18/11/09

Αντισημιτισμός στην αρχαιότητα - Β'

ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΟΝ ΡΩΜΑΪΚΟ ΑΕΤΟ
Ο ρωμαϊκός αντισημιτισμός, άμεσος κληρονόμος του ελληνικού, έφερε τη σφραγίδα του προκατόχου του. Η ρωμαϊκή κατάκτηση δεν άλλαξε ουσιαστικά το πολιτιστικό κλίμα και τις κοινωνικές συνθήκες του ελληνο-ασιατικού κόσμου. Η ελληνική άποψη για τους Ιουδαίους πέρασε έτσι και στους Ρωμαίους. Ο ρωμαϊκός αντισημιτισμός, ωστόσο, ήταν πιο πολύπλοκος από τον ελληνικό. Το πνεύμα των Μακκαβαίων δεν κόπασε τους ρωμαϊκούς χρόνους και η Ρώμη ήξερε πως να αποθαρρύνει τις επαναστάσεις. Ποταμοί αίματος έμελλαν να χυθούν κατά τις συγκρούσεις των Ρωμαίων με τους Εβραίους. Από την άλλη πλευρά, η ρωμαϊκή πολιτική έδειχνε μία καθαρή φιλοσημιτική τάση.[1] Πράγματι, η επίσημη εύνοια προς την ιουδαϊκή πίστη, και η επιτυχία του ιουδαϊκού προσηλυτισμού μεταξύ των Ρωμαίων, εντυπωσιάζουν τον ιστορικό της εποχής τόσο όσο και οι εβραιο-ρωμαϊκοί πόλεμοι και οι αντιεβραϊκές αντιδράσεις. Μόνον οι διανοούμενοι παρέμειναν ανεπηρέαστοι από την έκκληση του Ισραήλ για μονοθεϊσμό.
Το πιο σημαντικό νέο στοιχείο στη ρωμαϊκή περίοδο ήταν η εβραϊκή κοινότητα στη Ρώμη. Αν και ήταν από τις τελευταίες που ιδρύθηκαν στη διασπορά, χρησίμευε ως ένα μικρής κλίμακας υπόδειγμα όλου του Εβραϊσμού, στη σκιά του ίδιου του αυτοκρατορικού ανακτόρου, παίζοντας έτσι σημαντικό ρόλο ως καθοριστικός παράγοντας της αυτοκρατορικής πολιτικής και της στάσης του λαού απέναντι στους Εβραίους. Πριν τη χριστιανική εποχή, η εβραϊκή κοινότητα ήταν μεγάλη και είχε επιρροή - δεύτερη μετά την Αλεξάνδρεια. Ήδη το 59 π.Χ., ο Κικέρων στο έργο του Pro Flacco υπέθετε ότι όλοι ήξεραν «πόσο πολυάριθμοι είναι, πόσο αφοσιωμένοι είναι στη φυλή τους και πόση επιρροή έχουν στις συνελεύσεις». Οι Εβραίοι της Ρώμης είχαν δικαίωμα ψήφου στις συνελεύσεις και είχαν γίνει πολιτική δύναμη. Είχαν μπει στην οικονομική ζωή της πόλης, κέρδιζαν πολλούς οπαδούς στην πίστη τους, και είχαν αποσπάσει πολλά προνόμια από τους αυτοκράτορες. Αυτά τα προνόμια προκαλούσαν τον φθόνο των γειτόνων τους, και οι προσηλυτιστικές τους επιτυχίες τον φθόνο των διανοούμενων, και περιστασιακά της κυβέρνησης.
Η κυριότερη αιτία έντασης, ωστόσο, ήταν θρησκευτική. Η ρωμαϊκή θρησκεία ήταν τελετουργική και έντονα ενσωματωμένη στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων. Εικόνες των θεών υπήρχαν παντού και σχεδόν κάθε πράξη, δημόσια ή ιδιωτική, είχε την υπερφυσική συνοδεία της. Οι Ρωμαίοι ήταν υπερήφανοι για τις τελετουργίες και τους θεούς τους, οι οποίοι συνδέονταν στενά με τη δόξα της Ρώμης. Ενώ γενικά ήταν ανεκτικοί προς τις άλλες θρησκείες, των οποίων ήταν οικοδεσπότες, ήταν ασυμβίβαστοι προς οτιδήποτε απειλούσε τη δική τους θρησκεία.[2] Ήταν ασυνήθιστοι, ωστόσο, στον θρησκευτικό ανταγωνισμό. Οι περισσότεροι από τους ξένους οπαδούς θρησκειών, που ζούσαν μέσα στα όρια της αυτοκρατορίας, ήταν ικανοποιημένοι με τη θρησκευτική τους ελευθερία και δεν είχαν δυσκολία στην απλή απαίτηση της Ρώμης να λατρεύουν και τον Jupiter [Δία] και να απέχουν από πράξεις εχθρικές προς την αυτοκρατορική θρησκεία.
Αλλά δε συνέβαινε το ίδιο και με τους Εβραίους. Μπορούσαν να προσαρμοστούν σε όλα εκτός από τη θρησκεία. Είχαν και αυτοί μία θρησκεία - στην πραγματικότητα πιο απαιτητική από εκείνη των Ρωμαίων - εξ ίσου ενσωματωμένη στην καθημερινή τους ζωή. Ο Θεός του Ισραήλ ήταν ένας ζηλωτής Θεός που δεν δεχόταν συμβιβασμούς. Αυτή η αδιάλλακτη στάση έβαλε τις ρωμαϊκές αρχές σε ένα δίλημμα: είτε να αποκηρύξουν την πολύτιμη αρχή της ανοχής, είτε να κάνουν μία ιδιαίτερη εξαίρεση για την πεισματική μειονότητα - σύμφωνα με τη φράση του Juster: «διωγμός ή προνόμιο».
Ο ρωμαϊκός ρεαλισμός υπερίσχυσε. Δόθηκαν στους Εβραίους όλα τα προνόμια που ήταν απαραίτητα για μία πλήρη άσκηση του τρόπου ζωής τους, όχι μόνο στην Ιουδαία αλλά και σε όλη τη Διασπορά, ακόμα και στην ίδια τη Ρώμη. Στην πραγματικότητα η ιστορία των εβραιο-ρωμαϊκών σχέσεων περιλαμβάνει λίγα ακόμα στοιχεία εκτός από την ιστορία αυτών των προνομίων και από τις διαμάχες ή τις συμμαχίες που προέκυψαν. Οι Εβραίοι πήραν μοναδικά προνόμια για να μπορέσουν να ασκήσουν τις πρακτικές του μονοθεϊσμού. Εξαιρέθηκαν από πολλές εξωτερικές πράξεις της ρωμαϊκής θρησκείας και απαλλάχθηκαν από όλες τις κοινωνικές δραστηριότητες την ημέρα του Σαββάτου, με μόνη απαίτηση να προσεύχονται για τον αυτοκράτορα. Πριν αρχίσει η χριστιανική εποχή, ο Ιουδαϊσμός ήταν η μόνη αναγνωρισμένη θρησκεία εκτός από την αυτοκρατορική.
Οι ιστορικοί έχουν ψάξει να βρουν εξηγήσεις γι’ αυτήν την ιδιαίτερη κατάσταση. Πολλοί παράγοντες συνέβαλλαν σ’ αυτήν, αλλά η θεμελιώδης απάντηση φαίνεται να είναι ψυχολογική. Η Ρώμη και η Ιερουσαλήμ θαύμαζαν και φοβούνταν η μία την άλλη. Οι Ιουδαίοι φαίνονταν να προτιμούν τη ρωμαϊκή κυριαρχία από οποιαδήποτε άλλη - ακόμα και από εκείνη της δυναστείας του Ηρώδη - και περισσότερες από μία φορές συμμάχησαν με τη Ρώμη εναντίον των εχθρών της. Αλλά είχαν μάθει να φοβούνται τη ρωμαϊκή βαρβαρότητα, και η μνήμη των 2.000 Εβραίων που κρεμάστηκαν στην Ιερουσαλήμ από τον Βάρο (139-169 μ.Χ.) ήταν αρκετή για να κρατήσει τους φόβους τους ζωντανούς. Η Ρώμη, από την πλευρά της, φαινόταν να είναι εντυπωσιασμένη από τη γενναία προσκόλληση των Εβραίων στη θρησκεία τους, αλλά κι αυτή φοβόταν τις εξεγέρσεις τους, μερικές από τις οποίες είχαν βλάψει πολύ τη στρατιωτική της δύναμη. Και παρ’ όλα αυτά, πέρα από τον αμοιβαίο θαυμασμό και φόβο, υπήρχε κάποια μικρή κατανόηση μεταξύ αυτών των ριζικά αντίθετων νοοτροπιών. Αλλά η σχέση τους έμελλε να είναι θυελλώδης.
Οι πολιτικές των αυτοκρατόρων αντανακλούσαν αυτή την αμφίρροπη κατάσταση. Μερικοί ήταν ευνοϊκά διακείμενοι προς τους Εβραίους, μερικοί εχθρικά. Ο Ιούλιος Καίσαρ (100-44 π.Χ.), έδειξε ευγνωμοσύνη για τη βοήθειά τους στη διάρκεια του εμφύλιου πόλεμου, λούζοντας τους με προνόμια. Γι’ αυτό οι Εβραίοι της Ρώμης θρήνησαν πολύ τον θάνατό του. Οι παραχωρήσεις του, που θεωρούνται από τους ιστορικούς ως η «Μάγκνα Κάρτα» των Εβραίων της αρχαιότητας, ανανεώνονταν στο σύνολό τους από τους επόμενους αυτοκράτορες. Ο Αύγουστος (27 π.Χ. -14 μ.Χ.) συνέχισε αυτή την πολιτική, και ανάμεσα στα άλλα, σταμάτησε να μοιράζει σιτάρι στους Εβραίους την ημέρα του Σαββάτου. Ο Τιβέριος (14-37 μ.Χ.), υπό την επιρροή του Σεανού, του αντισημίτη υπουργού του, εξόρισε 4.000 Εβραίους στη Σαρδηνία, αλλά ανανέωσε τα προνόμια τους μετά τον θάνατο του Σεανού. Ο Καλιγούλας (37-41 μ.Χ.) προσπάθησε να επιβάλλει τη λατρεία του αυτοκράτορα στις συναγωγές, αλλά πέθανε προτού εκτελεστεί η απαίτησή του. Ο Κλαύδιος (41-54 μ.Χ.) φέρθηκε καλά προς τους Εβραίους, αν και έδιωξε μερικούς από τη Ρώμη εξαιτίας της διαμάχης μεταξύ Εβραίων και Χριστιανών.[3]
Ο άγριος πόλεμος που επέφερε την καταστροφή της Ιερουσαλήμ το 70 μ.Χ., ίσως να αναμενόταν ότι θα κατέστρεφε την επίσημη θέση του Ισραήλ, αλλά κάτι τέτοιο δεν συνέβη. Η μόνη μεταβολή που υπήρξε ήταν η αλλαγή πληρωμής του φόρου που οι Εβραίοι έστελναν για τον Ναό στην Ιερουσαλήμ, σε φόρο για το Καπιτώλιο του Jupiter στη Ρώμη. Μετά τον πόλεμο η πορεία των εβραιο-ρωμαϊκών σχέσεων εξαρτιόταν γενικά από τις προσηλυτιστικές και μεσσιανικές εβραϊκές κινήσεις: εμπνεόμενοι ακόμα από τα οράματα της ανεξαρτησίας, συχνά επαναστατούσαν, και η πιο σοβαρή εξέγερση έγινε το 115 μ.Χ., όταν αυτοκράτορας ήταν ο Τραϊανός, και το 131 μ.Χ. όταν ήταν ο Αδριανός. Αυτή η τελευταία εξέγερση έφερε σε τέλος το Ισραήλ ως πολιτική δύναμη της αρχαιότητας. Η τελική εξέγερση, στην αυτοκρατορία του Αδριανού, πυροδοτήθηκε από την απαγόρευση της εβραϊκής θρησκείας και της περιτομής, καθώς και από την ανέγερση της ειδωλολατρικής πόλης Aelia Capitolina στην Ιερουσαλήμ. Ο Αδριανός, που ήταν φανατικός ελληνιστής, είχε φοβηθεί από τις επιτυχίες του ιουδαϊκού προσηλυτισμού και αποφάσισε να τον εξαλείψει οριστικά.[4]
Ο αντισημιτισμός των λαϊκών μαζών, αν και δεν ήταν το χαρακτηριστικό στοιχείο της ρωμαϊκής εποχής, δεν ήταν λιγότερο διαδεδομένος, και μάλιστα μερικές φορές ήταν έντονος. Μέσα σε όλη την αυτοκρατορία, τα ιδιαίτερα προνόμια των Εβραίων, ο «ξενικός» χαρακτήρας τους, και η επιχειρηματική τους πρωτοβουλία προκαλούσαν τον φθόνο του μη εβραϊκού πληθυσμού. Στη Ρώμη, τα προνόμιά τους και η επιρροή τους προκαλούσαν έντονη αντίδραση, η οποία, ωστόσο, συγκρατιόταν από την αυτοκρατορική προστασία. Στην Αλεξάνδρεια οι παλιές εντάσεις είχαν αυξηθεί, αλλά τα πρώτα χρόνια της αυτοκρατορίας δεν ριψοκινδύνευαν να εκδηλωθούν ανοιχτά. Με αυτοκράτορα τον ασταθή Καλιγούλα, το ρίσκο μειώθηκε, και ένα ξέσπασμα το 38 μ.Χ. - το πρώτο πραγματικό πογκρόμ στην ιστορία - συνέβη στην Αλεξάνδρεια. Αβέβαιοι για τις διαθέσεις του αυτοκράτορα, οι έπαρχοι της πόλης υποκίνησαν τους όχλους σε οχλοκρατικές διαμαρτυρίες, επειδή οι Εβραίοι αρνήθηκαν να στήσουν τον αυτοκρατορικό ανδριάντα στις συναγωγές. Στη συνέχεια, τους αφαιρέθηκε η ιδιότητα του πολίτη, τους προπηλάκισαν και τους περιόρισαν στο ένα τέταρτο της πόλης, πιέζοντάς τους να μείνουν ακόμη και σε κοιμητήρια και σε παραλίες. Μερικοί βασανίστηκαν και άλλοι δολοφονήθηκαν. Στο αποκορύφωμα αυτών των ταραχών, μία αντιπροσωπεία Εβραίων, με επικεφαλής τον Φίλωνα, πήγε στον Καλιγούλα, έχοντας ως κατήγορο τον Απίωνα, αλλά τελικά αυτή η προσπάθεια είχε σαν αποτέλεσμα τη μεγαλύτερη ταπείνωσή τους.
Ταραχές σκιάσανε τις εβραιο-ρωμαϊκές σχέσεις και σε άλλες πόλεις όπου οι Εβραίοι ήταν πολυάριθμοι, ιδιαίτερα επί Βεσπασιανού (69-79 μ.Χ.) και Τίτου (78-81 μ.Χ.). Στην Αντιόχεια τα πολιτικά δικαιώματα των Εβραίων προκάλεσαν τους κατοίκους, και έγιναν αιτήσεις στη Ρώμη να τους καταπιέσει. Ακολούθησαν σφαγές Εβραίων. Στην Έφεσο, την Κυρηναϊκή και τις πόλεις της Ιωνίας γίνονταν ταραχές που ξεσπούσαν συνήθως με αφορμή την άρνηση των Εβραίων να συμμετέχουν στην ειδωλολατρική θρησκεία. Στην Καισάρεια - που ιδρύθηκε από τον Ηρώδη (4π.Χ.- 40 μ.Χ.) - ήταν συχνές οι πολιτικές διαμάχες για την πολιτική ηγεσία και πολλές φορές οι Εβραίοι δέχονταν επιθέσεις. Σε μερικές περιπτώσεις πολλοί δολοφονήθηκαν, ιδιαίτερα σε πόλεις που βρίσκονταν κοντά στην Παλαιστίνη (Δαμασκό, Τύρο, Ασκαλώνα, Πτολεμαΐδα, Γάδαρα, Ιππώνα και Σκυθόπολη) όπου η ιουδαϊκή θρησκευτική προπαγάνδα ήταν πολύ έντονη.

Ο ΚΛΑΣΣΙΚΟΣ ΑΝΤΙΣΗΜΙΤΙΣΜΟΣ
Οι πραγματικοί αντισημίτες της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας δεν ήταν ούτε η κυβέρνηση ούτε ο λαός, αλλά οι διανοούμενοι. Πολλοί από αυτούς δεν ασχολούνταν καθόλου με το Ισραήλ, αλλά από όσους ασχολούνταν, πολύ λίγοι ήταν φιλικοί προς αυτούς, ενώ οι περισσότεροι ήταν φανατικοί εχθροί. Ο Βάρρων ίσως να έδειξε λίγο σεβασμό, ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος και ο Τίτος Λίβιος παρέμειναν ουδέτεροι. Από τους υπόλοιπους δεν υπήρχε τίποτα άλλο παρά περιφρόνηση και προσβολές.
Αυτή η φάση της ιστορίας άρχισε το 59 π.Χ. με τη σπουδαία φωνή του Κικέρωνα. Ο διάσημος ρήτορας, έξυπνος μαθητής του Μόλωνα, μετέφερε τις προκαταλήψεις του Ροδεσιανού δασκάλου του στη Ρώμη, συνδέοντας έτσι τον ρωμαϊκό Αετό με τον ελληνικό. Η ευκαιρία που του δόθηκε να εκφράσει τα αισθήματά του, ήταν όταν πήγε σε μία δίκη ως συνήγορος του Ρωμαίου έπαρχου Φλάκκου στη Μικρά Ασία ο οποίος είχε λεηλατήσει το ιουδαϊκό θησαυροφυλάκιο. Η συνηγορία του Κικέρωνα αποθανατίστηκε στο έργο του Pro Flacco (Υπέρ Φλάκκου). Μπροστά στο δικαστήριο παρουσίασε τους φόβους του για τους πολυάριθμους, πανούργους Εβραίους της Ρώμης που αύξαναν την επιρροή τους, και επαίνεσε τον Φλάκκο επειδή «είχε αντισταθεί στις βαρβαρικές τους δεισιδαιμονίες». «Το είδος των τελετουργιών και της θρησκείας τους δεν έχει τίποτα το κοινό με το μεγαλείο της αυτοκρατορίας, τη δόξα του ονόματός μας, και τους θεσμούς των προγόνων μας. Αυτός ο λαός με τα όπλα του, όλο και περισσότερο, δείχνει πως νοιώθει για εμάς. Ακόμα και έτσι που είναι κατακτημένοι και σκλαβωμένοι, οι αθάνατοι θεοί πολύ λίγο νοιάζονται γι’αυτούς». «Οι Ιουδαίοι», είχε παρατηρήσει παλαιότερα μπροστά στη Σύγκλητο, «είναι γεννημένοι για δούλοι». Η ιστορία δεν κατέγραψε το αποτέλεσμα της δίκης του Φλάκκου, αλλά για τον Κικέρωνα μας λέει ότι την επόμενη χρονιά εξορίστηκε από τη Ρώμη.
Κατά τους τελευταίους χρόνους της προχριστιανικής περιόδου, ο φιλολογικός αντισημιτισμός με δυσκολία κρατήθηκε ζωντανός, χάρη σε μερικές ειρωνείες του Οράτιου σχετικά με τον ιουδαϊκό προσηλυτισμό και την ευπιστία τους, στους σαρκασμούς του Τίβουλλου και του Οβίδιου σχετικά με τη σαββατική ανάπαυση, και στις διαστρεβλώσεις της εβραϊκής ιστορίας από τον Πομπήιο. Ο τόνος του Κικέρωνα δεν υπάρχει πλέον, μέχρις ότου, τον επόμενο αιώνα, φάνηκε ο Σενέκας. Αυτός ο ένθερμος πατριώτης και Στωικός, αγωνιζόταν ενάντια στην επικράτηση των εθίμων αυτού «του πιο διεστραμμένου έθνους», ιδιαίτερα ενάντια στην πρακτική της αργίας του Σαββάτου. Ο Πρετώνιος εντρυφούσε σε σαρκασμούς σχετικά με την περιτομή και την «απέχθεια» για το χοιρινό. Οι ισχυρισμοί του Κουιντιλλιανού και του Μαρτιαλινού ήταν βραχύλογοι αλλά αιχμηροί: για τον πρώτο, οι Εβραίοι ήταν ένα «επιζήμιο έθνος» και η πίστη τους μία «δεισιδαιμονία». Για τον δεύτερο, η περιτομή και το Σάββατο ήταν συνώνυμα με κάθε τι το εκφυλιστικό. Τον 2ο αιώνα, ο Ιουβενάλιος ελεεινολογούσε τη διεφθαρμένη επιρροή των Εβραίων γονέων πάνω στα «δυστυχισμένα παιδιά τους».
Ο Τάκιτος έφτασε στο απόγειο του αρχαίου αντισημιτισμού. Ο μεγάλος ιστορικός ξεπέρασε όλους τους ανταγωνιστές του της Ελληνο-ρωμαϊκής εποχής σε μίσος και σφοδρότητα. Καμία από τις προηγούμενες κατηγορίες δεν λείπει από τον κατάλογό του - εκτός από εκείνη του «τελετουργικού φόνου», που τώρα πλέον είχε επιστρατευτεί κατά των Χριστιανών - και κάθε κατηγορία αποκτά ένα καινούργιο «γαρνίρισμα». «Το Σάββατο», λέει ο Τάκιτος, «τους θυμίζει την ημέρα της απόδρασής τους, στην οποία, λόγω της τεμπελιάς τους, έμειναν προσκολλημένοι». Οι υπόλοιποι θεσμοί τους είναι «πονηροί, ατιμωτικοί, και έχουν επιζήσει μόνον εξαιτίας της διαστροφής τους». Η ευημερία τους «προέρχεται από την πεισματώδη αλληλεγγύη τους, που είναι αντίθετη προς το αδυσώπητο μίσος που καλλιεργούν ενάντια στους υπόλοιπους ανθρώπους». Ποτέ δεν τρώνε μαζί με ξένους, και, αν και είναι επιρρεπείς στην ακολασία, «απέχουν από επαφή με ξένες γυναίκες». Ανάμεσά τους, ωστόσο, «τίποτα δεν είναι απαγορευμένο». Η πρώτη εντολή που τους δίνεται είναι να απεχθάνονται τους θεούς, να απαρνούνται την πατρική γη τους, να ξεχνούν τους γονείς, τα αδέλφια και τα παιδιά τους.
Ξαφνικά ο τόνος αλλάζει, πλησιάζει κοντά στην ευλογία: οι Ιουδαίοι θεωρούν έγκλημα να σκοτώσουν ένα «παιδί που είναι μόνο», πιστεύουν στην αθανασία εκείνων που πεθαίνουν στη μάχη, γι’ αυτό και η απάθειά τους για το θάνατο. Ο Θεός τους είναι ένα ανώτατο και αιώνιο Ον, και γι’ αυτό και δεν ανέχονται «κανένα άγαλμα στις πόλεις και ιδιαίτερα στους ναούς τους, και τις κολακείες προς τους βασιλείς...»
Αυτή η έκλαμψη είναι στιγμιαία. Τι είναι οι Ιουδαίοι; «Από όλους τους υποδουλωμένους λαούς οι πιο αξιοκαταφρόνητοι... ένας αηδιαστικός λαός... γεμάτοι δεισιδαιμονίες και μίσος για όλες τις θρησκευτικές πρακτικές», ένας λαός με «έθιμα παράλογα και αποκρουστικά...», και συνοψίζει: «Όλα όσα εμείς θεωρούμε ιερά, αυτοί τα θεωρούν βέβηλα, και όλα όσα είναι νόμιμα γι’ αυτούς, είναι ακάθαρτα για μας».
Μετά τον Τάκιτο, ο ρωμαϊκός φιλολογικός αντισημιτισμός άρχισε να παρακμάζει. Υπήρχαν λίγα αμυδρά παράπονα, και μετά από ένα τελικό κροτάλισμα εθνικού μίσους από τον Ρουτίλιο Ναματιανό, ποιητή του 5ου αιώνα, που είχε εξαγριωθεί από έναν «γκρινιάρη Ιουδαίο» που συνάντησε στο δρόμο, και τα αισθήματά του είχαν φουντώσει σε μία ελεγεία για «το ακοινώνητο ζώο, αυτόν τον Ιουδαίο...» Ο ποιητής τελειώνει με μία επίθεση στο Σάββατο και σε άλλα ιουδαϊκά έθιμα και τελικά στην «πληγή που παρέδωσε ο Ιουδαϊσμός στον κόσμο»: τον Χριστιανισμό.

ΕΚΤΙΜΗΣΕΙΣ
Ο ελληνικός και ο ρωμαϊκός αντισημιτισμός μοιάζουν αρκετά ώστε να θεωρηθούν μία ενιαία ιστορική ενότητα. Η ρωμαϊκή φάση σε μεγάλη έκταση μπορεί να θεωρηθεί ελληνικός αντισημιτισμός που συνεχίστηκε κάτω από νέες πολιτικές συνθήκες. Και στις δύο φάσεις διακρίνεται η ίδια βασική κατάσταση: ένας υπερήφανος και κατακτητικός πολιτισμός να αντιμετωπίζει ένα πολιτικά αμελητέο έθνος, στερημένο - σύμφωνα με τα ειδωλολατρικά πρότυπα - από όλο τον πολιτισμό και τα επιτεύγματά του, προβάλλοντας την ανωτερότητα της Τορά (Πεντατεύχου) απέναντι στους νόμους και στα γράμματα του κατακτητή.
Παρά τη σύγκρουση των θρησκευτικών απόψεων και αξιών μεταξύ των οπαδών του Γιαχβέ και των οπαδών του Jupiter, ο ειδωλολατρικός αντισημιτισμός δεν ήταν θεολογικός. Οι ξένες θεολογίες ήταν γενικά ανεκτές, με την προϋπόθεση ότι οι ακόλουθοί τους θα απείχαν από πράξεις εχθρικές προς την αυτοκρατορική θρησκεία και θα απέδιδαν έναν εξωτερικό χαιρετισμό στον Jupiter. Οι Εβραίοι εξαιρούνταν από την τελευταία απαίτηση, και ο Ιουδαϊσμός ήταν η μόνη νομικά αναγνωρισμένη θρησκεία στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Αυτός ο πρώτος αντισημιτισμός δεν ήταν ούτε τόσο εθνικός, ούτε τόσο φυλετικός. Παρά την περιφρόνηση που έδειχναν οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι κατακτητές για τους κατακτημένους λαούς, ήταν ανεκτικοί απέναντι στο ετερόκλητο αμάλγαμα των λαών που αποτελούσαν τις αυτοκρατορίες τους. Οι Εβραίοι, επιπρόσθετα, συγχέονταν συχνά με τους Σύριους ή με τους Ασιάτες γενικά.
Επίσης ο αντισημιτισμός της αρχαιότητας δεν ήταν οικονομικός, όπως είναι στην εποχή μας ή και σε άλλες εποχές. Οι οικονομικοί παράγοντες ήταν σημαντικοί στην Αλεξάνδρεια, στα λιμάνια, και στις ελληνικές πόλεις, αλλά δεν μπορούν από μόνοι τους να θεωρηθούν αρκετοί για να δικαιολογήσουν το φαινόμενο. Ο Juster, ο οποίος έκανε μία λεπτομερή μελέτη της ελληνο-ρωμαϊκής περιόδου, δεν βρήκε κάποια δυσαναλογία των Εβραίων, σε σχέση με τους υπόλοιπους, στον τομέα του εμπορίου και θεώρησε καλό να συμπεράνει: «Ποτέ κάποιος παγανιστής συγγραφέας δεν χαρακτήρισε τους Ιουδαίους ως εμπόρους. Ποτέ στην αρχαιότητα δεν συνδέονταν οι έννοιες «Ιουδαίος» και «έμπορος». Στην ίδια περίοδο τίποτα δεν δείχνει ότι οι Εβραίοι είχαν κάποια προτίμηση στο εμπόριο».[5] Το ίδιο μπορεί να ειπωθεί και για τον εβραϊκό πλούτο. Μερικοί ήταν πλούσιοι και προκαλούσαν φθόνο, αλλά οι ιουδαϊκές μάζες ήταν από μεσαίοι έως φτωχοί. Μερικοί απ’ αυτούς ήταν ζητιάνοι, ενώ πολλοί είχαν αρχίσει τη ζωή τους στη διασπορά ως δούλοι. Ο οικονομικός αντισημιτισμός εμφανίστηκε στην ιστορία πολύ μετά την παγανιστική εποχή.
Ουσιαστικά, ο αρχαίος αντισημιτισμός ήταν πολιτιστικός, έχοντας τη μορφή μιας εθνικής ξενοφοβίας που αναπτύχθηκε σε ιδιαίτερες πολιτικές συνθήκες. Ήταν κυρίως ένα φιλολογικό φαινόμενο, που απέρρεε, στο μεγαλύτερο μέρος του, από τις πένες αλαζονικών εθνικιστών συγγραφέων, οι οποίοι φιλοδοξούσαν να είναι προστάτες του εθνικού μεγαλείου και της αυτοκρατορικής δόξας.
Είναι δύσκολο, ιστορικά, να υπερτονίσουμε τη σπουδαιότητα αυτής της πρώτης εκδήλωσης αντισημιτικής εχθρότητας, αν ο μοναδικός λόγος είναι το ότι δίνει βάση στη θεώρηση ενός «αιώνιου» αντισημιτισμού, η οποία κρύβει τον λεπτό υπαινιγμό ότι οι ίδιοι οι Εβραίοι είναι πάντα ένοχοι για τα ξεσπάσματα αντισημιτισμού. Πιο σημαντικό είναι το ότι φανερώνει το αντισημιτικό στοιχείο σε έναν πολιτισμό κατά κάποιο τρόπο αμόλυντο από κάθε θεολογική ή φυλετική εβραιοφοβία, όπως έμελλε να αναπτυχθεί κατά τη χριστιανική περίοδο και τη νεώτερη εποχή.
Η μελέτη αυτής της περιόδου, επιπρόσθετα, εδραιώνει την άποψη ότι ο αντισημιτισμός πατάει, σε μεγάλο βαθμό, πάνω σε θετικό έδαφος: στη Βιβλική προτροπή του Ιουδαϊσμού να ξεχωρίσουν οι πιστοί του από τα υπόλοιπα έθνη, προς μαρτυρία της αλήθειας του Ενός Θεού και του Νόμου Του. Οι αντιδράσεις αυτής της περιόδου προέρχονταν από την απομόνωση, το ξεχώρισμα των Εβραίων, τους ισχυρισμούς τους για πνευματική ανωτερότητα, αλλά και από την αναμφίβολα υψηλότερη ηθική της ζωής τους. Ένας αρχικός κρυπτοθαυμασμός, που αργότερα μεταστράφηκε στο αντίθετο, είναι συχνά ευδιάκριτος πίσω από τις κατηγορίες των αρχαίων. Αυτό το θετικό συστατικό μες στη καρδιά του αντισημιτισμού συχνά παραβλέπεται από τους ιστορικούς και αναλυτές του θέματος.
Η σπουδαιότητα και σημασία του αντισημιτισμού της αρχαιότητας έχει αναγνωριστεί από διακεκριμένες αυθεντίες αυτού του τομέα, όπως ο Theodore Reinach και ο Salo Baron. Ο πρώτος είναι της άποψης ότι η ελληνο-ρωμαϊκή γνώμη για τους Εβραίους «συνέβαλλε στη διασαφήνιση μιας ολόκληρης ιστορικής εξέλιξης που φτάνει μέχρι την εποχή μας». Ο δεύτερος έχει να πει: «Σχεδόν κάθε νότα στην κακοφωνία του μεσαιωνικού και του σύγχρονου αντισημιτισμού είχε πρώτα ακουστεί από τη χορωδία των αρχαίων συγγραφέων». Ο Jules Isaac προειδοποιεί για τον κίνδυνο του να υπερτονίσουμε τη σπουδαιότητα και την επιρροή αυτού του πρώιμου αντισημιτισμού, αλλά αφιερώνει συνειδητά ένα 40% του έργου του στην προέλευση του αντισημιτισμού.
Δεν έχει δοθεί αρκετή προσοχή, ωστόσο, σ’ αυτή την αρχική περίοδο αντισημιτισμού, και μερικές φορές έχει υποβιβαστεί τελείως.[6] Ο Lovsky αποδίδει αυτήν την έλλειψη σε δύο αντίθετα κίνητρα. Γράφει :

«Όταν η αντισημιτική προκατάληψη είναι χριστιανική, προεξέχουν τα άλλοθι των Αιγύπτιων (ή Περσών), σαν να μπορούσε η αμαρτία των παγανιστών να δικαιολογήσει την αμαρτία των Χριστιανών. Όταν η προκατάληψη είναι αντιχριστιανική, οι διαμαρτυρίες ενάντια στην ύπαρξη αιγυπτιακού αντισημιτισμού είναι πολύ μεγαλύτερες, με σκοπό να επιβαρύνουν αποκλειστικά την Εκκλησία για μία αγριότητα που εμπνεύστηκε από τη χριστιανική πίστη. Πράγματι, εξαιτίας αυτών των προκαταλήψεων η αμερόληπτη συζήτηση του προβλήματος φαίνεται αδύνατη».[7]

Μπορούμε πράγματι να παρατηρήσουμε, στις διαφορετικές περιγραφές αυτής της ιστορικής φάσης του αντισημιτισμού, θεωρήσεις που κυμαίνονται από πλήρη υποβάθμιση της σημασίας της μέχρι την ανάδειξή της ως θεμελιώδους υπόβαθρου για την οικοδόμηση όλων των μεταγενέστερων αντισημιτισμών. Χρειάζεται όμως να τονίσουμε ότι ο ιστορικός πρέπει να είναι απαλλαγμένος από απολογητική ή από a priori στάση, για να μπορεί να αποφύγει οποιαδήποτε διαστρέβλωση των ιστορικών δεδομένων.
Το ότι ο ελληνο-ρωμαϊκός φιλολογικός αντισημιτισμός μετέδωσε μία επιρροή στον σύγχρονο ορθολογιστικό αντισημιτισμό, είναι φανερό από τη κατά λέξη χρησιμοποίηση από τους εγκυκλοπαιδιστές, μερικών από τις αντισημιτικές κατηγορίες των αρχαίων συγγραφέων. Ο Βολταίρος είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Ο Arthur Hertzberg που ασχολήθηκε με αυτή την περίπτωση, συμπεραίνει:

«Η ιδέα ότι η νέα κοινωνία (του Διαφωτισμού) επρόκειτο να είναι μία επαναπροβολή της κλασσικής αρχαιότητας, ήταν η κύρια πηγή του μετα-χριστιανικού αντισημιτισμού, τον 19ο αιώνα. Ο ζωτικός σύνδεσμος, ο άνθρωπος που υπερπήδησε τους χριστιανικούς αιώνες και επινόησε μία νέα, διεθνή, κοσμική, αντιεβραϊκή ρητορική, στο όνομα του ευρωπαϊκού πολιτισμού μάλλον, παρά της θρησκείας, ήταν ο Βολταίρος».

Ο Samuel Ettinger επίσης έχει δείξει πόσο οι αρχαίες αντισημιτικές ιδέες, ακόμη και η φρασεολογία, πέρασε μέσω των Άγγλων Δεϊστών του 18ου αιώνα στο κύριο ρεύμα του Διαφωτισμού.[8]
Το πόσο ο παγανιστικός αντισημιτικός ιός μόλυνε τη χριστιανική ανάπτυξη είναι δύσκολο να προσδιοριστεί. Ο βαθμός μόλυνσης φαίνεται να είναι πολύ μικρός. Ωστόσο, πρέπει να δεχτούμε ότι μία μικρή μόλυνση πέρασε στη φάση που η Εκκλησία άρχισε να εθνικοποιείται και να αποβάλλει τον ιουδαϊκό της χαρακτήρα, περί τα τέλη του 1ου αιώνα μ.Χ. Ο χριστιανικός αντισημιτισμός είναι, όπως θα δούμε, άλλης μορφής, και δεν χρειαζόταν μεγάλη ώθηση από τον παγανιστικό αντισημιτισμό για να έρθει στην ύπαρξη. Από μόνος του αυξήθηκε μέχρι το σημείο που η εβραιοφοβία του έγινε ασύγκριτα μεγαλύτερη από εκείνη των προκατόχων της.
Καθώς ο Χριστιανισμός εξασφάλιζε την άνοδό του, ο παγανιστικός αντισημιτισμός παράκμαζε γοργά. Η Εκκλησία είχε φτάσει σε μία νέα πηγή αντιεβραϊκής σκέψης και συναισθήματος.

από το βιβλίο
«Η αγωνία των Εβραίων»
εκδόσεις «Νησίδες»

Υποσημειώσεις
[1] Ο F. Lovsky μας προειδοποιεί για τον κίνδυνο να υπερβάλλουμε τον ρωμαϊκό φιλοσημιτισμό ακόμα και στις περιπτώσεις των ευνοϊκά διακείμενων αυτοκρατόρων. Η διοικητική και κρατική καλοσύνη, όπως υποστηρίζει ο Lovsky, δεν αποκλείει την περιφρόνηση ή ακόμα και το μίσος απέναντι στους Εβραίους. (Βλ. F. Lovsky, Antisemitisme et Mystere d’ Israel [Paris: Michel, 1955], σ. 67-69).
[2] Η Σύγκλητος, για παράδειγμα, το 161 π.Χ. απαγόρευσε την πρόσβαση στους Έλληνες φιλόσοφους.
[3] Το διάσημο κείμενο του Σουητώνιου που επιβεβαιώνει αυτή την απέλαση, το Impulsore Chresto, αμφισβητείται από ορισμένους γιατί δεν εμφανίζεται σε καμιά άλλη ιστορία. Αλλά η απέλαση αναφέρεται επίσης και στις Πράξεις 18:2. Βλ. Giuseppe Riccioti, The History of Israel (Milwaukee, Bruce, 1955), II, 185.
[4] O ιουδαϊκός προσηλυτισμός, που άρχισε την Αλεξανδρινή περίοδο, συνεχίστηκε και επεκτάθηκε κάτω από το ρωμαϊκό Αετό. Η ρωμαϊκή κυβέρνηση πάντοτε παρακολουθούσε αυτή τη κίνηση και πήρε μέτρα εναντίον της από το 139 π.Χ., όταν ο πραίτορας Ισπάλιος απέλασε τους Εβραίους από τη Ρώμη εξαιτίας των προσηλυτιστικών τους προσπαθειών. Το 19 π.Χ., διατάχθηκε η απέλαση 4.000 Εβραίων, επί αυτοκράτορα Τιβέριου, λόγω της θρησκευτικής προπαγάνδας που έκαναν. Ο Δομητιανός (81-96 π.Χ.), παρακινούμενος από την ίδια αιτία, έβαλε φόρο σε αυτούς που πρέσβευαν τον Ιουδαϊσμό. Αν και ο Αντωνίνος ο Ευσεβής (138-161 μ.Χ.) κατάργησε την απαγόρευση της περιτομής για τους Εβραίους, που είχε διατάξει ο Αδριανός, τη διατήρησε για τους όλους τους άλλους υπηκόους του. Ο Σεπτίμιος Σεβήρος απαγόρευσε επίσης τις μεταστροφές στον Ιουδαϊσμό. Οι μεταγενέστεροι αυτοκράτορες είχαν κατά κανόνα καλή συμπεριφορά, ενώ η αντιχριστιανική τους πολιτική έστρεψε την εχθρότητά τους σε άλλη κατεύθυνση.
[5] Juster, II, σ. 313-314. Μια προειδοποίηση «Φυλαχτείτε από τους Εβραίους» ενός Αλεξανδρινού εμπόρου στο ζενίθ της διαμάχης Εβραίων με Εθνικούς ( ibid., ΙΙ, 312) και μια κατηγορία του Απίωνος για μονοπωλιακή τακτική από μέρους των Εβραίων εμπόρων σιταριού (βλ. Ιώσηπο, Against Apion, ΙΙ, 5, σ. 884) δεν είναι αρκετά για να συνθέσουν ένα χαρακτηριστικό.
[6] Ένα παράδειγμα αυτού είναι το βιβλίο των Grosser και Halperin Anti-Semitism: The Causes and Effects of a Prejudice (Secaucus, N.J.: Citadel, 1976). Aυτό, το κατά τα άλλα εξαιρετικό, βιβλίο, ενώ εμφανίζεται ως βιβλίο-πηγή για το θέμα του αντισημιτισμού, αρχίζει την εξιστόρησή του από το 70 μ.Χ. Ένα πιο ήπιο παράδειγμα είναι η πίεση του προηγούμενου εκδότη του Η Αγωνία των Εβραίων να αλλαχτεί ο υπότιτλος από 2300 Χρόνια Αντισημιτισμού σε 2000 Χρόνια Αντισημιτισμού, παρά το ότι το βιβλίο περιείχε την προ-Χριστιανική περίοδο του αντισημιτισμού.
[7] Op. cit., σ. 45. Ο Marcel Simon επίσης παραπονείται για μια απ’ αυτές τις παραποιήσεις: «Τείνουν, ίσως ασυνείδητα, να παρουσιάσουν αυτόν τον καθαρό και φιλολογικό αντισημιτισμό της ειδωλολατρικής αρχαιότητας σαν κάτι το τεχνητό με σκοπό να ρίξουν όλο το βάρος της ευθύνης επάνω στην Εκκλησία» (Verus Israel : Paris : de Broccard, 1948), σ. 263. Βρίσκει αυτή τη τάση και στους Parker και Juster, και στην τελευταία έκδοση του βιβλίου του συμπεριέλαβε και τον Isaac (op. cit, 1964: Postscriptum, σ. 491).
[8] Βλ. Samuel Ettinger, «Jews and Judaism as Seen by English Deists of the Eighteenth Century» (Άρθρο στα αγγλικά στη Zion 39, 1964). Βλ. επίσης του Milton Himmelfarb «Response to Shlomo Avineri» στο Auschwitz, Beginning of an Era? (New York: Ktav, 1974) όπου κριτικάρεται η έλλειψη προσοχής στον αρχαίο παγανιστικό αντισημιτισμό και της επιρροής του στον σύγχρονο αντισημιτισμό, σ. 267-272. Στο μεταξύ, σε μια πρόσφατη λεπτομερή μελέτη αυτής της περιόδου ο Καθ. John Gager έχει προκαλέσει την ορθότητα της άποψης ενός διαβρωτικού αντισημιτισμού στην παγανιστική αρχαιότητα και έδειξε ένα μεγαλύτερο φιλοσημιτισμό από αυτόν που γενικά αποδέχονται οι ιστορικοί. Βλ. J. Gager, The Origins of Anti-Semitism: Attitudes toward Judaism in Pagan and Christian Antiquity (New York: Oxford, 1983).

Δεν υπάρχουν σχόλια: