23/8/09

Πρόσφατη εβραϊκή ιστορία

Τον Νοέμβριο του 1966, ύστερα από πολλά χρόνια έντασης, η Αίγυπτος υπέγραψε συνθήκη αμοιβαίας στρατιωτικής βοήθειας με τη Συρία, η οποία φιλοξενούσε και υποστήριζε παλαιστίνιους αντάρτες. Τα ισραηλινά αντίποινα σε απάντηση των ανταρτικών επιχειρήσεων έφτασαν το αποκορύφωμα τους τον Απρίλιο του 1967, με μια εναέρια επιδρομή κατά της Δαμασκού. Ο Αιγύπτιος πρόεδρος αναγκάστηκε να πραγματοποιήσει μια θεαματική χειρονομία αλληλεγγύης προς τη Συρία και ζήτησε από τον ΟΗΕ να αποσύρει τη δύναμή του στο Σινά, που εξασφάλιζε την είσοδο στον κόλπο της Άκαμπα των πλοίων του Ισραήλ ή των πλοίων που πήγαιναν προς το Ισραήλ. Η απόσυρση των δυνάμεων του ΟΗΕ ακολουθήθηκε από την αντικατάστασή τους με αιγυπτιακά στρατεύματα και με το κλείσιμο του στενού Τιράν στην ισραηλινή ναυσιπλοΐα. Το Ισραήλ αντιλήφθηκε την απειλή και, μετά τη συμμαχία της Ιορδανίας με την Αίγυπτο (30 Μαΐου 1967), εξαπέλυσε στις 5 Ιουνίου προληπτικό πόλεμο εναντίον της Αιγύπτου και της Συρίας. Και η Ιορδανία, όμως, παρασυρμένη από το πάθος του πολέμου που είχε καταλάβει τους Άραβες, πήρε μέρος στη σύρραξη. Ακολούθησε ένας πόλεμος σε τρία μέτωπα (πόλεμος των Έξι Ημερών). Αλλά από το πρωί κιόλας της πρώτης ημέρας το Ισραήλ εξασφάλισε τη νίκη καταστρέφοντας σχεδόν όλη την αιγυπτιακή αεροπορία. Στις 10 Ιουνίου 1967 Άραβες και Ισραηλινοί δέχτηκαν την ανακωχή που επέβαλε ο ΟΗΕ. Μέσα σε λίγες ημέρες τα στρατεύματα του Ισραήλ είχαν καταλάβει τα υψώματα του Γκολάν, αποσπώντάς τα από τους Σύριους, τη Δυτική Όχθη του Ιορδάνη, τη Γάζα και το αιγυπτιακό έδαφος στα ανατολικά της διώρυγας του Σουέζ (δηλαδή όλη τη χερσόνησο του Σινά). Στο πολιτικό κενό που δημιουργήθηκε στον αραβικό κόσμο από την ήττα του 1967 παρεμβλήθηκε η παλαιστινιακή αντίσταση. Οι επιθέσεις των Παλαιστινίων έπαιξαν κάποιο ρόλο στην εξέλιξη των γεγονότων μέχρι τον Αύγουστο του 1970, όταν η διπλωματική επέμβαση των ΗΠΑ οδήγησε σε πάγωμα της έντασης που τροφοδοτούσαν Αιγύπτιοι και Ισραηλινοί με τις στρατιωτικές ενέργειές τους στη ζώνη της Διώρυγας του Σουέζ. Το 1970 η αραβοϊσραηλινή σύρραξη φαινόταν να έχει καταλήξει σε μια επισφαλή σταθεροποίηση. Η κυβέρνηση της Γκόλντα Μεΐρ, πρωθυπουργού του Ισραήλ, φαινόταν να ελέγχει την κατάσταση, η παλαιστινιακή εσωτερική αντίσταση περνούσε κρίση, ενώ η ανάπτυξη της χώρας δεχόταν νέα ώθηση από τη διάθεση καινούργιων εδαφών και εργατικών χεριών. Έξω από το Ισραήλ οι Παλαιστίνιοι, που είχαν καταφύγει στην Ιορδανία το 1970-71, διατηρούσαν κάποια δύναμη μόνο στον Λίβανο. Ακόμα και η όλο και μεγαλύτερη σοβιετική στρατιωτική διείσδυση στην Αίγυπτο (συνθήκη του 1971) και στη Συρία φαινόταν, υπό το φως των σχέσεων Μόσχας-Ουάσινγκτον, περισσότερο ως εγγύηση ειρήνης παρά ως απειλή πολέμου.
Ωστόσο, τον Οκτώβριο του 1973 ξέσπασε ο μάλλον αναπάντεχος τέταρτος Αραβοϊσραηλινός πόλεμος (πόλεμος του Γιομ Κιππούρ). Η Αίγυπτος και η Συρία επιτέθηκαν ταυτόχρονα κατά του Ισραήλ. Την πρώτη εβδομάδα οι Άραβες σημείωσαν σημαντικές επιτυχίες, αλλά στη συνέχεια οι Ισραηλινοί αντεπιτέθηκαν. Όταν η ανακωχή, που ζητήθηκε από τον ΟΗΕ, έγινε δεκτή και από τις δυο πλευρές, η συνολική εδαφική πλάστιγγα έγερνε προς το μέρος της Ιερουσαλήμ, που είχε καταφέρει να καταλάβει μέρος της δυτικής όχθης της Διώρυγας του Σουέζ. Σε αντίθεση με τον πόλεμο του 1967, ο πόλεμος του 1973 άνοιξε το δρόμο για ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις, οι οποίες άρχισαν στη Γενεύη (από τις οποίες απείχαν η Συρία, ο Λίβανος και οι παλαιστινιακές οργανώσεις, ενώ παρευρίσκονταν η Αίγυπτος και η Ιορδανία) το Δεκέμβριο του ίδιου έτους, αφού δημιουργήθηκε κρίση στην παγκόσμια οικονομία με το εμπάργκο του πετρελαίου που επέβαλαν οι Άραβες για τις χώρες που ήταν φιλικά προσκείμενες στο Ισραήλ, και την επακόλουθη αύξηση της τιμής του αργού πετρελαίου. Στο Ισραήλ η σύρραξη ευνόησε μια μετακίνηση του πολιτικού άξονα προς τα δεξιά: αυτό ήταν το αποτέλεσμα των εκλογών που έγιναν στις 31 Δεκεμβρίου. Το εκλογικό αποτέλεσμα είχε σαν αποτέλεσμα να πέσει η κυβέρνηση της Γκόλντα Μεΐρ, τον Μάρτιο του 1974. Μετά την παραίτηση της Μεΐρ (10 Απριλίου), η ηγεσία της κυβέρνησης δόθηκε στον πρώην στρατηγό Γιτζάκ Ράμπιν, αρχηγό του γενικού επιτελείου κατά τον πόλεμο του 1967.
Τον Μάρτιο του 1974 άρχισε ένας πόλεμος θέσεων στο μέτωπο με τη Συρία, σύρραξη που σταμάτησε τον Μάιο του 1974, χάρη στην αμερικανική μεσολάβηση. Η μεσολάβηση αυτή οδήγησε στην αποχώρηση των ισραηλινών δυνάμεων και σε σχετική υποχώρησή τους, αρχικά λίγα χιλιόμετρα από τη Διώρυγα του Σουέζ και ύστερα (φθινόπωρο 1975) στη γραμμή των περασμάτων Μίλτα και Γκάντι στο Σινά, από όπου αποχώρησαν οριστικά στις 21 Φεβρουαρίου 1976. Τον Ιούνιο του 1977 πραγματοποιήθηκαν γενικές εκλογές. Πρωθυπουργός αναδείχθηκε ο ηγέτης του κόμματος Λικούντ, Μεναχέμ Μπέγκιν. Με τη Συρία δεν πραγματοποιήθηκε διάλογος, καθώς η αποστολή της ειρηνευτικής δύναμης στο Γκολάν ελεγχόταν απευθείας από τον ΟΗΕ. Η προσπάθεια του Ισραήλ να προχωρήσει σε χωριστή συνθήκη ειρήνης με την Ιορδανία (Φεβρουάριος 1976) απορρίφθηκε με τη δικαιολογία ότι κάθε προσέγγιση θα έπρεπε να γίνει μέσω της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (PLO). Δεν συνέβη, όμως, το ίδιο και με την Αίγυπτο που ανέλαβε μια θεαματική πρωτοβουλία με το Ισραήλ. Ο ίδιος ο Αιγύπτιος πρόεδρος Ανουάρ αλ Σαντάτ επισκέφτηκε το Ισραήλ, συναντήθηκε με τον πρωθυπουργό Μεναχέμ Μπέγκιν και εμφανίστηκε στην ισραηλινή Βουλή (Κνεσέτ) στις 20 Νοεμβρίου 1977.

Από τη συμφωνία του Καμπ Ντέιβιντ ως τον Πόλεμο του Κόλπου
Οι ξεχωριστές ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις μεταξύ Αιγύπτου και Ισραήλ προκάλεσαν τις οργισμένες αντιδράσεις των λεγομένων σκληρών αραβικών κρατών, αλλά ευνοήθηκαν ιδιαίτερα από τον Αμερικανό πρόεδρο Τζίμι Κάρτερ, ο οποίος ανέλαβε μάλιστα έντονη μεσολαβητική προσπάθεια για το σκοπό αυτό. Έτσι, την ίδια στιγμή που στις διάφορες αραβικές πρωτεύουσες οργανώνονταν διαδηλώσεις εναντίον της προδοσίας του Σαντάτ και στη Βαγδάτη αντιπρόσωποι του αραβικού κόσμου τον δίκαζαν για τις παραχωρήσεις του προς το Ισραήλ, στις 18 Σεπτεμβρίου 1978 υπογράφηκε στο Καμπ Ντέιβιντ (ΗΠΑ) μια συμφωνία-πλαίσιο μεταξύ Αιγύπτου και Ισραήλ, η οποία μεταξύ άλλων προέβλεπε ότι: (α) η Αίγυπτος, το Ισραήλ, η Ιορδανία και οι Παλαιστίνιοι Άραβες έπρεπε να μετάσχουν σε διαπραγματεύσεις για την επίλυση του Παλαιστινιακού, σε μια μεταβατική περίοδο 5 ετών, (β) η Αίγυπτος, το Ισραήλ και η Ιορδανία θα έπρεπε να συμφωνήσουν επί των διατάξεων για την καθιέρωση των αρχών αυτοδιοίκησης που θα εκλέγονταν στη Δυτική Όχθη και στη Γάζα (στο πλαίσιο αυτό προβλεπόταν και η αποχώρηση των ισραηλινών στρατευμάτων), (γ) η μεταβατική περίοδος θα άρχιζε από την εγκατάσταση της αρχής αυτοδιοίκησης και για τα επόμενα 3 χρόνια, περίοδο κατά την οποία θα διεξάγονταν διαπραγματεύσεις για τον προσδιορισμό του οριστικού καθεστώτος της Δυτικής Όχθης του Ιορδάνη και της Γάζας, (δ) θα έπρεπε να ληφθούν μέτρα για την κατοχύρωση της ασφάλειας του Ισραήλ και των γειτόνων του κατά τη μεταβατική περίοδο, κατά την οποία μια επιτροπή θα φρόντιζε για τον τρόπο επανεγκατάστασης των προσφύγων της Παλαιστίνης.
Στις αρχές Δεκεμβρίου του 1978 απονεμήθηκε στον Ισραηλινό πρωθυπουργό Μπέγκιν και στον Αιγύπτιο πρόεδρο Σαντάτ το βραβείο Νόμπελ για την ειρήνη. Τον Φεβρουάριο του 1980 η Αίγυπτος ήταν η πρώτη αραβική χώρα που αναγνώρισε διπλωματικά το Ισραήλ. Η αποχώρηση του Ισραήλ από τη χερσόνησο του Σινά, με βάση τη συμφωνία του Καμπ Ντέιβιντ, ολοκληρώθηκε τον Απρίλιο του 1982. Η ανακήρυξη το 1980, της Ιερουσαλήμ ως αιώνιας και αδιαίρετης πρωτεύουσας του Ισραήλ κι η επίσημη προσάρτηση από το Ισραήλ των υψωμάτων του Γκολάν, το 1981, ανέτρεψαν την προοπτική για παλαιστινιακή αυτονομία, σύμφωνα με τους όρους της ίδιας συμφωνίας. Τον Ιούνιο του 1982 το Ισραήλ εισέβαλε με μεγάλες δυνάμεις στον Λίβανο και έπειτα από σκληρές συγκρούσεις με τους Παλαιστινίους και τους Λιβανέζους συμμάχους τους, περικύκλωσε στη Δ. Βηρυτό πάνω από 6.000 μαχητές της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (PLO). Μετά από πολιορκία 3 μηνών και άγριους βομβαρδισμούς από τις ισραηλινές δυνάμεις, περίπου 15.000 Παλαιστίνιοι εγκατέλειψαν τη Βηρυτό και μετοίκισαν σε διάφορες αραβικές χώρες. Τον Σεπτέμβριο δυνάμεις των Λιβανέζων Φαλαγγιτών εισέβαλαν σε δυο παλαιστινιακά στρατόπεδα της Βηρυτού, Σάμπρα και Σατίλα, και σκότωσαν εκατοντάδες άτομα με την ανοχή των ισραηλινών δυνάμεων. Ο στρατηγός Αριέλ Σαρόν, επικεφαλής της εισβολής στο Λίβανο, υποχρεώθηκε μετά από αυτό το γεγονός να παραιτηθεί από υπουργός Άμυνας. Έπειτα από ανεπιτυχείς προσπάθειες να διευθετηθεί το ζήτημα του Λιβάνου, το Ισραήλ συνέχισε να κατέχει μια λωρίδα στο νότιο Λίβανο, ενώ η Συρίας διατήρησε 30.000 στρατό στη χώρα.
Τον Αύγουστο του 1983, ο Γιτζάκ Σαμίρ διαδέχτηκε τον Μπέγκιν στο αξίωμα του πρωθυπουργού. Μετά τις εκλογές του 1984 καμιά από τις δύο μεγάλες παρατάξεις δεν μπορούσε να σχηματίσει κυβέρνηση συνασπισμού και ο Σιμόν Πέρες ανέλαβε το σχηματισμό κυβέρνησης εθνικής ενότητας. Η ισραηλινή κυβέρνηση εγκατέλειψε το 1985 τη Λωρίδα που κατείχε στο νότιο Λίβανο, αφού προηγουμένως την εμπιστεύτηκε στον ελεγχόμενο από την ίδια Στρατό του Νότιου Λιβάνου.
Από το 1984 και μετά σημειώθηκαν πολλές προσπάθειες για να βρεθεί μια λύση στο παλαιστινιακό ζήτημα, οι οποίες προσέκρουαν πάντοτε στην κατηγορηματική άρνηση του Ισραήλ να αναγνωρίσει την ΟΑΠ, που τη θεωρούσε τρομοκρατική οργάνωση. Τον Δεκέμβριο του 1987 οι διαδηλώσεις και οι συγκρούσεις με τις ισραηλινές δυνάμεις εντάθηκαν στη Λωρίδα της Γάζας και στη Δυτική Όχθη του Ιορδάνη. Η εξέγερση του πληθυσμού, κυρίως νεαρών Παλαιστινίων, γενικεύτηκε και έγινε γνωστή διεθνώς ως ιντιφάντα, ενώ η καταστολή που εφάρμοσαν οι ισραηλινές δυνάμεις προκάλεσε τη διεθνή αντίδραση.
Το 1988 ο βασιλιάς Χουσεΐν της Ιορδανίας αποποιήθηκε την ευθύνη για τη διοίκηση της Δυτικής Όχθης του Ιορδάνη, αρνούμενος να λειτουργεί ως εκπρόσωπος των Παλαιστινίων σε οποιαδήποτε διεθνή διάσκεψη. Τον Νοέμβριο του ίδιου χρόνου η ΟΑΠ ανακήρυξε το ανεξάρτητο Παλαιστινιακό Κράτος και υιοθέτησε την απόφαση 242 του ΟΗΕ, ουσιαστικά δηλαδή αναγνώρισε εμμέσως το Ισραήλ. Ο Παλαιστίνιος ηγέτης Γιάσερ Αραφάτ παρουσίασε τις προτάσεις του για σύγκλιση διεθνούς διάσκεψης υπό την αιγίδα του ΟΗΕ και λύση του Παλαιστινιακού με βάση τις αποφάσεις του ΟΗΕ. Στις ισραηλινές βουλευτικές εκλογές του 1988 σημειώθηκε ξανά κυβερνητικό αδιέξοδο, με αποτέλεσμα να σχηματιστεί πάλι κυβέρνηση εθνικής ενότητας με επικεφαλής τον Γιτζάκ Σαμίρ και αντιπρόεδρο τον Σιμόν Πέρες του Εργατικού Κόμματος.
Η εισβολή του Ιράκ στο Κουβέιτ, τον Αύγουστο του 1990, οδήγησε σε εντυπωσιακή βελτίωση των σχέσεων του Ισραήλ με τις ΗΠΑ, που είχαν διαταραχθεί από την απόφαση του Τζορτζ Μπους να μη χορηγήσει δάνειο ύψους 400 εκατομμυρίων δολαρίων στο Ισραήλ. Οι επιθέσεις στο Ισραήλ από την πλευρά του Ιράκ με τους πυραύλους Σκουντ, τον Ιανουάριο του 1991, απείλησαν προς στιγμή την ενότητα της πολυεθνικής συμμαχίας, που σχηματίστηκε για την εκδίωξη του Ιράκ από το Κουβέιτ, αλλά η εγκατάσταση στο Ισραήλ αμερικανικών αντιαεροπορικών συστημάτων απέτρεψε την άμεση ισραηλινή απάντηση.

Η συμφωνία του Όσλο
Μετά τον Πόλεμο του Κόλπου, οι έντονες προσπάθειες του Αμερικανού υπουργού Εξωτερικών Τζέιμς Μπέϊκερ οδήγησαν στη συμφωνία για τη σύγκληση μιας ειρηνευτικής διάσκεψης. Έπειτα από μια σύνοδο στη Μαδρίτη, τον Οκτώβριο του 1991, άρχισαν διαπραγματεύσεις για ένα σύνολο προβλημάτων που συνδέονταν άμεσα με το Παλαιστινιακό. Όμως, η άρνηση της ισραηλινής κυβέρνησης να σταματήσει την κατασκευή νέων οικισμών στα προσαρτημένα εδάφη εμπόδιζε οποιαδήποτε πρόοδο στις διαπραγματεύσεις. Τα διαδικαστικά ζητήματα ήταν αυτά που απασχόλησαν κυρίως τις αντιπροσωπείες του Ισραήλ και των Αραβικών χωρών, μαζί και των Παλαιστινίων, αλλά μέχρι τα μέσα του 1992 δεν είχε σημειωθεί καμία πρόοδος.
Στις βουλευτικές εκλογές του Ιουνίου του 1992, το Εργατικό Κόμμα συγκέντρωσε πλειοψηφία στην ισραηλινή Βουλή και ο ηγέτης του, Γιτζάκ Ράμπιν, σχημάτισε κυβέρνηση συνασπισμού, τόσο με μικρότερα προοδευτικά κόμματα όσο και με το ακραίο ορθόδοξο εβραϊκό κόμμα. Οι ΗΠΑ υποστήριξαν τη νέα κυβέρνηση, παραχωρώντας της νέα δάνεια, και οι διαπραγματεύσεις για το Μεσανατολικό επαναλήφθηκαν.
Παρά τις έντονες διπλωματικές προσπάθειες, οι βίαιες συγκρούσεις ανάμεσα στους Παλαιστίνιους και στις ισραηλινές δυνάμεις ασφαλείας συνεχίστηκαν εκείνη την περίοδο. Στα τέλη του 1992 πάνω από 1.000 Παλαιστίνιοι είχαν σκοτωθεί από την έναρξη της ιντιφάντα, ενώ χιλιάδες ήταν οι τραυματίες. Έπειτα από νέα βίαια επεισόδια στις περιοχές των Παλαιστινίων, καθώς και την εκδίωξη εκατοντάδων Παλαιστινίων ισλαμιστών στον Λίβανο, η ένταση ανάμεσα στο Ισραήλ και στους Παλαιστίνιους κορυφώθηκε στα μέσα του 1993 και το Ισραήλ προχώρησε στον πλήρη αποκλεισμό όλων των Παλαιστινιακών περιοχών. Τον Ιούλιο του 1993 οι ισραηλινές δυνάμεις πραγματοποίησαν τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις βομβαρδισμού στον Λίβανο από το 1982 ως αντίποινα στις επιθέσεις της Λιβανικής εξτρεμιστικής οργάνωσης Χεζμπολάχ στο βόρειο Ισραήλ. Ξαφνικά, όμως, και ενώ είχε ξεκινήσει ο ενδέκατος γύρος των διαπραγματεύσεων στην Ουάσιγκτον, στα τέλη Αυγούστου του 1993 ανακοινώθηκε η μεγάλη συμφωνία ανάμεσα στο Ισραήλ και στην ΟΑΠ, η οποία κορυφώθηκε με την υπογραφή, στις 13 Σεπτεμβρίου, μιας διακήρυξης αρχών για την παλαιστινιακή αυτονομία στις παλαιστινιακές περιοχές. Η συμφωνία, που προέβλεπε αμοιβαία αναγνώριση του Ισραήλ και της ΟΑΠ, είχε προετοιμαστεί μυστικά στη Νορβηγία.
Η διακήρυξη αρχών καθόριζε ένα λεπτομερές χρονοδιάγραμμα για την αποχώρηση των ισραηλινών δυνάμεων από τις παλαιστινιακές περιοχές και τόνιζε ότι η οριστική διευθέτηση του Παλαιστινιακού θα έπρεπε να επιτευχθεί έως τα τέλη του 1998. Η συμφωνία αυτή, αν και αποτέλεσε ιστορικό βήμα για την ειρήνη στη Μέση Ανατολή, συνάντησε σφοδρή αντίθεση από όλα τα κόμματα και τις οργανώσεις της Δεξιάς στο Ισραήλ. Ταυτόχρονα, σημαντικά στελέχη και οργανώσεις μέσα στο παλαιστινιακό κίνημα κατήγγειλαν τη συμφωνία ως προδοσία. Η Ιορδανία δέχθηκε ευνοϊκά τη συμφωνία και άρχισε άμεσες διαπραγματεύσεις με το Ισραήλ, ενώ η Συρία και ο Λίβανος, η κυβέρνηση του οποίου βρισκόταν υπό την επιρροή της, αρνήθηκαν να την αποδεχτούν.
Στα τέλη του 1993 οι Παλαιστίνιοι άρχισαν επίπονες διαπραγματεύσεις με την ισραηλινή κυβέρνηση για τον προσδιορισμό της διαδικασίας εφαρμογής της συμφωνίας. Το χρονοδιάγραμμα που προέβλεπε η συμφωνία δεν τηρήθηκε, κυρίως λόγω των καθυστερήσεων και των επιφυλάξεων του Ισραήλ για τα σημεία της συμφωνίας που σχετίζονταν με θέματα ασφαλείας, παρόλο που οι ΗΠΑ με τη διπλωματία τους, καθώς και η Αίγυπτος, συνέβαλαν ουσιαστικά στην υπέρβαση πολλών εμποδίων.
Τελικά, τον Μάρτιο του 1994, οι δυο πλευρές υπέγραψαν μια συμφωνία στο Κάιρο της Αιγύπτου, με την οποία προσδιορίστηκε η παλαιστινιακή αυτονομία για τη Λωρίδα της Γάζας και την πόλη της Ιεριχούς. Η Παλαιστινιακή Εθνική Αρχή θα αναλάμβανε τη διοίκηση στις περιοχές αυτές, ενώ το Ισραήλ θα διατηρούσε τον έλεγχο σε θέματα ασφαλείας και εξωτερικών υποθέσεων. Στις 13 Μαΐου ολοκληρώθηκε η αποχώρηση των ισραηλινών στρατευμάτων από τη Γάζα και την Ιεριχώ και την 1η Ιουλίου του 1994 ο Γιάσερ Αραφάτ επέστρεψε στην πόλη της Γάζας, συνεχίζοντας τις διαπραγματεύσεις με το Ισραήλ για την επέκταση της παλαιστινιακής αυτονομίας και την αναδίπλωση των ισραηλινών δυνάμεων στη Δυτική Όχθη του Ιορδάνη. Ένας από τους λόγους για τους οποίους οι διαπραγματεύσεις δεν προχωρούσαν με γοργό ρυθμό ήταν το γεγονός ότι το Ισραήλ δεν σταμάτησε να ενθαρρύνει την ίδρυση νέων εβραϊκών οικισμών στις παλαιστινιακές περιοχές, κάτι που οι Παλαιστίνιοι θεωρούσαν ως καταστρατήγηση των συμφωνιών. Τον Οκτώβριο του 1994 η Παλαιστινιακή εξτρεμιστική οργάνωση Χαμάς ξεκίνησε μια σειρά βομβιστικών επιθέσεων σε πόλεις του Ισραήλ, με αποτέλεσμα να αποκλειστούν και πάλι οι παλαιστινιακές περιοχές και η Λωρίδα της Γάζας για μεγάλο διάστημα.

Η ένταση της βίας και το αδιέξοδο των διαπραγματεύσεων
Στις αρχές του 1995 οι Παλαιστίνιοι εξτρεμιστές πραγματοποίησαν στο Ισραήλ τις πιο πολύνεκρες βομβιστικές επιθέσεις τους. Μόνο σ’ ένα περιστατικό έκρηξης βόμβας σε λεωφορείο σκοτώθηκαν 21 Εβραίοι και τραυματίστηκαν 60. Το αποτέλεσμα ήταν αρκετοί Ισραηλινοί πολίτες που ευνοούσαν την ειρηνευτική διαδικασία να στραφούν εναντίον της. Ενώ ο Γιτζάκ Ράμπιν, ο Σιμόν Πέρες και ο Γιάσερ Αραφάτ τιμήθηκαν τον Δεκέμβριο του 1994 με το βραβείο Νόμπελ για την ειρήνη, οι νεκροί από τις συγκρούσεις και τις βομβιστικές επιθέσεις συνέχισαν να αυξάνουν. Οι δυο πλευρές, όμως, συνέχισαν τις διαπραγματεύσεις και τον Οκτώβριο του 1995 η συμφωνία για την παλαιστινιακή αυτονομία υπερψηφίστηκε και από την ισραηλινή βουλή.
Τον επόμενο μήνα, όμως, η ειρηνευτική διαδικασία δέχτηκε ένα ισχυρό πλήγμα: ένας φανατικός Εβραίος, ο Γιγκάλ Αμίρ, δολοφόνησε τον πρωθυπουργό Ράμπιν, λίγα λεπτά μετά την ομιλία που εκφώνησε στο Τελ Αβίβ, σε μεγάλη συγκέντρωση υπέρ της ειρήνης. Ο Σιμόν Πέρες ανέλαβε πρωθυπουργός και επιβεβαίωσε τη δέσμευσή του στην ειρηνευτική διαδικασία, ενώ εκατοντάδες χιλιάδες Ισραηλινοί πολίτες συμμετείχαν στην κηδεία του Ράμπιν, συγκλονισμένοι από το γεγονός ότι ο Ισραηλινός πρωθυπουργός δολοφονήθηκε από Εβραίο και όχι από Παλαιστίνιο τρομοκράτη. Στο τέλος του χρόνου η Παλαιστινιακή Αρχή ανέλαβε τον έλεγχο των πόλεων Τζενίν, Ναμπλούς, Βηθλεέμ και Ραμάλα, στο πλαίσιο της συμφωνίας με το Ισραήλ, ενώ άρχισαν στις ΗΠΑ οι διαπραγματεύσεις ειρήνης ανάμεσα στο Ισραήλ και στη Συρία.
Στις αρχές του 1996 οι βομβιστικές επιθέσεις αυτοκτονίας των Παλαιστίνιων εξτρεμιστών συγκλόνισαν το Ισραήλ προκαλώντας τον θάνατο δεκάδων πολιτών. Ισραηλινά στρατεύματα εισέβαλαν στις παλαιστινιακές περιοχές και σκότωσαν τον Γιαχγιά Αγιάς, φερόμενο ως σχεδιαστή των βομβιστικών επιθέσεων αυτοκτονίας των δύο προηγούμενων ετών. Η Χαμάς αντέδρασε με νέο κύμα ανάλογων επιθέσεων, που προκάλεσε δεκάδες θανάτους και τραυματισμούς. Ο Πέρες διέταξε το κλείσιμο των συνόρων του Ισραήλ με τη Δυτική Όχθη και τη Λωρίδα της Γάζας, απαιτώντας από τον Αραφάτ να συλλάβει τους υπεύθυνους. Οι παλαιστινιακές αρχές συνέλαβαν εκατοντάδες εξτρεμιστές. Παράλληλα, τον Απρίλιο οι ισραηλινές ένοπλες δυνάμεις αντεπιτέθηκαν στους Χεζμπολάχ, που εξαπέλυαν επιθέσεις με ρουκέτες από το νότιο Λίβανο κατά στόχων στο βόρειο Ισραήλ, με αποτέλεσμα δύο εβδομάδες εχθροπραξιών που προκάλεσαν τον θάνατο εκατοντάδων Λιβανέζων πολιτών. Στην πόλη Κανά πάνω από 100 πολίτες σκοτώθηκαν από ισραηλινές βόμβες σε κτίριο του ΟΗΕ.
Όμως, ο Πέρες δεν κατάφερε να διασώσει τη δημοτικότητά του και έχασε τις εκλογές του Μαΐου με διαφορά μικρότερη από μια εκατοστιαία μονάδα. Η ισραηλινή Δεξιά, ενισχυμένη από το κλίμα ανασφάλειας που δημιούργησαν οι βόμβες των Παλαιστίνιων εξτρεμιστών, κέρδισε τις εκλογές για την Κνεσέτ, ενώ σε ξεχωριστή εκλογική αναμέτρηση αναδείχθηκε πρωθυπουργός ο ηγέτης του Λικούντ, Βενιαμίν Νετανιάχου, καθώς εφαρμόστηκε για πρώτη φορά το σύστημα άμεσης εκλογής του πρωθυπουργού από το εκλογικό σώμα, μετά τα συνεχή κυβερνητικά αδιέξοδα των τελευταίων ετών.
Η νέα κυβέρνηση, που σχηματίστηκε με τη συμμετοχή και των ακραίων ορθόδοξων θρησκευτικών κομμάτων του Ισραήλ, εκδήλωσε από την πρώτη στιγμή την πρόθεσή της να αμφισβητήσει όσο το δυνατόν περισσότερο τις συμφωνίες που υπέγραψε η προηγούμενη κυβέρνηση και να καθυστερήσει την εφαρμογή του χρονοδιαγράμματος για την αποχώρηση των Ισραηλινών από τις παλαιστινιακές περιοχές. Στα τέλη Σεπτεμβρίου του 1996 η κυβέρνηση του Νετανιάχου αποφάσισε τη διάνοιξη νέας εισόδου σε μια αρχαία σήραγγα, κάτω από περιοχή μουσουλμανικών μνημείων, στο κέντρο της Ιερουσαλήμ. Στις διαδηλώσεις που ακολούθησαν σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την αμφισβήτηση του αραβικού χαρακτήρα της ανατολικής Ιερουσαλήμ και των δικαιωμάτων που έχουν σ’ αυτήν οι Παλαιστίνιοι, οι ισραηλινές δυνάμεις σκότωσαν πάνω από 60 Παλαιστίνιους, ενώ για πρώτη φορά η αστυνομία των Παλαιστινίων χρησιμοποίησε τα όπλα της κατά του ισραηλινού στρατού, με αποτέλεσμα τον θάνατο 15 Ισραηλινών στρατιωτών. Ο Αμερικανός πρόεδρος Μπιλ Κλίντον έσπευσε να διασώσει την ειρηνευτική διαδικασία στη Μέση Ανατολή, καλώντας στην Ουάσιγκτον τον Ισραηλινό πρωθυπουργό και τον Παλαιστίνιο ηγέτη Γιάσερ Αραφάτ. Οι διαπραγματεύσεις ανάμεσα στις δυο πλευρές άρχισαν ξανά, χωρίς όμως να διαφαίνεται οποιαδήποτε διάθεση της ισραηλινής πλευράς να εφαρμόσει όσα συμφωνήθηκαν ανάμεσα στους Παλαιστίνιους και στην προηγούμενη ισραηλινή κυβέρνηση των Ράμπιν-Πέρες. Ο Νετανιάχου απέρριψε κάθε διαπραγμάτευση για το μέλλον της Ιερουσαλήμ και τη δημιουργία ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους. Επίσης, δεν αναγνώρισε την απαγόρευση της προηγούμενης κυβέρνησης για τη δημιουργία νέων εβραϊκών οικισμών στη Δυτική Όχθη.
Τον Ιανουάριο του 1997 υπογράφηκε συμφωνία για την απόσυρση των ισραηλινών στρατευμάτων από τη Χεβρώνα, σύμφωνα με τη συμφωνία του Όσλο. Όμως, η απόφαση για τη δημιουργία νέου εβραϊκού οικισμού στην ανατολική Ιερουσαλήμ προκάλεσε νέα ένταση με διαδηλώσεις και μια σειρά βομβιστικών επιθέσεων. Όλα αυτά αποτέλεσαν την αφορμή για καθυστέρηση της ειρηνευτικής συμφωνίας, αλλά το υπουργικό συμβούλιο δέχτηκε τον Δεκέμβριο να ξεκινήσει μια νέα φάση απόσυρσης των Ισραηλινών από τη Δυτική Όχθη. Ο Νετανιάχου εκδήλωσε την πρόθεση να προσφέρει στους Παλαιστίνιους τον πλήρη έλεγχο στις περιοχές που ήταν υπό κοινό έλεγχο και επιπλέον 6-8% των εδαφών στα οποία το Ισραήλ διατηρούσε ακόμα τον έλεγχο. Όμως, συνάντησε μεγάλες αντιδράσεις στο υπουργικό συμβούλιο, που κορυφώθηκαν με την παραίτηση του υπουργού Εξωτερικών Ναταβίντ Λεβί και την απόσυρση του κόμματός του από τον κυβερνητικό συνασπισμό τον Ιανουάριο του 1998.
Πριν από μια επίσκεψη του Νετανιάχου στην Ουάσιγκτον, 30.000 έποικοι πραγματοποίησαν μεγάλη διαδήλωση κατά της άρσης του ισραηλινού ελέγχου στη Δυτική Όχθη, ενώ το ισραηλινό Υπουργείο Εσωτερικών έδωσε άδεια για νέα εγκατάσταση εποίκων στην ανατολική Ιερουσαλήμ, εξοργίζοντας ακόμα και τον πρωθυπουργό.
Τον Μάιο του 1998 συγκλήθηκε μια ειδική διάσκεψη στο Λονδίνο μεταξύ των δύο πλευρών, με τη μεσολάβηση της Αμερικανίδας υπουργού Εξωτερικών, Μαντλίν Ολμπράιτ. Ο Αραφάτ υποχώρησε στο αίτημα για απόδοση του ελέγχου του 30% της Δυτικής Όχθης στην Παλαιστινιακή Αρχή, και αποδέχτηκε το 13% της ανεπίσημης αμερικανικής πρότασης. Όμως, ο Νετανιάχου απέρριψε και αυτό το ποσοστό και η διάσκεψη έληξε χωρίς συμφωνία. Τον ίδιο μήνα 8 Παλαιστίνιοι σκοτώθηκαν και πάνω από 100 τραυματίστηκαν όταν ισραηλινά στρατεύματα άνοιξαν πυρ κατά διαδηλωτών στη Δυτική Όχθη και στη Λωρίδα της Γάζας για την 50η επέτειο της Νάκμπα (=καταστροφή), όπως αποκαλούν οι Άραβες την απόφαση του ΟΗΕ για τον διαχωρισμό της Παλαιστίνης σε ισραηλινό και αραβικό κράτος. Ταυτόχρονα, οι Ισραηλινοί γιόρταζαν την 50η επέτειο της ίδρυσης του κράτους τους.
Τον Δεκέμβριο του 1998 ο Νετανιάχου έχασε στην Κνεσέτ μια ψηφοφορία για την έγκριση των χειρισμών του στην ειρηνευτική διαδικασία και προκηρύχθηκαν εκλογές για τον Μάιο του επόμενου έτους, τις οποίες έχασε από τον Εχούντ Μπάρακ και το Εργατικό Κόμμα. Τον Σεπτέμβριο ο Νετανιάχου παραιτήθηκε από την ηγεσία του Λικούντ και τον διαδέχτηκε ο πρώην υπουργός Άμυνας, Αριέλ Σαρόν. Τον ίδιο μήνα η νέα κυβέρνηση υπέγραψε συμφωνία με την Παλαιστινιακή Αρχή και μέσα σε λίγες μέρες απέδωσε το 7% της Δυτικής Όχθης σε παλαιστινιακό έλεγχο, ενώ άρχισαν εντατικές διαπραγματεύσεις για την οριστική επίλυση της κατάστασης. Παράλληλα, άρχισαν διαπραγματεύσεις με τη Συρία για την επιστροφή των υψωμάτων του Γκολάν, με αντάλλαγμα την αναγνώριση του κράτους του Ισραήλ. Οι διαπραγματεύσεις δεν έφεραν αποτέλεσμα, αλλά το Ισραήλ αποφάσισε τη μονομερή απόσυρση από τη ζώνη ασφαλείας του νότιου Λιβάνου, που ολοκληρώθηκε τον Ιούνιο του 2000.

Η πολιτική Σαρόν, η νέα ιντιφάντα και ο θάνατος του Αραφάτ
Με τη μεσολάβηση του Αμερικανού προέδρου Κλίντον πραγματοποιήθηκε νέα διάσκεψη κορυφής μεταξύ του Εχούντ Μπάρακ και του Γιάσερ Αραφάτ στο Καμπ Ντέιβιντ, η οποία όμως, δεν κατέληξε στη σύναψη τελικής συμφωνίας. Το γεγονός αυτό οδήγησε σε μια δεύτερη ιντιφάντα των Παλαιστινίων με αφορμή το τέμενος Αλ Ακσά στην Ιερουσαλήμ. Η αποτυχία των διαπραγματεύσεων και το ξέσπασμα της βίας οδήγησαν τον Μπάρακ σε αιφνιδιαστική παραίτηση τον Δεκέμβριο του 2000.
Τον Φεβρουάριο του 2001 ο Αριέλ Σαρόν κέρδισε τις εκλογές με μεγάλη διαφορά και με βασικό σύνθημα την ασφάλεια των Ισραηλινών και την αποκήρυξη της ειρηνευτικής διαδικασίας του Όσλο. Στην κυβέρνησή του συμπεριέλαβε ακόμα και προσωπικότητες από το Εργατικό Κόμμα, όπως τον Σιμόν Πέρες ως υπουργό Εξωτερικών. Η βία συνέχισε να κυριαρχεί στη χώρα καθώς αυξήθηκαν οι παλαιστινιακές βομβιστικές επιθέσεις αυτοκτονίας, όπως και τα ισραηλινά αντίποινα.
Την άνοιξη του 2002 τα ισραηλινά στρατεύματα πραγματοποίησαν μια μεγάλη επιχείρηση στη Δυτική Όχθη, την οποία κατέλαβαν για τρεις εβδομάδες, και απέκλεισαν τον Αραφάτ στο αρχηγείο του, ενώ συνέλαβαν εκατοντάδες Παλαιστίνιους ως ύποπτους τρομοκρατικών ενεργειών και κατέστρεψαν μεγάλες ποσότητες όπλων. Τα γεγονότα αυτά είχαν σαν αποτέλεσμα την αναστολή της ειρηνευτικής διαδικασίας. Τον Ιανουάριο του 2003, κάτω από σκληρά μέτρα ασφαλείας και με πολύ μικρή συμμετοχή, έγιναν εκλογές στις οποίες υπερίσχυσε και πάλι το Λικούντ. Σχηματίστηκε κυβέρνηση συνασπισμού με πρωθυπουργό τον Αριέλ Σαρόν. Τη άνοιξη του ίδιου έτους αντιπροσωπεία των ΗΠΑ, της Ρωσίας, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΟΗΕ παρουσίασε στον Σαρόν και στον πρώτο εκλεγμένο Παλαιστίνιο πρωθυπουργό Μαχμούντ Αμπάς τον περίφημο Οδικό Χάρτη για την ειρήνη, ο οποίος προέβλεπε ένα χρονοδιάγραμμα για το τέλος των εχθροπραξιών στην περιοχή, την εγκαθίδρυση παλαιστινιακού κράτους, την απόσυρση των ισραηλινών δυνάμεων από τις παλαιστινιακές πόλεις και τον αφοπλισμό των εβραϊκών οικισμών. Παρά τη θετική υποδοχή του σχεδίου (με εξαίρεση την εξτρεμιστική οργάνωση Χαμάς, η οποία το απέρριψε), δεν έγιναν πρακτικά βήματα έως τον Φεβρουάριο του 2004, οπότε ο Σαρόν ανακοίνωσε την πρόθεση μονομερούς αποχώρησης από τη Λωρίδα της Γάζας και οικοδόμησης του τείχους ασφαλείας στη Δυτική Όχθη. Παράλληλα, σε μια προσπάθεια αποδυνάμωσης των εξτρεμιστικών παλαιστινιακών οργανώσεων, οι ισραηλινές δυνάμεις σκότωσαν τον πνευματικό ηγέτη της Χαμάς, Αχμέντ Γιασίν, με μια αεροπορική επιδρομή, λιγότερο από ένα μήνα μετά (και παρά τις δημόσιες απειλές των Παλαιστίνιων εξτρεμιστών για ένταση της βίας) σκότωσαν και τον διάδοχό του, Αμπντέλ Αζίζ αλ Ραντίσι, ενώ οι Παλαιστίνιοι συνέχισαν τις επιθέσεις αυτοκτονίας στο έδαφος του Ισραήλ. Τον Νοέμβριο του 2004 έκλεισε ένα μεγάλο κεφάλαιο της ιστορίας της αραβοϊσραηλινής σύρραξης, με τον θάνατο του Παλαιστίνιου ηγέτη Γιάσερ Αραφάτ, τον οποίον τόσο οι Ισραηλινοί όσο και οι Αμερικανοί κατηγορούσαν για αδυναμία ελέγχου των εξτρεμιστικών παλαιστινιακών στοιχείων.Τον Ιανουάριο του 2005 έγιναν εκλογές στην Παλαιστινιακή Εθνική Αρχή, οι οποίες ανέδειξαν πρόεδρο τον Μαχμούντ Αμπάς, και τον επόμενο μήνα ο Σαρόν και ο Αμπάς ανακοίνωσαν την υπογραφή εκεχειρίας η οποία προέβλεπε την αποχώρηση των Ισραηλινών από 5 πόλεις της Δυτικής Όχθης.

Δεν υπάρχουν σχόλια: