Απ’ όλες τις δίκες στην ιστορία του ανθρώπου, καμιά δεν υπήρξε τόσο σημαντική όσο η δίκη του Ιησού. Τον Απρίλιο του έτους 30, στην Ιερουσαλήμ, ο Ιησούς ο Ναζωραίος συνελήφθηκε, προσήχθη σ’ ένα θρησκευτικό δικαστήριο, δικάστηκε από έναν Ρωμαίο κυβερνήτη, καταδικάστηκε σε θάνατο και σταυρώθηκε.
Ποια σημασία είχε το γεγονός αυτό; Σύμφωνα με τον απόστολο Παύλο: «Ο Θεός δείχνει τη δική Του αγάπη σ’ εμάς με το ότι, ενώ ήμασταν ακόμα αμαρτωλοί, ο Χριστός πέθανε για χάρη μας».
Αυτή όμως η αλήθεια ξεχάστηκε από την αναζήτηση του ποιος έχει την ευθύνη για τον θάνατο του Ιησού. Επί αιώνες οι χριστιανοί τιμωρούσαν τους Εβραίους με διωγμούς, αποπομπές, πογκρόμ και σφαγές, κατηγορώντας τους ως «δολοφόνους του Χριστού», στρώνοντας έτσι το έδαφος για τις ακατανόμαστες φρικαλεότητες του Ολοκαυτώματος. Το αντιεβραϊκό μένος άρχισε σποραδικά τον 2ο αιώνα, όπου η Εκκλησία, επηρεασμένη από εθνικούς και γνωστικούς φιλοσόφους, άρχισε να διαχωρίζεται και να μισεί όλο και πιο πολύ καθετί το ιουδαϊκό. Αυτό επεκτάθηκε βαθμιαία με το πέρασμα του χρόνου, και όταν πια ο Χριστιανισμός έγινε η επίσημη θρησκεία της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας τον 4ο αιώνα, άρχισαν και τα προβλήματα των Ιουδαίων από τους χριστιανούς. Πρώτα από την εναντίον τους νομοθεσία των αυτοκρατόρων και των εκκλησιαστικών Συνόδων. Έπειτα, στους κατοπινούς αιώνες του Βυζαντίου και του Μεσαίωνα, από τις μανιασμένες εκδηλώσεις «χριστιανικών» όχλων που οδηγούσαν σε εμπρησμούς, λεηλασίες, σφαγές, δημεύσεις περιουσιών και εξορίες εβραϊκών πληθυσμών. Η μόνιμη κατηγορία πίσω από όλες αυτές τις βιαιότητες ήταν ότι «οι Εβραίοι δολοφόνησαν τον Χριστό»! Το αντιεβραϊκό μένος, που σαν βάση του είχε το «οι Εβραίοι ευθύνονται για Θεοκτονία», καλλιεργήθηκε από μεγάλους θεολόγους, όπως τον Ιωάννη τον Χρυσόστομο, τον Αυγουστίνο, τον Θωμά Ακινάτη καθώς και από τον Λούθηρο.
Σήμερα, όλο και περισσότεροι ιστορικοί και θεολόγοι τείνουν στην άποψη ότι η καταδίκη του Ιησού ήταν σε μεγάλο βαθμό έργο της Ρωμαϊκής διοίκησης της Ιουδαίας. Σύμφωνα με ιστορικούς του 1ου αιώνα (Ιώσηπο, Σουετώνιο, Πλίνιο) και ιουδαϊκά θρησκευτικά κείμενα (Μισνά), οι Ρωμαίοι θανάτωναν όποιον θεωρούσαν ύποπτο για επαναστατική δραστηριότητα ή ακόμα και για κάποια εθνική αφύπνιση του Ιουδαϊκού λαού, η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει σε εξέγερση.
Συνεπώς, μια τέτοια χαρισματική προσωπικότητα σαν τον Ιησού, ο οποίος έλκυε τα πλήθη, θα ήταν πολύ ύποπτη για τους Ρωμαίους. Αυτό φαίνεται και από τα λόγια των αρχιερέων και Φαρισαίων: «Αν τον αφήσουμε έτσι, όλοι θα πιστέψουν σ’ αυτόν, και θα έρθουν οι Ρωμαίοι και θα αφανίσουν και τον τόπο μας και το έθνος… μας συμφέρει να πεθάνει ένας άνθρωπος για χάρη του λαού, και να μη χαθεί ολόκληρο το έθνος» (Ιωάννης 11:48-50). Κι όταν ο Ιησούς δήλωσε ότι είναι ο Μεσσίας, ο Βασιλιάς του Ισραήλ, οι Ρωμαίοι αποφάσισαν να τον σκοτώσουν. Η πινακίδα πάνω στον σταυρό, αυτήν ακριβώς την αιτία για καταδίκη του ανέφερε: «Αυτός είναι ο Ιησούς, ο Βασιλιάς των Ιουδαίων» (Ματθαίος 27:37).
Επειδή όμως ο Ιησούς ήταν πάρα πολύ δημοφιλής, θα προκαλούσαν εξέγερση στην Ιερουσαλήμ, αν συλλαμβανόταν και καταδικαζόταν από τους Ρωμαίους. Κάτι βέβαια που ήθελαν να το αποφύγουν οπωσδήποτε. Ο καλύτερος τρόπος γι’ αυτό ήταν να βάλουν τους Ιουδαίους πολιτικούς άρχοντες να τον συλλάβουν και τους θρησκευτικούς άρχοντες, τον αρχιερέα και κάποιους νομοδιδασκάλους, να τον δικάσουν και να τον ανακηρύξουν ένοχο θανάτου, δυσφημώντας τον έτσι ως βλάσφημο και ψευδομεσσία.
Άλλωστε, ο αρχιερέας Καϊάφας ήταν όργανο των Ρωμαίων, αφού είχε διοριστεί από αυτούς. Μάλιστα, ο Ιουδαίους ιστορικός του 1ου αιώνα, Φλάβιος Ιώσηπος, γράφει ότι την εποχή εκείνη οι αρχιερείς του Ισραήλ διορίζονταν και καθαιρούνταν από αντιπροσώπους της Ρώμης μια φορά τον χρόνο. Μέσα σε μια τέτοια ατμόσφαιρα το αξίωμα του αρχιερέα εκφυλίστηκε και έγινε θέση μισθωτού που προσήλκυε τα χειρότερα στοιχεία της κοινωνίας.
Επίσης, ο Πιλάτος, σύμφωνα και πάλι με τον Ιώσηπο, ήταν ο πιο κακός διοικητής της Ιουδαίας, ο οποίος εκτέλεσε πολλούς Ιουδαίους διδασκάλους πριν και μετά τον Ιησού, επειδή τους θεώρησε υπόπτους. Η ρωμαϊκή διοίκηση είχε απόλυτη εξουσία να δικάζει και να εκτελεί όποιον ήθελε, χωρίς να έχει απαραίτητα τη συγκατάθεση του Συνεδρίου, του αρχιερέα ή του Ηρώδη.
Όσον αφορά το Συνέδριο που καταδίκασε τον Ιησού, έχει ενδιαφέρον να μάθουμε ότι, σύμφωνα με τους κανόνες της ιουδαϊκής παράδοσης, έπρεπε να έχει τις εξής προϋποθέσεις για ανθρώπους που η περίπτωσή τους μπορούσε να επιφέρει τη θανατική ποινή:
- Να έχει την απαρτία των 70 μελών,
- Να συνεδριάζει μόνο μέρα και ποτέ νύχτα,
- Να μη συνεδριάζει γιορτές ή παραμονή γιορτών,
- Όταν καταδικάσει κάποιον σε θάνατο, να αφήνει μια μέρα πριν την εκτέλεσή του, μήπως και παρουσιαστούν μάρτυρες για την αθώωσή του.
Σύμφωνα με τις αφηγήσεις των Ευαγγελίων για τη δίκη του Ιησού, δεν τηρήθηκε καμιά από τις παραπάνω προϋποθέσεις. Τι συνέβηκε λοιπόν; Το Συνέδριο που συγκάλεσε ο Καϊάφας βιαστικά δεν μπορούσε να έχει απαρτία, ήταν νύχτα και παραμονή του Πάσχα και δεν άφησε περιθώριο μιας μέρας μετά την καταδίκη, μήπως και εμφανιστούν μάρτυρες υπεράσπισης. Δεν ήταν λοιπόν το αυθεντικό και νόμιμο Συνέδριο, αυτό που καταδίκασε τον Ιησού, αλλά ένα ψευδοσυνέδριο της κλίκας του αρχιερέα, που έφεραν κάποιους ψευδομάρτυρες για να βρουν δικαιολογία να τον θανατώσουν: «Και οι αρχιερείς και ολόκληρο το συνέδριο ζητούσαν μια μαρτυρία ενάντια στον Ιησού για να τον θανατώσουν, και δεν έβρισκαν. Επειδή, πολλοί ψευδομαρτυρούσαν εναντίον του, αλλά οι μαρτυρίες τους δεν ήταν σύμφωνες. Και μερικοί, αφού σηκώθηκαν, ψευδομαρτυρούσαν εναντίον του λέγοντας ότι: Εμείς τον ακούσαμε να λέει ότι: Εγώ θα χαλάσω αυτόν τον χειροποίητο ναό, και μέσα σε τρεις μέρες θα ανοικοδομήσω άλλον, αχειροποίητο. Εντούτοις, ούτε έτσι ήταν σύμφωνη η μαρτυρία τους» (Μάρκος 14:55-59).
Αυτοί που βασικά ευθύνονται για τον θάνατο του Ιησού ήταν η ρωμαϊκή διοίκηση και οι άρχοντες του Ισραήλ. Αυτό επιβεβαιώνεται από τη Βίβλο: «Παραστάθηκαν οι βασιλιάδες της γης, και οι άρχοντες συγκεντρώθηκαν μαζί, ενάντια στον Κύριο, και ενάντια στον Χριστό του» (Ψαλμός 2:2, Πράξεις 4:26). Οι ίδιοι οι απόστολοι θεώρησαν ως κύριους υπεύθυνους τους άρχοντες: «Τότε ο Πέτρος... τους είπε: Άρχοντες του λαού και πρεσβύτεροι του Ισραήλ... ας γίνει γνωστό σε όλους εσάς και σε ολόκληρο τον λαό του Ισραήλ ότι, διαμέσου του ονόματος του Ιησού Χριστού, του Ναζωραίου, που εσείς σταυρώσατε...» (Πράξεις 4:8-10), «Και όταν τους έφεραν, τους έστησαν μέσα στο συνέδριο, και ο αρχιερέας τους ρώτησε, λέγοντας: Δεν σας παραγγείλαμε ρητά να μη διδάσκετε σε τούτο το όνομα; Και να, γεμίσατε την Ιερουσαλήμ από τη διδασκαλία σας, και θέλετε να φέρετε επάνω μας το αίμα αυτού του ανθρώπου. Και αποκρινόμενος ο Πέτρος και οι απόστολοι είπαν: Πρέπει να πειθαρχούμε στον Θεό μάλλον παρά στους ανθρώπους. Ο Θεός των πατέρων μας ανέστησε τον Ιησού, που εσείς θανατώσατε, αφού τον κρεμάσατε επάνω σε ξύλο» (Πράξεις 5:27-30), «Μιλάμε σοφία Θεού, μυστηριώδη, που ήταν κρυμμένη, την οποία ο Θεός προόρισε πριν από αιώνες προς δική μας δόξα, την οποία κανένας από τους άρχοντες τούτου του αιώνα δεν γνώρισε, επειδή, αν θα γνώριζαν, δεν θα σταύρωναν τον Κύριο της δόξας» (Α' Κορινθίους 2:7-8). Αυτό φαίνεται και από τα Ευαγγέλια. Στον Ματθαίο διαβάζουμε: «Κι όταν οι αρχιερείς και οι Φαρισαίοι άκουσαν τις παραβολές του, κατάλαβαν ότι μιλάει γι’ αυτούς, και ζητώντας να τον πιάσουν, φοβήθηκαν τα πλήθη, επειδή τον είχαν ως προφήτη» (21:45-46).
Όσον αφορά τη στάση του λαού Ισραήλ απέναντι του Ιησού, κι εδώ υπάρχουν παρεξηγήσεις από τον πολύ κόσμο. Αντίθετα από ό,τι συνήθως πιστεύεται, οι Ιουδαίοι δεν απέρριψαν τον Ιησού περισσότερο απ’ όσο τον δέχτηκαν οι Εθνικοί. Στους Ιουδαίους εκπληρώθηκε η προφητεία του Συμεών: «Ιδού, αυτός κείται για πτώση και ανάσταση πολλών μέσα στον λαό Ισραήλ και για σημείο αντιλεγόμενο» (Λουκάς 2:34). Έτσι στα Ευαγγέλια βλέπουμε μεγάλα πλήθη να ακολουθούν και να πιστεύουν τον Ιησού, όπως για παράδειγμα στην αναφορά του Ματθαίου: «Και τον ακολούθησαν πλήθη πολλά από τη Γαλιλαία και από τη Δεκάπολη και από τα Ιεροσόλυμα και από την Ιουδαία και πέρα από τον Ιορδάνη» (4:25). Επίσης: «Και όταν κατέβηκε από το βουνό, τον ακολούθησαν πολλά πλήθη» (Ματθαίος 8:1), «Και τον ακολούθησαν πολλά πλήθη...» (Ματθαίος 19:2), «Κι αφού οι μαθητές πορεύτηκαν και έκαναν όπως τους πρόσταξε ο Ιησούς, έφεραν το γαϊδούρι και το πουλαράκι, κι έβαλαν επάνω τους τα ιμάτιά τους και τον έβαλαν και κάθισε επάνω σ’ αυτά. Και οι περισσότεροι από το πλήθος έστρωσαν στο δρόμο τα δικά τους ιμάτια, και άλλοι έκοβαν κλαδιά από τα δέντρα και τα έστρωναν στο δρόμο. Τα δε πλήθη που προπορεύονταν και εκείνα που ακολουθούσαν έκραζαν, λέγοντας: Ωσαννά στο γιο του Δαβίδ. Ευλογημένος ο ερχόμενος στο όνομα του Κυρίου. Ωσαννά εν τοις υψίστοις. Και όταν μπήκε στα Ιεροσόλυμα σείστηκε ολόκληρη η πόλη, λέγοντας: Ποιος είναι αυτός; Και τα πλήθη έλεγαν: Αυτός είναι ο Ιησούς, ο προφήτης, αυτός από τη Ναζαρέτ της Γαλιλαίας» (Ματθαίος 21:6-11).
Συχνά επαναλαμβάνεται η φράση «Και πολλοί πίστεψαν σ’ αυτόν»: «Κι ενώ ήταν στα Ιεροσόλυμα κατά τη γιορτή του Πάσχα, πολλοί πίστεψαν στο όνομά του...» (Ιωάννης 2:23), «Από την πόλη εκείνη, μάλιστα, πολλοί από τους Σαμαρείτες πίστεψαν σ’ αυτόν...» (Ιωάννης 4:39), «Και πολλοί από το πλήθος πίστεψαν σ’ αυτόν...» (Ιωάννης 7:31), «Κι ενώ μιλούσε αυτά, πολλοί πίστεψαν σ’ αυτόν» (Ιωάννης 8:30), «Και εκεί πολλοί πίστεψαν σ’ αυτόν» (Ιωάννης 10:42), «Πολλοί, λοιπόν, από τους Ιουδαίους, που είχαν έρθει στη Μαρία, και είδαν όσα είχε κάνει ο Ιησούς, πίστεψαν σ’ αυτόν» (Ιωάννης 11:45). Ακόμα και πολλοί άρχοντες πίστευαν σ’ αυτόν, αν και είναι φανερό ότι αυτοί ήταν μόνο μια μικρή μειοψηφία: «Αλλά όμως, και από τους άρχοντες πολλοί πίστεψαν σ’ αυτόν. Εντούτοις, εξαιτίας των Φαρισαίων δεν ομολογούσαν, για να μη γίνουν αποσυνάγωγοι» (Ιωάννης 12:42). Έχει ενδιαφέρον να προσέξουμε ότι γίνεται διάκριση μεταξύ του «πολύ πλήθους λαού» και του «πολύ πλήθους των μαθητών», σ’ αυτούς που ακολουθούσαν τον Ιησού: «Και καθώς κατέβηκε μαζί τους, στάθηκε επάνω σ’ έναν πεδινό τόπο. Και παραβρισκόταν ένα πλήθος από μαθητές του, και ένα μεγάλο πλήθος λαού από ολόκληρη την Ιουδαία και Ιερουσαλήμ, και την παραλία της Τύρου και της Σιδώνας, που είχαν έρθει για να τον ακούσουν...» (Λουκάς 6:17).
Όλα αυτά δείχνουν ότι ένα μεγάλο μέρος του Ισραήλ είχε ελκυστεί από το μήνυμα του Ιησού του Ναζωραίου και ακολουθούσαν και πίστευαν σ’ αυτόν. Όπως επίσης είναι αληθινό ότι πολλοί άλλοι συμπατριώτες του αμφέβαλλα ή απιστούσαν σ’ αυτόν. Στην πραγματικότητα, οι Ιουδαίοι ήταν ένα διαιρεμένο έθνος σε σχέση με τον Ιησού: «Και υπήρχε γι’ αυτόν μεγάλος γογγυσμός ανάμεσα στα πλήθη. Άλλοι μεν έλεγαν, ότι: Είναι αγαθός, και άλλοι έλεγαν: Όχι, αλλά, πλανάει το πλήθος» (Ιωάννης 7:12).
Αυτό συνεχίστηκε και μετά τον θάνατο του Ιησού, σύμφωνα με τις Πράξεις των Αποστόλων. Βλέπουμε αρχικά χιλιάδες Ιουδαίους να πιστεύουν στο κήρυγμα των αποστόλων: «Εκείνοι, λοιπόν, αφού με χαρά δέχτηκαν τον λόγο του, βαπτίστηκαν, και προστέθηκαν εκείνη την ημέρα περίπου 3.000 ψυχές» (Πράξεις 2:41), «Πολλοί, μάλιστα, από εκείνους που άκουσαν τον λόγο πίστεψαν, και ο αριθμός των ανδρών έγινε περίπου 5.000» (Πράξεις 4:4), «Και όλο και περισσότερο προσθέτονταν αυτοί που πίστευαν στον Κύριο, πλήθη και ανδρών και γυναικών» (Πράξεις 5:13-14), «Και τούτο έγινε γνωστό σε ολόκληρη την Ιόππη, και πολλοί πίστεψαν στον Κύριο» (Πράξεις 9:42), «Πολλοί μεν, λοιπόν, απ’ αυτούς (τους Ιουδαίους) πίστεψαν, και από τις επίσημες Ελληνίδες γυναίκες, κι από τους άνδρες όχι λίγοι» (Πράξεις 17:12). Και μάλιστα, μερικά χρόνια αργότερα, αυτοί έγιναν μυριάδες, δηλαδή δεκάδες χιλιάδες ακόλουθοι του Ιησού: «Κι εκείνοι, όταν τα άκουσαν, δόξαζαν τον Κύριο και του είπαν: Βλέπεις, αδελφέ, πόσες μυριάδες είναι από τους Ιουδαίους που πίστεψαν, και όλοι αυτοί είναι ζηλωτές του νόμου» (Πράξεις 21:20). Μάλιστα πίστεψαν πολλοί ιερείς και Φαρισαίοι: «Και ο λόγος του Θεού αύξανε, και ο αριθμός των μαθητών στην Ιερουσαλήμ πληθυνόταν υπερβολικά, και μεγάλο πλήθος από τους ιερείς υπάκουε στην πίστη» (Πράξεις 6:7), «Και σηκώθηκαν μερικοί, εκείνοι από την παράταξη των Φαρισαίων, οι οποίοι είχαν πιστέψει, και έλεγαν, ότι: Πρέπει να τους κάνουμε περιτομή και να τους παραγγέλλουμε να τηρούν το νόμο του Μωυσή» (Πράξεις 15:5).
Αντίθετα από τη διαδεδομένη άποψη, μεγάλο πλήθος λαού εκδήλωσε δημόσια τη διαφωνία του για την καταδίκη του Ιησού, λίγο μόλις πριν από τη σταύρωσή του. Διαβάζουμε: «Τον ακολουθούσε ένα μεγάλο πλήθος του λαού, και από τις γυναίκες, που οδύρονταν και τον θρηνούσαν» (Λουκάς 23:27). Όσον αφορά το πλήθος που ζητούσε τη σταύρωσή του Ιησού, δεν το έκανε αυθόρμητα: «Οι αρχιερείς όμως και οι πρεσβύτεροι έπεισαν τα πλήθη να ζητήσουν τον Βαραββά, και να θανατώσουν τον Ιησού» (Ματθαίος 27:20). Ακόμα και η σύνθεση του πλήθους αποκαλύπτεται στο Ευαγγέλιο του Ιωάννη: «Και όταν οι αρχιερείς και οι υπηρέτες (του Ναού) τον είδαν, κραύγασαν, λέγοντας: Σταύρωσέ τον, σταύρωσέ τον» (19:6). Δηλαδή, με λίγα λόγια, ο όχλος που ζήτησε τη θανάτωση του Ιησού ήταν υπάλληλοι των αρχόντων, οι οποίοι παρακινήθηκαν από τους εργοδότες τους.
Είναι ολοφάνερο το ιστορικό συμπέρασμα ότι βασικοί υπεύθυνοι από ανθρώπινη άποψη για τον θάνατο του Ιησού, ήταν η Ρωμαϊκή διοίκηση και οι λιγοστοί συνεργάτες τους από το θρησκευτικό και κοινωνικό κατεστημένο της ιουδαϊκής κοινωνίας. Σε καμιά περίπτωση δεν ευθύνεται ολόκληρος ο εβραϊκός λαός της Ιουδαίας και της Γαλιλαίας, ο οποίος όπως είδαμε παραπάνω ήταν κατά πλειοψηφία φιλικός στον Ιησού. Αντίθετα, οι περισσότεροι άρχοντές τους ήταν εχθρικοί και χαρακτήριζαν το λαό «καταραμένο», επειδή πίστευε σ’ αυτόν: «Ο όχλος αυτός, όμως, που δεν γνωρίζει τον νόμο είναι επικατάρατος» (Ιωάννης 7:49).
Και βέβαια, οι πολυάριθμοι Ιουδαίοι της Διασποράς (στην Αίγυπτο, την Ασία, την Ελλάδα, τη Ρώμη) δεν είχαν ιδέα για τα όσα διαδραματίστηκαν εκεί. Πόσο λοιπόν είναι άδικο να θεωρούνται όλοι Ιουδαίοι της εποχής εκείνης ένοχοι; Και πόσο περισσότερο άδικο (και αφάνταστα ανόητο) είναι να θεωρούνται υπεύθυνοι για τον θάνατο του Ιησού οι Εβραίοι όλων των κατοπινών αιώνων! Η πλάνη αυτή δεν έχει καμιά βάση ούτε στην ιστορία, ούτε στα Ευαγγέλια, παρά μόνο στο σατανικό μίσος εναντίον του Εβραϊκού λαού, του λαού στον οποίον ανήκε και τον οποίον αγάπησε ο Ιησούς και όλοι οι απόστολοι.Πόσα δεινά δεν προκάλεσε στους μεταγενέστερους αιώνες στον λαό Ισραήλ αυτή η παρανοϊκή άποψη. Τόσο παρανοϊκή, όσο το να θεωρούνται όλοι οι αρχαίοι Έλληνες, καθώς και οι σημερινοί Έλληνες, υπεύθυνοι για τον θάνατο του Σωκράτη, τον οποίον καταδίκασε η εξουσία της Αθήνας κι όχι φυσικά όλοι οι Αθηναίοι, ούτε όλοι οι Έλληνες! Και υπάρχουν αμέτρητα παρόμοια ιστορικά παραδείγματα καταδίκης μεγάλων ανδρών από το θρησκευτικό και πολιτικό κατεστημένο της εποχής τους, όχι από τον λαό τους.
Ποια σημασία είχε το γεγονός αυτό; Σύμφωνα με τον απόστολο Παύλο: «Ο Θεός δείχνει τη δική Του αγάπη σ’ εμάς με το ότι, ενώ ήμασταν ακόμα αμαρτωλοί, ο Χριστός πέθανε για χάρη μας».
Αυτή όμως η αλήθεια ξεχάστηκε από την αναζήτηση του ποιος έχει την ευθύνη για τον θάνατο του Ιησού. Επί αιώνες οι χριστιανοί τιμωρούσαν τους Εβραίους με διωγμούς, αποπομπές, πογκρόμ και σφαγές, κατηγορώντας τους ως «δολοφόνους του Χριστού», στρώνοντας έτσι το έδαφος για τις ακατανόμαστες φρικαλεότητες του Ολοκαυτώματος. Το αντιεβραϊκό μένος άρχισε σποραδικά τον 2ο αιώνα, όπου η Εκκλησία, επηρεασμένη από εθνικούς και γνωστικούς φιλοσόφους, άρχισε να διαχωρίζεται και να μισεί όλο και πιο πολύ καθετί το ιουδαϊκό. Αυτό επεκτάθηκε βαθμιαία με το πέρασμα του χρόνου, και όταν πια ο Χριστιανισμός έγινε η επίσημη θρησκεία της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας τον 4ο αιώνα, άρχισαν και τα προβλήματα των Ιουδαίων από τους χριστιανούς. Πρώτα από την εναντίον τους νομοθεσία των αυτοκρατόρων και των εκκλησιαστικών Συνόδων. Έπειτα, στους κατοπινούς αιώνες του Βυζαντίου και του Μεσαίωνα, από τις μανιασμένες εκδηλώσεις «χριστιανικών» όχλων που οδηγούσαν σε εμπρησμούς, λεηλασίες, σφαγές, δημεύσεις περιουσιών και εξορίες εβραϊκών πληθυσμών. Η μόνιμη κατηγορία πίσω από όλες αυτές τις βιαιότητες ήταν ότι «οι Εβραίοι δολοφόνησαν τον Χριστό»! Το αντιεβραϊκό μένος, που σαν βάση του είχε το «οι Εβραίοι ευθύνονται για Θεοκτονία», καλλιεργήθηκε από μεγάλους θεολόγους, όπως τον Ιωάννη τον Χρυσόστομο, τον Αυγουστίνο, τον Θωμά Ακινάτη καθώς και από τον Λούθηρο.
Σήμερα, όλο και περισσότεροι ιστορικοί και θεολόγοι τείνουν στην άποψη ότι η καταδίκη του Ιησού ήταν σε μεγάλο βαθμό έργο της Ρωμαϊκής διοίκησης της Ιουδαίας. Σύμφωνα με ιστορικούς του 1ου αιώνα (Ιώσηπο, Σουετώνιο, Πλίνιο) και ιουδαϊκά θρησκευτικά κείμενα (Μισνά), οι Ρωμαίοι θανάτωναν όποιον θεωρούσαν ύποπτο για επαναστατική δραστηριότητα ή ακόμα και για κάποια εθνική αφύπνιση του Ιουδαϊκού λαού, η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει σε εξέγερση.
Συνεπώς, μια τέτοια χαρισματική προσωπικότητα σαν τον Ιησού, ο οποίος έλκυε τα πλήθη, θα ήταν πολύ ύποπτη για τους Ρωμαίους. Αυτό φαίνεται και από τα λόγια των αρχιερέων και Φαρισαίων: «Αν τον αφήσουμε έτσι, όλοι θα πιστέψουν σ’ αυτόν, και θα έρθουν οι Ρωμαίοι και θα αφανίσουν και τον τόπο μας και το έθνος… μας συμφέρει να πεθάνει ένας άνθρωπος για χάρη του λαού, και να μη χαθεί ολόκληρο το έθνος» (Ιωάννης 11:48-50). Κι όταν ο Ιησούς δήλωσε ότι είναι ο Μεσσίας, ο Βασιλιάς του Ισραήλ, οι Ρωμαίοι αποφάσισαν να τον σκοτώσουν. Η πινακίδα πάνω στον σταυρό, αυτήν ακριβώς την αιτία για καταδίκη του ανέφερε: «Αυτός είναι ο Ιησούς, ο Βασιλιάς των Ιουδαίων» (Ματθαίος 27:37).
Επειδή όμως ο Ιησούς ήταν πάρα πολύ δημοφιλής, θα προκαλούσαν εξέγερση στην Ιερουσαλήμ, αν συλλαμβανόταν και καταδικαζόταν από τους Ρωμαίους. Κάτι βέβαια που ήθελαν να το αποφύγουν οπωσδήποτε. Ο καλύτερος τρόπος γι’ αυτό ήταν να βάλουν τους Ιουδαίους πολιτικούς άρχοντες να τον συλλάβουν και τους θρησκευτικούς άρχοντες, τον αρχιερέα και κάποιους νομοδιδασκάλους, να τον δικάσουν και να τον ανακηρύξουν ένοχο θανάτου, δυσφημώντας τον έτσι ως βλάσφημο και ψευδομεσσία.
Άλλωστε, ο αρχιερέας Καϊάφας ήταν όργανο των Ρωμαίων, αφού είχε διοριστεί από αυτούς. Μάλιστα, ο Ιουδαίους ιστορικός του 1ου αιώνα, Φλάβιος Ιώσηπος, γράφει ότι την εποχή εκείνη οι αρχιερείς του Ισραήλ διορίζονταν και καθαιρούνταν από αντιπροσώπους της Ρώμης μια φορά τον χρόνο. Μέσα σε μια τέτοια ατμόσφαιρα το αξίωμα του αρχιερέα εκφυλίστηκε και έγινε θέση μισθωτού που προσήλκυε τα χειρότερα στοιχεία της κοινωνίας.
Επίσης, ο Πιλάτος, σύμφωνα και πάλι με τον Ιώσηπο, ήταν ο πιο κακός διοικητής της Ιουδαίας, ο οποίος εκτέλεσε πολλούς Ιουδαίους διδασκάλους πριν και μετά τον Ιησού, επειδή τους θεώρησε υπόπτους. Η ρωμαϊκή διοίκηση είχε απόλυτη εξουσία να δικάζει και να εκτελεί όποιον ήθελε, χωρίς να έχει απαραίτητα τη συγκατάθεση του Συνεδρίου, του αρχιερέα ή του Ηρώδη.
Όσον αφορά το Συνέδριο που καταδίκασε τον Ιησού, έχει ενδιαφέρον να μάθουμε ότι, σύμφωνα με τους κανόνες της ιουδαϊκής παράδοσης, έπρεπε να έχει τις εξής προϋποθέσεις για ανθρώπους που η περίπτωσή τους μπορούσε να επιφέρει τη θανατική ποινή:
- Να έχει την απαρτία των 70 μελών,
- Να συνεδριάζει μόνο μέρα και ποτέ νύχτα,
- Να μη συνεδριάζει γιορτές ή παραμονή γιορτών,
- Όταν καταδικάσει κάποιον σε θάνατο, να αφήνει μια μέρα πριν την εκτέλεσή του, μήπως και παρουσιαστούν μάρτυρες για την αθώωσή του.
Σύμφωνα με τις αφηγήσεις των Ευαγγελίων για τη δίκη του Ιησού, δεν τηρήθηκε καμιά από τις παραπάνω προϋποθέσεις. Τι συνέβηκε λοιπόν; Το Συνέδριο που συγκάλεσε ο Καϊάφας βιαστικά δεν μπορούσε να έχει απαρτία, ήταν νύχτα και παραμονή του Πάσχα και δεν άφησε περιθώριο μιας μέρας μετά την καταδίκη, μήπως και εμφανιστούν μάρτυρες υπεράσπισης. Δεν ήταν λοιπόν το αυθεντικό και νόμιμο Συνέδριο, αυτό που καταδίκασε τον Ιησού, αλλά ένα ψευδοσυνέδριο της κλίκας του αρχιερέα, που έφεραν κάποιους ψευδομάρτυρες για να βρουν δικαιολογία να τον θανατώσουν: «Και οι αρχιερείς και ολόκληρο το συνέδριο ζητούσαν μια μαρτυρία ενάντια στον Ιησού για να τον θανατώσουν, και δεν έβρισκαν. Επειδή, πολλοί ψευδομαρτυρούσαν εναντίον του, αλλά οι μαρτυρίες τους δεν ήταν σύμφωνες. Και μερικοί, αφού σηκώθηκαν, ψευδομαρτυρούσαν εναντίον του λέγοντας ότι: Εμείς τον ακούσαμε να λέει ότι: Εγώ θα χαλάσω αυτόν τον χειροποίητο ναό, και μέσα σε τρεις μέρες θα ανοικοδομήσω άλλον, αχειροποίητο. Εντούτοις, ούτε έτσι ήταν σύμφωνη η μαρτυρία τους» (Μάρκος 14:55-59).
Αυτοί που βασικά ευθύνονται για τον θάνατο του Ιησού ήταν η ρωμαϊκή διοίκηση και οι άρχοντες του Ισραήλ. Αυτό επιβεβαιώνεται από τη Βίβλο: «Παραστάθηκαν οι βασιλιάδες της γης, και οι άρχοντες συγκεντρώθηκαν μαζί, ενάντια στον Κύριο, και ενάντια στον Χριστό του» (Ψαλμός 2:2, Πράξεις 4:26). Οι ίδιοι οι απόστολοι θεώρησαν ως κύριους υπεύθυνους τους άρχοντες: «Τότε ο Πέτρος... τους είπε: Άρχοντες του λαού και πρεσβύτεροι του Ισραήλ... ας γίνει γνωστό σε όλους εσάς και σε ολόκληρο τον λαό του Ισραήλ ότι, διαμέσου του ονόματος του Ιησού Χριστού, του Ναζωραίου, που εσείς σταυρώσατε...» (Πράξεις 4:8-10), «Και όταν τους έφεραν, τους έστησαν μέσα στο συνέδριο, και ο αρχιερέας τους ρώτησε, λέγοντας: Δεν σας παραγγείλαμε ρητά να μη διδάσκετε σε τούτο το όνομα; Και να, γεμίσατε την Ιερουσαλήμ από τη διδασκαλία σας, και θέλετε να φέρετε επάνω μας το αίμα αυτού του ανθρώπου. Και αποκρινόμενος ο Πέτρος και οι απόστολοι είπαν: Πρέπει να πειθαρχούμε στον Θεό μάλλον παρά στους ανθρώπους. Ο Θεός των πατέρων μας ανέστησε τον Ιησού, που εσείς θανατώσατε, αφού τον κρεμάσατε επάνω σε ξύλο» (Πράξεις 5:27-30), «Μιλάμε σοφία Θεού, μυστηριώδη, που ήταν κρυμμένη, την οποία ο Θεός προόρισε πριν από αιώνες προς δική μας δόξα, την οποία κανένας από τους άρχοντες τούτου του αιώνα δεν γνώρισε, επειδή, αν θα γνώριζαν, δεν θα σταύρωναν τον Κύριο της δόξας» (Α' Κορινθίους 2:7-8). Αυτό φαίνεται και από τα Ευαγγέλια. Στον Ματθαίο διαβάζουμε: «Κι όταν οι αρχιερείς και οι Φαρισαίοι άκουσαν τις παραβολές του, κατάλαβαν ότι μιλάει γι’ αυτούς, και ζητώντας να τον πιάσουν, φοβήθηκαν τα πλήθη, επειδή τον είχαν ως προφήτη» (21:45-46).
Όσον αφορά τη στάση του λαού Ισραήλ απέναντι του Ιησού, κι εδώ υπάρχουν παρεξηγήσεις από τον πολύ κόσμο. Αντίθετα από ό,τι συνήθως πιστεύεται, οι Ιουδαίοι δεν απέρριψαν τον Ιησού περισσότερο απ’ όσο τον δέχτηκαν οι Εθνικοί. Στους Ιουδαίους εκπληρώθηκε η προφητεία του Συμεών: «Ιδού, αυτός κείται για πτώση και ανάσταση πολλών μέσα στον λαό Ισραήλ και για σημείο αντιλεγόμενο» (Λουκάς 2:34). Έτσι στα Ευαγγέλια βλέπουμε μεγάλα πλήθη να ακολουθούν και να πιστεύουν τον Ιησού, όπως για παράδειγμα στην αναφορά του Ματθαίου: «Και τον ακολούθησαν πλήθη πολλά από τη Γαλιλαία και από τη Δεκάπολη και από τα Ιεροσόλυμα και από την Ιουδαία και πέρα από τον Ιορδάνη» (4:25). Επίσης: «Και όταν κατέβηκε από το βουνό, τον ακολούθησαν πολλά πλήθη» (Ματθαίος 8:1), «Και τον ακολούθησαν πολλά πλήθη...» (Ματθαίος 19:2), «Κι αφού οι μαθητές πορεύτηκαν και έκαναν όπως τους πρόσταξε ο Ιησούς, έφεραν το γαϊδούρι και το πουλαράκι, κι έβαλαν επάνω τους τα ιμάτιά τους και τον έβαλαν και κάθισε επάνω σ’ αυτά. Και οι περισσότεροι από το πλήθος έστρωσαν στο δρόμο τα δικά τους ιμάτια, και άλλοι έκοβαν κλαδιά από τα δέντρα και τα έστρωναν στο δρόμο. Τα δε πλήθη που προπορεύονταν και εκείνα που ακολουθούσαν έκραζαν, λέγοντας: Ωσαννά στο γιο του Δαβίδ. Ευλογημένος ο ερχόμενος στο όνομα του Κυρίου. Ωσαννά εν τοις υψίστοις. Και όταν μπήκε στα Ιεροσόλυμα σείστηκε ολόκληρη η πόλη, λέγοντας: Ποιος είναι αυτός; Και τα πλήθη έλεγαν: Αυτός είναι ο Ιησούς, ο προφήτης, αυτός από τη Ναζαρέτ της Γαλιλαίας» (Ματθαίος 21:6-11).
Συχνά επαναλαμβάνεται η φράση «Και πολλοί πίστεψαν σ’ αυτόν»: «Κι ενώ ήταν στα Ιεροσόλυμα κατά τη γιορτή του Πάσχα, πολλοί πίστεψαν στο όνομά του...» (Ιωάννης 2:23), «Από την πόλη εκείνη, μάλιστα, πολλοί από τους Σαμαρείτες πίστεψαν σ’ αυτόν...» (Ιωάννης 4:39), «Και πολλοί από το πλήθος πίστεψαν σ’ αυτόν...» (Ιωάννης 7:31), «Κι ενώ μιλούσε αυτά, πολλοί πίστεψαν σ’ αυτόν» (Ιωάννης 8:30), «Και εκεί πολλοί πίστεψαν σ’ αυτόν» (Ιωάννης 10:42), «Πολλοί, λοιπόν, από τους Ιουδαίους, που είχαν έρθει στη Μαρία, και είδαν όσα είχε κάνει ο Ιησούς, πίστεψαν σ’ αυτόν» (Ιωάννης 11:45). Ακόμα και πολλοί άρχοντες πίστευαν σ’ αυτόν, αν και είναι φανερό ότι αυτοί ήταν μόνο μια μικρή μειοψηφία: «Αλλά όμως, και από τους άρχοντες πολλοί πίστεψαν σ’ αυτόν. Εντούτοις, εξαιτίας των Φαρισαίων δεν ομολογούσαν, για να μη γίνουν αποσυνάγωγοι» (Ιωάννης 12:42). Έχει ενδιαφέρον να προσέξουμε ότι γίνεται διάκριση μεταξύ του «πολύ πλήθους λαού» και του «πολύ πλήθους των μαθητών», σ’ αυτούς που ακολουθούσαν τον Ιησού: «Και καθώς κατέβηκε μαζί τους, στάθηκε επάνω σ’ έναν πεδινό τόπο. Και παραβρισκόταν ένα πλήθος από μαθητές του, και ένα μεγάλο πλήθος λαού από ολόκληρη την Ιουδαία και Ιερουσαλήμ, και την παραλία της Τύρου και της Σιδώνας, που είχαν έρθει για να τον ακούσουν...» (Λουκάς 6:17).
Όλα αυτά δείχνουν ότι ένα μεγάλο μέρος του Ισραήλ είχε ελκυστεί από το μήνυμα του Ιησού του Ναζωραίου και ακολουθούσαν και πίστευαν σ’ αυτόν. Όπως επίσης είναι αληθινό ότι πολλοί άλλοι συμπατριώτες του αμφέβαλλα ή απιστούσαν σ’ αυτόν. Στην πραγματικότητα, οι Ιουδαίοι ήταν ένα διαιρεμένο έθνος σε σχέση με τον Ιησού: «Και υπήρχε γι’ αυτόν μεγάλος γογγυσμός ανάμεσα στα πλήθη. Άλλοι μεν έλεγαν, ότι: Είναι αγαθός, και άλλοι έλεγαν: Όχι, αλλά, πλανάει το πλήθος» (Ιωάννης 7:12).
Αυτό συνεχίστηκε και μετά τον θάνατο του Ιησού, σύμφωνα με τις Πράξεις των Αποστόλων. Βλέπουμε αρχικά χιλιάδες Ιουδαίους να πιστεύουν στο κήρυγμα των αποστόλων: «Εκείνοι, λοιπόν, αφού με χαρά δέχτηκαν τον λόγο του, βαπτίστηκαν, και προστέθηκαν εκείνη την ημέρα περίπου 3.000 ψυχές» (Πράξεις 2:41), «Πολλοί, μάλιστα, από εκείνους που άκουσαν τον λόγο πίστεψαν, και ο αριθμός των ανδρών έγινε περίπου 5.000» (Πράξεις 4:4), «Και όλο και περισσότερο προσθέτονταν αυτοί που πίστευαν στον Κύριο, πλήθη και ανδρών και γυναικών» (Πράξεις 5:13-14), «Και τούτο έγινε γνωστό σε ολόκληρη την Ιόππη, και πολλοί πίστεψαν στον Κύριο» (Πράξεις 9:42), «Πολλοί μεν, λοιπόν, απ’ αυτούς (τους Ιουδαίους) πίστεψαν, και από τις επίσημες Ελληνίδες γυναίκες, κι από τους άνδρες όχι λίγοι» (Πράξεις 17:12). Και μάλιστα, μερικά χρόνια αργότερα, αυτοί έγιναν μυριάδες, δηλαδή δεκάδες χιλιάδες ακόλουθοι του Ιησού: «Κι εκείνοι, όταν τα άκουσαν, δόξαζαν τον Κύριο και του είπαν: Βλέπεις, αδελφέ, πόσες μυριάδες είναι από τους Ιουδαίους που πίστεψαν, και όλοι αυτοί είναι ζηλωτές του νόμου» (Πράξεις 21:20). Μάλιστα πίστεψαν πολλοί ιερείς και Φαρισαίοι: «Και ο λόγος του Θεού αύξανε, και ο αριθμός των μαθητών στην Ιερουσαλήμ πληθυνόταν υπερβολικά, και μεγάλο πλήθος από τους ιερείς υπάκουε στην πίστη» (Πράξεις 6:7), «Και σηκώθηκαν μερικοί, εκείνοι από την παράταξη των Φαρισαίων, οι οποίοι είχαν πιστέψει, και έλεγαν, ότι: Πρέπει να τους κάνουμε περιτομή και να τους παραγγέλλουμε να τηρούν το νόμο του Μωυσή» (Πράξεις 15:5).
Αντίθετα από τη διαδεδομένη άποψη, μεγάλο πλήθος λαού εκδήλωσε δημόσια τη διαφωνία του για την καταδίκη του Ιησού, λίγο μόλις πριν από τη σταύρωσή του. Διαβάζουμε: «Τον ακολουθούσε ένα μεγάλο πλήθος του λαού, και από τις γυναίκες, που οδύρονταν και τον θρηνούσαν» (Λουκάς 23:27). Όσον αφορά το πλήθος που ζητούσε τη σταύρωσή του Ιησού, δεν το έκανε αυθόρμητα: «Οι αρχιερείς όμως και οι πρεσβύτεροι έπεισαν τα πλήθη να ζητήσουν τον Βαραββά, και να θανατώσουν τον Ιησού» (Ματθαίος 27:20). Ακόμα και η σύνθεση του πλήθους αποκαλύπτεται στο Ευαγγέλιο του Ιωάννη: «Και όταν οι αρχιερείς και οι υπηρέτες (του Ναού) τον είδαν, κραύγασαν, λέγοντας: Σταύρωσέ τον, σταύρωσέ τον» (19:6). Δηλαδή, με λίγα λόγια, ο όχλος που ζήτησε τη θανάτωση του Ιησού ήταν υπάλληλοι των αρχόντων, οι οποίοι παρακινήθηκαν από τους εργοδότες τους.
Είναι ολοφάνερο το ιστορικό συμπέρασμα ότι βασικοί υπεύθυνοι από ανθρώπινη άποψη για τον θάνατο του Ιησού, ήταν η Ρωμαϊκή διοίκηση και οι λιγοστοί συνεργάτες τους από το θρησκευτικό και κοινωνικό κατεστημένο της ιουδαϊκής κοινωνίας. Σε καμιά περίπτωση δεν ευθύνεται ολόκληρος ο εβραϊκός λαός της Ιουδαίας και της Γαλιλαίας, ο οποίος όπως είδαμε παραπάνω ήταν κατά πλειοψηφία φιλικός στον Ιησού. Αντίθετα, οι περισσότεροι άρχοντές τους ήταν εχθρικοί και χαρακτήριζαν το λαό «καταραμένο», επειδή πίστευε σ’ αυτόν: «Ο όχλος αυτός, όμως, που δεν γνωρίζει τον νόμο είναι επικατάρατος» (Ιωάννης 7:49).
Και βέβαια, οι πολυάριθμοι Ιουδαίοι της Διασποράς (στην Αίγυπτο, την Ασία, την Ελλάδα, τη Ρώμη) δεν είχαν ιδέα για τα όσα διαδραματίστηκαν εκεί. Πόσο λοιπόν είναι άδικο να θεωρούνται όλοι Ιουδαίοι της εποχής εκείνης ένοχοι; Και πόσο περισσότερο άδικο (και αφάνταστα ανόητο) είναι να θεωρούνται υπεύθυνοι για τον θάνατο του Ιησού οι Εβραίοι όλων των κατοπινών αιώνων! Η πλάνη αυτή δεν έχει καμιά βάση ούτε στην ιστορία, ούτε στα Ευαγγέλια, παρά μόνο στο σατανικό μίσος εναντίον του Εβραϊκού λαού, του λαού στον οποίον ανήκε και τον οποίον αγάπησε ο Ιησούς και όλοι οι απόστολοι.Πόσα δεινά δεν προκάλεσε στους μεταγενέστερους αιώνες στον λαό Ισραήλ αυτή η παρανοϊκή άποψη. Τόσο παρανοϊκή, όσο το να θεωρούνται όλοι οι αρχαίοι Έλληνες, καθώς και οι σημερινοί Έλληνες, υπεύθυνοι για τον θάνατο του Σωκράτη, τον οποίον καταδίκασε η εξουσία της Αθήνας κι όχι φυσικά όλοι οι Αθηναίοι, ούτε όλοι οι Έλληνες! Και υπάρχουν αμέτρητα παρόμοια ιστορικά παραδείγματα καταδίκης μεγάλων ανδρών από το θρησκευτικό και πολιτικό κατεστημένο της εποχής τους, όχι από τον λαό τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου