Καμιά από τις σημιτικές γλώσσες δεν παρουσιάζει μεγαλύτερη ζωτικότητα και ανθεκτικότερη παράδοση από την εβραϊκή, η οποία, τουλάχιστον στο θρησκευτικό και στο λογοτεχνικό πεδίο, άντεξε σε ιστορία 3.000 χρόνων. Σήμερα, η εβραϊκή είναι οριστικά εδραιωμένη σε καθημερινή χρήση από τους πολίτες του κράτους του Ισραήλ.
Η Βιβλική λογοτεχνία
Το σπουδαιότερο τμήμα της εβραϊκής λογοτεχνίας, από πολιτιστική, θρησκευτική και φιλολογική άποψη, είναι ασφαλώς το σύνολο των γραπτών κειμένων διαφορετικού είδους, η σύνθεση των οποίων χρονολογείται στον 1ο αιώνα π.Χ., και το ακόμα αρχαιότερο υλικό που αποτελεί τη Βίβλο, το ιερό βιβλίο του Ιουδαϊσμού και του Χριστιανισμού. Η Βίβλος αποτελείται από 3 κύρια μέρη: την Τορά (Νόμος), δηλαδή την Πεντάτευχο, τους Νεβιίμ (Προφήτες), δηλαδή τα ιστορικά και προφητικά βιβλία και τα Κεθουβίμ (Αγιόγραφα). Μεγάλο μέρος της Βιβλικής λογοτεχνίας είναι ανώνυμο.
Η Πεντάτευχος (η οποία ονομάζεται έτσι επειδή αποτελείται από 5 βιβλία) είναι το σπουδαιότερο τμήμα όλης της Βίβλου και περιλαμβάνει: τη Γένεση, από τη δημιουργία του κόσμου έως τον Ιακώβ. Την Έξοδο, που αναφέρεται στην περίοδο της δουλείας των Εβραίων στην Αίγυπτο, στην έξοδό τους από τη γη των Φαραώ και στις περιπλανήσεις τους στη ζώνη του Σινά, όπου ο Μωυσής έλαβε από τον Θεό το νόμο. Το Λευιτικό, που περιέχει τελετουργικές και νομικές διατάξεις. Τους Αριθμούς, που αφηγούνται τις μετακινήσεις των εβραϊκών φυλών από το Σινά στον Ιορδάνη. Τέλος, το Δευτερονόμιο, που αποτελείται κυρίως από παραινετικούς λόγους και από μια σειρά από τελετουργίες και νομικές διατάξεις σχετικά με τη θρησκευτική και κοινωνική ζωή του εβραϊκού λαού.
Κείμενα ιστορικού περιεχομένου είναι το βιβλίο του Ιησού του Ναυή, που αφηγείται την κατάληψη και τη διαίρεση της Παλαιστίνης, και των Κριτών, που αρχίζει από το θάνατο του Ιησού του Ναυή και διηγείται την ιστορία των Κριτών, μια περίοδο 300 περίπου ετών. Πιο συστηματική είναι η αφήγηση των γεγονότων στα δύο βιβλία του Σαμουήλ (Βασιλέων Α' και Β' κατά τους Ο'), που αφηγούνται την εγκαθίδρυση της μοναρχίας και τα γεγονότα των βασιλειών του Σαούλ και του Δαβίδ, και στα δύο Βιβλία των Βασιλέων (Βασιλειών Γ' και Δ' κατά τους Ο'), που περιλαμβάνουν το βασίλειο του Σολομώντα και την ιστορία των βασιλείων του Ισραήλ και του Ιούδα έως την κατάληψη τους από τους Ασσύριους και τους Βαβυλώνιους, αντίστοιχα.
Μια σύντομη διήγηση, το Βιβλίο της Ρουθ, περιελήφθη στον κανόνα των ιερών βιβλίων, παρά τον μη θρησκευτικό χαρακτήρα του, ίσως επειδή η Ρουθ ήταν προγιαγιά του Βασιλιά Δαβίδ. Πολυάριθμα κι αρκετά σημαντικά είναι τα προφητικά γραπτά. Η δραστηριότητα των προφητών εκτείνεται από τον 8ο αιώνα π.Χ. έως τη μετά την εξορία περίοδο. Η θρησκευτική λυρική ποίηση αντιπροσωπεύεται από τη μεγάλη συλλογή των Ψαλμών, οι οποίοι κατά μεγάλο μέρος χρονολογούνται στην κλασική εποχή. Αντίθετα, η κοσμική λυρική ποίηση αντιπροσωπεύεται, από το Άσμα Ασμάτων, μια συλλογή ερωτικών ποιημάτων, που βρίσκουν το πλησιέστερο αντίστοιχό τους σε παρόμοιες συνθέσεις της αιγυπτιακής λογοτεχνίας. Η λογοτεχνία της σοφίας, αρκετά διαδεδομένη σε όλη την αρχαία Ανατολή, βρίσκει θέση στη Βίβλο με τα βιβλία των Παροιμιών και του Ιώβ. Η φιλοσοφική λογοτεχνία αντιπροσωπεύεται επίσης από τον Εκκλησιαστή, που πραγματεύεται το θέμα της ματαιότητας όλων των ανθρώπινων ζητημάτων. Αξίζει επίσης να αναφερθεί η ιουδαιο-ελληνιστική λογοτεχνία σε ελληνική γλώσσα, με σημαντικότερα δείγματα τις μεταφράσεις της Βίβλου και ιδιαίτερα εκείνη των Εβδομήκοντα (Ο', 2ος αιώνας π.Χ.), τα έργα των ιστορικού Φλαβίου Ιώσηπου και του φιλοσόφου Φίλωνα. Εξάλλου, η λογοτεχνία των Εσσαίων (ή Εσσηνών) αποκαλύφθηκε από τα ευρήματα των χειρογράφων της Νεκράς Θάλασσας.
Η μετα-βιβλική λογοτεχνία
Μετά την κατάλυση του ιουδαϊκού κράτους από τους Ρωμαίους, ο ιουδαϊσμός ταυτίστηκε με την αίρεση των Φαρισαίων. Αυτοί ασχολήθηκαν με τη μελέτη και την έρευνα των βιβλικών κειμένων, για να καθορίσουν τη σημασία τους και να εξάγουν κανόνες συμπεριφοράς στο θρησκευτικό και ηθικό πεδίο. Συντάχθηκαν, έτσι, η Μισνά ρισονά (=Πρώτη επανάληψη, δηλαδή μελέτη), ύστερα η Μισνά του ραβί Ακιμπά (πέθανε το 135 μ.Χ.) και, τέλος, η κατεξοχήν Μισνά, του ραβί Γεχούντα χα-Νασί (τέλη 2ου αιώνα μ.Χ.), που αποτέλεσε την κανονική συλλογή εκτοπίζοντας τις προηγούμενες. Οι δάσκαλοι της περιόδου από τον 3ο έως και τον 5ο αιώνα ασχολήθηκαν με την κριτική μελέτη και την ανάπτυξη της Μισνά κυρίως σε δύο έργα: το Παλαιστινιακό Ταλμούδ (ή της Ιερουσαλήμ, γραμμένο σε δυτική Αραμαϊκή διάλεκτο) και το Βαβυλωνιακό Ταλμούδ (γραμμένο σε ανατολική Αραμαϊκή διάλεκτο από την Ακαδημία της Σουρά), που απέκτησε μεγαλύτερο κύρος και διαδόθηκε περισσότερο. Το Ταλμούδ αποτελεί, μετά τη Βίβλο, το δεύτερο μεγάλο επίτευγμα της εβραϊκής λογοτεχνίας και παρέμεινε στην μετέπειτα παράδοση ως πηγή δικαίου και σοφίας του Ιουδαϊσμού.
Η μετα-ταλμουδική περίοδος, που είναι γνωστή ως περίοδος των Γκεονίμ (οι επικεφαλής των βαβυλωνιακών ακαδημιών), περιλαμβάνει την περίοδο από την αραβική κατάκτηση (636-637) έως τα τέλη της 1ης χιλιετίας. Η αραβική αντικατέστησε την Αραμαϊκή ως ομιλούμενη γλώσσα και η λογοτεχνία και ο πολιτισμός των Αράβων επηρέασαν την πνευματική δραστηριότητα των Εβραίων. Πράγματι, αναπτύχθηκαν οι γραμματικές μελέτες, η επιστημονική φιλολογία, η ποίηση και η φιλοσοφία. Η μορφή που κυριάρχησε την περίοδο αυτή είναι εκείνη του Αιγύπτιου Σααντιά μπεν Γιόσεφ (882-942), γκαόν της Σουρά. Τα κυριότερα έργα του είναι το Βιβλίο των θρησκευτικών πίστεων και των δογμάτων (Κιτάπ αλ-Αμανάτ ουάλ τικαντάτ), γραμμένο στην αραβική γλώσσα, με το οποίο άρχισε η ιουδαϊκή θρησκευτική φιλοσοφία. Η εβραϊκή λογοτεχνία επεκτάθηκε προς τη δύση, πέρα από την Αίγυπτο, στη Βόρεια Αφρική (στην Τυνησία έγραψε ο Ισαάκ Ισραέλι, φιλόσοφος και φυσικός) και στην Ευρώπη (ιδιαίτερα στην Ισπανία και στην Ιταλία). Στους Εβραίους της Ισπανίας (Σεφαρδίτες) μετατοπίστηκε το κυριότερο κέντρο του εβραϊκού πολιτισμού από τον 10ο έως τον 14ο αιώνα.
Διωγμένοι και εξόριστοι από την Ισπανία κατά τον 15ο αιώνα, οι Εβραίοι μετέφεραν το πολιτιστικό τους κέντρο στην Ιταλία, για περίπου 3 αιώνες. Εξακολούθησαν να καλλιεργούνται τα λογοτεχνικά είδη της προηγούμενης περιόδου, αλλά με μικρότερη αποδοτικότητα και πρωτοτυπία. Στην ποίηση αναδείχθηκε ο Μοσέ Χαγίμ Λουτσάτο (18ος αιώνας), που υπήρξε φιλόλογος και καββαλιστής φιλόσοφος. Στη λογοτεχνική και επιστημονική πεζογραφία και στην ταλμουδική ερμηνεία δεν εμφανίστηκαν μεγάλες μορφές. Στη φιλοσοφία διαδόθηκε η Καββάλα. Μεγάλη λογοτεχνική ανάπτυξη γνώρισαν οι κοινές διάλεκτοι των εβραϊκών κοινοτήτων των διαφόρων ευρωπαϊκών περιοχών. Ιδιαίτερα αξιοσημείωτες υπήρξαν οι λογοτεχνίες στα ιουδαιο-ιταλικά, στα ιουδαιο-ισπανικά και στα ιουδαιο-γερμανικά (γίντις). Οι λογοτεχνίες αυτές είχαν εμφανιστεί από την προηγούμενη ήδη εποχή, κυρίως με μεταφράσεις της Βίβλου.
Η νεο-εβραϊκή λογοτεχνία
Ο μαρασμός της πνευματικής και λογοτεχνικής παράδοσης των Εβραίων τερματίστηκε στα μέσα του 18ου αιώνα με μια αφύπνιση που οδήγησε στη δημιουργία της νεο-εβραϊκής λογοτεχνίας. Το κίνημα αυτό αναγέννησης (χασκαλά) παρουσιάστηκε ιδιαίτερα στη Γερμανία και στην ανατολική Ευρώπη. Ενώ οι εβραϊκές διάλεκτοι των διαφόρων ευρωπαϊκών περιοχών έτειναν να εξαφανιστούν (με εξαίρεση τη γίντις), διαδόθηκε ξανά η κλασική εβραϊκή, σε σχέση επίσης με τον ανανεωμένο εβραϊκό εθνικισμό και με την επιθυμία της επιστροφής στη γη του Ισραήλ (σιωνισμός). Οι αρχές της νεο-εβραϊκής λογοτεχνίας εμφανίστηκαν στη Γερμανία, με τον Μόζες Μέντελσον και τον Ναφταλί Χερτς Βέσελι, στην Ιταλία με τον Σαμουήλ Νταβίντ Λουτσάτο, στη Γαλικία της Ισπανίας με τον Ναχμάν Κρόχμαλ, τον Ισαάκ Έρτερ κ.ά. Αλλά στη συνέχεια τα πρωτεία πέρασαν στη Ρωσία, με τον δημοσιογράφο Ισαάκ Μπάερ Λέβινσον, τον επιστημονικό εκλαϊκευτή Μορντεχάι Ααρών Γκίντσμπουργκ, τον ποιητή και φιλόσοφο Αβραάμ Μπάερ Λέμπενσον (και το γιο του, τον λυρικό ποιητή Γιόσεφ Λέμπενσον). Στη λογοτεχνική πεζογραφία αξίζει να αναφερθεί ο Αβραάμ Μαπού, θεμελιωτής του εβραϊκού μυθιστορήματος.
Οι εθνικιστικές επιδιώξεις έγιναν συγκεκριμένες με το μεταναστευτικό ρεύμα προς την Παλαιστίνη και με τη δημιουργία του κράτους του Ισραήλ, όπου η επίσημη γλώσσα είναι η ισραηλινή νεο-εβραϊκή: το εβραϊκό πνευματικό κέντρο μετατοπίστηκε πάλι. Σημαντική ήταν, όμως, κατά τις τελευταίες αυτές δεκαετίες και η εβραϊκή λογοτεχνική δραστηριότητα στην Αμερική, σε αγγλική γλώσσα, στη λογοτεχνία της οποίας πολλοί συγγραφείς ισραηλινής καταγωγής κατέλαβαν σημαντική θέση (Σολ Μπέλοου, Μπέρναρντ Μάλαμουντ κ.ά.).
Κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα εμφανίστηκαν δύο ποιητές: ο Χαγίμ Ναχμάν Μπιαλίκ, ο οποίος έζησε αρχικά στην Πολωνία και θεωρείται ο εθνικός ποιητής του Ισραήλ, και ο Σαούλ Τσερνικόφσκι, ο οποίος μεγάλωσε στη Ρωσία.
Η πρόσφατη λογοτεχνική παραγωγή είναι επηρεασμένη από το ηρωικό κλίμα μέσα στο οποίο δημιουργήθηκε το κράτος του Ισραήλ, ιδανικό πλαίσιο για την άνθηση της λογοτεχνίας των σάμπρα, δηλαδή των Εβραίων που γεννήθηκαν στην Παλαιστίνη. Οι σάμπρα, αντίθετα με τους συγγραφείς της εβραϊκής διασποράς, δεν αντιμετώπισαν την εξορία και τη φρίκη του ναζισμού, αλλά βίωσαν τον πόλεμο που οδήγησε στην ίδρυση του ισραηλινού κράτους. Είναι χαρακτηριστικό, πάντως, ότι ακόμα και έναντι του πολέμου η στάση τους ήταν κριτική, επικεντρωμένη στη σχέση συνείδησης-καθήκοντος, όπως την αισθάνεται ο στρατιώτης (Σ. Γιζχάρ: Οι μέρες του Ζίκλαγκ). Είναι επίσης αξιοσημείωτο ότι, μέσα στο κλίμα της χαλάρωσης της έντασης που επικράτησε κατά τη μεταπολεμική περίοδο, οι σάμπρα έβλεπαν τα ιδεώδη κενά από περιεχόμενο. Ο μυθιστοριογράφος Μοσέ Σαμίρ, συγγραφέας του πιο γνωστού μυθιστορήματος στο Ισραήλ (Εκείνος περπατούσε στους αγρούς, 1956), τον οποίον είχε ήδη απασχολήσει η πραγματική αξία της εκπαίδευσης των κιμπούτς, επέστρεψε στο παρελθόν ψάχνοντας αυτό που στερούνταν οι νέες γενιές: την προοπτική ενός μέλλοντος στο οποίο να πιστεύουν, όπως πίστευαν οι πατέρες τους (Ένας βασιλιάς αυτού του κόσμου).
Άνθηση σημειώθηκε και στο θέατρο: δίπλα σε συγγραφείς όπως ο Α. Άσμαν, γνωστός για τα έργα του Η θυγατέρα του βασιλιά Σαούλ (1941) και Αυτή η γη (1943), ή ο Ν. Άλτερμαν, θεατρικός συγγραφέας αλλά και ποιητής, γνωστός για τα έργα του Κιναρέθ, Κιναρέθ (1961), και Η δίκη του Πυθαγόρα (1966), εμφανίστηκαν ταλαντούχοι και στρατευμένοι συγγραφείς, όπως ο Γιγκάλ Μοσενσόν (Στην έρημο της Νεγκέβ, 1949), ο Ααρών Μεγκέντ (Γκάνα Σενέχ, 1958 και Γένεσις, 1962), ο Ε. Κισόν (Ο φίλος του στην αυλή, 1951 και Βγάλε το σκέπασμα, το νερό βράζει, 1965) και ο Ν. Αλόνι (Ο πιο σκληρός από όλους είναι ο βασιλιάς, 1953), τα θεατρικά έργα των οποίων έχουν ως πηγή έμπνευσης είτε Βιβλικά θέματα είτε κοινωνικά προβλήματα σχετικά με τη ζωή στο Ισραήλ, που είχε να αντιμετωπίσει η γενιά που βρισκόταν σε αναζήτηση μιας ενότητας που δεν περιοριζόταν μόνο στη θρησκεία. Δημιουργήθηκε έτσι η λεγόμενη διπλή ρίζα, ρεύμα που καθόριζε (περισσότερο από ό,τι η σύγκρουση ανάμεσα στις διαφορετικές κουλτούρες) την ανάπτυξη παράλληλων γραμμών. Δίπλα στους βετεράνους συγγραφείς καθιερώθηκαν και νεότεροι, ανάμεσα στους οποίους συγκαταλέγονται οι: Αβραάμ Μπ. Γεοσούα, Ντ. Γκροσμάν, ενώ στο θέατρο γινόταν όλο και πιο αισθητή η παρουσία του Γ. Σομπόλ, ο οποίος ανέπτυξε θέματα σχετικά με τις πνευματικές ρίζες του εβραϊσμού και του σύγχρονου σιωνισμού, με πιραντελικές καταβολές (Ο τελευταίος εργάτης, 1981, Η Παλαιστίνια, 1985).
Στην πιο πρόσφατη λογοτεχνική παραγωγή κυριαρχεί επίσης το δοκίμιο, με ιδιαίτερη έμφαση σε θέματα κοινωνιολογίας και ιστορίας του εβραϊκού παρελθόντος, ενώ παράλληλα αναπτύσσεται και το είδος της ιστορικής βιογραφίας το οποίο αναφέρεται σε πρόσωπα που διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην πρόσφατη ιστορία του Ισραήλ. Ο οπλισμένος προφήτης του Μάικλ Μπαρ-Ζαχάρ, είναι μια μυθιστορηματική βιογραφία του Μπεν Γκουριόν, με στιλ περισσότερο δημοσιογραφικό παρά λογοτεχνικό. Ένας από τους πιο γνωστούς σύγχρονους Ισραηλινούς μυθιστοριογράφους, στο έργο του οποίου αποτυπώνονται με θάρρος και ειλικρίνεια οι εντάσεις και οι αντιθέσεις της σημερινής ισραηλινής κοινωνίας, είναι ο Άμος Οζ (Ο Μιχαήλ μου, 1968, Ιστορία αγάπης και σκότους, 2004, κ.ά.).
Η Βιβλική λογοτεχνία
Το σπουδαιότερο τμήμα της εβραϊκής λογοτεχνίας, από πολιτιστική, θρησκευτική και φιλολογική άποψη, είναι ασφαλώς το σύνολο των γραπτών κειμένων διαφορετικού είδους, η σύνθεση των οποίων χρονολογείται στον 1ο αιώνα π.Χ., και το ακόμα αρχαιότερο υλικό που αποτελεί τη Βίβλο, το ιερό βιβλίο του Ιουδαϊσμού και του Χριστιανισμού. Η Βίβλος αποτελείται από 3 κύρια μέρη: την Τορά (Νόμος), δηλαδή την Πεντάτευχο, τους Νεβιίμ (Προφήτες), δηλαδή τα ιστορικά και προφητικά βιβλία και τα Κεθουβίμ (Αγιόγραφα). Μεγάλο μέρος της Βιβλικής λογοτεχνίας είναι ανώνυμο.
Η Πεντάτευχος (η οποία ονομάζεται έτσι επειδή αποτελείται από 5 βιβλία) είναι το σπουδαιότερο τμήμα όλης της Βίβλου και περιλαμβάνει: τη Γένεση, από τη δημιουργία του κόσμου έως τον Ιακώβ. Την Έξοδο, που αναφέρεται στην περίοδο της δουλείας των Εβραίων στην Αίγυπτο, στην έξοδό τους από τη γη των Φαραώ και στις περιπλανήσεις τους στη ζώνη του Σινά, όπου ο Μωυσής έλαβε από τον Θεό το νόμο. Το Λευιτικό, που περιέχει τελετουργικές και νομικές διατάξεις. Τους Αριθμούς, που αφηγούνται τις μετακινήσεις των εβραϊκών φυλών από το Σινά στον Ιορδάνη. Τέλος, το Δευτερονόμιο, που αποτελείται κυρίως από παραινετικούς λόγους και από μια σειρά από τελετουργίες και νομικές διατάξεις σχετικά με τη θρησκευτική και κοινωνική ζωή του εβραϊκού λαού.
Κείμενα ιστορικού περιεχομένου είναι το βιβλίο του Ιησού του Ναυή, που αφηγείται την κατάληψη και τη διαίρεση της Παλαιστίνης, και των Κριτών, που αρχίζει από το θάνατο του Ιησού του Ναυή και διηγείται την ιστορία των Κριτών, μια περίοδο 300 περίπου ετών. Πιο συστηματική είναι η αφήγηση των γεγονότων στα δύο βιβλία του Σαμουήλ (Βασιλέων Α' και Β' κατά τους Ο'), που αφηγούνται την εγκαθίδρυση της μοναρχίας και τα γεγονότα των βασιλειών του Σαούλ και του Δαβίδ, και στα δύο Βιβλία των Βασιλέων (Βασιλειών Γ' και Δ' κατά τους Ο'), που περιλαμβάνουν το βασίλειο του Σολομώντα και την ιστορία των βασιλείων του Ισραήλ και του Ιούδα έως την κατάληψη τους από τους Ασσύριους και τους Βαβυλώνιους, αντίστοιχα.
Μια σύντομη διήγηση, το Βιβλίο της Ρουθ, περιελήφθη στον κανόνα των ιερών βιβλίων, παρά τον μη θρησκευτικό χαρακτήρα του, ίσως επειδή η Ρουθ ήταν προγιαγιά του Βασιλιά Δαβίδ. Πολυάριθμα κι αρκετά σημαντικά είναι τα προφητικά γραπτά. Η δραστηριότητα των προφητών εκτείνεται από τον 8ο αιώνα π.Χ. έως τη μετά την εξορία περίοδο. Η θρησκευτική λυρική ποίηση αντιπροσωπεύεται από τη μεγάλη συλλογή των Ψαλμών, οι οποίοι κατά μεγάλο μέρος χρονολογούνται στην κλασική εποχή. Αντίθετα, η κοσμική λυρική ποίηση αντιπροσωπεύεται, από το Άσμα Ασμάτων, μια συλλογή ερωτικών ποιημάτων, που βρίσκουν το πλησιέστερο αντίστοιχό τους σε παρόμοιες συνθέσεις της αιγυπτιακής λογοτεχνίας. Η λογοτεχνία της σοφίας, αρκετά διαδεδομένη σε όλη την αρχαία Ανατολή, βρίσκει θέση στη Βίβλο με τα βιβλία των Παροιμιών και του Ιώβ. Η φιλοσοφική λογοτεχνία αντιπροσωπεύεται επίσης από τον Εκκλησιαστή, που πραγματεύεται το θέμα της ματαιότητας όλων των ανθρώπινων ζητημάτων. Αξίζει επίσης να αναφερθεί η ιουδαιο-ελληνιστική λογοτεχνία σε ελληνική γλώσσα, με σημαντικότερα δείγματα τις μεταφράσεις της Βίβλου και ιδιαίτερα εκείνη των Εβδομήκοντα (Ο', 2ος αιώνας π.Χ.), τα έργα των ιστορικού Φλαβίου Ιώσηπου και του φιλοσόφου Φίλωνα. Εξάλλου, η λογοτεχνία των Εσσαίων (ή Εσσηνών) αποκαλύφθηκε από τα ευρήματα των χειρογράφων της Νεκράς Θάλασσας.
Η μετα-βιβλική λογοτεχνία
Μετά την κατάλυση του ιουδαϊκού κράτους από τους Ρωμαίους, ο ιουδαϊσμός ταυτίστηκε με την αίρεση των Φαρισαίων. Αυτοί ασχολήθηκαν με τη μελέτη και την έρευνα των βιβλικών κειμένων, για να καθορίσουν τη σημασία τους και να εξάγουν κανόνες συμπεριφοράς στο θρησκευτικό και ηθικό πεδίο. Συντάχθηκαν, έτσι, η Μισνά ρισονά (=Πρώτη επανάληψη, δηλαδή μελέτη), ύστερα η Μισνά του ραβί Ακιμπά (πέθανε το 135 μ.Χ.) και, τέλος, η κατεξοχήν Μισνά, του ραβί Γεχούντα χα-Νασί (τέλη 2ου αιώνα μ.Χ.), που αποτέλεσε την κανονική συλλογή εκτοπίζοντας τις προηγούμενες. Οι δάσκαλοι της περιόδου από τον 3ο έως και τον 5ο αιώνα ασχολήθηκαν με την κριτική μελέτη και την ανάπτυξη της Μισνά κυρίως σε δύο έργα: το Παλαιστινιακό Ταλμούδ (ή της Ιερουσαλήμ, γραμμένο σε δυτική Αραμαϊκή διάλεκτο) και το Βαβυλωνιακό Ταλμούδ (γραμμένο σε ανατολική Αραμαϊκή διάλεκτο από την Ακαδημία της Σουρά), που απέκτησε μεγαλύτερο κύρος και διαδόθηκε περισσότερο. Το Ταλμούδ αποτελεί, μετά τη Βίβλο, το δεύτερο μεγάλο επίτευγμα της εβραϊκής λογοτεχνίας και παρέμεινε στην μετέπειτα παράδοση ως πηγή δικαίου και σοφίας του Ιουδαϊσμού.
Η μετα-ταλμουδική περίοδος, που είναι γνωστή ως περίοδος των Γκεονίμ (οι επικεφαλής των βαβυλωνιακών ακαδημιών), περιλαμβάνει την περίοδο από την αραβική κατάκτηση (636-637) έως τα τέλη της 1ης χιλιετίας. Η αραβική αντικατέστησε την Αραμαϊκή ως ομιλούμενη γλώσσα και η λογοτεχνία και ο πολιτισμός των Αράβων επηρέασαν την πνευματική δραστηριότητα των Εβραίων. Πράγματι, αναπτύχθηκαν οι γραμματικές μελέτες, η επιστημονική φιλολογία, η ποίηση και η φιλοσοφία. Η μορφή που κυριάρχησε την περίοδο αυτή είναι εκείνη του Αιγύπτιου Σααντιά μπεν Γιόσεφ (882-942), γκαόν της Σουρά. Τα κυριότερα έργα του είναι το Βιβλίο των θρησκευτικών πίστεων και των δογμάτων (Κιτάπ αλ-Αμανάτ ουάλ τικαντάτ), γραμμένο στην αραβική γλώσσα, με το οποίο άρχισε η ιουδαϊκή θρησκευτική φιλοσοφία. Η εβραϊκή λογοτεχνία επεκτάθηκε προς τη δύση, πέρα από την Αίγυπτο, στη Βόρεια Αφρική (στην Τυνησία έγραψε ο Ισαάκ Ισραέλι, φιλόσοφος και φυσικός) και στην Ευρώπη (ιδιαίτερα στην Ισπανία και στην Ιταλία). Στους Εβραίους της Ισπανίας (Σεφαρδίτες) μετατοπίστηκε το κυριότερο κέντρο του εβραϊκού πολιτισμού από τον 10ο έως τον 14ο αιώνα.
Διωγμένοι και εξόριστοι από την Ισπανία κατά τον 15ο αιώνα, οι Εβραίοι μετέφεραν το πολιτιστικό τους κέντρο στην Ιταλία, για περίπου 3 αιώνες. Εξακολούθησαν να καλλιεργούνται τα λογοτεχνικά είδη της προηγούμενης περιόδου, αλλά με μικρότερη αποδοτικότητα και πρωτοτυπία. Στην ποίηση αναδείχθηκε ο Μοσέ Χαγίμ Λουτσάτο (18ος αιώνας), που υπήρξε φιλόλογος και καββαλιστής φιλόσοφος. Στη λογοτεχνική και επιστημονική πεζογραφία και στην ταλμουδική ερμηνεία δεν εμφανίστηκαν μεγάλες μορφές. Στη φιλοσοφία διαδόθηκε η Καββάλα. Μεγάλη λογοτεχνική ανάπτυξη γνώρισαν οι κοινές διάλεκτοι των εβραϊκών κοινοτήτων των διαφόρων ευρωπαϊκών περιοχών. Ιδιαίτερα αξιοσημείωτες υπήρξαν οι λογοτεχνίες στα ιουδαιο-ιταλικά, στα ιουδαιο-ισπανικά και στα ιουδαιο-γερμανικά (γίντις). Οι λογοτεχνίες αυτές είχαν εμφανιστεί από την προηγούμενη ήδη εποχή, κυρίως με μεταφράσεις της Βίβλου.
Η νεο-εβραϊκή λογοτεχνία
Ο μαρασμός της πνευματικής και λογοτεχνικής παράδοσης των Εβραίων τερματίστηκε στα μέσα του 18ου αιώνα με μια αφύπνιση που οδήγησε στη δημιουργία της νεο-εβραϊκής λογοτεχνίας. Το κίνημα αυτό αναγέννησης (χασκαλά) παρουσιάστηκε ιδιαίτερα στη Γερμανία και στην ανατολική Ευρώπη. Ενώ οι εβραϊκές διάλεκτοι των διαφόρων ευρωπαϊκών περιοχών έτειναν να εξαφανιστούν (με εξαίρεση τη γίντις), διαδόθηκε ξανά η κλασική εβραϊκή, σε σχέση επίσης με τον ανανεωμένο εβραϊκό εθνικισμό και με την επιθυμία της επιστροφής στη γη του Ισραήλ (σιωνισμός). Οι αρχές της νεο-εβραϊκής λογοτεχνίας εμφανίστηκαν στη Γερμανία, με τον Μόζες Μέντελσον και τον Ναφταλί Χερτς Βέσελι, στην Ιταλία με τον Σαμουήλ Νταβίντ Λουτσάτο, στη Γαλικία της Ισπανίας με τον Ναχμάν Κρόχμαλ, τον Ισαάκ Έρτερ κ.ά. Αλλά στη συνέχεια τα πρωτεία πέρασαν στη Ρωσία, με τον δημοσιογράφο Ισαάκ Μπάερ Λέβινσον, τον επιστημονικό εκλαϊκευτή Μορντεχάι Ααρών Γκίντσμπουργκ, τον ποιητή και φιλόσοφο Αβραάμ Μπάερ Λέμπενσον (και το γιο του, τον λυρικό ποιητή Γιόσεφ Λέμπενσον). Στη λογοτεχνική πεζογραφία αξίζει να αναφερθεί ο Αβραάμ Μαπού, θεμελιωτής του εβραϊκού μυθιστορήματος.
Οι εθνικιστικές επιδιώξεις έγιναν συγκεκριμένες με το μεταναστευτικό ρεύμα προς την Παλαιστίνη και με τη δημιουργία του κράτους του Ισραήλ, όπου η επίσημη γλώσσα είναι η ισραηλινή νεο-εβραϊκή: το εβραϊκό πνευματικό κέντρο μετατοπίστηκε πάλι. Σημαντική ήταν, όμως, κατά τις τελευταίες αυτές δεκαετίες και η εβραϊκή λογοτεχνική δραστηριότητα στην Αμερική, σε αγγλική γλώσσα, στη λογοτεχνία της οποίας πολλοί συγγραφείς ισραηλινής καταγωγής κατέλαβαν σημαντική θέση (Σολ Μπέλοου, Μπέρναρντ Μάλαμουντ κ.ά.).
Κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα εμφανίστηκαν δύο ποιητές: ο Χαγίμ Ναχμάν Μπιαλίκ, ο οποίος έζησε αρχικά στην Πολωνία και θεωρείται ο εθνικός ποιητής του Ισραήλ, και ο Σαούλ Τσερνικόφσκι, ο οποίος μεγάλωσε στη Ρωσία.
Η πρόσφατη λογοτεχνική παραγωγή είναι επηρεασμένη από το ηρωικό κλίμα μέσα στο οποίο δημιουργήθηκε το κράτος του Ισραήλ, ιδανικό πλαίσιο για την άνθηση της λογοτεχνίας των σάμπρα, δηλαδή των Εβραίων που γεννήθηκαν στην Παλαιστίνη. Οι σάμπρα, αντίθετα με τους συγγραφείς της εβραϊκής διασποράς, δεν αντιμετώπισαν την εξορία και τη φρίκη του ναζισμού, αλλά βίωσαν τον πόλεμο που οδήγησε στην ίδρυση του ισραηλινού κράτους. Είναι χαρακτηριστικό, πάντως, ότι ακόμα και έναντι του πολέμου η στάση τους ήταν κριτική, επικεντρωμένη στη σχέση συνείδησης-καθήκοντος, όπως την αισθάνεται ο στρατιώτης (Σ. Γιζχάρ: Οι μέρες του Ζίκλαγκ). Είναι επίσης αξιοσημείωτο ότι, μέσα στο κλίμα της χαλάρωσης της έντασης που επικράτησε κατά τη μεταπολεμική περίοδο, οι σάμπρα έβλεπαν τα ιδεώδη κενά από περιεχόμενο. Ο μυθιστοριογράφος Μοσέ Σαμίρ, συγγραφέας του πιο γνωστού μυθιστορήματος στο Ισραήλ (Εκείνος περπατούσε στους αγρούς, 1956), τον οποίον είχε ήδη απασχολήσει η πραγματική αξία της εκπαίδευσης των κιμπούτς, επέστρεψε στο παρελθόν ψάχνοντας αυτό που στερούνταν οι νέες γενιές: την προοπτική ενός μέλλοντος στο οποίο να πιστεύουν, όπως πίστευαν οι πατέρες τους (Ένας βασιλιάς αυτού του κόσμου).
Άνθηση σημειώθηκε και στο θέατρο: δίπλα σε συγγραφείς όπως ο Α. Άσμαν, γνωστός για τα έργα του Η θυγατέρα του βασιλιά Σαούλ (1941) και Αυτή η γη (1943), ή ο Ν. Άλτερμαν, θεατρικός συγγραφέας αλλά και ποιητής, γνωστός για τα έργα του Κιναρέθ, Κιναρέθ (1961), και Η δίκη του Πυθαγόρα (1966), εμφανίστηκαν ταλαντούχοι και στρατευμένοι συγγραφείς, όπως ο Γιγκάλ Μοσενσόν (Στην έρημο της Νεγκέβ, 1949), ο Ααρών Μεγκέντ (Γκάνα Σενέχ, 1958 και Γένεσις, 1962), ο Ε. Κισόν (Ο φίλος του στην αυλή, 1951 και Βγάλε το σκέπασμα, το νερό βράζει, 1965) και ο Ν. Αλόνι (Ο πιο σκληρός από όλους είναι ο βασιλιάς, 1953), τα θεατρικά έργα των οποίων έχουν ως πηγή έμπνευσης είτε Βιβλικά θέματα είτε κοινωνικά προβλήματα σχετικά με τη ζωή στο Ισραήλ, που είχε να αντιμετωπίσει η γενιά που βρισκόταν σε αναζήτηση μιας ενότητας που δεν περιοριζόταν μόνο στη θρησκεία. Δημιουργήθηκε έτσι η λεγόμενη διπλή ρίζα, ρεύμα που καθόριζε (περισσότερο από ό,τι η σύγκρουση ανάμεσα στις διαφορετικές κουλτούρες) την ανάπτυξη παράλληλων γραμμών. Δίπλα στους βετεράνους συγγραφείς καθιερώθηκαν και νεότεροι, ανάμεσα στους οποίους συγκαταλέγονται οι: Αβραάμ Μπ. Γεοσούα, Ντ. Γκροσμάν, ενώ στο θέατρο γινόταν όλο και πιο αισθητή η παρουσία του Γ. Σομπόλ, ο οποίος ανέπτυξε θέματα σχετικά με τις πνευματικές ρίζες του εβραϊσμού και του σύγχρονου σιωνισμού, με πιραντελικές καταβολές (Ο τελευταίος εργάτης, 1981, Η Παλαιστίνια, 1985).
Στην πιο πρόσφατη λογοτεχνική παραγωγή κυριαρχεί επίσης το δοκίμιο, με ιδιαίτερη έμφαση σε θέματα κοινωνιολογίας και ιστορίας του εβραϊκού παρελθόντος, ενώ παράλληλα αναπτύσσεται και το είδος της ιστορικής βιογραφίας το οποίο αναφέρεται σε πρόσωπα που διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην πρόσφατη ιστορία του Ισραήλ. Ο οπλισμένος προφήτης του Μάικλ Μπαρ-Ζαχάρ, είναι μια μυθιστορηματική βιογραφία του Μπεν Γκουριόν, με στιλ περισσότερο δημοσιογραφικό παρά λογοτεχνικό. Ένας από τους πιο γνωστούς σύγχρονους Ισραηλινούς μυθιστοριογράφους, στο έργο του οποίου αποτυπώνονται με θάρρος και ειλικρίνεια οι εντάσεις και οι αντιθέσεις της σημερινής ισραηλινής κοινωνίας, είναι ο Άμος Οζ (Ο Μιχαήλ μου, 1968, Ιστορία αγάπης και σκότους, 2004, κ.ά.).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου