Ο Σέρεν Κίρκεγκααρντ (Sören Aabye Kierkegaard), ο Δανός συγγραφέας και θρησκευτικός φιλόσοφος του 19ου αιώνα, έγραψε ότι «σήμερα ο Χριστιανισμός της Καινής Διαθήκης απλά δεν υφίσταται». Αναρωτιόταν για το πόσο είχε απομακρυνθεί ο γνωστός Χριστιανισμός από τον τρόπο ζωής που περιγράφεται στη Βίβλο.
Είναι δυνατόν ο Χριστιανισμός του σήμερα νε είναι διαφορετικός από τις διδασκαλίες των Αποστόλων σε θεμελιώδη θέματα; Μερικοί λόγιοι και μελετητές της Βίβλου έχουν διακρίνει και αναγνωρίσει ότι οι πρακτικές της πρώτης Εκκλησίας διέφεραν σημαντικά από τις σημερινές.
Ο Norbert Brox, καθηγητής της πρώιμης εκκλησιαστικής ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Regensburg, στη Γερμανία, περιγράφει την άποψη της πρώτης Εκκλησίας: «Έτσι οι πρώτες (χριστιανικές)κοινότητες ήταν ομάδες που σχηματίστηκαν μέσα στον Ιουδαϊσμό... Οι Χριστιανοί πίστευαν, όπως και πριν, στον Θεό του Ισραήλ: η Βίβλος τους ήταν η Βίβλος των Ιουδαίων... Συνέχιζαν να τηρούν (όπως και ο Ιησούς) το Νόμο και την Ιουδαϊκή πρακτική της λατρείας στο Ναό (Πράξεις 2:46, 10:14), και έδιναν την εντύπωση ότι ήταν μια ιουδαϊκή ομάδα (24:5,14, 28:22), όχι μια νέα θρησκεία. Οι ίδιοι απλά θεωρούσαν τους εαυτούς τους Ιουδαίους».[1]
ΚΥΡΙΕΣ ΑΛΛΑΓΕΣ ΣΤΟΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟ
Μερικοί μέσα στις χριστιανικές συναθροίσεις, παρουσιάζοντας τους εαυτούς τους ως πιστούς υπηρέτες του Ιησού, βαθμιαία άρχισαν να εισάγουν αιρετικές διδασκαλίες, ακόμα και από την εποχή των αποστόλων. Ο Παύλος περιέγραψε τέτοιους ανθρώπους και τις μεθόδους τους: «Γιατί τέτοιοι άνθρωποι είναι ψευδαπόστολοι, εργάτες δόλιοι, που μετασχηματίζονται σε αποστόλους Χριστού. Και αυτό δεν είναι θαύμα, γιατί ο ίδιος ο Σατανάς μετασχηματίζεται σε άγγελο φωτός. Δεν είναι λοιπόν μεγάλο πράγμα, αν και οι διάκονοί του μετασχηματίζονται σαν διάκονοι δικαιοσύνης...» (Β' Κορινθίους 11:13-15).
Οι δάσκαλοι αυτοί εμφανίζονταν ως αντιπρόσωποι του Χριστού σε μια εποχή που οι μάζες της ανθρωπότητας στερούνταν οποιαδήποτε ουσιαστική μόρφωση. Στους αμαθείς πιστούς εκείνης της εποχής, οι διδασκαλίες τους πιθανά να φαίνονταν λογικές και να ακούγονταν σωστές. Ωστόσο, οι δάσκαλοι αυτοί ήταν πραγματικά όργανα πλάνης στα χέρια του Σατανά, και χρησιμοποιήθηκαν για να παραπλανήσουν και τους άλλους πιστούς. Πολλοί από τους δασκάλους αυτούς ίσως να μην είχαν συνειδητοποιήσει τις πλάνες τους και τα λαθεμένα τους κίνητρα.
Με την πάροδο του χρόνου, η καταστροφή επιτελέστηκε. Ο απόστολος Ιωάννης, προφανώς ο μόνος επιζών από τους δώδεκα αρχικούς μαθητές, έγραψε για έναν ψευδοπρεσβύτερο που είχε αποκτήσει εξουσία μέσα στην Εκκλησία. Ο άνθρωπος αυτός απέρριπτε με θράσος τους απεσταλμένους του Ιωάννη και απέκοπτε πιστά μέλη (Γ' Ιωάννη 9-10). Με τα γραπτά του Ιωάννη, ολοκληρώθηκαν τα βιβλία και οι επιστολές που θα αποτελούσαν την Καινή Διαθήκη.
Με το θάνατό του, ωστόσο, οι αξιόπιστοι αυτόπτες μάρτυρες των γεγονότων και αλλαγών στην Εκκλησία εξέλειπαν κατά μεγάλο μέρος. Αυτά που διαθέτουμε για τους επόμενους αιώνες, είναι μόνο συγκεχυμένες και αντιφατικές περιγραφές.
Ο ΔΙΩΓΜΟΣ ΟΔΗΓΕΙ ΣΕ ΑΛΛΑΓΕΣ
Η έλλειψη πληροφοριών για την εποχή οφείλεται κατά μέρος στους διωγμούς της Εκκλησίας. Όταν ήταν αυτοκράτορας ο Νέρων (54-68 μ.Χ.), οι Χριστιανοί στη Ρώμη κατηγορήθηκαν ότι έκαψαν την πόλη, και πολλοί εκτελέστηκαν. Αργότερα, ο αυτοκράτορας Δομητιανός (81-96 μ.Χ.) απαίτησε όλοι οι κάτοικοι της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας να τον λατρεύουν ως θεό. Οι Χριστιανοί μαζί με τους Ιουδαίους, που υπακούοντας στις εντολές του Θεού, αρνήθηκαν να συμμορφωθούν με το διάταγμα και διώχθηκαν πολύ σκληρά. Για μερικούς αιώνες τα κύματα των διωγμών καταβρόχθιζαν τους Χριστιανούς και τους Ιουδαίους.
Στον πρώτο και δεύτερο αιώνα, οι Ιουδαίοι επαναστάτησαν κατά της ρωμαϊκής κυριαρχίας στη γη τους. Η δεύτερη εξέγερση ιδιαίτερα είχε σαν αποτέλεσμα ένα φοβερό διωγμό κατά των Ιουδαίων και του Ιουδαϊσμού. Ο αυτοκράτορας Αδριανός (117-138 μ.Χ.), όταν κατέλαβε την Ιερουσαλήμ, την ισοπέδωσε και έκτισε μια νέα πόλη στην οποία απαγορευόταν να μπουν οι Ιουδαίοι. Επίσης απαγόρευσε την περιτομή και την τήρηση του Σαββάτου.
Ο καθηγητής Brox περιγράφει την επίδραση αυτών των διωγμών πάνω στην Εκκλησία: «Οι Ιουδαίοι Χριστιανοί είχαν φύγει από την Παλαιστίνη στη διάρκεια του Α' Ιουδαϊκού Πολέμου (66-70 μ.Χ.), αλλά αργότερα επέστρεψαν στην Ιερουσαλήμ. Ωστόσο, μετά την εξέγερση του Μπαρ Κοχμπά, στο Β' Ιουδαϊκό Πόλεμο κατά των Ρωμαίων (132-135 μ.Χ.), αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη χώρα, επειδή ως Ιουδαίοι ήταν περιτετμημένοι και γι’ αυτό είχαν ανακηρυχθεί ένοχοι θανάτου. Αυτή ήταν η στιγμή που σήμανε το θάνατο της Εκκλησίας της Ιερουσαλήμ» (σελ.19).
Από τα πενιχρά ιστορικά αρχεία φαίνεται ότι, για να αποφύγει την τιμωρία από τους Ρωμαίους, ένας σημαντικός αριθμός Χριστιανών άρχισε να αποφεύγει την ταύτιση με τον Ιουδαϊσμό, στη διάρκεια αυτών των έντονων διωγμών που υπέφεραν οι Ιουδαίοι. Η πιο μεγάλη μερίδα του Χριστιανισμού άρχισε να μεταπηδά από τις διδασκαλίες των αποστόλων σε μια αντιιουδαϊκή θρησκευτική φιλοσοφία. Οι προηγούμενες πρακτικές που ήταν κοινές με τον Ιουδαϊσμό γρήγορα άρχισαν να εξαφανίζονται, καθώς νέα έθιμα γλίστρησαν ύπουλα μέσα στην Εκκλησία. Λίγοι μπόρεσαν να βρουν το θάρρος να αντιμετωπίσουν ένα συνεχή διωγμό, γιατί έμειναν πιστοί στις παραδόσεις των αποστόλων του Χριστού.
Η ΔΙΑΜΑΧΗ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΠΑΣΧΑ
Ο εκκλησιαστικός ιστορικός Ευσέβιος αναφερόμενος στην Α' Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας (325 μ.Χ.), περιγράφει μια διαμάχη που ξεκίνησε από τον δεύτερο αιώνα μεταξύ του Πολύκαρπου, ενός επίσκοπου και μαθητή του απόστολου Ιωάννη, ο οποίος πρότρεπε τους Χριστιανούς να συνεχίσουν να τηρούν το ιουδαϊκό Πάσχα (στις 14 του μήνα Νισσάν) ως ανάμνηση του θανάτου του Χριστού, και του Ανίκητου, επίσκοπου Ρώμης (155-166), ο οποίος ήθελε τον εορτασμό της ανάστασης του Χριστού (την πρώτη Κυριακή μετά την πανσέληνο της εαρινής ισημερίας). Αργότερα ο επίσκοπος της Ρώμης Βίκτωρ Α' (189-199) έβγαλε ένα διάταγμα με το οποίο διέταζε όλους τους Χριστιανούς «να ακολουθούν την τήρηση της Κυριακής, όπως έκανε η Εκκλησία της Ρώμης και οι περισσότερες άλλες εκκλησίες» (Brox, σελ.124).
Στη Νίκαια, η νέα συνήθεια του εορτασμού του Πάσχα επικράτησε απέναντι στην αρχαιότερη. Ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Κωνσταντίνος διέταξε ότι όσοι αρνούνταν να ακολουθήσουν την οδηγία της Εκκλησίας της Ρώμης θα θεωρούνταν αιρετικοί και θα αποκόβονταν από την Εκκλησία.
Η επιστολή του, που προέκυψε από τη Σύνοδο της Νίκαιας, έδειχνε το βάθος των συναισθημάτων του σχετικά με πρακτικές που θεωρούσε «ιουδαϊκές»:
«Φάνηκε ανάξιο», έγραψε, «στον εορτασμό αυτής της αγιότατης εορτής [Πάσχα] να ακολουθούμε την πρακτική των Ιουδαίων, οι οποίοι ασεβώς μόλυναν τα χέρια τους με μεγάλη αμαρτία και είναι γι’ αυτό άξια τιμωρημένοι με τυφλότητα ψυχής... Ας μην έχουμε τίποτα κοινό λοιπόν με τον βδελυρό ιουδαϊκό λαό: γιατί λάβαμε από τον Σωτήρα μας ένα διαφορετικό δρόμο... Αγωνίζεστε και προσεύχεστε συνεχώς ώστε η αγνότητα της ψυχής σας να μη φαίνεται σε τίποτα να κηλιδώνεται από τα έθιμα αυτών των πολύ κακών ανθρώπων... Όλοι θα πρέπει να ενωθούν στο να επιθυμούν εκείνο που η υγιής λογική φαίνεται να απαιτεί, αποφεύγοντας κάθε συμμετοχή στην επίορκη συμπεριφορά των Ιουδαίων».[2]
Ο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΕΠΙΚΥΡΩΝΕΙ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟ
Η βασιλεία του Κωνσταντίνου ως αυτοκράτορα (306-337) άλλαξε δραματικά την κατεύθυνση που θα έπαιρνε ο Χριστιανισμός. Κάτω από τη διακυβέρνησή του, ο Χριστιανισμός έγινε η επίσημη θρησκεία της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, και αυτός ο ίδιος βαπτίστηκε (αν και τις παραμονές του θανάτου του).
Αλλά ποια ήταν η μορφή του Χριστιανισμού που ο Κωνσταντίνος ενέκρινε και επικύρωσε;
Μέχρι την εποχή εκείνη, πολλά είχαν ήδη αλλάξει. Ο Charles Guignebert, καθηγητής ιστορίας του Χριστιανισμού στο Πανεπιστήμιο στο Παρίσι, παρατηρεί: «Αν θεωρήσουμε τη χριστιανική Εκκλησία στις αρχές του 4ου αιώνα, θα έχουμε δυσκολία στο να αναγνωρίσουμε σ’ αυτήν την κοινότητα των αποστολικών χρόνων, ή μάλλον, δε θα μπορέσουμε καθόλου να την αναγνωρίσουμε...».[3]
Ας λάβουμε επίσης υπόψη μας τις ανακαλύψεις του Βρετανού ιστορικού Paul Johnson σχετικά με τον Κωνσταντίνο: «Αυτός ο ίδιος φαίνεται ότι ήταν λατρευτής του Ήλιου, μιας από τις μεταγενέστερες ειδωλολατρικές θρησκείες, η οποία είχε έθιμα κοινά με εκείνα των Χριστιανών. Έτσι οι οπαδοί της Ίσιδας λάτρευαν μια γυναίκα που κρατούσε στην αγκαλιά της το άγιο παιδί της. Η λατρεία του Άττη και της Κυβέλης γιόρταζε μια μέρα αίματος και νηστείας, που ακολουθούνταν από τη γιορτή της ανάστασης της Ιλαρίας στις 25 Μαρτίου, μια μέρα χαράς. Οι ελιτιστές οπαδοί του θεού Μίθρα, πολλοί από τους οποίους ήταν αξιωματικοί των ρωμαϊκού στρατού, έτρωγαν ένα ιερό γεύμα. Ο Κωνσταντίνος είναι σχεδόν βέβαιο ότι ήταν λατρευτής του Μίθρα και η θριαμβευτική του αψίδα που κατασκευάστηκε μετά από τη ‘μεταστροφή’ του στο Χριστιανισμό, μαρτυρεί για το θεό-Ήλιο, τον επονομαζόμενο ‘αήττητο ήλιο’».
«Πολλοί Χριστιανοί δεν έκαναν ξεκάθαρη διάκριση ανάμεσα σ’ αυτήν τη λατρεία του ήλιου και στη δική τους λατρεία. Αναφέρονταν στον Χριστό ως εκείνον που ‘οδηγεί τα άρματά του στον ουρανό’, έκαναν τις συναθροίσεις τους τη μέρα του ήλιου (την πρώτη μέρα της εβδομάδας), γονάτιζαν προς το μέρος της ανατολής του ήλιου και έκαναν τη γιορτή της γέννησης του Χριστού στις 25 Δεκεμβρίου, τη μέρα που ήταν γνωστή ως η γέννηση του ήλιου στο χειμερινό ηλιοστάσιο. Στη διάρκεια της μεταγενέστερης αναζωπύρωσης της ειδωλολατρίας, όταν αυτοκράτορας ήταν ο Ιουλιανός, σε πολλούς Χριστιανούς φάνηκε εύκολο να αποστατήσουν εξαιτίας αυτής της σύγχυσης... Ο Κωνσταντίνος ποτέ δεν εγκατέλειψε τη λατρεία του ήλιου και κράτησε τον ήλιο πάνω στα νομίσματά του...»
«(Ο Κωνσταντίνος) αναμφίβολα συμμεριζόταν την άποψη, που ήταν δημοφιλής ανάμεσα στους επαγγελματίες στρατιώτες, ότι όλες οι θρησκείες έπρεπε να είναι σεβαστές, για να κατευναστούν οι αντίστοιχοι θεοί τους... Πολλές από τις εκκλησιαστικές του ρυθμίσεις δείχνουν ότι ήθελε μια κρατική εκκλησία, με τους κληρικούς της να είναι δημόσιοι υπάλληλοι. Ο δικός του ρόλος δεν άλλαξε τελείως από εκείνον του ειδωλολάτρη αυτοκράτορα-θεού (όπως μαρτυρούν οι κολοσσιαίες κεφαλές του και τα αγάλματά του με τα οποία είχε γεμίσει την αυτοκρατορία του), αν και προτιμούσε την ιδέα του βασιλιά-αρχιερέα του ήλιου».
«Πώς μπορούσε η χριστιανική εκκλησία, και όπως φαίνεται πολύ πρόθυμα, να βολέψει αυτόν τον παράξενο μεγαλομανή στο θεοκρατικό της σύστημα; Υπήρχε μια συνειδητή συμφωνία; Ποια πλευρά ωφελήθηκε περισσότερο από αυτόν τον ανάρμοστο γάμο μεταξύ Εκκλησίας και Κράτους; Ή, για να το θέσουμε διαφορετικά, ήταν η αυτοκρατορία που παραδόθηκε στο Χριστιανισμό ή ο Χριστιανισμός που εκπορνεύτηκε στην αυτοκρατορία;»[4]
ΑΠΟ ΤΟ ΣΑΒΒΑΤΟ ΣΤΗΝ ΗΜΕΡΑ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ
Η συμπάθεια του Κωνσταντίνου για τη λατρεία του Ήλιου τον οδήγησε στο να επισημοποιήσει μια αλλαγή για τον Χριστιανισμό σχετικά με την εβδομαδιαία ημέρα ανάπαυσης. «Το 321 ο Κωνσταντίνος καθιέρωσε την Ημέρα του Ήλιου (Κυριακή) ως εβδομαδιαία ημέρα αργίας για την κοινωνία την οποία είχε εκχριστιανίσει (και ο εκχριστιανισμός αποτελούσε μέρος της πολιτικής του απέναντι στη θρησκεία) και δεν επιτρεπόταν καμιά εργασία την ημέρα αυτή... Η αποχή από εργασία τη χριστιανική Κυριακή προερχόταν από την εντολή του ιουδαϊκού Σαββάτου, με το οποίο η Κυριακή ουσιαστικά δεν είχε καμιά σχέση... Έτσι η σημερινή Κυριακή προέρχεται από τη χριστιανική ‘Ημέρα του Κυρίου’ ή ‘Ημέρα της Ανάστασης’ η οποία μέσω της κρατικής νομοθεσίας του 4ου αιώνα μετατράπηκε σε αργία» (Brox, σ.105).
Για μια περίοδο μερικοί Χριστιανοί, μέσα σ’ αυτόν τον αλλοιωμένο Χριστιανισμό, συνέχισαν να κρατούν το Σάββατο και άλλες βιβλικές γιορτές που κρατούσε και ο Ιησούς και οι απόστολοι, αν και είχαν απαγορευτεί ως «ιουδαϊκές». Αυτό όμως δεν επρόκειτο να κρατήσει πολύ. Ο Robin Fox, λέκτορας της αρχαίας ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, λέει ότι: «στη δεκαετία του 430, η Σύνοδος της Λαοδικείας, νομοθέτησε λεπτομερώς εναντίον της τήρησης του Σαββάτου, του να παίρνουν οι Χριστιανοί άζυμα από Ιουδαίους και να τηρούν ιουδαϊκές γιορτές».[5]
ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΕΝΟΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΓΑΝΙΣΜΟ
Ενώ οι πρακτικές των αποστόλων απαγορεύονταν ως «ιουδαϊκές», παραδόσεις από άλλες θρησκείες ενσωματώνονταν και αποκαλούνταν χριστιανικές. «Με ύπουλο τρόπο, τόσο δόλια ώστε ακόμα και οι ίδιοι οι επίσκοποι να μη τους διακρίνουν, οι παλιοί θεοί είχαν μπει μέσα στις εκκλησίες τους σαν τον μεσογειακό αέρα. Και ακόμα ζουν στα χριστιανικά τελετουργικά, στην εικονογραφία και στις γιορτές του Χριστιανισμού... Το αρχαίο σύμβολο της ζωής, ο σταυρός ανχ, τον οποίον οι θεοί κρατούσαν στα αγάλματά τους για χιλιάδες χρόνια, εύκολα μετασχηματίστηκε στο χριστιανικό σταυρό. Η μορφή της Ίσιδας που κρατούσε στην αγκαλιά της το παιδί της, τον Ώρο, έγινε η μορφή της Παρθένου που κρατάει τον Ιησού στο στήθος της...»
«Στη Ρώμη, ο Ρώμος και ο Ρωμύλος αντικαταστάθηκαν από τους αγίους Πέτρο και Παύλο. Και ακόμα και τόσο νωρίς, όσο ο 5ος αιώνας, ο Πάπας έπρεπε να σταματάει το εκκλησίασμα, της πρωινής λειτουργίας, που ανέβαινε με γυρισμένη την πλάτη τα σκαλιά της εκκλησίας του Αγίου Πέτρου, για να μην προσβάλλει τον θεό-Ήλιο. Παρόμοια, η 25η Δεκεμβρίου, που ήταν η ημέρα της γιορτής του αήττητου Ηλίου, έγινε τώρα τα γενέθλια του Χριστού... Η ημέρα του Ηλίου γιορταζόταν με το να κόβουν πράσινα κλαδιά και να κρεμάνε μικρά φώτα πάνω τους, και να ανταλλάσσονται δώρα στο όνομα αυτού του θεού. Η εβδομαδιαία γιορτή του Ηλίου [η Κυριακή (αγγλικά Sun-day=Ηλίου Ημέρα)] έγινε το χριστιανικό Σάββατο...».[6]
Οι κληρικοί για να επεκτείνουν την εξουσία και την επιρροή της παγκόσμιας εκκλησίας, καλωσόριζαν πολλούς καινούργιους προσήλυτους και πολλές νέες πρακτικές. Ο καθηγητής Guignebert περιγράφει αυτή τη διαδικασία: «Στις αρχές του 5ου αιώνα, οι αμαθείς και οι ημι-χριστιανοί συσσωρεύονταν μέσα στην εκκλησία... Δεν είχαν ξεχάσει καμιά από τις ειδωλολατρικές τους συνήθειες... Οι επίσκοποι εκείνης της περιόδου έπρεπε να ικανοποιήσουν τους εαυτούς τους όσο καλύτερα μπορούσαν δεχόμενοι τις τρομακτικές παραμορφώσεις της χριστιανικής πίστης που συνέβαιναν γύρω τους...»
«(Το να διδάξουν κατάλληλα τους προσήλυτους) ήταν κάτι αδύνατο. Έπρεπε να μείνουν ευχαριστημένοι με το να τους διδάξουν μόνο για το συμβολισμό του βαπτίσματος και μετά να τους βαπτίζουν μαζικά, αναβάλλοντας για αργότερα την εξάλειψη των δεισιδαιμονιών τους που τις διατηρούσαν ανέπαφες... Αυτό το ‘αργότερα’ δεν έφτασε ποτέ και η Εκκλησία προσάρτησε στον εαυτό της, όσο καλύτερα μπορούσε, τα (ειδωλολατρικά) έθιμα και πιστεύω τους. (Οι ειδωλολάτρες προσήλυτοι) από τη μεριά τους ήταν ευχαριστημένοι με το να ντύσουν τον παγανισμό τους μ’ ένα χριστιανικό μανδύα» (σ.208-210).
Ο Guignebert περιγράφει το παράξενο μίγμα που προέκυψε και τώρα πλέον αποτελούσε τον Χριστιανισμό: «Οι αρχαίες γιορτές (τώρα) τηρούνται ως άγιες μέρες και γιορτάζονται στην ύπαιθρο, και η Εκκλησία το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να εξουδετερώσει τις επιρροές μεταστρέφοντάς τις προς δικό της όφελος. Δεν υπάρχει τίποτα παράξενο, από την άποψη αυτή, στις οδηγίες που έδωσε ο Μέγας Γρηγόριος στον μοναχό Αυγουστίνο, τον ιεραπόστολό του στην Αγγλία».
«Πρέπει να μετατρέψει τους (ειδωλολατρικούς) ναούς σε εκκλησίες, αφού πρώτα καθαριστούν τελετουργικά, και να αντικαταστήσει τις θυσίες προς τους δαίμονες με τελετές προς τιμή κάποιου αγίου, με προσφορά ενός βοδιού προς δόξα Θεού, και μοίρασμα του κρέατός του ανάμεσα στα εκκλησίασμα. Επιπλέον, ο βασιλιάς της Ανατολικής Αγγλίας, ο Ρέντβαλντ, μετά το βάπτισμά του και τη χριστιανική του ομολογία πίστης, πρέπει να προσέχει να κρατάει απέναντι από το θυσιαστήριο της εκκλησίας στην οποία τελείται η θεία κοινωνία, ένα άλλο θυσιαστήριο στο οποίο να τελούνται οι θυσίες που απαιτούνται από τους αρχαίους θεούς (!)» (σ.214).
Παρατηρεί: «Μερικές φορές είναι πολύ δύσκολο να προσδιορίσουμε ακριβώς από ποιο ειδωλολατρικό μυστήριο (τελετή) προέρχεται κάποιο χριστιανικό μυστήριο, αλλά παραμένει βέβαιο ότι το πνεύμα του ειδωλολατρικού τελετουργικού βαθμιαία εντυπώθηκε πάνω στον Χριστιανισμό, σε τέτοια έκταση που τελικά ολόκληρο αυτό το πνεύμα μπορεί να βρεθεί διεσπαρμένο μες στις τελετουργίες του (Χριστιανισμού)» (σελ. 121).
ΤΙ ΛΕΕΙ Ο ΘΕΟΣ;
Στη διάρκεια των πρώτων αιώνων του ο Χριστιανισμός μετασχηματίστηκε ριζικά. Οι ηγέτες της Εκκλησίας αγνόησαν την οδηγία του Θεού. Περιφρόνησαν τον Θεό, όταν Αυτός προειδοποίησε: «Πρόσεχε τον εαυτό σου, μην ποτέ παγιδευτείς και ακολουθήσεις αυτούς, αφού εξολοθρευτούν από μπροστά σου, και μην ποτέ εξετάσεις σχετικά με τους θεούς τους, λέγοντας, ‘πώς λάτρευαν αυτά τα έθνη τους θεούς τους; Με αυτόν τον τρόπο θα λατρεύω κι εγώ’. Δεν θα πράξεις μ’ αυτόν τον τρόπο στον ΚΥΡΙΟ τον Θεό σου, γιατί κάθε βδέλυγμα, το οποίο ο ΚΥΡΙΟΣ μισεί, έκαναν αυτοί στους θεούς τους... Κάθε τι που εγώ προστάζω σε σας, προσέχετε να κάνετε αυτό. Δε θα προσθέσετε σ’ αυτό ούτε θα αφαιρέσετε απ’ αυτό» (Δευτερονόμιο 12:30-32).
Οι απόστολοι κατανόησαν τη διδασκαλία του Θεού και αντιστάθηκαν σταθερά στο είδος των αλλαγών που αργότερα διείσδυσαν στην Εκκλησία. Εξάλλου, αυτή η διδασκαλία ήταν μέρος των «Αγίων Γραφών» (της Παλαιάς Διαθήκης) της μόνης Γραφής που διέθεταν την εποχή εκείνη (Β' Τιμόθεο 3:14-17).
Αν και πολλές χονδροειδείς μη-χριστιανικές πρακτικές μειώθηκαν σε κατοπινούς αιώνες, ακόμα και μια επιφανειακή έρευνα πολλών χριστιανικών πρακτικών, που είναι και σήμερα δημοφιλείς, αποκαλύπτει τις ρίζες τους.Αλλά αυτό που είναι εξίσου λυπηρό είναι το ότι εγκαταλείποντας τις πρακτικές του Ιησού και των αποστόλων, πάρα πολλοί χάνουν τη βαθύτερη κατανόηση του αληθινού Χριστιανισμού. Υπάρχουν ακόμα Χριστιανοί που ακολουθούν πιστά τις πρακτικές και τις διδασκαλίες του Ιησού και των αποστόλων, οι οποίοι απόλαυσαν την ευλογία του να διακρίνουν το μεγάλο σχέδιο του Θεού για τους ανθρώπους παντού. Έχουν ανακαλύψει τη «στενή οδό» της ζωής που λίγοι βρίσκουν (Ματθαίος 7:14).
[1] A Concise History of the Early Church, Continuum, New York, 1996, σελ.4.
[2] Ευσέβιος, Life of Constantine 3, 18-19, Nicene and Post-Nicene Fathers, Hendrickson, Grand Rapids, 1979, vol. 1, σελίδες 524-525.
[3] The Early History of Christianity, Twayne, New York, 1927.
[4] A History of Christianity, Atheneum, New York, 1976, σελίδες 67-69.
[5] Pagans and Christians, Knopf, New York, 1987, σ.482.
[6] John Romer, Testament: The Bible and History, Henry Holt and Co., New York, 1988, σελίδες 230-231.
2/10/10
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου