12/5/09

Σύντομη σύνοψη των σημιτικών γλωσσών

Τα εβραϊκά ανήκουν σε μια μεγάλη οικογένεια γλωσσών, στενά συνδεδεμένων, γνωστών σαν σημιτικές γλώσσες, διαδεδομένες σ’ όλη τη Μ. Ανατολή και τη Β. Αφρική. Ο όρος σημιτικές γλώσσες είναι ένας βολικός, παρά επιστημονικός όρος, που τον υιοθέτησαν οι μελετητές περί το τέλος του 18ου μ.Χ. αιώνα. Στηρίζεται στον κατάλογο των εθνών που υπάρχει στη Γένεση (κεφ.10) και υποδηλώνει ότι πρόκειται για ομάδα συγγενών γλωσσών που μιλούσαν οι «υιοί του Σημ», απόγονοι ενός απ’ τους γιους του Νώε (Γέν.6: 10). Άλλες σημιτικές γλώσσες που ανακαλύφθηκαν τα περασμένα 100 χρόνια είναι η ακκαδική (κοινή ονομασία για τη Βαβυλωνιακή κι Ασσυριακή) κι η ουγγαριτική (παρόμοια με την εβραϊκή και πολύ σημαντική για τη Βιβλική έρευνα).
Μια βασική γνώση των σημιτικών γλωσσών είναι πολύ σημαντική για τη τέλεια γνώση και την έρευνα στα εβραϊκά. Η διαίρεση και η ταξινόμηση των γλωσσών αυτών γίνεται κυρίως με βάση γεωγραφικά κριτήρια, ανάλογα με τη γεωγραφική τους διασπορά κι όχι, όπως έπρεπε, με βάση τη φωνητική, τη μορφολογία και το λεξιλόγιο, επειδή, λόγω έλλειψης κειμένων με το ίδιο περιεχόμενο και την ίδια ηλικία, το έργο αυτό είναι ανέφικτο.
Οι 5 κύριοι κλάδοι των σημιτικών γλωσσών είναι: Η εβραϊκή, η αραβική, η αραμαϊκή, η ακκαδική κι η αιθιοπική. Απ’ αυτές, μόνον η εβραϊκή και η αραβική μιλιούνται σήμερα.
Οι κυριότερες κοινές ιδιομορφίες των σημιτικών γλωσσών είναι:
1. Λαρυγγικά ή λαρυγγόφωνα γράμματα, με ιδιαίτερους φθόγγους.
2. Τρία βασικά γράμματα για όλα σχεδόν τα ρήματα και τα ουσιαστικά.
3. Νόημα που εξαρτάται από τύπους ή μορφές των λέξεων.
4. Αντωνυμικές καταλήξεις σε ουσιαστικά, ρήματα και προθέσεις, και κάποιο κοινό βασικό λεξιλόγιο από σύμφωνα, για παράδειγμα: ab – πατέρας, yd – χέρι, byt – σπίτι, ktb – γράφω.
Παρακάτω περιγράφονται η προέλευση και τα χαρακτηριστικά μερικών από τις σημιτικές γλώσσες.

Βορειοδυτικός κλάδος
Ο βορειοδυτικός κλάδος των σημιτικών γλωσσών περιλαμβάνει δυο γλωσσικές οικογένειες, τη χαναανιτική και την αραμαϊκή. Στην πρώτη υπάγονται 5 γλώσσες, στη δεύτερη 11:

Ι. Χαναανιτικές γλώσσες
Η Ουγγαριτική ή βόρεια χαναανιτική, που σχετίζεται πολύ με την εβραϊκή της Βίβλου, γραμμένη σε αρχαία σφηνοειδή γραφή. Ανακαλύφθηκε τυχαία σε ανασκαφές που έγιναν το 1929 στη Ras Shamra, μια παραλιακή πόλη στη Β. Συρία, γνωστή στην αρχαιότητα σαν Ugarit, το όνομα της οποίας δόθηκε στη γλώσσα. Τα γραπτά μνημεία της γλώσσας αυτής είναι του 15ου ή 14ου αιώνα π.Χ. κι όπως φαίνεται η γλώσσα μιλιόταν μέχρι τον 12ο π.Χ. αιώνα. Οι εκατοντάδες πινακίδες, που έχουν αποκρυπτογραφηθεί μέχρι τώρα, αύξησαν τη γνώση μας γύρω από τον πολιτισμό και τη θρησκεία των Χαναναίων και τη Βιβλική μελέτη και έχουν αποκαλύψει εντυπωσιακές αναλογίες με αρχαίες θρησκευτικές τελετουργίες.
Αρχαία χαναανιτική ή νότια χαναανιτική. Από το πρώτο μισό του 14ου αιώνα π.Χ. διασώθηκε η αλληλογραφία των Φαραώ Αμενόφιδος Γ' (1413-1377 π.Χ.) και Δ' (1377-1360 π.Χ.) με τους υποτελείς ηγεμόνες της Παλαιστίνης, γραμμένη σε πήλινες πινακίδες σε ακκαδική γλώσσα (σφηνοειδής γραφής) τη διεθνή γλώσσα της εποχής. Οι επιστολές αυτές είναι γνωστές σαν επιστολές της Tell el-Amarna, από τον τόπο στον οποίον ανακαλύφθηκαν, δηλαδή στα ερείπια των ανακτόρων του Φαραώ Echnaton στην Tell el-Amarna στην Άνω Αίγυπτο. Στα περιθώρια των επιστολών αυτών υπάρχουν χαναανισμοί κι αρχαιοπρεπείς χαναανιτικές γλώσσες. Η γλώσσα αυτή ακμάζει το 15ο και 14ο π.Χ. αιώνα.
Φοινικική, γνωστή από επιγραφές και νομίσματα που χρονολογούνται γύρω στα 1.000 π.Χ. Γι’ αυτήν αναφέρει κι ρωμαίος συγγραφέας Plautus (250-184 π.Χ.) στο έργο του Phoenulus (στίχ.930 κ.ε.).
Η Μωαβιτική: Είναι γλώσσα των κατοίκων της ανατολικής όχθης του Ιορδάνη, όπου και η χώρα του Μωάβ. Μνημείο της γλώσσας αυτής είναι η διάσημη ενεπίγραφη στήλη του βασιλιά Mesha, περί το 850 π.Χ., που περιλαμβάνει τους πολέμους του με τη φυλή του Ιούδα (Β' Βασ.3:4). Η γλώσσα αυτή σε μερικά σημεία συγκλίνει προς την εβραϊκή, σε μερικά προς τη φοινικική και σε άλλα είναι ιδιότυπη.
Εβραϊκή: Είναι η αρχική γλώσσα των Σημιτών αποίκων στη Χαναάν (Παλαιστίνη). Η αρχαία εβραϊκή γλώσσα που μελετάμε εδώ, είναι η γλώσσα της Βίβλου που καλύπτει μια χρονική περίοδο 1000 ετών. Η Βίβλος είναι επίσημο θρησκευτικό και εθνικό κείμενο του αρχαίου και του νεώτερου Ισραήλ, αλλά και θρησκευτική πηγή όλου του Χριστιανισμού, γραμμένη κυρίως στην επίσημη λόγια γλώσσα και όχι στη δημοτική. Εκπροσωπεί δηλαδή τη γλώσσα των μορφωμένων ιερέων και αυλικών γραφέων.
Η Βίβλος ονομάζει τη γλώσσα που μιλούσαν οι Ισραηλίτες: σεφάτ κεναάν: «γλώσσα (κυριολεκτικά χείλος) της Χαναάν» (Ησα.19:18), ή γιεχουδίθ: «ιουδαϊκή» (Β' Βασ.18:26,28). Είναι παρόμοια με αυτή των άλλων εθνών, που μιλούσαν τη Χαναανιτική κι αναφέρονται παραπάνω. Η εβραϊκή ήταν μια ζωντανή γλώσσα που οι Ισραηλίτες τη χρησιμοποιούσαν για να μιλούν και να γράφουν, μέχρι τη Βαβυλωνιακή εξορία το 586 π.Χ. Τα Αραμαϊκά, η πολιτική και πολιτισμική γλώσσα της Μ. Ανατολής, αντικατέστησαν βαθμιαία τα εβραϊκά απ’ τον 6ο π.Χ αιώνα και πιθανώς κατά τον 1ο μ.Χ. αιώνα η εβραϊκή δεν ήταν πλέον η κυρίαρχη γλώσσα. Είναι πολύ πιθανόν ότι την εβραϊκή μιλούσαν διάφορες κοινότητες και πολλά άτομα για αρκετούς ακόμα αιώνες. Στην Κ. Διαθήκη οι όροι «εβραϊκή διάλεκτος» και «εβραϊστί» χρησιμοποιούνται σαν ονομασία τόσο της αρχαίας ή βιβλικής εβραϊκής, όσο και της αραμαϊκής που μιλούσαν την εποχή εκείνη.
Ο όρος «εβραϊκή γλώσσα», που διαμορφώθηκε σε σχετικά μεταγενέστερη εποχή, προέρχεται από το γεγονός ότι ο όρος «εβραίος» (ιβρί, ακκαδικά Khabiru, «περάτης») ήταν αρχικά όρος κοινωνιολογικός, με τον οποίο προσδιόριζαν όχι τον ισραηλιτικό λαό, αλλά κάποιο κοινωνικό στρώμα (ακτήμονες, στρατιώτες, δούλοι κ.α.), εθνικά ασαφές που εγκαταστάθηκε γύρω στη 2η χιλιετία π.Χ. στις εύφορες περιοχές της Μεσοποταμίας. Σύμφωνα με άλλη ερμηνεία, έτσι ονομάζονταν οι νομάδες που κατά καιρούς άφηναν τη νομαδική ζωή κι έμεναν στις εύφορες πεδιάδες της Μεσοποταμίας.
Η αρχαία, λοιπόν, εβραϊκή δεν είναι αυτοτελής γλώσσα, αλλά, σύμφωνα με τον Ησαΐα (19:18), χαναανιτική διάλεκτος. Αυτή είναι η γλώσσα των Ισραηλιτών ή βόρειο-ισραηλιτών, όπως χαρακτηρίζονται αυτοί για την περίοδο πριν την Έξοδο, ή των Ιουδαίων, όπως καλούνται κατά την περίοδο μετά την εγκατάστασή τους στην Παλαιστίνη.
Η εβραϊκή χρησιμοποιείτο ανά τους αιώνες σαν ένα όχημα για τα σημαντικά θεολογικά και φιλοσοφικά γραπτά, όπως και για κοσμικά και επιστημονικά έργα στα πεδία της ποίησης, αστρονομίας κι ιατρικής. Τελικά στις αρχές του 20ου αιώνα, έγιναν σημαντικές προσπάθειες, προερχόμενες απ’ το σιωνιστικό αποικισμό της Παλαιστίνης και οδηγούμενες και εμπνεόμενες απ’ τον Eliezer ben-Yehudah (1858-1922), για να αναβιώσει η γλώσσα. Στην ιστορία των εθνών είναι η μοναδική γνωστή αναβίωση μιας νεκρής γλώσσας. Σήμερα στο Ισραήλ όλα τα θέματα, απ’ την ιστορία μέχρι τη φυσική και την ιατρική, διδάσκονται στην εβραϊκή. Η εβραϊκή είναι η γλώσσα όχι μόνο των νηπιαγωγείων, των σχολείων, των κολεγίων και των πανεπιστημίων, αλλά και του τύπου, του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης.
Υπάρχουν 4 κύριες φάσεις της εβραϊκής γλώσσας:
1. Η αρχαία ή Βιβλική εβραϊκή, γνωστή σαν Κλασσικά Εβραϊκά, που υποδηλώνεται με τους όρους ιβρίτεβραϊκή»), λασόν ιβρίγλώσσα Εβραίων») και λασόν ιβρίτγλώσσα εβραϊκή»). Συνήθως η αρχαία εβραϊκή γλώσσα διακρίνεται σε 4 περιόδους:
α) Την πρώιμη περίοδο, απ’ την οποία διασώζονται το «Άσμα της Δεβόρας» (Κριτ.5:1), «Η ευλογία του Ιακώβ» (Γέν.20:49), «Ο ύμνος μετά τη διάβαση της Ερυθράς Θάλασσας» (Έξ.20:15), «Η ωδή του Μωυσή» (Δευτ.20:32) κι άλλα ποιητικά κομμάτια. Αυτά φαίνεται ανήκουν σε κά-ποιο βόρειο ιδίωμα της εβραϊκής γλώσσας.
β) Την κλασική περίοδο της εβραϊκής γλώσσας, που συμπίπτει με τη περίοδο της Βασιλείας. Διαμορφώθηκε πιθανότατα στην Ιερουσαλήμ και χρησιμοποιείτο απ’ τους προφήτες και τους γραφείς του παλατιού. Είναι η πιο ωραία και καθαρή μορφή της εβραϊκής γλώσσας.
Η εβραϊκή γλώσσα επηρεάζεται ήδη από το τέλος της 2ης χιλιετίας π.Χ. από την Αραμαϊκή που άκμαζε στη Συρία. Αυτή στην αρχή της 1ης χιλιετίας εξαπλώνεται και στην Παλαιστίνη και επηρεάζει σιγά – σιγά όλο και πιο πολύ την εβραϊκή, ιδίως μετά την κατάλυση του Β. Βασιλείου του Ισραήλ (722 π.Χ.) κι αυτήν του Ν. Βασιλείου του Ιούδα (586 π.Χ.). Σαν συνέπεια αυτού, οι «πάπυροι της Ελεφαντίνης», που προέρχονται από τον 5ο π.Χ. αιώνα, είναι γραμμένοι σε αραμαϊκή γλώσσα.
γ) Τη μεταιχμαλωσιακή περίοδο της γλώσσας στην οποία είναι γραμμένα και τα εβραϊκά κείμενα του Κουμράν. Είναι λόγια γλώσσα και δεν μιλιέται. Την ίδια περίοδο διαμορφώνεται σαν ομιλούμενη γλώσσα, αυτή της επόμενης περιόδου.
Περί το 200 π.Χ. η εβραϊκή έπαψε να μιλιέται στην Παλαιστίνη, αντικαταστάθηκε από την αραμαϊκή και χρησιμοποιείτο σαν γραπτή γλώσσα απ’ τους ειδικά εκπαιδευμένους σ’ αυτήν, μέχρι και τον 11ο και 12ο μ.Χ. αιώνες. Το κείμενο της Βίβλου διαβαζόταν στις συναγωγές στα εβραϊκά και μεταφραζόταν στα Αραμαϊκά, χάρη των ακροατών. Έτσι προήλθαν οι αραμαϊκές παραφράσεις, γνωστές σαν Ταργκουμίμ (μεταφράσεις).
δ) Τη μισναϊκή ή ραβινική περίοδο, στην οποία υπάγεται η γλώσσα που χρησιμοποιούσαν οι Φαρισαίοι και οι Ραβίνοι την εποχή του Ιησού Χριστού. Υποστηρίζεται ότι ίχνη της βρίσκονται στο βιβλίο του Εκκλησιαστή και στη Σοφία Σειράχ. Επίσης ο χάλκινος κύλινδρος, που βρέθηκε στο Κουμράν, είναι γραμμένος στο ιδίωμα αυτό.
2. Η Ραβινική εβραϊκή, στην οποία γράφτηκε η Mishna (2ος αιώνας μ.Χ.) και τα εβραϊκά τμήματα του Talmud και της Midrash, και υποδηλώνεται με τον όρο λασόν χακκοντές: («γλώσσα αγία»).
3. Η μεσαιωνική εβραϊκή, η εβραϊκή των μεγάλων θεολογικών, φιλοσοφικών και ποιητικών έργων που συντέθηκαν στη διάρκεια του Μεσαίωνα, κυρίως στην Ισπανία και τη Β. Αφρική. Είναι και η γλώσσα των μεταφράσεων απ’ την αραβική κι όσων έργων γράφτηκαν υπό την επίδραση της αραβικής γλώσσας. Τη μιλούσαν οι Εβραίοι κατά το Μεσαίωνα.
4. Η σύγχρονη εβραϊκή, που η εξέλιξή της άρχισε τον 20ο αιώνα. Απ’ το 1880 μ.Χ. άρχισε να μιλιέται και πάλι η εβραϊκή, ιδίως μετά την απόφαση του παγκόσμιου Σιωνιστικού συνεδρίου, που συνήλθε στη Βασιλεία της Ελβετίας (1914), ότι η γλώσσα του σχεδιαζόμενου κράτους θα ήταν η εβραϊκή. Η νέα και σύγχρονη εβραϊκή είναι ένα γλωσσικό ιδίωμα όλων των περιόδων της βιβλικής και μεταβιβλικής εβραϊκής. Ειδικότερα στο λεξιλόγιο και τη μορφολογία κυριαρχεί η αρχαία ή βιβλική εβραϊκή και στη σύνταξη η μεσαιωνική ή μισναϊκή εβραϊκή. Το λεξιλόγιο όμως, για να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις μιας σύγχρονης γλώσσας, πέρα από τις ελληνικές και λατινικές λέξεις που πήρε κατά την ελληνιστική περίοδο, εμπλουτίσθηκε με νέες λέξεις από ευρωπαϊκές γλώσσες, αλλά και από εβραϊκά θέματα. Ταυτόχρονα, εγκαταλείφθηκε η μασωριτική στίξη, αλλά χρησιμοποιείται σε μερικές περιπτώσεις για εκπαιδευτικούς λόγους. Στη γλώσσα αυτή εκπαιδεύονται όλοι όσοι ζουν σήμερα στο Ισραήλ.

ΙΙ. Οι αραμαϊκές γλώσσες
Αραμαϊκά: Μια ομάδα διαλέκτων που έγιναν γνωστές για πρώτη φορά από επιγραφές στο τέλος του 8ου ή στις αρχές του 9ου π.Χ. αιώνα. Σ’ ένα εκπληκτικό κύμα επέκτασης, τα Αραμαϊκά εξαπλώθηκαν στη Παλαιστίνη και τη Συρία και σε μεγάλες περιοχές της Ασίας και της Αιγύπτου, αντικαθιστώντας πολλές γλώσσες, συμπεριλαμβανομένων της εβραϊκής και της ακκαδικής. Για 1000 σχεδόν χρόνια χρησίμευαν σαν η επίσημη και γραπτή γλώσσα της Μ. Ανατολής. Την εποχή του Ιησού, η γλώσσα της Παλαιστίνης ήταν γενικά η Αραμαϊκή. Την εβραϊκή κατείχαν μόνον οι μορφωμένοι. Τα πραγματικά λόγια του Ιησού, π. χ. που αναφέρονται στον Μάρκο 5:41 και 7:34, ήταν στα Αραμαϊκά. Είχαν επίσης επηρεάσει το γραφικό σύστημα διαφόρων γλωσσών. Η εβραϊκή στην πραγματικότητα υιοθέτησε την Αραμαϊκή γραφή.
Την εποχή της καταστροφής του Ναού, 70 μ.Χ. και του διασκορπισμού των Εβραίων, η Αραμαϊκή αντικατάστησε πλήρως την εβραϊκή στην Παλαιστίνη και στις γειτονικές χώρες. Ένα μεγάλο τμήμα του Talmud, των μετα-βιβλικών γραπτών των ραβίνων, γράφτηκε στη Αραμαϊκή και περί τον 6ο αιώνα μ.Χ. υπήρχε μια Αραμαϊκή έκδοση της Βίβλου, γνωστή σαν Targum. Η αραβική άρχισε να εκτοπίζει την Αραμαϊκή και Συριακή (ανατολική διάλεκτος των Αραμαϊκών με πλούσια θεολογική φιλολογία των πρώτων χριστιανών Πατέρες) περί τα μέσα του 7ου μ.Χ. αιώνα κι ουσιαστικά τα αντικατέστησαν περί τον 9ο και 10ο αιώνα. Αλλά μερικές συριακές διάλεκτοι μιλιούνται ακόμα και σήμερα σ’ απομονωμένα μικρά τμήματα στη Συρία και στο Ιράκ.
Βιβλική αραμαϊκή: Στην Π. Διαθήκη (Έσδρ.4:7) λέγεται αραμίθ και λασόν αραμίθ. Σ’ αυτήν έχουν γραφτεί τα εξής τμήματα της Π. Διαθήκης: α) Οι λέξεις γιεγάρ σαχαδουθάλίθοι μαρτυρίας») (Γέν.31:47), β) Ιερεμ.10:11, γ) Έσδρα 4:8-16, 18, και 7:12-20, δ) Δαν.2:46-7:28.
Αιγυπτιακή αραμαϊκή: Είναι η γλώσσα στην οποία γράφτηκαν οι διασωθέντες «πάπυροι της Ελεφαντίνης» του 5ου π.Χ. αιώνα. Πρόκειται για την αλληλογραφία της ιουδαϊκής κοινότητας, που ζούσε στο νησί Ελεφαντίνη, με τα Ιεροσόλυμα.
Αραμαϊκή του Ταργκούμ: Είναι η γλώσσα του 2ου π.Χ. αιώνα. Τα διασωθέντα κείμενα είναι τα Ταργκουμίμ, δηλαδή ελεύθερες μεταφράσεις της Βίβλου, που χρησιμοποιούνταν στη λατρεία της Συναγωγής, γιατί οι Εβραίοι αντάλλαξαν στο μεταξύ την εβραϊκή γλώσσα με την αραμαϊκή.
Αραμαϊκή του παλαιστινιακού Ταλμούδ: Το Ταλμούδ ολοκληρώθηκε τον 4ο μ.Χ. αιώνα στην Καισάρεια της Παλαιστίνης και περιλαμβάνει την ερμηνευτική παράδοση των Ιουδαίων της Παλαιστίνης σε αραμαϊκή γλώσσα.
Σαμαρειτική: Η γλώσσα των Σαμαρειτών ήταν αραμαϊκή και σ’ αυτήν γράφτηκαν διάφορα θρησκευτικά κείμενα, μεταξύ των οποίων και η σαμαρειτική Πεντάτευχος, συνταγμένη σε αρχαία εβραϊκή γραφή, το σαμαρειτικό Ταργκούμ, δηλαδή ελεύθερη μετάφραση της Πεντατεύχου, προσευχές, ύμνοι κλπ. Τα κείμενα αυτά χρησιμοποιούνται ακόμα και σήμερα στη σαμαρειτική κοινότητα της Νεάπολης (Nablus) της Παλαιστίνης.
Παλμυρηνή και η Ναβαταϊκή: Πρόκειται για αραμαϊκές διαλέκτους. Σ’ αυτές διασώθηκαν μερικές επιγραφές απ’ τον 1ο–4ο μ.Χ. αιώνα.
Συριακή: Τη γλώσσα αυτή χρησιμοποιούσε η συριακή Εκκλησία. Σ’ αυτήν γράφτηκαν και διασώθηκαν πολλά θεολογικά, φιλοσοφικά και ιστορικά συγγράμματα, όπως ύμνοι, προσευχές κλπ.
Η γλώσσα του Βαβυλωνιακού Ταλμούδ: Το Ταλμούδ αυτό διασώζει την ερμηνευτική παράδοση των Ιουδαίων της Βαβυλώνας.
Μανδαϊκή: Είναι γλώσσα σημιτική στην οποία διασώθηκαν λειτουργικά κείμενα του 8ου μ.Χ. αιώνα κάποιας χριστιανικής αίρεσης στη Βαβυλώνα, γνωστής σαν «Μανδαίοι» ή «Ναζωραίοι» ή «Χριστιανοί του Ιωάννη του Βαπτιστή».
Σύγχρονοι αραμαϊκοί διάλεκτοι: Μιλιούνται σε χριστιανικές (Ορθοδόξων και Μελχιτών) και μουσουλμανικές κοινότητες του Αντιλιβάνου, της Β. Μεσοποταμίας και του Κουρδιστάν.

Ανατολικός κλάδος
Περιλαμβάνει μια μόνο γλώσσα, την ακκαδική, που έχει δυο διαλέκτους: τη βαβυλωνιακή και ασσυριακή. Ακκαδική ήταν το αρχικό όνομα που χρησιμοποιούσαν οι Μεσοποτάμιοι για τη γλώσσα τους. Akkad ήταν η πρωτεύουσα της πρώτης σημιτικής αυτοκρατορίας στη Μεσοποταμία (περί το 2300 π.Χ.). Επίσης αναφέρεται στη Γένεση 10:10. Πριν το 4.000 π.Χ. η Μεσοποταμία κατοικείτο ήδη απ’ τους Σουμέριους, έναν μη σημιτικό λαό που είχε φτάσει σε πολύ ψηλό βαθμό πολιτισμού. Οι Βαβυλώνιοι κι οι Ασσύριοι υιοθέτησαν τη σφηνοειδή γραφή των Σουμερίων για τη δική τους γλώσσα. Τα ακκαδικά εκτοπίστηκαν απ’ τα Αραμαϊκά, περίπου απ’ τον 1ο αιώνα π.Χ.

Νότιος κλάδος
Αιθιοπική: γνωστή και σαν Geuez, ήταν ομιλούμενη γλώσσα στην Αιθιοπία μέχρι τον 14ο αιώνα. Για πρώτη φορά μάς έγινε γνωστή από επιγραφές του 4ου μ.Χ. αιώνα. Χριστιανοί ιεραπόστολοι έφεραν στους Αιθίοπες τη Βίβλο κι έγραψαν πολλά θεολογικά έργα στη γλώσσα αυτή. Απ’ τον 14ο αιώνα ομιλούμενη γλώσσα έγινε η Αμχαρική, που ανήκει στη σημιτική οικογένεια, αλλά τροποποιημένη σε μεγάλο βαθμό από μη σημιτικές επιδράσεις. Η Geuez παρέμεινε γλώσσα της Εκκλησίας και της λογοτεχνίας κι αντιπροσωπεύεται ακόμα από αρκετές διαλέκτους που μιλιούνται στην Αιθιοπία. Όμως η κύρια γλώσσα σήμερα είναι η Αμχαρική, που τη μιλάνε 5.000.000 περίπου άνθρωποι στην Αιθιοπία.
Αραβική: η γλώσσα της Αραβίας. Έχει διάφορες διαλέκτους, όπως η Μιναϊκή, η Σαβαϊκή κ.α. Η νότια αραβική προηγήθηκε της σημερινής κλασικής αραβικής. Διατηρήθηκε σε επιγραφές καλύπτοντας μια περίοδο από το 800 π.Χ. περίπου μέχρι τον 6ο αιώνα μ.Χ. και πιστεύεται ότι μιλιέται ακόμα σε διάφορες διαλέκτους, κατά μήκος της νότιας ακτής της Αραβίας. Η κλασική Αραβική είναι η γλώσσα που χρησιμοποιήθηκε στη λογοτεχνία από Άραβες συγγραφείς απ’ την εποχή των προ-ισλαμιστών ποιητών μέχρι σήμερα. Η πιο αρχαία καταγραφή της είναι μια επιγραφή του 4ου μ.Χ. αιώνα. Η κλασική αραβική οφείλει την επέκτασή της, απ’ τον 7ο αιώνα, στις κατακτήσεις των Αράβων και την εξάπλωση του Ισλάμ. Το σημαντικότερο έργο είναι το Κοράνιο (Qur’ān), που οι Μουσουλμάνοι το δέχονται όχι μόνο σαν θεϊκή αποκάλυψη, αλλά και σαν τέλειο μοντέλο γραμματικής και σύνθεσης. Οι κύριες διάλεκτοι είναι της Αιγύπτου, του Ιράκ, της Συρίας, της Παλαιστίνης και της Β. Αφρικής, με την οποία ουσιαστικά συνδέεται η Μαλτέζικη διάλεκτος. Η τελευταία βρίσκεται στην ιδιάζουσα θέση του να είναι η μόνη αραβική διάλεκτος γραμμένη κανονικά με λατινικούς χαρακτήρες. Την αραβική μιλάνε σήμερα 80.000.000 περίπου άνθρωποι κι έχει χρησιμεύσει για αιώνες σαν μια ιερή, λογοτεχνική κι επίσημη γλώσσα του Ισλάμ.
Η γλώσσα Yiddish: Τα Yiddish είναι εβραϊκή γλώσσα, γραμμένη με εβραϊκό αλφάβητο και μιλιέται απ’ τους Εβραίους Ashkenazi ήδη απ’ τον Μεσαίωνα, αλλά δεν είναι σημιτική γλώσσα. Σύμφωνα με τη Standard Jewish Encyclopedia, η Γερμανική προμήθευσε περίπου το 85% του λεξιλογίου και τη βασική γραμματική δομή. Εβραϊκές λέξεις επικρατούν στα θρησκευτικά γραπτά, στα γραπτά των διανοουμένων και στην ομιλία. Τα Yiddish έχουν μια πολύ πλούσια λογοτεχνία, με το πρώτο σημαντικό έργο τυπωμένο τον 16ο αιώνα. Μερικοί απ’ τους διάσημους κλασικούς συγγραφείς στα Yiddish κατά τον 19ο-20ο αιώνα είναι ο Abramovitch, o Isaak l. Peretz κι ο Sholem Aleikhem. Υπολογίζεται ότι στην έναρξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου αυτοί που μιλούσαν Yiddish ήσαν 10-12 εκατομμύρια. Η εβραϊκή τραγωδία του 1939-1945 στην Α. Ευρώπη και τη Γερμανία μαζί με τη Σοβιετική καταπίεση εξολόθρευσε τα κύρια κέντρα της Yiddish λογοτεχνίας. Σαν ομιλούμενη γλώσσα χάνει σιγά - σιγά έδαφος, ιδιαίτερα μεταξύ των νεώτερων γενεών στις Η.Π.Α., την Ευρώπη και το Ισραήλ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: