαού», γνωστός και ως «Μαύρα Τάγματα» για να πολεμήσει τους οπαδούς συνταγματικό πολίτευμα και τους Εβραίους. Αν και αυτή η ομάδα απροσχημάτιστα διέπραττε φόνους και πογκρόμ, ο Νικόλαος Β' είχε δώσει τις ευλογίες του σ' αυτήν. Το 1905 έγινε μία σειρά από τα σκληρότερα πογκρόμ στη ρωσική ιστορία, η οποία είχε προετοιμαστεί με αντισημιτικά φυλλάδια τυπωμένα από κυβερνητικά τυπογραφεία. Μέσα σε μία εβδομάδα, στη διάρκεια του Οκτωβρίου, έγιναν 670 πογκρόμ, με αποτέλεσμα να δολοφονηθούν εκατοντάδες Εβραίοι, να τραυματιστούν χιλιάδες και να μείνουν άστεγοι δεκάδες χιλιάδες. Η Δούμα καταδίκασε το πογκρόμ του 1906, αλλά ήταν μία μάταιη κίνηση: η Δούμα διαλύθηκε, τα πογκρόμ συνεχίστηκαν, και οι αντιεβραϊκές απαγορεύσεις έγιναν πιο σκληρές. Ο ρωσικός αντισημιτισμός είχε ελκύσει σε τέτοιο βαθμό την παγκόσμια προσοχή, ώστε η Αμερική ματαίωσε μία εμπορική συμφωνία που είχε διαρκέσει 70 χρόνια, και ο Βρετανός πολιτικός Σερ Χέρμπερτ Σάμουελ ακύρωσε ένα ταξίδι του στη Ρωσία.
Το 1911, στο Κίεβο, μία απ’ τις πιο διάσημες δίκες για τελετουργικό φόνο συντάραξε την παγκόσμια κοινή γνώμη. Ένας απλός εργάτης, ο Μέντελ Μπέιλις, κατηγορήθηκε και μηνύθηκε από το Υπουργείο δικαιοσύνης. Σε πολλές χώρες έγιναν αγανακτισμένες διαμαρτυρίες εναντίον της Ρωσίας, οργανωμένες και από χριστιανικές και από πολιτικές ομάδες. Οι πιο διάσημοι συγγραφείς της Ρωσίας καταδίκασαν αυτή τη δίκη. Η δίκη διάρκεσε δύο χρόνια και έφερε την αντισημιτική αναστάτωση στο αποκορύφωμά της. Παρά τις πλαστές μαρτυρίες και την προκατάληψη των ενόρκων, τελικά ο Μπέιλις αθωώθηκε. Η Ρωσία φάνηκε τελείως αναξιόπιστη μπροστά στην παγκόσμια κοινή γνώμη.

Η ΠΛΑΣΤΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ
Τα Πρωτόκολλα των Σοφών της Σιών, που χαρακτηρίστηκαν «η μεγαλύτερη πλαστογραφία του αιώνα», ήταν προϊόν των Ρώσων αντισημιτών εκείνης της περιόδου. Αυτά τα κείμενα είναι σημαντικά τόσο γιατί αποτέλεσαν ένα από τα κυριότερα βιβλία-πηγές για τον αντισημιτισμό του 20ού αιώνα, όσο και για την άποψη που συνεισφέρουν στη φύση του αντισημιτισμού. Τα «Πρωτόκολλα» πρωτοεμφανίστηκαν το 1905 - τυπώθηκαν στα τυπογραφεία της ρωσικής κυβέρνησης - και αποτελούσαν μέρος του βιβλίου του Σεργκέι Νίλους, ενός Ρώσου θεοσοφιστή. Ο Νίλους ισχυριζόταν ότι τα είχε πάρει το 1901 από κάποιο γνωστό του, και τα παρουσίασε ως αποσπάσματα από το Παγκόσμιο Σιωνιστικό Συνέδριο που είχε γίνει το 1897 στη Βασιλεία της Ελβετίας, και τα οποία αναφέρονται σε κάποια υποτιθέμενα σχέδια για παγκόσμια κυριαρχία, χρονολογούμενα δήθεν από τη βασιλεία του Σολομώντα, το 929 π.Χ.! Στην ουσία τα «Πρωτόκολλα» περιέχουν μία σειρά 24 διαλέξεων, από τους αποκαλούμενους «Σοφούς», σχετικά με σχέδια και τεχνικές για την καθυπόταξη του κόσμου και την εγκαθίδρυση παγκόσμιας εβραϊκής κυβέρνησης.
Τα «Πρωτόκολλα» αποτελούν ένα αλλόκοτο μίγμα υποτιθέμενων παραδειγμάτων μυστικής εβραϊκής κυριαρχίας στην ιστορία, και μελλοντικών σχεδίων, που περιλαμβάνουν μεθόδους αποβλάκωσης των Εθνικών, ελέγχου του τύπου, της οικονομίας και των κυβερνήσεων. Για να δοθεί μία αίσθηση πιθανότητας ότι αυτά που περιγράφονται είναι αληθινά, έχουν προστεθεί στις φανταστικές υποθέσεις και μερικές πραγματικές λεπτομέρειες από εβραϊκές δραστηριότητες εκείνης της εποχής - ενέργειες που από μόνες τους δεν περιείχαν κανένα υπαινιγμό για παγκόσμια κυριαρχία - όπως για παράδειγμα, το κίνημα του Σιωνισμού, το οποίο αποσκοπούσε στην ίδρυση εβραϊκού κράτους στην Παλαιστίνη και στην αντιμετώπιση του αυξημένου ευρωπαϊκού αντισημιτισμού. Στην πραγματικότητα τα επιχειρήματα των «Πρωτόκολλων» είναι γεμάτα αντιφάσεις και παραλογισμούς, απ’ την αρχή ως το τέλος. Με καμία λογική τα παρατιθέμενα στοιχεία δεν μπορούν να θεωρηθούν ότι ανήκουν σε ένα πιθανό πρόγραμμα για παγκόσμια κυριαρχία.
Παρόλα αυτά, τα «Πρωτόκολλα» είχαν μία τεράστια επιρροή και πριν και μετά την απόδειξη της χοντροκομμένης πλαστογραφίας τους. Παρά το ότι έγιναν μερικές επανεκδόσεις του αρχικού, δεν είχαν μεγάλη δημοσιότητα μέχρι το 1919, την εποχή που τράβηξαν την προσοχή των Άγγλων και Γερμανών. Είναι παράξενο ότι τα «Πρωτόκολλα», που απέτυχαν στον αρχικό τους σκοπό να επηρεάσουν τον Τσάρο εναντίον της υποτιθέμενης «εβραιομασονικής» κυβέρνησης που είχε ιδρυθεί στην καμπή του αιώνα, είχαν μοναδική επιτυχία μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, σε πολλές χώρες που οι Εβραίοι είχαν φτάσει σε κάποια υψηλή θέση στη δημόσια ζωή. Με τη γερμανική μετάφραση, το 1919, τα «Πρωτόκολλα» διαδόθηκαν σ’ όλο τον Δυτικό κόσμο. Μεταφράσεις έγιναν στα Γαλλικά, Αγγλικά, Πολωνικά, Σκανδιναβικά, Ιταλικά, Γιαπωνέζικα και Αραβικά. Τρεις εκδόσεις έγιναν στην Αμερική, όπου χάρη στις προσπάθειες του εθνικιστή Χένρυ Φορντ και της εφημερίδας του «Τhe Dearborn Independent», είχαν την ευρύτερη κυκλοφορία τους. Μετά την απόδειξή τους ως πλαστογραφήματος και την έκθεση των αντιφάσεών τους και των αναληθειών τους, οι αντισημίτες αποδύθηκαν σ’ έναν μακρύ αγώνα για να αποδείξουν την αυθεντικότητα των αποκαλύψεων των «Πρωτόκολλων», και συνέχισαν να τα χρησιμοποιούν στη δεκαετία του '30. Η επιρροή των «Πρωτόκολλων» έφτασε στο αποκορύφωμά της στη ναζιστική Γερμανία.
Η αποκάλυψη της πλαστογραφίας τους έγινε το 1921, όταν ένας ανταποκριτής των Times του Λονδίνου παρατήρησε τη στενή παραλληλία μεταξύ των «Πρωτόκολλων» και μιας σάτιρας σχετικά με το Ναπολέοντα Γ', που είχε γράψει ο Γάλλος δικηγόρος Μωρίς Ζολύ. Σχεδόν το 50% των «Πρωτόκολλων» ήταν μία άμεση αντιγραφή του έργου του Ζολύ. Η ιδέα της μυστικής συνάντησης των «σοφών πρεσβυτέρων» ήταν δανεισμένη από ένα περιπετειώδες διήγημα του Χέρμαν Γκαίντσε, στο οποίο οι ηγεμόνες των δώδεκα φυλών του Ισραήλ, συναντήθηκαν σ’ ένα κοιμητήριο της Πράγας για να συζητήσουν σχέδια για παγκόσμια κυριαρχία. Και υπήρχαν και άλλες πηγές για το υλικό των «Πρωτόκολλων». Τώρα πλέον, είναι απόλυτα βέβαιο ότι η σύνθεση του βιβλίου αυτού έγινε από κάποιον άγνωστο αντισημίτη του παρισινού γραφείου της ρωσικής «Οχράνα» (μυστικής αστυνομίας της Τσαρικής κυβέρνησης) περί τα τέλη του 19ου αιώνα, και από εκεί πέρασαν στα χέρια του Σεργκέι Νίλους.
Η θριαμβευτική πορεία αυτής της «ανόητης φάρσας, την οποία εκατομμύρια αναγνώστες εξέλαβαν ως ένα σύστημα τρομακτικά πονηρό, και γύρω απ’ το οποίο υψώθηκε μία κραυγή για ένα παγκόσμιο εβραϊκό κίνδυνο», μας δίνει σημαντικά στοιχεία για τον βαθιά παράλογο χαρακτήρα του σύγχρονου αντισημιτισμού. Όταν συμβαίνει να εξαπατώνται τόσοι πολλοί άνθρωποι, κατά τα άλλα έξυπνοι, και όταν κάποιοι, ακόμα και μετά την αναντίρρητη διάψευση των «Πρωτόκολλων», επιμένουν να τα πιστεύουν, τότε πλησιάζουμε σε μία ομαδική ψύχωση, μέσα στην οποία υπάρχει η θέληση για μίσος και καταστροφή, πολύ πιο πέρα απ’ τα όρια της ανθρώπινης λογικής. Σύμφωνα με τα λόγια του ιστορικού Valentin, στα «Πρωτόκολλα» έχουμε ένα είδος «διαβολοποίησης» με μία νέα μορφή, μία εκκοσμικευμένη «διαβολοποίηση».
από το βιβλίο
«Η Αγωνία των Εβραίων»
εκδόσεις «Νησίδες»

[1] Αυτή η ρωσική λέξη αρχικά σήμαινε «καταιγίδα» ή «ερήμωση», αλλά κατέληξε να σημαίνει οποιαδήποτε προσχεδιασμένη επίθεση σε μια ανυπεράσπιστη ομάδα, ιδιαίτερα στους Εβραίους, περιλαμβάνοντας λεηλασίες, βιασμούς, βασανιστήρια, ακόμα και φόνους. Η λέξη μπήκε σε άλλες γλώσσες μετά το τέλος του αιώνα και διευρύνθηκε ώστε να δηλώνει σχεδόν οποιαδήποτε βίαιη επίθεση σε Εβραίους.
[2] Η μετανάστευση είχε αρχίσει σε μικρότερη κλίμακα από το 1869.
[3] Μια χαλάρωση των περιορισμών έγινε για τις Εβραίες γυναίκες, στις οποίες επιτρεπόταν να πηγαίνουν σε πανεπιστήμια με τον όρο ότι θα φορούσαν την κίτρινη φούστα που δήλωνε τις πόρνες.

8/10/09

Ο Αντισημιτισμός στη Γαλλία

Η Γαλλία, ο τόπος όπου γεννήθηκε η εβραϊκή χειραφέτηση στην Ευρώπη, ενέδωσε στην αντισημιτική επιδημία λίγο πιο αργά απ’ ότι η Γερμανία και η Αυστρο-Ουγγαρία, αλλά ίσως επηρεάστηκε πιο βαθειά.
Υπήρχαν λίγοι Εβραίοι στη Γαλλία, και αυτοί ήταν πατριώτες, και στο μεγαλύτερο μέρος τους φτωχοί. Προς στιγμήν φάνηκε ότι η καταιγίδα που ερχόταν από τα Ανατολικά, θα τους προσπερνούσε.
Οι εχθρικοί προς τους Εβραίους σοσιαλιστές συγγραφείς - μεταξύ των οποίων οι Προυντόν, Τουσσενέλ και Φουριέ - δεν είχαν αρκετή επιρροή, όπως επίσης και οι συντηρητικοί αντισημίτες Γκομπινώ και Γκουγκενώ ντε Μουσσώ. Υπήρξαν εχθρικά μουγκρητά στη δεκαετία του 1870, όταν ο Μπουτού ίδρυσε την «Union Generale» για να ανταγωνιστεί τα εβραϊκά οικονομικά συμφέροντα, αλλά αυτή χρεοκόπησε το 1882. Η χρεωκοπία οφειλόταν στην κερδοσκοπία των μελών της, αλλά κατηγορήθηκαν γι’ αυτήν οι Εβραίοι και η Δημοκρατία.
Αν και ο ανοιχτός αντισημιτισμός ήταν μικρού βαθμού πριν τη δεκαετία του 1880, χαράζονταν οι γραμμές ανάμεσα στις οποίες θα παγιδεύονταν τελικά οι Εβραίοι.
Στη μία πλευρά έστεκε η Γ' Δημοκρατία, τα παιδιά της τρίτης γενιάς μετά την Επανάσταση του 1789, που αν και ήταν πιο συντηρητικοί από τους προπάτορές τους, ήταν έντονα αντικληρικοί, και για τη νοοτροπία των οπαδών της Παράδοσης, ήταν επίσης ξένοι και ριζοσπάστες. Είχαν την εύνοια των περισσότερων Εβραίων, που προφανώς τους ήταν ευγνώμονες για τη χειραφέτησή τους από την Α' Δημοκρατία. Αντίθετοι σ’ αυτούς ήταν οι αντιδημοκράτες οπαδοί της βασιλείας, που κοίταζαν νοσταλγικά προς το παρελθόν και την επανίδρυση της μοναρχίας. Οι πιο πολλοί Καθολικοί επίσης, οι οποίοι αντιστέκονταν στον αντικληρικαλισμό της Γ' Δημοκρατίας και των «αχρείων νόμων» της (στους οποίους απέδιδαν την απώλεια επιρροής της Εκκλησίας), και τέλος ο στρατός, που είχε ένα δικό του αντιδραστικό ταξικό σύστημα. Αυτές οι τρεις δυνάμεις ήταν ενωμένες στον συντηρητισμό τους, στον αντιδημοκρατισμό τους, και, σε διαφορετικούς βαθμούς, στον αντισημιτισμό τους. Όλοι τους εναντιώνονταν στους Εβραίους, θεωρώντας τους δύναμη που είχε την τάση να κυριαρχήσει στη γαλλική ζωή και να υποσκάψει τις γαλλικές παραδόσεις: θεωρούσαν την Γ' Δημοκρατία «Εβραϊκή Δημοκρατία». Έτσι οργάνωναν τις γραμμές της σύγκρουσης του 1885, σα να περίμεναν τον ξαφνικό και τραχύ κώδωνα του κινδύνου, που έκρουσε η δαιμόνια ευφυΐα του γαλλικού αντισημιτισμού, ο Εντουάρ Ντρυμόν. Το βιβλίο του, «La France Juive» («Η Εβραϊκή Γαλλία»), που εμφανίστηκε το 1886, ενήργησε ως πυροκροτητής των εκρηκτικών δυνάμεων που από καιρό ήταν κρυμμένες. Γραμμένο σε δύο ογκώδεις τόμους, με ύφος ανάλογο, συσσώρευε κατηγορία πάνω στην κατηγορία εναντίον των Εβραίων και οδηγούσε σ’ ένα συμπέρασμα: από τους Μεσαιωνικούς χρόνους, οι Εβραίοι ήταν υπεύθυνοι για τα δεινά της Γαλλίας. Η έμπνευση του Ντρυμόν ήταν σαφώς ρατσιστική, αλλά φαινομενικά «χριστιανική», επειδή μεγάλο μέρος της επίθεσής του ήταν εναντίον του αντικληρικαλισμού. Το βιβλίο κέρδισε τεράστια δημοσιότητα. Ήταν ξεκάθαρο ότι ο Ντρυμόν είχε αγγίξει ένα ζωτικό σημείο και είχε ανοίξει τη ρωγμή μεταξύ των δύο Γαλλιών μέχρις ότου γίνει πλήρες χάσμα. Εκτός από το βιβλίο, έγραψε μερικά αντιεβραϊκά φυλλάδια, ίδρυσε έναν αντισημιτικό Σύνδεσμο το 1889, και τελικά εξέδωσε την καθημερινή εφημερίδα La Libre Parole το 1892, όλα αφιερωμένα στον αρχικό σκοπό του, να κατηγορήσει τους Εβραίους και τους υποτιθέμενους σύμμαχούς τους, τους Δημοκρατικούς. Ο σκοπός του ενισχύθηκε κατάλληλα από το σκάνδαλο της Διώρυγας του Παναμά, από το οποίο εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι καταστράφηκαν οικονομικά, και στο οποίο ενέχονταν και μερικοί Εβραίοι σε κάποιες δωροδοκίες.
Αυτή ήταν απλά η απόδειξη που χρειαζόταν ο Ντρυμόν για να υποστηρίξει τον μύθο του για «Εβραϊκή εξουσία». Το 1893 ο Καθολικός λόγιος Ανατόλ Λερουά-Μπολιέ παρουσίασε μία ισχυρή επίθεση εναντίον του Ντρυμόν στο βιβλίο του «Les Juifs et l’ antisemitisme» («Οι Εβραίοι και ο Αντισημιτισμός») αποδεικνύοντας ότι η ανάληψη αξιωμάτων από τους Εβραίους δεν ήταν η αιτία της «αποχριστιανοποίησης» της κοινωνίας.

Η ΥΠΟΘΕΣΗ ΝΤΡΕΫΦΟΥΣ
Όλα αυτά όμως ήταν μόνον ο πρόλογος. Ήταν σα να είχε γραφτεί ένα θεατρικό έργο, να είχε βρεθεί σκηνοθέτης, να είχε στηθεί η σκηνή, να είχε γίνει η πρόβα, και το μόνο που έλειπε ήταν ο πρωταγωνιστής. Δεν είναι βέβαιο αν αυτός ο άνθρωπος είχε διαλεχτεί ειδικά γι’ αυτόν τον ρόλο, όπως τείνει να πιστεύει η Ηanna Arendt, ή αν ήταν κάποιος που απλά έπεσε θύμα μιας δόλιας μεθόδευσης, κι έγινε έτσι το θύμα μιας δικαστικής πλάνης που πήρε μεγάλες πολιτικές διαστάσεις. Όπως και αν έχει το πράγμα, η Γαλλία, επί δώδεκα ολόκληρα χρόνια, υπήρξε η σκηνή μιας τραγωδίας που περιστρεφόταν γύρω απ’ τον Αλφρέδο Ντρέιφους, και είχε για θεατές ολόκληρο τον κόσμο.
Η υπόθεση Ντρέιφους είχε θεωρηθεί μία πρόβα πριν την τελική παράσταση του Χιτλερισμού. Σίγουρα όμως δεν ήταν η πιο ασυνήθιστη επίδειξη σύγχρονου αντισημιτισμού εκτός Γερμανίας. Σε συντομία τα γεγονότα έγιναν όπως περιγράφονται στη συνέχεια.
Προς τα τέλη του 1894 ο πλοίαρχος Αλφρέδος Ντρέιφους, το μοναδικό μέλος του Γαλλικού Γενικού Επιτελείου που ήταν Εβραίος, κατηγορήθηκε για κατασκοπεία υπέρ των Γερμανών. Δικάστηκε «κεκλεισμένων των θυρών», και, με ομόφωνη ετυμηγορία, καταδικάστηκε σε ισόβια δεσμά, στο Νησί του Διαβόλου. Ο Ντρέιφους υποστήριξε έντονα την αθωότητά του. Η κυριότερη κατηγορία εναντίον του, και η μόνη που δημοσιεύτηκε, ήταν η περιβόητη μπορντερό (ανυπόγραφη επιστολή), που υποθετικά είχε τον δικό του γραφικό χαρακτήρα. Στα μέσα του 1895, ο στρατηγός Πικάρ, ο νέος επικεφαλής του τομέα της αντικατασκοπείας, ανέφερε στον Γενικό Επιτελάρχη ότι είχε λόγους να πιστεύει ότι ο Ταγματάρχης Εστερχάζι, ένας ακόλαστος τυχοδιώκτης, και όχι ο Ντρέιφους, ήταν ο ένοχος της κατασκοπείας και της πλαστογραφίας. Ο Πικάρ προειδοποιήθηκε να μη μιλήσει, και τον μετέθεσαν σε μία επικίνδυνη θέση στην Τυνησία. Εκείνη την εποχή, ο ιστορικός Bernard Lazare έγραψε το πρώτο φυλλάδιο εναντίον της δίκης Ντρέιφους. Τον Ιούνιο του 1897, ο Πικάρ μίλησε για τις υποψίες του στον αντιπρόεδρο της Γερουσίας. Σ’ αυτό το σημείο, ο Κλεμανσό ανέλαβε τη μάχη για να ξανανοίξει η υπόθεση, και λίγο καιρό μετά ο Εμίλ Ζολά έγραψε το διάσημο άρθρο του «Κατηγορώ», στην εφημερίδα του Κλεμανσό. Ο Ζολά δικάστηκε για συκοφαντική δυσφήμηση και θεωρήθηκε ένοχος, αλλά ξέφυγε στην Αγγλία. Ο Πικάρ επίσης συνελήφθη. Στο μεταξύ ο Εστερχάζι, για τον οποίον είχαν συσσωρευτεί και άλλες μαρτυρίες κατασκοπείας, δικάστηκε και αθωώθηκε. Αλλά το 1898, αποστρατεύτηκε με επαίσχυντο τρόπο, λόγω «διακεκριμένης απάτης», και μετά απ’ αυτό ομολόγησε σε έναν Άγγλο ρεπόρτερ, ότι αυτός είχε πλαστογραφήσει την μποντερό του Ντρέιφους. Για να ενισχύσει τη θέση του στρατού, κάποιος συνταγματάρχης Ανρί πλαστογράφησε νέα έγγραφα που ενοχοποιούσαν τον Ντρέιφους, αλλά όταν αποκαλύφθηκε η πλαστογραφία, ο Ανρί αυτοκτόνησε.
Στο μεταξύ, το Εφετείο διέταξε να ξανανοίξει η υπόθεση Ντρέιφους. Τον Ιούνιο του 1899, στη Ρεν, ακυρώθηκε η αρχική κατηγορία, αλλά, αν και απίστευτο, επιβλήθηκε μία νέα ποινή δέκα χρόνων φυλάκισης με το αιτιολογικό των «ελαφρυντικών». Μέσα σε μία εβδομάδα, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας έδωσε χάρη στον Ντρέιφους. Τον επόμενο χρόνο η Βουλή ψήφισε με μεγάλη πλειοψηφία κατά της περαιτέρω εξέτασης της υπόθεσης. Το 1903 ωστόσο, ο Ντρέιφους ζήτησε επανεξέταση για να αποκαταστήσει την υπόληψή του. Δεν ήταν παρά το 1906, που το Εφετείο ακύρωσε την ποινή της Ρεν και απάλλαξε τον Ντρέιφους από όλες τις κατηγορίες.
Αν και η υπόθεση Ντρέιφους τέλειωσε δίκαια και έδωσε ένα θανάσιμο χτύπημα σε όλες τις ελπίδες για έναν επίσημα οργανωμένο γαλλικό αντισημιτισμό - ο Ντρυμόν είχε εκλεγεί βουλευτής το 1898, και είχε ενωθεί με δεκαεννέα αντισημίτες βουλευτές που υπήρχαν ήδη στη Βουλή - στάθηκε ωστόσο υπεύθυνη για την αύξηση του αντισημιτισμού στη Γαλλία. Το μίσος για τους Εβραίους μεταφέρθηκε από την τάξη των επισήμων στους δρόμους.
Όταν άρχισε η δίκη, ο αντισημιτισμός ήταν υπόθεση κυρίως των διανοούμενων και ειδικών ομάδων, αλλά καθώς προχωρούσε η δίκη, και περνούσε στις σελίδες της εφημερίδας La Libre Parole, ελκύστηκε η προσοχή της κοινής γνώμης. Στην αρχή όλοι πίστευαν στην ενοχή του Ντρέιφους, αλλά, καθώς η μαρτυρία συσσωρευόταν, θαρραλέα άτομα και από την πολιτική και από την ακαδημαϊκή κοινότητα ενώθηκαν με τον Πικάρ, τον Κλεμανσό και τον Ζολά στην εκστρατεία τους για αναθεώρηση της ετυμηγορίας. Οι προσπάθειές τους, ωστόσο, ξεσήκωσαν μόνον αντίδραση. Κάθε κέρδος από τους υποστηρικτές του Ντρέιφους γινόταν αποδεκτό με αντίδραση απ’ τους αντίπαλούς του, και για κάποιο χρονικό διάστημα κανένας υποστηρικτής του Ντρέιφους δεν ήταν ασφαλής στη Γαλλία. Η υπόθεση άφησε βαθιές πληγές και μόνιμη εχθρότητα μέσα στη Γαλλία, μεγάλο μέρος της οποίας ήταν το μίσος εναντίον των Εβραίων. Το καθεστώς του Βισύ, στη ναζιστική κατοχή, ήταν ένας απ’ τους κληρονόμους του.
Παρόλα αυτά, ο αντισημιτισμός εναντίον του Ντρέιφους, που αναπτύχθηκε τότε, δεν ήταν μία ξεκάθαρη τάση, καθώς ήταν αναμιγμένος με εθνικιστικά, κληρικαλιστικά και μιλιταριστικά πάθη. Η αντισημιτική τάση δεν παραμένει μόνο στο γεγονός ότι οι εχθροί του Ντρέιφους συμφώνησαν να δημιουργήσουν μία τρομακτική διαστρέβλωση της δικαιοσύνης με σκοπό να προστατέψουν το ιδιαίτερο αντικείμενο της πίστης τους - στρατό, έθνος, εκκλησία - αλλά στη σκληρή αλήθεια ότι η φανατική τους άμυνα όλων αυτών των ιδανικών τους καθοριζόταν σε μεγάλη έκταση από το γεγονός ότι το θύμα ήταν Εβραίος. Γι’ αυτούς, ο Εβραίος Ντρέιφους αντιπροσώπευε όλες τις φιλελεύθερες, εχθρικές και αποχριστιανοποιητικές πιέσεις που ασκούνταν πάνω στη χριστιανική τάξη της Γαλλίας. Η περίπτωση δεν ήταν μόνον ένα λαμπρό παράδειγμα της θεωρίας του «αποδιοπομπαίου τράγου», αλλά, πολύ περισσότερο, της προβολικής ή συμβολικής φύσης του αντισημιτισμού και του παρανοϊκού του χαρακτήρα. Ο Εβραίος εδώ, δεν είναι πλέον ένα ανθρώπινο όν - ο Αλφρέδος Ντρέιφους - αλλά ένα αρχέτυπο. Η αποφασιστικότητα των αντίπαλων του Ντρέιφους να θυσιάσουν ένα άτομο υπέρ του έθνους, συνδυασμένη με την υπερβολική από μέρους τους διόγκωση της εβραϊκής επιρροής, έδωσε μία πρόγευση του Εθνικοσοσιαλισμού του Χίτλερ. Ήταν όμως ένας άκαρπος Ναζισμός. Προς δόξα της Γαλλίας, το άτομο Εβραίος επιτέλους απαλλάχτηκε, έστω και σε βάρος των πιο σεβαστών, για τους πολλούς, θεσμών της Γαλλίας.
Η υπόθεση είχε μοιραίες επιδράσεις στον παγκόσμιο Εβραϊσμό, όπως και στους Εβραίους της Γαλλίας. Ήταν, από μία άποψη, η πρώτη «ωδίνη τοκετού» αυτής της παράξενης κίνησης που ονομάστηκε Σιωνισμός, η οποία μέσα σε μισό αιώνα θα έκανε πραγματικότητα το ουτοπικό όνειρο για μία εβραϊκή πατρίδα στην Παλαιστίνη. Ένας απ’ τους ανταποκριτές ειδήσεων που βρίσκονταν στη δίκη του Ντρέιφους ήταν και ο ημιαφομοιωμένος Εβραίος Τεοντόρ Χερτσλ. Τα βάσανα του Εβραίου αξιωματικού και το ξέσπασμα του αντισημιτικού μίσους, έπεισαν τον Χερτσλ ότι η χειραφέτηση και η αφομοίωση δεν ήταν η απάντηση στο πρόβλημα του αντισημιτισμού, και ότι η τελική λύση ήταν πολιτική και εθνική: οι Εβραίοι έπρεπε να αποκτήσουν δικό τους κράτος. Έφυγε από τη δίκη μεταμορφωμένος, και προτού πεθάνει, το 1904, ο Σιωνισμός προχωρούσε καλά τον δρόμο στον οποίο είχε μπει.
Από την υπόθεση Ντρέιφους, κανένας θεσμός δεν πληγώθηκε πιο σοβαρά απ’ όσο η Εκκλησία, η οποία είχε συμβιβαστεί με τους ζηλωτές, αλλά παραπλανημένους υποστηρικτές της. Στη βάση της υπόθεσης, είχε λάβει χώρα μία καθαίρεση της Εκκλησίας. Η επιρροή της στη δημόσια ζωή ελαττώθηκε, και ο αντικληρικαλισμός έγινε αναπόσπαστο μέρος της κυβέρνησης. Η κύρια αιτία για την παρακμή της επιρροής της Εκκλησίας ήταν αναμφίβολα η σχεδόν φανατική υποστήριξη που δόθηκε στον στρατό, εναντίον του Ντρέιφους, από τη μεγάλη πλειονότητα της Καθολικής γνώμης, ιδιαίτερα του Καθολικού Τύπου. Εξαιτίας αυτής της λανθασμένης υποστήριξης, η Εκκλησία ταυτίστηκε, περισσότερο από ποτέ, με την αντίδραση και την αντιδημοκρατικότητα. Γρήγορα ξεχάστηκε ότι στη διάρκεια της υπόθεσης η εκκλησιαστική ιεραρχία είχε τηρήσει σιγή, ότι και ο υποστηρικτής του Ντρέιφους, ο Πικάρ, και ο εχθρός του, ο Λερουά-Μπολιέ, ήταν εξίσου πιστοί Καθολικοί, και ακόμη ότι ο Καθολικός και αντισημίτης υπουργός πολέμου, ο Κασσινιάκ, ήταν πρώην ρεβιζιονιστής. Επίσης είχε ξεχαστεί ότι οι δύο που είχαν ψηφίσει υπέρ του Ντρέιφους στη δίκη του στη Ρεν, ήταν αφοσιωμένοι Καθολικοί, και ακόμη ότι η, κυρίως Καθολικής έμπνευσης, εφημερίδα Cahiers de la Quinzaine είχε υποστηρίξει ένθερμα τον Ντρέιφους, όπως και ένας σημαντικός αριθμός καθολικών συγγραφέων. Δεν υπήρχε ένδειξη για μία «συνωμοσία κληρικών» εναντίον του Ντρέιφους και της Δημοκρατίας, όπως υποστήριξαν ορισμένοι. Η Καθολική αντίθεση ήταν τελείως αυθόρμητη και εξηγείται με ιστορικούς και κοινωνικο-πολιτικούς λόγους. Ούτε και υπάρχουν αρκετές αποδείξεις για να αποδοθεί όπως λέει η Hannah Arendt, ένας σημαντικός ρόλος στους Ιησουίτες - αποδιοπομπαίους τράγους των αντικληρικών.[1]
Η «Εταιρεία του Ιησού» είχε αποκτήσει την κακή φήμη του αντισημιτισμού από τις δραστηριότητές της στην Πολωνία τον 17ο αιώνα, και επίσης από το γεγονός ότι απέκλειε υποψήφια μέλη αν είχαν εβραϊκό αίμα, μία πολιτική που αργότερα ακυρώθηκε. Αλλά ο αντισημιτισμός τους δεν ήταν στην πραγματικότητα παρά μία όψη του δυνατού αγώνα τους για την υπεράσπιση της πίστης μετά την Μεταρρύθμιση, εναντίον οποιουδήποτε φαινόταν απειλή για την πίστη. Η Hannah Arendt έχει δίκιο στην παρατήρησή της, ότι ανάμεσα στους πιο φανατικούς εχθρούς του Ντρέιφους ήταν και κάποιοι «ιδεολόγοι» Καθολικοί, «Καθολικοί χωρίς πίστη», για τους οποίους η πιστότητα στην Εκκλησία δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μία προσκόλληση σ’ ένα παραδοσιακό πολιτικό και κοινωνικό κατεστημένο, το οποίο πίστευαν ότι εκφράζει το καλύτερο πνεύμα του έθνους. Ο Ντρυμόν ανήκε σ’ αυτή την κατηγορία.
Η ύπαρξη αυτού του είδους Καθολικισμού είναι σημαντικό κλειδί για να κατανοήσουμε την Καθολική υποστήριξη των αντίπαλων του Ντρέιφους. Προερχόταν από μία ήδη μακραίωνη παράδοση, η οποία μπορεί να ανιχνευτεί στις θεολογικές αρχές του Μεσαιωνικού Γαλλικού αντι-Ταλμουδισμού. Η στάση αυτή εξελίχθηκε απ’ τον Μποσσυέ και τους μιμητές του, τον 17ο αιώνα, του οποίου η μεγάλη επιρροή βοήθησε να καταστεί ο θεολογικός αντιιουδαϊσμός μέρος της εθνικής παράδοσης. Η κατοπινή εξέλιξή της, με την παραδοσιαρχία του Μπολάν, πήρε μία περισσότερο εθνολογική και πολιτική μορφή. Ο πρώτος σύγχρονος προφήτης της ήταν ο Γκουγκενώ ντε Μουσώ, ο οποίος επεξεργάστηκε το θέμα της «αποχριστιανοποίησης» της κοινωνίας από τον «Ταλμουδικό Ιουδαϊσμό». Μετά τον Γκουγκενώ, κληρικοί συγγραφείς ανέλαβαν το θέμα και ασχολήθηκαν με διαφορετικούς τρόπους με αυτό, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στην ιδέα μιας παγκόσμιας συνομωσίας από τους Ελευθεροτέκτονες και τους Εβραίους, και μεμονωμένα από τη κάθε μία ομάδα, και συνδυασμένα, που ως σκοπό είχε την αποχριστιανοποίηση της ανθρωπότητας. Ιδιαίτερα τονίστηκε το γεγονός ότι η εβραϊκή χειραφέτηση και η ανάληψη αξιωμάτων προχωρούσαν γρήγορα, και έτσι μεγάλωνε η καχυποψία ότι όλες οι δημοκρατικές και μη συντηρητικές κινήσεις είχαν Εβραιο-Μασονική προέλευση.
Δεν χρειάζεται να πούμε, πως ο Ντρυμόν, ήταν ο «αρχιερέας» αυτής της παράδοσης και έδωσε την τελική έκφραση στον «ιδεολογικό» Χριστιανισμό, ή στον αντισημιτισμό της resentiment (δυσφορίας). Από αυτόν ήταν, και όχι από την Εκκλησία - ο Πάπας Λέων ΙΓ' (1878-1903) είχε εργαστεί μάταια για μία επαναπροσέγγιση με τη Δημοκρατία - από όπου οι Καθολικοί εχθροί του Ντρέιφους αντλούσαν την έμπνευσή τους και την ενότητά τους. Η ατυχία ήταν η έλλειψη Καθολικών φωνών στη Γαλλία εκείνης της εποχής, που θα μπορούσαν να εκθέσουν τα ελαττώματα της υποτιθέμενης «Καθολικής στάσης»: να δείξουν πόσο ξένα στοιχεία προς την Εκκλησία ήταν ο κοσμικός χαρακτήρας του «Ιδεολογικού Χριστιανισμού», ο χαρακτήρας της resentiment, ο ακραία εθνικιστικός και ουσιαστικά πολιτικός χαρακτήρας της αφοσίωσης στη «χριστιανική τάξη», καθώς και η ζηλόφθονη φύση του φόβου για «Εβραϊκή οικονομική εξουσία». Πολύ λίγοι βρέθηκαν τότε να καταλάβουν ότι η ανάληψη αξιωμάτων στην κοινωνία ήταν το έργο των Εθνικών, και ότι πρώτα είχαν «εκκοσμικευθεί» οι Χριστιανοί, και μετά ακολούθησαν οι Εβραίοι. Σύμφωνα με τα λόγια του Lovsky, υπήρχαν «ενδείξεις για μία αποστασία από τον Ιουδαϊσμό, παράλληλη με την αποστασία απ’ τον Χριστιανισμό - και η πρώτη ήταν μόνο ο καρπός της δεύτερης». Δεν μπορούμε να αρνηθούμε ότι κάποιοι Εβραίοι βρίσκονταν μέσα στα στρατόπεδα των αντικληρικών, των αντιχριστιανών και των επαναστατών. Αλλά είναι μυωπική θεώρηση για τους Χριστιανούς, το να απορούν με αυτό. Οι κοσμικοί φιλελεύθεροι είχαν φανεί απελευθερωτές και φίλοι των Εβραίων από τη χριστιανική τους καταπίεση, ενώ αντίθετα τα συντηρητικά Χριστιανικά κόμματα παρέμεναν κλειστά σ’ αυτούς. Ο χειραφετημένος Εβραίος δεν είχε μεγάλα περιθώρια επιλογής ανάμεσα στους επαναστάτες-προοδευτικούς και στους χριστιανούς συντηρητικούς.

από το βιβλίο
"Η Αγωνία των Εβραίων"
εκδόσεις "Νησίδες"

[1] H Η. Αrendt δεν πρέπει να θεωρείται αντικληρική, αλλά μάλλον οι πηγές της είναι ελαττωματικές. Μόνο το 10% του Γαλλικού Γενικού Επιτελείου είχαν μορφωθεί σε Ιησουίτες και μόνον ένας διατηρούσε στενές σχέσεις με έναν Ιησουίτη. Τα σχολεία των Ιησουιτών ήταν πολυάριθμα, αλλά δεν υπάρχει λόγος να πιστεύουμε ότι ήταν πιο αντισημιτικά από τα άλλα. Εκείνες τις μέρες η μη ιησουιτική εφημερίδα La Croix ήταν το ίδιο αντισημιτική και είχε την ίδια επιρροή όσο και εκείνοι.