ΕΙΣΑΓΩΓΗ
ΤΟ ΓΚΕΤΟ ΤΗΣ ΒΑΡΣΟΒΙΑΣ
Το 1940, μετά την εισβολή των στρατευμάτων της Γερμανίας και τη στρατιωτική κατάληψη της Πολωνίας, η γερμανική ηγεσία αποφάσισε τη βίαιη απομάκρυνση των 3.000.000 περίπου Πολωνών Εβραίων από τις εστίες τους και τον περιορισμό τους σε ειδικά τμήματα που ιδρύθηκαν γι’ αυτό το σκοπό σε μεγάλες πόλεις της χώρας και ονομάστηκαν γκέτο (όρος που αρχικά υποδήλωνε την κλειστή περιοχή, όπου ήταν αναγκασμένοι να ζουν οι Εβραίοι κάτοικοι της Βενετίας τον Μεσαίωνα). Στη Βαρσοβία, το μεγαλύτερο πολιτιστικό κέντρο του εβραϊσμού της ανατολικής Ευρώπης, περίπου 300.000-400.000 έκπληκτοι και σοκαρισμένοι άνθρωποι (το 30% του πληθυσμού της πόλης), κλήθηκαν να συγκεντρωθούν, τον Νοέμβριο του 1940, σε μια απ’ τις πιο φτωχές περιοχές στο κέντρο της πόλης, που αντιστοιχούσε στο 2,4% της έκτασής της. Η περιοχή απομονώθηκε από την υπόλοιπη πόλη μ’ ένα μεγάλο τείχος με συρματόπλεγμα. Ειδική ένοπλη φρουρά έλεγχε ώστε να τηρείται συνεχώς η απαγόρευση εισόδου και εξόδου, με εξαίρεση όσους διέθεταν άδειες εργασίας σε γειτονικά εργοστάσια. Ήταν το πιο μεγάλο γκέτο της Πολωνίας, υπό τη διοίκηση του Οντίλο Γκλομπότσνικ και του Λούντβιχ Χαν. Στους δρόμους του γκέτο συσσωρεύτηκαν άστεγες οικογένειες και λόγω των αυστηρών περιορισμών στη διακίνηση τροφίμων, οι έγκλειστοι σύντομα άρχισαν να λιμοκτονούν. Χιλιάδες Εβραίοι πέθαναν από τις επιδημίες και την ασιτία σ’ ένα εφιαλτικό περιβάλλον, ήδη πριν αρχίσουν οι μαζικές μεταφορές προς το στρατόπεδο εξόντωσης Τρεμπλίνκα.
Η ΖΩΗ ΣΤΟ ΓΚΕΤΟ
Μέσα στο γκέτο δόθηκε μάχη για επιβίωση. Οργανώθηκαν υποτυπώδη συσσίτια, φτιάχτηκαν καταλύματα και ιδρύθηκαν σχολεία και ορφανοτροφεία. Μπόρεσαν να ανοιχτούν κρυφές δίοδοι προς τον ελεύθερο κόσμο για να διακινούνται λαθραία τρόφιμα, συχνά από παιδιά, τυπώνονταν παράνομα έντυπα, γίνονταν εμπορικές συναλλαγές, δίνονταν μουσικές συναυλίες. Μια μυστική ομάδα με το όνομα Οϊνέγκ Σάμπες (Yiddish: Oyneg Shabbes, «Ευτυχία του Σαββάτου»), από 50 άνδρες και γυναίκες περίπου, ήταν οι χρονικογράφοι του γκέτο. Έδωσαν στην ομάδα τους το όνομα αυτό γιατί, από τον Νοέμβριο του 1940, συγκεντρώνονταν συνήθως τα απογεύματα του Σαββάτου. Πρωτεργάτης και άτυπος επικεφαλής της ομάδας, στην οποία συμμετείχαν συγγραφείς, διανοούμενοι και δάσκαλοι, ήταν ο ιστορικός και δάσκαλος Εμμάνουελ Ρίνγκελμπλουμ, που είχε γεννηθεί στη Γαλικία το 1900. Δυο βδομάδες πριν το ξέσπασμα του πολέμου, ο Ρίνγκελμπλουμ βρισκόταν στη Γενεύη ως εκπρόσωπος ενός μαρξιστικού κόμματος για το παγκόσμιο σιωνιστικό συνέδριο. Οι άλλοι εκπρόσωποι τον προειδοποίησαν ότι ήταν πολύ επικίνδυνο να επιστρέψει στην Πολωνία και του σύστησαν να μείνει στην Ελβετία. Εκείνος, όμως, ήθελε να βρίσκεται με τη γυναίκα του και τον 9χρονο γιο του. Πέρασε με δυσκολία τα σύνορα και συνελήφθη λίγες ημέρες αργότερα στη Βαρσοβία.
Ο Ρίνγκελμπλουμ και η ομάδα του κατάλαβαν από την αρχή τις διαστάσεις της τραγωδίας κι ανέλαβαν να καταγράψουν τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης στο γκέτο για να αποκαλυφθούν οι θηριωδίες των Ναζί μετά το τέλος του πολέμου. Τα μέλη της ομάδας, λοιπόν, άρχισαν να συγκεντρώνουν σχολαστικά κάθε πειστήριο από όσο το δυνατόν περισσότερους έγκλειστους: διατάγματα, αφίσες, φωτογραφίες, γράμματα, δελτία τροφίμων, ποιήματα, ταυτότητες, επίσημα έντυπα, συνταγές, σκίτσα, παιδικές εκθέσεις, μαρτυρίες ραβίνων, λαθρεμπόρων, καθηγητών, καλλιτεχνών, αστυνομικών, ημερολόγια-ντοκουμέντα του τρόμου στα γίντις, τα γερμανικά και τα πολωνικά. Ήταν μια επικίνδυνη αποστολή, επειδή, όποιος μάζευε στοιχεία για τη δράση των γερμανικών στρατευμάτων, διέτρεχε τον κίνδυνο να εκτελεστεί.
Καθώς η βία των Γερμανών κλιμακωνόταν, ο Ρίνγκελμπλουμ και οι συνεργάτες του συνειδητοποίησαν ότι πιθανώς δεν θα επιζούσαν. Παρόλο που ήταν αβέβαιοι για το μέλλον, συνέχισαν το έργο τους, αντιμετωπίζοντας πια τη συλλογή τους ως ένα χρονικό δίωξης, που θα έπρεπε να γίνει γνωστό στον υπόλοιπο κόσμο έτσι ώστε να μη διαπραχθούν άλλες μαζικές θηριωδίες στο μέλλον. Λίγο πριν από το τέλος τους, αποφάσισαν να κρύψουν το αρχείο τους αυτό με την ελπίδα ότι θα το βρουν οι επόμενες γενιές. Ένας από αυτούς, ο Νταβίντ Γκράμπερ ήταν μόλις 19 χρόνων όταν έγραφε βιαστικά το αποχαιρετιστήριο γράμμα του: «Θα ήμουν πανευτυχής αν ζούσα τη στιγμή που θα αποκαλυπτόταν αυτός ο μεγάλος θησαυρός κι ο κόσμος θα μάθαινε την αλήθεια». Την ώρα που οι Γερμανοί στρατιώτες «χτένιζαν» τους δρόμους, ο Γκράμπερ κι ο φίλος του Ναχούμ Γκρζίβατς έθαβαν 10 μεταλλικά κουτιά στην αυλή ενός δημοτικού σχολείου στην οδό Νοβολίπκι του εβραϊκού γκέτο της Βαρσοβίας. Το ημερολόγιο έγραφε 2 Αυγούστου 1942. Τα μεταλλικά κουτιά βρέθηκαν περίπου 4 χρόνια αργότερα. Οι δυο φίλοι είχαν αφήσει την τελευταία τους πνοή αρκετό καιρό πριν, δολοφονημένοι από τους Ναζί.
Ο ΕΚΤΟΠΙΣΜΟΣ
Μέχρι τον Ιούλιο του 1942, 100.000 έγκλειστοι είχαν υποκύψει από την κακουχία, ενώ οι Γερμανοί εκτόπισαν και άλλα 150.000 άτομα στο γκέτο. Οι Ναζί παράλληλα ξεκίνησαν μαζικές εκτοπίσεις με προορισμό, όπως έλεγαν, διάφορα στρατόπεδα εργασίας. Τις περισσότερες μεταφορές πραγματοποίησαν στη διάρκεια της Μεγάλης Επιχείρησης Βαρσοβία (Grossaktion Warschau) μεταξύ 23 Ιουλίου και 21 Σεπτεμβρίου 1942. Σύμφωνα με στοιχεία που αποκαλύφθηκαν μετά τον πόλεμο, περίπου 250.000-300.000 κάτοικοι του γκέτο εκτοπίστηκαν και θανατώθηκαν στο στρατόπεδο εξόντωσης Τρεμπλίνκα στη διάρκεια των δυο μηνών που διήρκεσε η επιχείρηση, που την διεύθυνε ο Oberführer των SS Ferdinand von Sammern - Frankenegg, διοικητή της περιοχής της Βαρσοβίας, από το 1941. Λίγο πριν αρχίσει η επιχείρηση μεταφοράς των Εβραίων στα στρατόπεδα εξόντωσης, ο Γερμανός «Επίτροπος Μετεγκατάστασης» Hermann Höffle συγκάλεσε το Εβραϊκό Συμβούλιο του γκέτο και πληροφόρησε τον αρχηγό του Άνταμ Τσερνιάκοφ για τη «μετεγκατάσταση στα ανατολικά». Ο Τσερνιάκοφ, διαισθανόμενος τον κίνδυνο, απηύθυνε έκκληση στους Γερμανούς να εξαιρέσουν από την εκτόπιση τα παιδιά των ορφανοτροφείων του γκέτο. Το αίτημά του δεν εισακούστηκε και ο Τσερνιάκοφ αυτοκτόνησε. Ο ιατρός και υπεύθυνος ενός από τα ορφανοτροφεία, Δρ Γιάνους Κόρτσακ, επέμεινε να μπει επικεφαλής στη γραμμή των παιδιών κατά την εκτόπιση.
Όταν άρχισαν οι μεταφορές, τα μέλη του Εβραϊκού κινήματος αντίστασης αποφάσισαν να μην εναντιωθούν στις εντολές των SS, πιστεύοντας ότι οι Εβραίοι πήγαιναν σε στρατόπεδα εργασίας κι όχι εξόντωσης. Μέχρι το τέλος της χρονιάς, όμως, το γκέτο πληροφορείται ότι τα τρένα, που έφευγαν καθημερινά για το στρατόπεδο συγκέντρωσης Τρεμπλίνκα, δε μετέφεραν τους συγγενείς και οικείους τους σε στρατόπεδα εργασίας. Ήξεραν πια ότι εκεί που τους έπαιρναν οι Ναζί, θα έβρισκαν φρικτό θάνατο σε θαλάμους αερίων, καθώς υπήρχε οργανωμένο σχέδιο εξόντωσης των Εβραίων. Τότε, πολλοί από τους εναπομείναντες Εβραίους άρχισαν μια γενναία αντίσταση.
Η ΕΞΕΓΕΡΣΗ
Τα νέα για τα εξωφρενικά μαζικά εγκλήματα (και η αδιαφορία των συμμαχικών δυνάμεων) είχαν σαν συνέπεια τη δυναμική αντίδραση των αντιστασιακών εβραϊκών οργανώσεων. Η πρώτη ένοπλη εξέγερση μέσα στο γκέτο ξεκίνησε στις 18 Ιανουαρίου του 1943, όταν οι Γερμανοί άρχισαν το δεύτερο κύμα απελάσεων. Καθώς οικογένειες Εβραίων κρύβονταν στα «αμπριά» τους, Γερμανοί στρατιώτες και μέλη της Εβραϊκής Αντιστασιακής Οργάνωσης (Żydowska Organizacja Bojowa, ŻOB) ενεπλάκησαν για πρώτη φορά σε δυο μετωπικές συγκρούσεις. Παρόλο που η ŻOB κατέγραψε σοβαρές απώλειες, το αποτέλεσμα ήταν να σταματήσουν οι απελάσεις για λίγες μέρες, και μόνο 5.000 Εβραίοι, αντί των προβλεπόμενων 8.000, απομακρύνθηκαν από το γκέτο.
Εκατοντάδες άνθρωποι μέσα στο γκέτο, ενήλικες και παιδιά, ήταν έτοιμοι να πολεμήσουν, οπλισμένοι ελαφρά με πιστόλια και λίγα ακόμη όπλα που είχαν μπει λαθραία στο γκέτο. Δυο εβραϊκές αντιστασιακές οργανώσεις, η Εβραϊκή Στρατιωτική Ένωση (Żydowski Związek Wojskowy, ŻZW) και η ŻOB κατέλαβαν τον έλεγχο του γκέτο. Κατασκεύασαν δεκάδες θέσεις μάχης και εκτέλεσαν άτομα συνεργάτες των Γερμανών, ανάμεσα στους οποίους και Εβραίοι αστυνομικοί του γκέτο, μέλη της υποστηριζόμενης από τους Γερμανούς οργάνωσης Żagiew και πράκτορες της Γκεστάπο. Η ŻOB έφτιαξε μια φυλακή όπου κρατούνταν και εκτελούνταν προδότες και συνεργάτες των Γερμανών. Ο Γιόζεφ Ζερίνσκι, πρώην επικεφαλής της εβραϊκής αστυνομίας, αυτοκτόνησε. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι εξεγερμένοι πολέμησαν έχοντας ελαφρύ οπλισμένο απέναντι στις υπεροπλισμένες ναζιστικές δυνάμεις.
Την άνοιξη του 1943 στο γκέτο ξέσπασε εξέγερση, που ενισχύθηκε από ορισμένα μέλη της πολωνικής αντίστασης. Οι μαχητές του γκέτο (που αριθμούσαν 400-1.000 άτομα στις 19 Απριλίου) ήταν οπλισμένοι (όσοι από αυτούς διέθεταν όπλα) μόνο με πιστόλια και περίστροφα, που είχαν περιορισμένη αξία στη μάχη και ήταν πρακτικά άχρηστα για μεγάλες αποστάσεις. Υπήρχαν μόνο λίγα τουφέκια και αυτόματα που είχαν μπει λαθραία στο γκέτο. Οι εξεγερμένοι διέθεταν λιγοστά πυρομαχικά, και βασίζονταν κυρίως στους αυτοσχέδιους εκρηκτικούς μηχανισμούς και τα κοκτέιλ μολότοφ. Λίγα ακόμη όπλα πάρθηκαν από τους Γερμανούς ή μπήκαν στο γκέτο στη διάρκεια της εξέγερσης.
Στην αναφορά του, ο Στρόοπ αναφέρει ότι οι δυνάμεις του μπόρεσαν να πάρουν ξανά τη «λεία» (τον οπλισμό των Εβραίων) που αποτελείτο από: «Επτά πολωνικά τουφέκια, ένα ρωσικό κι ένα γερμανικό τουφέκι, 59 πιστόλια διάφορων διαμετρημάτων, πολλές εκατοντάδες εμπρηστικά μπουκάλια, αυτοσχέδια εκρηκτικά, εκρηκτικούς μηχανισμούς με φιτίλια, μεγάλη ποσότητα εκρηκτικών και πυρομαχικών για όπλα όλων των διαμετρημάτων, συμπεριλαμβανομένων και ορισμένων βλημάτων πολυβόλου. Σχετικά με τη λεία των όπλων, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι τα ίδια τα όπλα στις περισσότερες περιπτώσεις δεν ήταν δυνατό να κατασχεθούν, καθώς οι συμμορίτες και οι Εβραίοι, πριν συλληφθούν, τα πετούσαν σε κρυψώνες ή τρύπες, που η θέση τους δεν μπορούσε να βεβαιωθεί ή ανακαλυφθεί. Η χρήση καπνογόνων στα καταφύγια από τους άντρες μας, έκανε επίσης την έρευνα για συχνά όπλα αδύνατη. Καθώς τα καταφύγια έπρεπε να ανατιναχθούν αμέσως, η μετέπειτα έρευνα ήταν εκτός συζήτησης».
ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΠΟΛΩΝΟΥΣ
Η βοήθεια που προερχόταν έξω από το γκέτο ήταν περιορισμένη, αλλά μονάδες της πολωνικής Αντίστασης από την πολωνική Εθνοφυλακή Άρμια Κράγιοβα (Armia Krajowa, AK) και την κομμουνιστική Gwardia Ludowa (GL) (Λαϊκή Πολιτοφυλακή) επιτέθηκαν κατά γερμανικών μονάδων κοντά στα τείχη του γκέτο και προσπάθησαν να εισάγουν λαθραία όπλα, πυρομαχικά και προμήθειες από τα δικά της περιορισμένα αποθέματα. Η AK μετέδιδε επίσης πληροφορίες και εκκλήσεις για βοήθεια στους Εβραίους του γκέτο, τόσο στην Πολωνία όσο και στο εξωτερικό, προς τους Συμμάχους. Πολλοί διοικητές και μαχητές της ŻOB απέδρασαν αργότερα από τους υπονόμους με τη βοήθεια των Πολωνών, και μπήκαν στην πολωνική αντίσταση. Μια μονάδα της ΑΚ, τα «Εθνικά Σώματα Ασφαλείας» (Państwowy Korpus Bezpieczeństwa), υπό τη διοίκηση του Χένρικ Ιβάνσκι, πολέμησε μέσα στο γκέτο στο πλευρό της ŻZW. Σε μια επίθεση 3 πυρήνες της ΑΚ προσπάθησαν να προκαλέσουν ρήγμα στα τείχη με εκρηκτικά, αλλά οι Γερμανοί τους εμπόδισαν. Οι AK και GL συγκρούστηκαν με τους Γερμανούς μεταξύ 19ης και 23ης Απριλίου σε 6 διαφορετικά σημεία έξω από τα τείχη, πυροβολώντας γερμανικές σκοπιές και θέσεις και σε μια περίπτωση προσπαθώντας να ανατινάξουν μια πύλη.
Η συμμετοχή της πολωνικής Αντίστασης στην εξέγερση επιβεβαιώθηκε στην αναφορά του Στρόοπ: «Όταν εισβάλλαμε στο γκέτο για πρώτη φορά, οι Εβραίοι και Πολωνοί συμμορίτες πέτυχαν να απωθήσουν τις συμμετέχουσες μονάδες, μεταξύ των οποίων τανκς και θωρακισμένα αυτοκίνητα, μέσω μιας καλά προετοιμασμένης συγκέντρωσης πυρός... Η κύρια εβραϊκή ομάδα μάχης, αναμεμειγμένη με Πολωνούς συμμορίτες, είχε ήδη υποχωρήσει κατά την πρώτη και δεύτερη ημέρα στη λεγόμενα πλατεία Μουρανόφσκι. Εκεί, ενισχύθηκε από έναν σημαντικό αριθμό Πολωνών συμμοριτών. Το σχέδιό της ήταν να κρατήσει το γκέτο με κάθε τρόπο έτσι ώστε να παρεμποδίσει την εισβολή μας. Επανειλημμένα, Πολωνοί συμμορίτες βρήκαν καταφύγιο στο γκέτο και παρέμειναν εκεί ανενόχλητοι, από τη στιγμή που δεν είχαμε στη διάθεσή μας δυνάμεις για να χτενίσουμε αυτό το λαβύρινθο... Μια τέτοια ομάδα μάχης επέτυχε να ανέβει σε ένα φορτηγό σκαρφαλώνοντας από έναν υπόνομο στη λεγόμενη οδό Πρόστα, και διέφυγε με αυτό (περίπου 30 με 35 συμμορίτες)... Οι συμμορίτες και οι Εβραίοι (υπήρχαν Πολωνοί συμμορίτες μέσα σε αυτές τις συμμορίες τις εξοπλισμένες με καραμπίνες, μικρά όπλα, και σε μια περίπτωση ένα ελαφρύ πολυβόλο) ανέβηκαν στο φορτηγό και το οδήγησαν προς άγνωστη κατεύθυνση».
ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΤΩΝ ΝΑΖΙ
Τελικά, οι προσπάθειες της εβραϊκής αντίστασης αποδείχτηκαν ανεπαρκείς μπροστά στην ισχύ των γερμανικών δυνάμεων. Για να κάμψουν τους πενιχρά οπλισμένους Εβραίους μαχητές, οι Γερμανοί ενισχύθηκαν και με βαριά οπλισμένες μονάδες των SS και Πολωνούς αστυνομικούς. Κάθε μέρα διέθεταν μια δύναμη περίπου 2.090 καλά εκπαιδευμένων στρατιωτών, ανάμεσά τους 821 γρεναδιέρους των θωρακισμένων (Panzergrenadier), όπως λέγονταν τότε οι άνδρες των Ένοπλων SS (5 εφεδρικά και εκπαιδευτικά τάγματα SS και ένα εφεδρικό τάγμα ιππικού των SS), καθώς και 363 Πολωνοί της δωσίλογης Μπλε Αστυνομίας, που διατάχτηκαν από τους Γερμανούς να φυλάνε την περίμετρο του τείχους του γκέτο.
Οι υπόλοιπες δυνάμεις προέρχονταν από την αστυνομία τήρησης της τάξης των SS (Ordnungspolizei), την Υπηρεσία Ασφαλείας των SS (Sicherheitsdienst, SD), την Γκεστάπο της Βαρσοβίας, από 2 τάγματα Μηχανικού Σιδηροδρόμων της Βέρμαχτ, μια αντιαεροπορική πυροβολαρχία της Βέρμαχτ, ένα τάγμα Ουκρανών από το στρατόπεδο εκπαίδευσης της Τελικής Λύσης Τραβνίκι, Λιθουανούς και Λετονούς εφεδρικούς αστυνομικούς, γνωστούς με το προσωνύμιο Askari, και τεχνικούς εκτάκτων καταστάσεων. Πολωνοί πυροσβέστες αναγκάστηκαν να βοηθήσουν την επιχείρηση. Επιπλέον, ένας αριθμός εγκληματιών και εκτελεστών από τη φυλακή Πάβιακ της Γκεστάπο, που βρισκόταν κοντά, υπό τις διαταγές του Φραντς Μπερκλ, προσφέρθηκαν εθελοντικά να «κυνηγήσουν τους Εβραίους». Οι πιο πολλοί Εβραίοι αστυνομικοί, που είχαν απομείνει, εκτελέστηκαν από την Γκεστάπο ή χρησιμοποιήθηκαν στην επίθεση και, κατόπιν, επίσης εκτελέστηκαν.
ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΕΠΙΘΕΣΗ-ΟΔΟΜΑΧΙΕΣ
Στις 19 Απριλίου 1943, την παραμονή του εβραϊκού Πάσχα, 5.000 Γερμανοί των SS, καθώς και περίπου 300 Πολωνοί της δωσίλογης «Μπλε» αστυνομίας, υπό τον Γιούργκεν Στρόοπ, εισέβαλλαν στο γκέτο της Βαρσοβίας, υπολογίζοντας να ολοκληρώσουν την «Επιχείρηση» μέσα σε 3 ημέρες. Όμως, οι οδομαχίες κράτησαν περίπου ένα μήνα. Οι Γερμανοί υπέστησαν απώλειες καθώς έπεσαν επανειλημμένα σε ενέδρες Εβραίων εξεγερμένων, που τους πυροβολούσαν και τους πετούσαν κοκτέιλ μολότοφ και χειροβομβίδες από στενά, υπονόμους και παράθυρα. Ένα γαλλικής κατασκευής τεθωρακισμένο Lorraine 37L, καθώς και ένα θωρακισμένο αυτοκίνητο πυρπολήθηκαν από τις μολότοφ της ŻOB, και η γερμανική προέλαση ανακόπηκε. Οι Εβραίοι εξεγερμένοι σημείωσαν αξιόλογη επιτυχία εναντίον του von Sammern - Frankenegg, με συνέπεια να χάσει τη θέση του ως διοικητής των SS και της αστυνομίας (SS und Polizeiführer) στη Βαρσοβία. Τον αντικατέστησε ο Γιούργκεν Στρόοπ, που στάλθηκε στη Βαρσοβία από τον Χάινριχ Χίμλερ, στις 17 Απριλίου 1943, λόγω της ανεπιτυχούς επέμβασής του von Sammern στο γκέτο. Ο Στρόοπ απέρριψε την πρόταση του von Sammern να κληθούν βομβαρδιστικά από την Κρακοβία και προτίμησε να προχωρήσει σε μια καλύτερα οργανωμένη από εδάφους επίθεση.
Η μεγαλύτερη σε διάρκεια υπεράσπιση μιας θέσης έλαβε χώρα γύρω από την πλατεία Μουρανόφσκι, σημείο που έλεγχε η ŻZW, από τις 19 Απριλίου έως τα τέλη του μήνα. Το απόγευμα της 19ης, δυο αγόρια σκαρφάλωσαν στη στέγη του αρχηγείου της εβραϊκής αντίστασης και ύψωσαν δυο σημαίες: την ερυθρόλευκη σημαία της Πολωνίας και τη γαλανόλευκη σημαία της ŻZW. Αυτές οι δύο σημαίες ήταν σε πλήρη θέα από τους δρόμους της Βαρσοβίας και έμειναν στη στέγη του σπιτιού για τέσσερις ολόκληρες μέρες, παρά τις προσπάθειες των Γερμανών να τις αφαιρέσουν. Ο Στρόοπ θυμόταν: «Το ζήτημα των σημαιών ήταν μεγάλης πολιτικής και ηθικής σημασίας. Υπενθύμιζε σε εκατοντάδες χιλιάδες την πολωνική υπόθεση, τους συνάρπαζε και ένωνε τον πληθυσμό του Γενικού Κυβερνείου (Generalgouvernement), αλλά ιδιαίτερα τους Εβραίους και τους Πολωνούς. Οι σημαίες και τα εθνικά χρώματα είναι μέσα διεξαγωγής μάχης ακριβώς σαν ένα ταχυβόλο όπλο, σαν χιλιάδες τέτοια όπλα. Όλοι μας το γνωρίζαμε - ο Χάινριχ Χίμλερ, ο Φρίντριχ Κρίγκερ και ο Χαν. Ο Ράιχσφυρερ Χίμλερ βρυχιόταν στο τηλέφωνο: ‘Στρόοπ, πρέπει πάση θυσία να κατεβάσεις αυτές τις δυο σημαίες’».
Άλλο ένα τεθωρακισμένο όχημα καταστράφηκε σε μια αντεπίθεση των εξεγερμένων, κατά την οποία σκοτώθηκε και ο διοικητής της ŻZW Νταβίντ Άπφελμπαουμ. Αφότου οι αμυνόμενοι απέρριψαν το τελεσίγραφο του Στρόοπ να παραδοθούν, οι Ναζί άρχισαν να καίνε συστηματικά το ένα κτίριο μετά το άλλο με φλογοβόλα και να ανατινάζουν υπόγεια και υπονόμους. Από το γκέτο δεν απέμεινε τελικά τίποτα, παρά μόνο χαλάσματα. «Μας νίκησαν οι φλόγες, όχι οι Γερμανοί», έλεγε ο ηγέτης της αντίστασης Μαρκ Έντελμαν το 2007. Το 2003, θυμόταν: «Η θάλασσα από φλόγες πλημμύρισε σπίτια και αυλές... Δεν υπήρχε αέρας, μόνο μαύρος, πνιγηρός καπνός και θερμότητα που ακτινοβολούσαν οι πυρακτωμένοι τοίχοι, τα πέτρινα σκαλοπάτια που λαμπύριζαν».
Η ŻZW έχασε όλους τους ηγέτες της και, στις 29 Απριλίου 1943, οι πολεμιστές που απόμειναν απέδρασαν από το γκέτο από το τούνελ της πλατείας Μουρανόφκσι, μετακινούμενοι στο δάσος Μίχαλιν. Αυτό σήμανε και το τέλος της οργανωμένης αντίστασης και των σημαντικών μαχών. Οι Εβραίοι που απέμειναν στο γκέτο, πολίτες και επιζήσαντες μαχητές, κατέφυγαν σε αυτοσχέδια «αμπριά» που έσκαψαν προσεκτικά μέσα στα καμένα ερείπια του γκέτο. Οι Γερμανοί στρατιώτες χρησιμοποίησαν σκυλιά για να εντοπίσουν τα κρησφύγετα, και καπνογόνα, δακρυγόνα και δηλητηριώδη αέρια προκειμένου να αναγκάσουν τους Εβραίους να βγουν. Σε πολλές περιπτώσεις, οι Εβραίοι έβγαιναν από τις κρυψώνες τους πυροβολώντας τους Γερμανούς, ενώ ένας αριθμός από γυναίκες αγωνίστριες επιτίθονταν στους Γερμανούς, μετά την παράδοσή τους, με χειροβομβίδες και πιστόλια που είχαν κρυμμένα. Μικρές ομάδες Εβραίων ενεπλάκησαν με γερμανικές περιπόλους σε νυχτερινές συμπλοκές, παρόλα αυτά, όμως, οι γερμανικές απώλειες ήταν ελάχιστες μετά τις δέκα πρώτες μέρες της εξέγερσης.
Στις 8 Μαΐου 1943 οι Γερμανοί ανακάλυψαν το κεντρικό αρχηγείο της ŻOB στον αριθμό 18 της οδού Μίλα (Miła). Οι πιο πολλοί ηγέτες της οργάνωσης και δεκάδες μαχητών σκοτώθηκαν, ενώ άλλοι αυτοκτόνησαν ομαδικά με υδροκυάνιο. Ανάμεσα στους νεκρούς βρισκόταν ο διοικητής της οργάνωσης, Μορντεχάι Ανιέλεβιτς. Ο υποδιοικητής Έντελμαν διέφυγε από τους υπονόμους στις 10 Μαΐου μαζί με μια χούφτα συντρόφους του. Δυο μέρες αργότερα, ο επικεφαλής της Γενικής Συνομοσπονδίας Εβραίων Εργατών Λιθουανίας, Ρωσίας και Πολωνίας και μέλος της εξόριστης Πολωνικής κυβέρνησης, Ζμουλ Ζίγκελμπομ αυτοκτόνησε στο Λονδίνο, διαμαρτυρόμενος έτσι για τη μη υποστήριξη των εξεγερμένων από τις δυτικές κυβερνήσεις: «Δεν μπορώ να συνεχίσω να ζω και να σωπαίνω ενώ τα απομεινάρια των Εβραίων της Πολωνίας, των οποίων είμαι αντιπρόσωπος, δολοφονούνται. Οι σύντροφοί μου στο γκέτο της Βαρσοβίας έπεσαν με τα όπλα στο χέρι στην τελευταία ηρωική μάχη. Δεν μου επετράπη να πέσω όπως και αυτοί, μαζί με αυτούς, αλλά ανήκω σε αυτούς, στον ομαδικό τους τάφο. Με το θάνατό μου, θέλω να εκφράσω την πιο έντονη διαμαρτυρία μου κατά της αδράνειας με την οποία ο κόσμος παρακολουθεί και επιτρέπει την καταστροφή του εβραϊκού λαού».
ΘΥΜΑΤΑ
Παρά τη γενναία αντίσταση των Εβραίων, το Μάιο του 1943 συντρίφτηκαν από τα γερμανικά στρατεύματα. Περίπου 13.000 Εβραίου σκοτώθηκαν στο γκέτο στη διάρκεια της εξέγερσης (6.000 από τους οποίους κάηκαν ζωντανοί ή πέθαναν από την εισπνοή καπνού). Από 50.000 κατοίκους του γκέτο που απέμειναν, οι πιο πολλοί συνελήφθησαν και στάλθηκαν σε στρατόπεδα εξόντωσης, κυρίως στην Τρεμπλίνκα. Οι μάχες στο γκέτο έληξαν όταν ο Γιούργκεν Στρόοπ, ανακοίνωσε τη νίκη του και διέταξε την ανατίναξη της Συναγωγής, που βρισκόταν έξω από τα τείχη του γκέτο.
Η ημερήσια αναφορά του προς τον Φρίντριχ Κρίγκμαν, γραμμένη στις 18 Μαΐου 1943, ανέφερε: «180 Εβραίοι, συμμορίτες κι υπάνθρωποι, εξοντώθηκαν. Η πρώην εβραϊκή συνοικία της Βαρσοβίας δεν υπάρχει πλέον. Οι δράσεις μεγάλης κλίμακας τερματίστηκαν στις 20:15 με την ανατίναξη της Συναγωγής της Βαρσοβίας... Συνολικός αριθμός Εβραίων που αντιμετωπίστηκαν 56.065, συμπεριλαμβανομένων τόσο Εβραίων που συνελήφθησαν όσο και Εβραίων των οποίων η εξόντωση μπορεί να αποδειχθεί... Εκτός από 8 κτίρια (στρατώνες της αστυνομίας, νοσοκομείο και στέγη συνεργείων εργασίας) το πρώην γκέτο καταστράφηκε ολοκληρωτικά. Μόνο ο διαχωριστικός τοίχος έχει απομείνει όρθιος όπου δεν έγιναν εκρήξεις».
Σύμφωνα με την αναφορά του ιδίου, οι δυνάμεις του είχαν 16 νεκρούς και 86 τραυματίες (οι αριθμοί αυτοί περιλάμβαναν πάνω από 60 μέλη των Waffen-SS, όχι όμως τους Εβραίους δοσίλογους). Ο πραγματικός αριθμός των γερμανικών απωλειών είναι άγνωστος. Για προπαγανδιστικούς λόγους οι επίσημες γερμανικές απώλειες δηλώθηκαν να είναι μόνο μερικοί τραυματίες και κανένας νεκρός, ενώ η Πολωνική Αντίσταση ισχυριζόταν ότι εκατοντάδες Ναζί σκοτώθηκαν στη διάρκεια των συγκρούσεων.
Μετά την εξέγερση, τα περισσότερα από τα αποτεφρωμένα σπίτια κατεδαφίστηκαν και στη θέση τους ανεγέρθηκε το Στρατόπεδο συγκέντρωσης της Βαρσοβίας. Χιλιάδες άνθρωποι πέθαναν στο στρατόπεδο ή εκτελέστηκαν στα ερείπια του γκέτο. Την ίδια στιγμή, τα SS κυνηγούσαν τους λίγους Εβραίους που κρύβονταν ακόμα στα ερείπια. Ο Ρίνγκελμπλουμ, πρωτεργάτης του αρχείου του γκέτο, συνελήφθη τελικά τον Μάρτιο 1944 και εκτελέστηκε με τη γυναίκα και τον γιο του. Το 1944, κατά την εξέγερση της Βαρσοβίας, το τάγμα Zośka της ΑΚ μπόρεσε να διασώσει 380 Εβραίους φυλακισμένους από το στρατόπεδο Gęsiówka, που είχαν επιζήσει από τη γερμανική επιχείρηση στο γκέτο, κι οι πιο πολλοί από αυτούς μπήκαν αμέσως στην οργάνωση και πολέμησαν στη διάρκεια της εξέγερσης. Μικρές ομάδες κατοίκων του πρώην γκέτο κατόρθωσαν επίσης να επιβιώσουν μέσα στους υπονόμους.
Το γκέτο της Βαρσοβίας δημιουργήθηκε και αφανίστηκε στο πλαίσιο του ναζιστικού προγράμματος μαζικής εξόντωσης των Εβραίων της Ευρώπης, που στη ναζιστική κωδικοποιημένη ορολογία λεγόταν «Τελική Λύση του Εβραϊκού Ζητήματος». Για τον σκοπό αυτό, οι Γερμανοί και οι συνεργοί τους έχτισαν στρατόπεδα εξόντωσης, δηλαδή χώρους που σχεδιάστηκαν για τη μαζική εκτέλεση άμαχου πληθυσμού με οργανωμένο και συστηματικό τρόπο, συνήθως σε θαλάμους αερίων. Ο νομομαθής Raphael Lemkin επινόησε ένα νέο νομικό όρο για να περιγράψει το μαζικό έγκλημα: «Γενοκτονία» («genocide», από την ελληνική λέξη «γένος» και το ρήμα της λατινικής «caedere», σκοτώνω).
ΤΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΑΡΧΕΙΑ
Η ιστορία του γκέτο της Βαρσοβίας δεν έκλεισε όμως με την καταστροφή του. Μετά τη λήξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και τη στρατιωτική ήττα της Γερμανίας, η Βαρσοβία απελευθερώθηκε. Στις 18 Σεπτεμβρίου 1946, μετά από υπόδειξη του Χερς Βάσερ, ενός από τους 3 χρονικογράφους που επέζησαν, οι Αρχές ανέσυραν προσεκτικά από τα χαλάσματα της οδού Νοβολίπκι 68 ένα μέρος του αρχείου. Το δεύτερο μέρος ανακαλύφθηκε το 1950, ενώ το τρίτο δεν έχει βρεθεί μέχρι σήμερα. Ο θαμμένος θησαυρός αποτελείται από περίπου 35.000 φύλλα χαρτιού. Σε αυτό το υλικό καταγράφονται οι ναζιστικές θηριωδίες στο γκέτο, ο τρόπος που οι Γερμανοί κατακτητές στέρησαν από τους Εβραίους της Βαρσοβίας τα δικαιώματά τους, οι βασανισμοί και το τέλος τους στα στρατόπεδα του θανάτου.
Κανείς σχεδόν από τους έγκλειστους του γκέτο δεν ζούσε πια, όμως ο κόσμος θα μάθαινε την ιστορία μέσα από τις μαρτυρίες τους. Ο 19χρονος φοιτητής Νταβίντ Γκράμπερ, της ομάδας Οϊνέγκ Σάμπες, είχε συντάξει ένα συνοπτικό βιογραφικό σημείωμά του μαζί με τη διαθήκη του λίγο πριν να θάψει το αρχείο του γκέτο, μαζί με λίγους ακόμη συνεργάτες: «Ό,τι αδυνατούσαμε να φωνάξουμε και να πούμε δυνατά στον κόσμο, το θάψαμε στο έδαφος... Θα ήθελα να δω τη στιγμή που αυτός ο μεγάλος θησαυρός θα ανασυρθεί και θα κραυγάσει την αλήθεια στον κόσμο. Έτσι ο κόσμος θα γνωρίζει τα πάντα. Όσοι δεν θα επιζήσουν θα μπορούν να είναι χαρούμενοι και εμείς θα μπορούμε να αισθανόμαστε σαν βετεράνοι με παράσημα στα στήθη μας... Αλλά όχι, σίγουρα δεν θα ζήσουμε για να το δούμε αυτό και γι’ αυτό γράφω την τελευταία βούλησή μου. Μακάρι ο θησαυρός να πέσει σε καλά χέρια, μακάρι να διαρκέσει σε καλύτερους καιρούς, μακάρι να ανησυχήσει και να προειδοποιήσει τον κόσμο για ό,τι συνέβη... στον εικοστό αιώνα... Τώρα μπορούμε να πεθάνουμε εν ειρήνη. Εκπληρώσαμε την αποστολή μας...».
Η ΤΥΧΗ ΤΩΝ ΓΕΡΜΑΝΩΝ ΥΠΕΥΘΥΝΩΝ
Ο Μπερκλ δολοφονήθηκε από την Πολωνική Αντίσταση στην επιχείρηση Μπερκλ τον Οκτώβριο του 1943. Τον ίδιο μήνα, ο φον Ζάμερν-Φράνκενεγκ δολοφονήθηκε σε ενέδρα Γιουγκοσλάβων παρτιζάνων στην Κροατία.
Οι Γκλομπότσνικ, Χίμλερ και Κρίγκερ ακολούθησαν τη μοίρα του Χίτλερ και αυτοκτόνησαν τον Μάιο του 1945.
Ο Στρόοπ περιέγραψε τη σφαγή των Εβραίων του γκέτο σε μια αναφορά 75 σελίδων (με φωτογραφίες) προς τον Χάινριχ Χίμλερ. Σύμφωνα με την αναφορά του αυτή, περίπου 5.000-6.000 Εβραίοι που κρύβονταν σε κτίρια μέσα στο γκέτο κάηκαν ζωντανοί. Στη συνέχεια, μετά την «επιτυχία» του αυτή στη Βαρσοβία, τοποθετήθηκε στρατιωτικός διοικητής στην Ελλάδα. Μετά το τέλος του πολέμου καταδικάστηκε ως εγκληματίας πολέμου σε δυο διαφορετικές δίκες κι εκτελέστηκε με απαγχονισμό στην Πολωνία το 1952 (ο βοηθός του, Έριχ Στάιντμαν, απαλλάχτηκε λόγω «μηδαμινής ανάμιξης»). Ο Χαν κρυβόταν έως το 1975, οπότε συνελήφθη και καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Πέθανε στη φυλακή το 1986.
ΜΝΗΜΗ
Ορισμένοι από τους επιζώντες της εξέγερσης του γκέτο, γνωστοί σαν «Πολεμιστές του Γκέτο» ίδρυσαν στο Ισραήλ το Κιμπούτς Lohamey ha-Geta'ot (που σημαίνει «Κιμπούτς των πολεμιστών του γκέτο») που βρίσκεται βόρεια της πόλης Άκκα. Ανάμεσα στα ιδρυτικά μέλη του κιμπούτς ήταν ο Γιτζάκ Ζούκερμαν, υποδιοικητής της ŻOB, και η γυναίκα του Ζίβια Λουμπέτκιν, που διοικούσε μάχιμη μονάδα κατά την εξέγερση. Το 1984 τα μέλη του κιμπούτς εξέδωσαν το έργο Dapei Edut (Μνήμες Επιβίωσης), 4 τόμους προσωπικών μαρτυριών από 96 μέλη του κιμπούτς.
Το κιμπούτς Γιαντ Μορντεχάι, βόρεια της Λωρίδας της Γάζας, ονομάστηκε προς τιμή του Μορντεχάι Ανιέλεβιτς.
Στις 7 Δεκεμβρίου 1970, ο καγκελάριος της τότε Δυτικής Γερμανίας Βίλλυ Μπραντ γονάτισε αυθόρμητα κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του στο μνημείο της εξέγερσης στην Πολωνία. Εκείνη την εποχή η ενέργειά του αυτή προκάλεσε έκπληξη και έγινε σημείο αντιπαράθεσης, από τότε όμως έχει αναγνωριστεί ότι βοήθησε να βελτιωθούν οι σχέσεις ανάμεσα στις δυτικές χώρες και αυτές του τότε Συμφώνου της Βαρσοβίας.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Το Ολοκαύτωμα ήταν αναμφισβήτητα το πιο τραγικό γεγονός του σύγχρονου κόσμου. Ένας «άνθρωπος» και το καθεστώς του, ο Χίτλερ, προκάλεσαν ανυπολόγιστο πόνο και φρίκη σε εκατομμύρια ανθρώπους και τους αγαπημένους τους. Ήταν η εποχή που ευρωπαϊκά κράτη προτίμησαν φασιστικά καθεστώτα και τις δολοφονίες που αυτά διέπραξαν. Σίγουρα αυτή η εποχή δεν θα ξεχαστεί ποτέ. Μέσα στον πόνο και την απόγνωση υπήρξε παρ’ όλα αυτά η δύναμη για αντίσταση στο θάνατο.
Η Εξέγερση στο γκέτο της Βαρσοβίας είναι ένα παράδειγμα δύναμης απέναντι στο θάνατο, ακόμα και σε καταστάσεις φρίκης και τρόμου. Δείχνει, επίσης, πόσο επικίνδυνος είναι ο αντισημιτισμός, που ακόμα και σήμερα (συγκαλυμμένος ή όχι) γίνεται αποδεκτός σε πολλά κράτη, χωρίς να ποινικοποιείται από το νόμο. Ο Wladyslaw Szpilman, Εβραίος Πολωνός πιανίστας, ήταν από τους ελάχιστους που επιβίωσαν από τις σφαγές των ναζί στη Βαρσοβία. Η ιστορία του έγινε ταινία (Τhe Pianist) από το Ρομάν Πολάνσκι.
ΠΗΓΕΣ
Νίκος Ζάικος, επίκουρος καθηγητής Διεθνούς Δικαίου στο τμήμα Βαλκανικών Σπουδών Φλώρινας του πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας, εφημερίδα «Η Καθημερινή» (17/10/2010).
Ο Ερευνητής της Βέροιας
Στη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, η Ιρένα εργαζόταν στο γκέτο της Βαρσοβίας ως ειδική υδραυλικός υπονόμων. Είχε όμως κι έναν απώτερο σκοπό. Η Ιρένα «δούλευε» για τη Zegota (την πολωνική οργάνωση για τη διάσωση των Εβραίων). Η Ιρένα έβγαζε λαθραία βρέφη στον πάτο της εργαλειοθήκης της ή σε ένα σάκο από λινάτσα, που είχε στην καρότσα του φορτηγού της, τα μεγαλύτερα παιδιά. Ακόμα, είχε ένα σκύλο στην καρότσα, που τον είχε εκπαιδεύσει να γαβγίζει όταν οι Γερμανοί φαντάροι της άνοιγαν να μπει ή να βγει από το γκέτο. Φυσικά, οι φαντάροι δεν ήθελαν πάρε-δώσε με το σκύλο, ενώ το γάβγισμά του κάλυπτε τους θορύβους που έκαναν τα βρέφη ή τα παιδιά!
Στο διάστημα που το έκανε αυτό, κατάφερε να φυγαδεύσει και να σώσει 2.500 παιδιά και βρέφη. Τα παιδιά αυτά, τα βοήθησε να τακτοποιηθούν σε θετές οικογένειες ή να υιοθετηθούν. Το 1943 συνελήφθη από τη Gestapo και οι ναζί τη χτύπησαν πάρα πολύ άσχημα και της έσπασαν και τα χέρια και τα πόδια. Την καταδίκασαν σε θάνατο, αλλά η Zegota κατάφερε να την σώσει κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή λίγο πριν την εκτέλεσή της.
Η Ιρένα κράτησε ένα αρχείο με τα ονόματα των παιδιών που είχε διασώσει και το φύλαξε σ’ ένα γυάλινο βάζο, που έθαψε κάτω από ένα δέντρο στην αυλή της. Μετά τον πόλεμο, προσπάθησε να εντοπίσει όσους γονείς είχαν επιζήσει και να επανενώσει τις οικογένειες. Όμως, οι πιο πολλοί απ’ αυτούς είχαν πεθάνει στους θαλάμους αερίων.
Η Πολωνία υπέστη τις μεγαλύτερες απώλειες, ως ποσοστό του πληθυσμού της, από οποιοδήποτε άλλο κράτος, στη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Τα μισά και πλέον από τα σχεδόν 6.000.000 θύματα, που καταγράφηκαν, ήταν Εβραίοι. Η συστηματική τους εξόντωση ξεκίνησε ήδη από το 1940, λίγο μετά το «διαμελισμό» της χώρας ανάμεσα στη ναζιστική Γερμανία και τη Σοβιετική Ένωση, σε υλοποίηση της συμφωνίας Μολότοφ-Ρίμπεντροπ. Η θηριωδία έφτασε όμως στο αποκορύφωμά της από το 1941 και μετά, όταν ο Χίτλερ ξεκίνησε τη γερμανική εκστρατεία κατά της ΕΣΣΔ κι έθεσε ολόκληρη την πολωνική επικράτεια υπό τον έλεγχό του. Οι Ναζί συγκέντρωσαν τους εβραϊκούς πληθυσμούς της Πολωνίας σε περίκλειστα «γκέτο», πλήρως αποκομμένα από τον έξω κόσμο και χωρίς τις βασικές προμήθειες για την επιβίωση των έγκλειστων. Όσοι επιβίωσαν από την πείνα και τις ασθένειες εκτοπίστηκαν σε στρατόπεδα εξόντωσης, όπου θανατώθηκαν μαζικά σε θαλάμους αερίων. Σε μια απέλπιδα προσπάθεια αντίστασης στην προσπάθεια των Γερμανών να μεταφέρουν τους υπόλοιπους κατοίκους του γκέτο στο στρατόπεδο εξόντωσης Τρεμπλίνκα, οι Εβραίοι έγκλειστοι του γκέτο της Βαρσοβίας ξεσηκώθηκαν το 1943 κατά των κατακτητών. Η εξέγερση ξεκίνησε στις 18 Ιανουαρίου 1943 και το πιο σημαντικό τμήμα της έλαβε χώρα από τις 9 Απριλίου έως τις 16 Μαΐου 1943. Με τα λιγοστά όπλα που είχαν καταφέρει να συγκεντρώσουν, κατάφεραν να υψώσουν για μερικές ημέρες την πολωνική σημαία στο κέντρο της γερμανοκρατούμενης πρωτεύουσας. Στις 19 Απριλίου του 1943, παραμονή του εβραϊκού Πάσχα, οι δυνάμεις της ναζιστικής Γερμανίας εισέβαλλαν στο γκέτο για να καταπνίξουν την εξέγερση των εγκλείστων. Η εξέγερση έληξε με την ολοκληρωτική ισοπέδωση του Γκέτο και την εκτέλεση όλων σχεδόν των κατοίκων του, αντιστασιακών και μη. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη εξέγερση των Εβραίων στη διάρκεια του Ολοκαυτώματος.
Το 1940, μετά την εισβολή των στρατευμάτων της Γερμανίας και τη στρατιωτική κατάληψη της Πολωνίας, η γερμανική ηγεσία αποφάσισε τη βίαιη απομάκρυνση των 3.000.000 περίπου Πολωνών Εβραίων από τις εστίες τους και τον περιορισμό τους σε ειδικά τμήματα που ιδρύθηκαν γι’ αυτό το σκοπό σε μεγάλες πόλεις της χώρας και ονομάστηκαν γκέτο (όρος που αρχικά υποδήλωνε την κλειστή περιοχή, όπου ήταν αναγκασμένοι να ζουν οι Εβραίοι κάτοικοι της Βενετίας τον Μεσαίωνα). Στη Βαρσοβία, το μεγαλύτερο πολιτιστικό κέντρο του εβραϊσμού της ανατολικής Ευρώπης, περίπου 300.000-400.000 έκπληκτοι και σοκαρισμένοι άνθρωποι (το 30% του πληθυσμού της πόλης), κλήθηκαν να συγκεντρωθούν, τον Νοέμβριο του 1940, σε μια απ’ τις πιο φτωχές περιοχές στο κέντρο της πόλης, που αντιστοιχούσε στο 2,4% της έκτασής της. Η περιοχή απομονώθηκε από την υπόλοιπη πόλη μ’ ένα μεγάλο τείχος με συρματόπλεγμα. Ειδική ένοπλη φρουρά έλεγχε ώστε να τηρείται συνεχώς η απαγόρευση εισόδου και εξόδου, με εξαίρεση όσους διέθεταν άδειες εργασίας σε γειτονικά εργοστάσια. Ήταν το πιο μεγάλο γκέτο της Πολωνίας, υπό τη διοίκηση του Οντίλο Γκλομπότσνικ και του Λούντβιχ Χαν. Στους δρόμους του γκέτο συσσωρεύτηκαν άστεγες οικογένειες και λόγω των αυστηρών περιορισμών στη διακίνηση τροφίμων, οι έγκλειστοι σύντομα άρχισαν να λιμοκτονούν. Χιλιάδες Εβραίοι πέθαναν από τις επιδημίες και την ασιτία σ’ ένα εφιαλτικό περιβάλλον, ήδη πριν αρχίσουν οι μαζικές μεταφορές προς το στρατόπεδο εξόντωσης Τρεμπλίνκα.
Η ΖΩΗ ΣΤΟ ΓΚΕΤΟ
Μέσα στο γκέτο δόθηκε μάχη για επιβίωση. Οργανώθηκαν υποτυπώδη συσσίτια, φτιάχτηκαν καταλύματα και ιδρύθηκαν σχολεία και ορφανοτροφεία. Μπόρεσαν να ανοιχτούν κρυφές δίοδοι προς τον ελεύθερο κόσμο για να διακινούνται λαθραία τρόφιμα, συχνά από παιδιά, τυπώνονταν παράνομα έντυπα, γίνονταν εμπορικές συναλλαγές, δίνονταν μουσικές συναυλίες. Μια μυστική ομάδα με το όνομα Οϊνέγκ Σάμπες (Yiddish: Oyneg Shabbes, «Ευτυχία του Σαββάτου»), από 50 άνδρες και γυναίκες περίπου, ήταν οι χρονικογράφοι του γκέτο. Έδωσαν στην ομάδα τους το όνομα αυτό γιατί, από τον Νοέμβριο του 1940, συγκεντρώνονταν συνήθως τα απογεύματα του Σαββάτου. Πρωτεργάτης και άτυπος επικεφαλής της ομάδας, στην οποία συμμετείχαν συγγραφείς, διανοούμενοι και δάσκαλοι, ήταν ο ιστορικός και δάσκαλος Εμμάνουελ Ρίνγκελμπλουμ, που είχε γεννηθεί στη Γαλικία το 1900. Δυο βδομάδες πριν το ξέσπασμα του πολέμου, ο Ρίνγκελμπλουμ βρισκόταν στη Γενεύη ως εκπρόσωπος ενός μαρξιστικού κόμματος για το παγκόσμιο σιωνιστικό συνέδριο. Οι άλλοι εκπρόσωποι τον προειδοποίησαν ότι ήταν πολύ επικίνδυνο να επιστρέψει στην Πολωνία και του σύστησαν να μείνει στην Ελβετία. Εκείνος, όμως, ήθελε να βρίσκεται με τη γυναίκα του και τον 9χρονο γιο του. Πέρασε με δυσκολία τα σύνορα και συνελήφθη λίγες ημέρες αργότερα στη Βαρσοβία.
Ο Ρίνγκελμπλουμ και η ομάδα του κατάλαβαν από την αρχή τις διαστάσεις της τραγωδίας κι ανέλαβαν να καταγράψουν τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης στο γκέτο για να αποκαλυφθούν οι θηριωδίες των Ναζί μετά το τέλος του πολέμου. Τα μέλη της ομάδας, λοιπόν, άρχισαν να συγκεντρώνουν σχολαστικά κάθε πειστήριο από όσο το δυνατόν περισσότερους έγκλειστους: διατάγματα, αφίσες, φωτογραφίες, γράμματα, δελτία τροφίμων, ποιήματα, ταυτότητες, επίσημα έντυπα, συνταγές, σκίτσα, παιδικές εκθέσεις, μαρτυρίες ραβίνων, λαθρεμπόρων, καθηγητών, καλλιτεχνών, αστυνομικών, ημερολόγια-ντοκουμέντα του τρόμου στα γίντις, τα γερμανικά και τα πολωνικά. Ήταν μια επικίνδυνη αποστολή, επειδή, όποιος μάζευε στοιχεία για τη δράση των γερμανικών στρατευμάτων, διέτρεχε τον κίνδυνο να εκτελεστεί.
Καθώς η βία των Γερμανών κλιμακωνόταν, ο Ρίνγκελμπλουμ και οι συνεργάτες του συνειδητοποίησαν ότι πιθανώς δεν θα επιζούσαν. Παρόλο που ήταν αβέβαιοι για το μέλλον, συνέχισαν το έργο τους, αντιμετωπίζοντας πια τη συλλογή τους ως ένα χρονικό δίωξης, που θα έπρεπε να γίνει γνωστό στον υπόλοιπο κόσμο έτσι ώστε να μη διαπραχθούν άλλες μαζικές θηριωδίες στο μέλλον. Λίγο πριν από το τέλος τους, αποφάσισαν να κρύψουν το αρχείο τους αυτό με την ελπίδα ότι θα το βρουν οι επόμενες γενιές. Ένας από αυτούς, ο Νταβίντ Γκράμπερ ήταν μόλις 19 χρόνων όταν έγραφε βιαστικά το αποχαιρετιστήριο γράμμα του: «Θα ήμουν πανευτυχής αν ζούσα τη στιγμή που θα αποκαλυπτόταν αυτός ο μεγάλος θησαυρός κι ο κόσμος θα μάθαινε την αλήθεια». Την ώρα που οι Γερμανοί στρατιώτες «χτένιζαν» τους δρόμους, ο Γκράμπερ κι ο φίλος του Ναχούμ Γκρζίβατς έθαβαν 10 μεταλλικά κουτιά στην αυλή ενός δημοτικού σχολείου στην οδό Νοβολίπκι του εβραϊκού γκέτο της Βαρσοβίας. Το ημερολόγιο έγραφε 2 Αυγούστου 1942. Τα μεταλλικά κουτιά βρέθηκαν περίπου 4 χρόνια αργότερα. Οι δυο φίλοι είχαν αφήσει την τελευταία τους πνοή αρκετό καιρό πριν, δολοφονημένοι από τους Ναζί.
Η ηγεσία του γκέτο, το Εβραϊκό Συμβούλιο (Judenrat), παλινδρόμησε για μεγάλο χρονικό διάστημα ανάμεσα στην προοπτική της συνεργασίας με τους κατακτητές, προκειμένου να εξασφαλιστούν πιο υποφερτές συνθήκες διαβίωσης, ή στην οργάνωση μιας ένοπλης εξέγερσης, που όμως φαινόταν από την αρχή καταδικασμένη στην αποτυχία λόγω της υπεροπλίας των Γερμανών.
Μέχρι τον Ιούλιο του 1942, 100.000 έγκλειστοι είχαν υποκύψει από την κακουχία, ενώ οι Γερμανοί εκτόπισαν και άλλα 150.000 άτομα στο γκέτο. Οι Ναζί παράλληλα ξεκίνησαν μαζικές εκτοπίσεις με προορισμό, όπως έλεγαν, διάφορα στρατόπεδα εργασίας. Τις περισσότερες μεταφορές πραγματοποίησαν στη διάρκεια της Μεγάλης Επιχείρησης Βαρσοβία (Grossaktion Warschau) μεταξύ 23 Ιουλίου και 21 Σεπτεμβρίου 1942. Σύμφωνα με στοιχεία που αποκαλύφθηκαν μετά τον πόλεμο, περίπου 250.000-300.000 κάτοικοι του γκέτο εκτοπίστηκαν και θανατώθηκαν στο στρατόπεδο εξόντωσης Τρεμπλίνκα στη διάρκεια των δυο μηνών που διήρκεσε η επιχείρηση, που την διεύθυνε ο Oberführer των SS Ferdinand von Sammern - Frankenegg, διοικητή της περιοχής της Βαρσοβίας, από το 1941. Λίγο πριν αρχίσει η επιχείρηση μεταφοράς των Εβραίων στα στρατόπεδα εξόντωσης, ο Γερμανός «Επίτροπος Μετεγκατάστασης» Hermann Höffle συγκάλεσε το Εβραϊκό Συμβούλιο του γκέτο και πληροφόρησε τον αρχηγό του Άνταμ Τσερνιάκοφ για τη «μετεγκατάσταση στα ανατολικά». Ο Τσερνιάκοφ, διαισθανόμενος τον κίνδυνο, απηύθυνε έκκληση στους Γερμανούς να εξαιρέσουν από την εκτόπιση τα παιδιά των ορφανοτροφείων του γκέτο. Το αίτημά του δεν εισακούστηκε και ο Τσερνιάκοφ αυτοκτόνησε. Ο ιατρός και υπεύθυνος ενός από τα ορφανοτροφεία, Δρ Γιάνους Κόρτσακ, επέμεινε να μπει επικεφαλής στη γραμμή των παιδιών κατά την εκτόπιση.
Όταν άρχισαν οι μεταφορές, τα μέλη του Εβραϊκού κινήματος αντίστασης αποφάσισαν να μην εναντιωθούν στις εντολές των SS, πιστεύοντας ότι οι Εβραίοι πήγαιναν σε στρατόπεδα εργασίας κι όχι εξόντωσης. Μέχρι το τέλος της χρονιάς, όμως, το γκέτο πληροφορείται ότι τα τρένα, που έφευγαν καθημερινά για το στρατόπεδο συγκέντρωσης Τρεμπλίνκα, δε μετέφεραν τους συγγενείς και οικείους τους σε στρατόπεδα εργασίας. Ήξεραν πια ότι εκεί που τους έπαιρναν οι Ναζί, θα έβρισκαν φρικτό θάνατο σε θαλάμους αερίων, καθώς υπήρχε οργανωμένο σχέδιο εξόντωσης των Εβραίων. Τότε, πολλοί από τους εναπομείναντες Εβραίους άρχισαν μια γενναία αντίσταση.
Η ΕΞΕΓΕΡΣΗ
Τα νέα για τα εξωφρενικά μαζικά εγκλήματα (και η αδιαφορία των συμμαχικών δυνάμεων) είχαν σαν συνέπεια τη δυναμική αντίδραση των αντιστασιακών εβραϊκών οργανώσεων. Η πρώτη ένοπλη εξέγερση μέσα στο γκέτο ξεκίνησε στις 18 Ιανουαρίου του 1943, όταν οι Γερμανοί άρχισαν το δεύτερο κύμα απελάσεων. Καθώς οικογένειες Εβραίων κρύβονταν στα «αμπριά» τους, Γερμανοί στρατιώτες και μέλη της Εβραϊκής Αντιστασιακής Οργάνωσης (Żydowska Organizacja Bojowa, ŻOB) ενεπλάκησαν για πρώτη φορά σε δυο μετωπικές συγκρούσεις. Παρόλο που η ŻOB κατέγραψε σοβαρές απώλειες, το αποτέλεσμα ήταν να σταματήσουν οι απελάσεις για λίγες μέρες, και μόνο 5.000 Εβραίοι, αντί των προβλεπόμενων 8.000, απομακρύνθηκαν από το γκέτο.
Εκατοντάδες άνθρωποι μέσα στο γκέτο, ενήλικες και παιδιά, ήταν έτοιμοι να πολεμήσουν, οπλισμένοι ελαφρά με πιστόλια και λίγα ακόμη όπλα που είχαν μπει λαθραία στο γκέτο. Δυο εβραϊκές αντιστασιακές οργανώσεις, η Εβραϊκή Στρατιωτική Ένωση (Żydowski Związek Wojskowy, ŻZW) και η ŻOB κατέλαβαν τον έλεγχο του γκέτο. Κατασκεύασαν δεκάδες θέσεις μάχης και εκτέλεσαν άτομα συνεργάτες των Γερμανών, ανάμεσα στους οποίους και Εβραίοι αστυνομικοί του γκέτο, μέλη της υποστηριζόμενης από τους Γερμανούς οργάνωσης Żagiew και πράκτορες της Γκεστάπο. Η ŻOB έφτιαξε μια φυλακή όπου κρατούνταν και εκτελούνταν προδότες και συνεργάτες των Γερμανών. Ο Γιόζεφ Ζερίνσκι, πρώην επικεφαλής της εβραϊκής αστυνομίας, αυτοκτόνησε. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι εξεγερμένοι πολέμησαν έχοντας ελαφρύ οπλισμένο απέναντι στις υπεροπλισμένες ναζιστικές δυνάμεις.
ΟΙ ΣΥΓΚΡΟΥΟΜΕΝΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ
ΕΒΡΑΙΟΙ ΕΞΕΓΕΡΜΕΝΟΙΤην άνοιξη του 1943 στο γκέτο ξέσπασε εξέγερση, που ενισχύθηκε από ορισμένα μέλη της πολωνικής αντίστασης. Οι μαχητές του γκέτο (που αριθμούσαν 400-1.000 άτομα στις 19 Απριλίου) ήταν οπλισμένοι (όσοι από αυτούς διέθεταν όπλα) μόνο με πιστόλια και περίστροφα, που είχαν περιορισμένη αξία στη μάχη και ήταν πρακτικά άχρηστα για μεγάλες αποστάσεις. Υπήρχαν μόνο λίγα τουφέκια και αυτόματα που είχαν μπει λαθραία στο γκέτο. Οι εξεγερμένοι διέθεταν λιγοστά πυρομαχικά, και βασίζονταν κυρίως στους αυτοσχέδιους εκρηκτικούς μηχανισμούς και τα κοκτέιλ μολότοφ. Λίγα ακόμη όπλα πάρθηκαν από τους Γερμανούς ή μπήκαν στο γκέτο στη διάρκεια της εξέγερσης.
Στην αναφορά του, ο Στρόοπ αναφέρει ότι οι δυνάμεις του μπόρεσαν να πάρουν ξανά τη «λεία» (τον οπλισμό των Εβραίων) που αποτελείτο από: «Επτά πολωνικά τουφέκια, ένα ρωσικό κι ένα γερμανικό τουφέκι, 59 πιστόλια διάφορων διαμετρημάτων, πολλές εκατοντάδες εμπρηστικά μπουκάλια, αυτοσχέδια εκρηκτικά, εκρηκτικούς μηχανισμούς με φιτίλια, μεγάλη ποσότητα εκρηκτικών και πυρομαχικών για όπλα όλων των διαμετρημάτων, συμπεριλαμβανομένων και ορισμένων βλημάτων πολυβόλου. Σχετικά με τη λεία των όπλων, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι τα ίδια τα όπλα στις περισσότερες περιπτώσεις δεν ήταν δυνατό να κατασχεθούν, καθώς οι συμμορίτες και οι Εβραίοι, πριν συλληφθούν, τα πετούσαν σε κρυψώνες ή τρύπες, που η θέση τους δεν μπορούσε να βεβαιωθεί ή ανακαλυφθεί. Η χρήση καπνογόνων στα καταφύγια από τους άντρες μας, έκανε επίσης την έρευνα για συχνά όπλα αδύνατη. Καθώς τα καταφύγια έπρεπε να ανατιναχθούν αμέσως, η μετέπειτα έρευνα ήταν εκτός συζήτησης».
ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΠΟΛΩΝΟΥΣ
Η βοήθεια που προερχόταν έξω από το γκέτο ήταν περιορισμένη, αλλά μονάδες της πολωνικής Αντίστασης από την πολωνική Εθνοφυλακή Άρμια Κράγιοβα (Armia Krajowa, AK) και την κομμουνιστική Gwardia Ludowa (GL) (Λαϊκή Πολιτοφυλακή) επιτέθηκαν κατά γερμανικών μονάδων κοντά στα τείχη του γκέτο και προσπάθησαν να εισάγουν λαθραία όπλα, πυρομαχικά και προμήθειες από τα δικά της περιορισμένα αποθέματα. Η AK μετέδιδε επίσης πληροφορίες και εκκλήσεις για βοήθεια στους Εβραίους του γκέτο, τόσο στην Πολωνία όσο και στο εξωτερικό, προς τους Συμμάχους. Πολλοί διοικητές και μαχητές της ŻOB απέδρασαν αργότερα από τους υπονόμους με τη βοήθεια των Πολωνών, και μπήκαν στην πολωνική αντίσταση. Μια μονάδα της ΑΚ, τα «Εθνικά Σώματα Ασφαλείας» (Państwowy Korpus Bezpieczeństwa), υπό τη διοίκηση του Χένρικ Ιβάνσκι, πολέμησε μέσα στο γκέτο στο πλευρό της ŻZW. Σε μια επίθεση 3 πυρήνες της ΑΚ προσπάθησαν να προκαλέσουν ρήγμα στα τείχη με εκρηκτικά, αλλά οι Γερμανοί τους εμπόδισαν. Οι AK και GL συγκρούστηκαν με τους Γερμανούς μεταξύ 19ης και 23ης Απριλίου σε 6 διαφορετικά σημεία έξω από τα τείχη, πυροβολώντας γερμανικές σκοπιές και θέσεις και σε μια περίπτωση προσπαθώντας να ανατινάξουν μια πύλη.
Η συμμετοχή της πολωνικής Αντίστασης στην εξέγερση επιβεβαιώθηκε στην αναφορά του Στρόοπ: «Όταν εισβάλλαμε στο γκέτο για πρώτη φορά, οι Εβραίοι και Πολωνοί συμμορίτες πέτυχαν να απωθήσουν τις συμμετέχουσες μονάδες, μεταξύ των οποίων τανκς και θωρακισμένα αυτοκίνητα, μέσω μιας καλά προετοιμασμένης συγκέντρωσης πυρός... Η κύρια εβραϊκή ομάδα μάχης, αναμεμειγμένη με Πολωνούς συμμορίτες, είχε ήδη υποχωρήσει κατά την πρώτη και δεύτερη ημέρα στη λεγόμενα πλατεία Μουρανόφσκι. Εκεί, ενισχύθηκε από έναν σημαντικό αριθμό Πολωνών συμμοριτών. Το σχέδιό της ήταν να κρατήσει το γκέτο με κάθε τρόπο έτσι ώστε να παρεμποδίσει την εισβολή μας. Επανειλημμένα, Πολωνοί συμμορίτες βρήκαν καταφύγιο στο γκέτο και παρέμειναν εκεί ανενόχλητοι, από τη στιγμή που δεν είχαμε στη διάθεσή μας δυνάμεις για να χτενίσουμε αυτό το λαβύρινθο... Μια τέτοια ομάδα μάχης επέτυχε να ανέβει σε ένα φορτηγό σκαρφαλώνοντας από έναν υπόνομο στη λεγόμενη οδό Πρόστα, και διέφυγε με αυτό (περίπου 30 με 35 συμμορίτες)... Οι συμμορίτες και οι Εβραίοι (υπήρχαν Πολωνοί συμμορίτες μέσα σε αυτές τις συμμορίες τις εξοπλισμένες με καραμπίνες, μικρά όπλα, και σε μια περίπτωση ένα ελαφρύ πολυβόλο) ανέβηκαν στο φορτηγό και το οδήγησαν προς άγνωστη κατεύθυνση».
ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΤΩΝ ΝΑΖΙ
Τελικά, οι προσπάθειες της εβραϊκής αντίστασης αποδείχτηκαν ανεπαρκείς μπροστά στην ισχύ των γερμανικών δυνάμεων. Για να κάμψουν τους πενιχρά οπλισμένους Εβραίους μαχητές, οι Γερμανοί ενισχύθηκαν και με βαριά οπλισμένες μονάδες των SS και Πολωνούς αστυνομικούς. Κάθε μέρα διέθεταν μια δύναμη περίπου 2.090 καλά εκπαιδευμένων στρατιωτών, ανάμεσά τους 821 γρεναδιέρους των θωρακισμένων (Panzergrenadier), όπως λέγονταν τότε οι άνδρες των Ένοπλων SS (5 εφεδρικά και εκπαιδευτικά τάγματα SS και ένα εφεδρικό τάγμα ιππικού των SS), καθώς και 363 Πολωνοί της δωσίλογης Μπλε Αστυνομίας, που διατάχτηκαν από τους Γερμανούς να φυλάνε την περίμετρο του τείχους του γκέτο.
Οι υπόλοιπες δυνάμεις προέρχονταν από την αστυνομία τήρησης της τάξης των SS (Ordnungspolizei), την Υπηρεσία Ασφαλείας των SS (Sicherheitsdienst, SD), την Γκεστάπο της Βαρσοβίας, από 2 τάγματα Μηχανικού Σιδηροδρόμων της Βέρμαχτ, μια αντιαεροπορική πυροβολαρχία της Βέρμαχτ, ένα τάγμα Ουκρανών από το στρατόπεδο εκπαίδευσης της Τελικής Λύσης Τραβνίκι, Λιθουανούς και Λετονούς εφεδρικούς αστυνομικούς, γνωστούς με το προσωνύμιο Askari, και τεχνικούς εκτάκτων καταστάσεων. Πολωνοί πυροσβέστες αναγκάστηκαν να βοηθήσουν την επιχείρηση. Επιπλέον, ένας αριθμός εγκληματιών και εκτελεστών από τη φυλακή Πάβιακ της Γκεστάπο, που βρισκόταν κοντά, υπό τις διαταγές του Φραντς Μπερκλ, προσφέρθηκαν εθελοντικά να «κυνηγήσουν τους Εβραίους». Οι πιο πολλοί Εβραίοι αστυνομικοί, που είχαν απομείνει, εκτελέστηκαν από την Γκεστάπο ή χρησιμοποιήθηκαν στην επίθεση και, κατόπιν, επίσης εκτελέστηκαν.
ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΕΠΙΘΕΣΗ-ΟΔΟΜΑΧΙΕΣ
Στις 19 Απριλίου 1943, την παραμονή του εβραϊκού Πάσχα, 5.000 Γερμανοί των SS, καθώς και περίπου 300 Πολωνοί της δωσίλογης «Μπλε» αστυνομίας, υπό τον Γιούργκεν Στρόοπ, εισέβαλλαν στο γκέτο της Βαρσοβίας, υπολογίζοντας να ολοκληρώσουν την «Επιχείρηση» μέσα σε 3 ημέρες. Όμως, οι οδομαχίες κράτησαν περίπου ένα μήνα. Οι Γερμανοί υπέστησαν απώλειες καθώς έπεσαν επανειλημμένα σε ενέδρες Εβραίων εξεγερμένων, που τους πυροβολούσαν και τους πετούσαν κοκτέιλ μολότοφ και χειροβομβίδες από στενά, υπονόμους και παράθυρα. Ένα γαλλικής κατασκευής τεθωρακισμένο Lorraine 37L, καθώς και ένα θωρακισμένο αυτοκίνητο πυρπολήθηκαν από τις μολότοφ της ŻOB, και η γερμανική προέλαση ανακόπηκε. Οι Εβραίοι εξεγερμένοι σημείωσαν αξιόλογη επιτυχία εναντίον του von Sammern - Frankenegg, με συνέπεια να χάσει τη θέση του ως διοικητής των SS και της αστυνομίας (SS und Polizeiführer) στη Βαρσοβία. Τον αντικατέστησε ο Γιούργκεν Στρόοπ, που στάλθηκε στη Βαρσοβία από τον Χάινριχ Χίμλερ, στις 17 Απριλίου 1943, λόγω της ανεπιτυχούς επέμβασής του von Sammern στο γκέτο. Ο Στρόοπ απέρριψε την πρόταση του von Sammern να κληθούν βομβαρδιστικά από την Κρακοβία και προτίμησε να προχωρήσει σε μια καλύτερα οργανωμένη από εδάφους επίθεση.
Η μεγαλύτερη σε διάρκεια υπεράσπιση μιας θέσης έλαβε χώρα γύρω από την πλατεία Μουρανόφσκι, σημείο που έλεγχε η ŻZW, από τις 19 Απριλίου έως τα τέλη του μήνα. Το απόγευμα της 19ης, δυο αγόρια σκαρφάλωσαν στη στέγη του αρχηγείου της εβραϊκής αντίστασης και ύψωσαν δυο σημαίες: την ερυθρόλευκη σημαία της Πολωνίας και τη γαλανόλευκη σημαία της ŻZW. Αυτές οι δύο σημαίες ήταν σε πλήρη θέα από τους δρόμους της Βαρσοβίας και έμειναν στη στέγη του σπιτιού για τέσσερις ολόκληρες μέρες, παρά τις προσπάθειες των Γερμανών να τις αφαιρέσουν. Ο Στρόοπ θυμόταν: «Το ζήτημα των σημαιών ήταν μεγάλης πολιτικής και ηθικής σημασίας. Υπενθύμιζε σε εκατοντάδες χιλιάδες την πολωνική υπόθεση, τους συνάρπαζε και ένωνε τον πληθυσμό του Γενικού Κυβερνείου (Generalgouvernement), αλλά ιδιαίτερα τους Εβραίους και τους Πολωνούς. Οι σημαίες και τα εθνικά χρώματα είναι μέσα διεξαγωγής μάχης ακριβώς σαν ένα ταχυβόλο όπλο, σαν χιλιάδες τέτοια όπλα. Όλοι μας το γνωρίζαμε - ο Χάινριχ Χίμλερ, ο Φρίντριχ Κρίγκερ και ο Χαν. Ο Ράιχσφυρερ Χίμλερ βρυχιόταν στο τηλέφωνο: ‘Στρόοπ, πρέπει πάση θυσία να κατεβάσεις αυτές τις δυο σημαίες’».
Άλλο ένα τεθωρακισμένο όχημα καταστράφηκε σε μια αντεπίθεση των εξεγερμένων, κατά την οποία σκοτώθηκε και ο διοικητής της ŻZW Νταβίντ Άπφελμπαουμ. Αφότου οι αμυνόμενοι απέρριψαν το τελεσίγραφο του Στρόοπ να παραδοθούν, οι Ναζί άρχισαν να καίνε συστηματικά το ένα κτίριο μετά το άλλο με φλογοβόλα και να ανατινάζουν υπόγεια και υπονόμους. Από το γκέτο δεν απέμεινε τελικά τίποτα, παρά μόνο χαλάσματα. «Μας νίκησαν οι φλόγες, όχι οι Γερμανοί», έλεγε ο ηγέτης της αντίστασης Μαρκ Έντελμαν το 2007. Το 2003, θυμόταν: «Η θάλασσα από φλόγες πλημμύρισε σπίτια και αυλές... Δεν υπήρχε αέρας, μόνο μαύρος, πνιγηρός καπνός και θερμότητα που ακτινοβολούσαν οι πυρακτωμένοι τοίχοι, τα πέτρινα σκαλοπάτια που λαμπύριζαν».
Η ŻZW έχασε όλους τους ηγέτες της και, στις 29 Απριλίου 1943, οι πολεμιστές που απόμειναν απέδρασαν από το γκέτο από το τούνελ της πλατείας Μουρανόφκσι, μετακινούμενοι στο δάσος Μίχαλιν. Αυτό σήμανε και το τέλος της οργανωμένης αντίστασης και των σημαντικών μαχών. Οι Εβραίοι που απέμειναν στο γκέτο, πολίτες και επιζήσαντες μαχητές, κατέφυγαν σε αυτοσχέδια «αμπριά» που έσκαψαν προσεκτικά μέσα στα καμένα ερείπια του γκέτο. Οι Γερμανοί στρατιώτες χρησιμοποίησαν σκυλιά για να εντοπίσουν τα κρησφύγετα, και καπνογόνα, δακρυγόνα και δηλητηριώδη αέρια προκειμένου να αναγκάσουν τους Εβραίους να βγουν. Σε πολλές περιπτώσεις, οι Εβραίοι έβγαιναν από τις κρυψώνες τους πυροβολώντας τους Γερμανούς, ενώ ένας αριθμός από γυναίκες αγωνίστριες επιτίθονταν στους Γερμανούς, μετά την παράδοσή τους, με χειροβομβίδες και πιστόλια που είχαν κρυμμένα. Μικρές ομάδες Εβραίων ενεπλάκησαν με γερμανικές περιπόλους σε νυχτερινές συμπλοκές, παρόλα αυτά, όμως, οι γερμανικές απώλειες ήταν ελάχιστες μετά τις δέκα πρώτες μέρες της εξέγερσης.
Στις 8 Μαΐου 1943 οι Γερμανοί ανακάλυψαν το κεντρικό αρχηγείο της ŻOB στον αριθμό 18 της οδού Μίλα (Miła). Οι πιο πολλοί ηγέτες της οργάνωσης και δεκάδες μαχητών σκοτώθηκαν, ενώ άλλοι αυτοκτόνησαν ομαδικά με υδροκυάνιο. Ανάμεσα στους νεκρούς βρισκόταν ο διοικητής της οργάνωσης, Μορντεχάι Ανιέλεβιτς. Ο υποδιοικητής Έντελμαν διέφυγε από τους υπονόμους στις 10 Μαΐου μαζί με μια χούφτα συντρόφους του. Δυο μέρες αργότερα, ο επικεφαλής της Γενικής Συνομοσπονδίας Εβραίων Εργατών Λιθουανίας, Ρωσίας και Πολωνίας και μέλος της εξόριστης Πολωνικής κυβέρνησης, Ζμουλ Ζίγκελμπομ αυτοκτόνησε στο Λονδίνο, διαμαρτυρόμενος έτσι για τη μη υποστήριξη των εξεγερμένων από τις δυτικές κυβερνήσεις: «Δεν μπορώ να συνεχίσω να ζω και να σωπαίνω ενώ τα απομεινάρια των Εβραίων της Πολωνίας, των οποίων είμαι αντιπρόσωπος, δολοφονούνται. Οι σύντροφοί μου στο γκέτο της Βαρσοβίας έπεσαν με τα όπλα στο χέρι στην τελευταία ηρωική μάχη. Δεν μου επετράπη να πέσω όπως και αυτοί, μαζί με αυτούς, αλλά ανήκω σε αυτούς, στον ομαδικό τους τάφο. Με το θάνατό μου, θέλω να εκφράσω την πιο έντονη διαμαρτυρία μου κατά της αδράνειας με την οποία ο κόσμος παρακολουθεί και επιτρέπει την καταστροφή του εβραϊκού λαού».
ΘΥΜΑΤΑ
Παρά τη γενναία αντίσταση των Εβραίων, το Μάιο του 1943 συντρίφτηκαν από τα γερμανικά στρατεύματα. Περίπου 13.000 Εβραίου σκοτώθηκαν στο γκέτο στη διάρκεια της εξέγερσης (6.000 από τους οποίους κάηκαν ζωντανοί ή πέθαναν από την εισπνοή καπνού). Από 50.000 κατοίκους του γκέτο που απέμειναν, οι πιο πολλοί συνελήφθησαν και στάλθηκαν σε στρατόπεδα εξόντωσης, κυρίως στην Τρεμπλίνκα. Οι μάχες στο γκέτο έληξαν όταν ο Γιούργκεν Στρόοπ, ανακοίνωσε τη νίκη του και διέταξε την ανατίναξη της Συναγωγής, που βρισκόταν έξω από τα τείχη του γκέτο.
Η ημερήσια αναφορά του προς τον Φρίντριχ Κρίγκμαν, γραμμένη στις 18 Μαΐου 1943, ανέφερε: «180 Εβραίοι, συμμορίτες κι υπάνθρωποι, εξοντώθηκαν. Η πρώην εβραϊκή συνοικία της Βαρσοβίας δεν υπάρχει πλέον. Οι δράσεις μεγάλης κλίμακας τερματίστηκαν στις 20:15 με την ανατίναξη της Συναγωγής της Βαρσοβίας... Συνολικός αριθμός Εβραίων που αντιμετωπίστηκαν 56.065, συμπεριλαμβανομένων τόσο Εβραίων που συνελήφθησαν όσο και Εβραίων των οποίων η εξόντωση μπορεί να αποδειχθεί... Εκτός από 8 κτίρια (στρατώνες της αστυνομίας, νοσοκομείο και στέγη συνεργείων εργασίας) το πρώην γκέτο καταστράφηκε ολοκληρωτικά. Μόνο ο διαχωριστικός τοίχος έχει απομείνει όρθιος όπου δεν έγιναν εκρήξεις».
Σύμφωνα με την αναφορά του ιδίου, οι δυνάμεις του είχαν 16 νεκρούς και 86 τραυματίες (οι αριθμοί αυτοί περιλάμβαναν πάνω από 60 μέλη των Waffen-SS, όχι όμως τους Εβραίους δοσίλογους). Ο πραγματικός αριθμός των γερμανικών απωλειών είναι άγνωστος. Για προπαγανδιστικούς λόγους οι επίσημες γερμανικές απώλειες δηλώθηκαν να είναι μόνο μερικοί τραυματίες και κανένας νεκρός, ενώ η Πολωνική Αντίσταση ισχυριζόταν ότι εκατοντάδες Ναζί σκοτώθηκαν στη διάρκεια των συγκρούσεων.
ΕΠΑΚΟΛΟΥΘΑ
ΤΟ ΠΡΩΗΝ ΓΚΕΤΟ Μετά την εξέγερση, τα περισσότερα από τα αποτεφρωμένα σπίτια κατεδαφίστηκαν και στη θέση τους ανεγέρθηκε το Στρατόπεδο συγκέντρωσης της Βαρσοβίας. Χιλιάδες άνθρωποι πέθαναν στο στρατόπεδο ή εκτελέστηκαν στα ερείπια του γκέτο. Την ίδια στιγμή, τα SS κυνηγούσαν τους λίγους Εβραίους που κρύβονταν ακόμα στα ερείπια. Ο Ρίνγκελμπλουμ, πρωτεργάτης του αρχείου του γκέτο, συνελήφθη τελικά τον Μάρτιο 1944 και εκτελέστηκε με τη γυναίκα και τον γιο του. Το 1944, κατά την εξέγερση της Βαρσοβίας, το τάγμα Zośka της ΑΚ μπόρεσε να διασώσει 380 Εβραίους φυλακισμένους από το στρατόπεδο Gęsiówka, που είχαν επιζήσει από τη γερμανική επιχείρηση στο γκέτο, κι οι πιο πολλοί από αυτούς μπήκαν αμέσως στην οργάνωση και πολέμησαν στη διάρκεια της εξέγερσης. Μικρές ομάδες κατοίκων του πρώην γκέτο κατόρθωσαν επίσης να επιβιώσουν μέσα στους υπονόμους.
Το γκέτο της Βαρσοβίας δημιουργήθηκε και αφανίστηκε στο πλαίσιο του ναζιστικού προγράμματος μαζικής εξόντωσης των Εβραίων της Ευρώπης, που στη ναζιστική κωδικοποιημένη ορολογία λεγόταν «Τελική Λύση του Εβραϊκού Ζητήματος». Για τον σκοπό αυτό, οι Γερμανοί και οι συνεργοί τους έχτισαν στρατόπεδα εξόντωσης, δηλαδή χώρους που σχεδιάστηκαν για τη μαζική εκτέλεση άμαχου πληθυσμού με οργανωμένο και συστηματικό τρόπο, συνήθως σε θαλάμους αερίων. Ο νομομαθής Raphael Lemkin επινόησε ένα νέο νομικό όρο για να περιγράψει το μαζικό έγκλημα: «Γενοκτονία» («genocide», από την ελληνική λέξη «γένος» και το ρήμα της λατινικής «caedere», σκοτώνω).
Τα απομεινάρια του γκέτο της Βαρσοβίας |
Η ιστορία του γκέτο της Βαρσοβίας δεν έκλεισε όμως με την καταστροφή του. Μετά τη λήξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και τη στρατιωτική ήττα της Γερμανίας, η Βαρσοβία απελευθερώθηκε. Στις 18 Σεπτεμβρίου 1946, μετά από υπόδειξη του Χερς Βάσερ, ενός από τους 3 χρονικογράφους που επέζησαν, οι Αρχές ανέσυραν προσεκτικά από τα χαλάσματα της οδού Νοβολίπκι 68 ένα μέρος του αρχείου. Το δεύτερο μέρος ανακαλύφθηκε το 1950, ενώ το τρίτο δεν έχει βρεθεί μέχρι σήμερα. Ο θαμμένος θησαυρός αποτελείται από περίπου 35.000 φύλλα χαρτιού. Σε αυτό το υλικό καταγράφονται οι ναζιστικές θηριωδίες στο γκέτο, ο τρόπος που οι Γερμανοί κατακτητές στέρησαν από τους Εβραίους της Βαρσοβίας τα δικαιώματά τους, οι βασανισμοί και το τέλος τους στα στρατόπεδα του θανάτου.
Κανείς σχεδόν από τους έγκλειστους του γκέτο δεν ζούσε πια, όμως ο κόσμος θα μάθαινε την ιστορία μέσα από τις μαρτυρίες τους. Ο 19χρονος φοιτητής Νταβίντ Γκράμπερ, της ομάδας Οϊνέγκ Σάμπες, είχε συντάξει ένα συνοπτικό βιογραφικό σημείωμά του μαζί με τη διαθήκη του λίγο πριν να θάψει το αρχείο του γκέτο, μαζί με λίγους ακόμη συνεργάτες: «Ό,τι αδυνατούσαμε να φωνάξουμε και να πούμε δυνατά στον κόσμο, το θάψαμε στο έδαφος... Θα ήθελα να δω τη στιγμή που αυτός ο μεγάλος θησαυρός θα ανασυρθεί και θα κραυγάσει την αλήθεια στον κόσμο. Έτσι ο κόσμος θα γνωρίζει τα πάντα. Όσοι δεν θα επιζήσουν θα μπορούν να είναι χαρούμενοι και εμείς θα μπορούμε να αισθανόμαστε σαν βετεράνοι με παράσημα στα στήθη μας... Αλλά όχι, σίγουρα δεν θα ζήσουμε για να το δούμε αυτό και γι’ αυτό γράφω την τελευταία βούλησή μου. Μακάρι ο θησαυρός να πέσει σε καλά χέρια, μακάρι να διαρκέσει σε καλύτερους καιρούς, μακάρι να ανησυχήσει και να προειδοποιήσει τον κόσμο για ό,τι συνέβη... στον εικοστό αιώνα... Τώρα μπορούμε να πεθάνουμε εν ειρήνη. Εκπληρώσαμε την αποστολή μας...».
Το υλικό αυτό, σχεδόν ξεχασμένο σήμερα, αποτέλεσε τη βάση για το βιβλίο του Αμερικανού ιστορικού Σάμιουελ Κάσοου, «Ποιος θα ξαναγράψει την Ιστορία μας;», το οποίο κυκλοφόρησε πριν από μερικές ημέρες στη Γερμανία. Όπως επισημαίνει το περιοδικό «Σπίγκελ», πολλοί Εβραίοι σε όλη την Ευρώπη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου κράτησαν ημερολόγια και συγκέντρωσαν ντοκουμέντα για το Ολοκαύτωμα. Η δουλειά των χρονικογράφων του γκέτο, όμως, ήταν η πιο συστηματική και η πιο αναλυτική. Ενδεχομένως και η πιο δραματική: «Θα ήθελα η μαρτυρία μου να έμπαινε σαν σφήνα κάτω από τη ρόδα της Ιστορίας», έγραψε μια γυναίκα που συμμετείχε στην ομάδα των χρονικογράφων. Σε ένα από τα έγγραφα εξειδικεύεται ο αριθμός των επιτρεπόμενων θερμίδων: 2.613 για τους Γερμανούς, 699 για τους Πολωνούς, 184 για τους Εβραίους. Οι χρονικογράφοι κατέγραψαν τις τιμές στη μαύρη αγορά και, σαν εθνολόγοι, έφτιαξαν ερωτηματολόγια παίρνοντας συνεντεύξεις από εκατοντάδες ομοεθνείς τους. Υπολόγισαν ότι ανάμεσα στο 1940 και το 1942 περίπου 100.000 άνθρωποι πέθαναν από την πείνα και το κρύο. «Το χειρότερο πράγμα είναι να βλέπεις τα παγωμένα παιδιά», έγραψε ο Ρίνγκελμπλουμ. «Σήμερα το απόγευμα άκουγα το εξασθενημένο κλάμα ενός μικρού παιδιού. Πολύ πιθανόν αύριο θα βρουν το νεκρό σώμα του».
Το 1999, τα Ηνωμένα Έθνη έθεσαν το αρχείο Οϊνέγκ Σάμπες στο Μητρώο της Μνήμης του Κόσμου σε αναγνώριση της μεγάλης αξίας του ως ιστορικού τεκμηρίου σχετικά μ’ ένα από τα κεφάλαια της γενοκτονίας των Εβραίων της Ευρώπης. Σύμφωνα με τα λόγια του Ρίνγκελμπλουμ, «πρέπει να δούμε τους εαυτούς μας σαν να μετέχουν σε μια οικουμενική απόπειρα να δημιουργηθεί μια στέρεη δομή αντικειμενικής τεκμηρίωσης που θα λειτουργήσει για το καλό της ανθρωπότητας». Οι φωνές του γκέτο καλούν τη διεθνή κοινωνία, όχι μόνο να τηρεί το καθήκον της μνήμης, αλλά και να μην επιτρέψει να επαναληφθούν μαζικές θηριωδίες εις βάρος καμιάς στοχευμένης ομάδας ανθρώπων, παντού και ποτέ.Η ΤΥΧΗ ΤΩΝ ΓΕΡΜΑΝΩΝ ΥΠΕΥΘΥΝΩΝ
Ο Μπερκλ δολοφονήθηκε από την Πολωνική Αντίσταση στην επιχείρηση Μπερκλ τον Οκτώβριο του 1943. Τον ίδιο μήνα, ο φον Ζάμερν-Φράνκενεγκ δολοφονήθηκε σε ενέδρα Γιουγκοσλάβων παρτιζάνων στην Κροατία.
Οι Γκλομπότσνικ, Χίμλερ και Κρίγκερ ακολούθησαν τη μοίρα του Χίτλερ και αυτοκτόνησαν τον Μάιο του 1945.
Ο Στρόοπ περιέγραψε τη σφαγή των Εβραίων του γκέτο σε μια αναφορά 75 σελίδων (με φωτογραφίες) προς τον Χάινριχ Χίμλερ. Σύμφωνα με την αναφορά του αυτή, περίπου 5.000-6.000 Εβραίοι που κρύβονταν σε κτίρια μέσα στο γκέτο κάηκαν ζωντανοί. Στη συνέχεια, μετά την «επιτυχία» του αυτή στη Βαρσοβία, τοποθετήθηκε στρατιωτικός διοικητής στην Ελλάδα. Μετά το τέλος του πολέμου καταδικάστηκε ως εγκληματίας πολέμου σε δυο διαφορετικές δίκες κι εκτελέστηκε με απαγχονισμό στην Πολωνία το 1952 (ο βοηθός του, Έριχ Στάιντμαν, απαλλάχτηκε λόγω «μηδαμινής ανάμιξης»). Ο Χαν κρυβόταν έως το 1975, οπότε συνελήφθη και καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Πέθανε στη φυλακή το 1986.
ΜΝΗΜΗ
Ορισμένοι από τους επιζώντες της εξέγερσης του γκέτο, γνωστοί σαν «Πολεμιστές του Γκέτο» ίδρυσαν στο Ισραήλ το Κιμπούτς Lohamey ha-Geta'ot (που σημαίνει «Κιμπούτς των πολεμιστών του γκέτο») που βρίσκεται βόρεια της πόλης Άκκα. Ανάμεσα στα ιδρυτικά μέλη του κιμπούτς ήταν ο Γιτζάκ Ζούκερμαν, υποδιοικητής της ŻOB, και η γυναίκα του Ζίβια Λουμπέτκιν, που διοικούσε μάχιμη μονάδα κατά την εξέγερση. Το 1984 τα μέλη του κιμπούτς εξέδωσαν το έργο Dapei Edut (Μνήμες Επιβίωσης), 4 τόμους προσωπικών μαρτυριών από 96 μέλη του κιμπούτς.
Το κιμπούτς Γιαντ Μορντεχάι, βόρεια της Λωρίδας της Γάζας, ονομάστηκε προς τιμή του Μορντεχάι Ανιέλεβιτς.
Στις 7 Δεκεμβρίου 1970, ο καγκελάριος της τότε Δυτικής Γερμανίας Βίλλυ Μπραντ γονάτισε αυθόρμητα κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του στο μνημείο της εξέγερσης στην Πολωνία. Εκείνη την εποχή η ενέργειά του αυτή προκάλεσε έκπληξη και έγινε σημείο αντιπαράθεσης, από τότε όμως έχει αναγνωριστεί ότι βοήθησε να βελτιωθούν οι σχέσεις ανάμεσα στις δυτικές χώρες και αυτές του τότε Συμφώνου της Βαρσοβίας.
Το 2008 ο αρχηγός των Ισραηλινών Ενόπλων Δυνάμεων Γκάμπι Ασκενάζι οδήγησε μια ομάδα αξιωματούχων του στρατού στον τόπο της εξέγερσης και μίλησε για τη «σημασία του γεγονότος για τους μαχόμενους στρατιώτες των ΙΕΔ (IDF)».
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Το Ολοκαύτωμα ήταν αναμφισβήτητα το πιο τραγικό γεγονός του σύγχρονου κόσμου. Ένας «άνθρωπος» και το καθεστώς του, ο Χίτλερ, προκάλεσαν ανυπολόγιστο πόνο και φρίκη σε εκατομμύρια ανθρώπους και τους αγαπημένους τους. Ήταν η εποχή που ευρωπαϊκά κράτη προτίμησαν φασιστικά καθεστώτα και τις δολοφονίες που αυτά διέπραξαν. Σίγουρα αυτή η εποχή δεν θα ξεχαστεί ποτέ. Μέσα στον πόνο και την απόγνωση υπήρξε παρ’ όλα αυτά η δύναμη για αντίσταση στο θάνατο.
Η Εξέγερση στο γκέτο της Βαρσοβίας είναι ένα παράδειγμα δύναμης απέναντι στο θάνατο, ακόμα και σε καταστάσεις φρίκης και τρόμου. Δείχνει, επίσης, πόσο επικίνδυνος είναι ο αντισημιτισμός, που ακόμα και σήμερα (συγκαλυμμένος ή όχι) γίνεται αποδεκτός σε πολλά κράτη, χωρίς να ποινικοποιείται από το νόμο. Ο Wladyslaw Szpilman, Εβραίος Πολωνός πιανίστας, ήταν από τους ελάχιστους που επιβίωσαν από τις σφαγές των ναζί στη Βαρσοβία. Η ιστορία του έγινε ταινία (Τhe Pianist) από το Ρομάν Πολάνσκι.
ΠΗΓΕΣ
Νίκος Ζάικος, επίκουρος καθηγητής Διεθνούς Δικαίου στο τμήμα Βαλκανικών Σπουδών Φλώρινας του πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας, εφημερίδα «Η Καθημερινή» (17/10/2010).
Ο Ερευνητής της Βέροιας
Ιρένα Σέντλερ- μια απίστευτη ιστορία
«Ο κόσμος δεν έγινε τώρα κακός.... πάντα ήταν» (Ιρένα Σέντλερ).
Η Ιρένα Σέντλερ ( Irena Sendlerowa) γεννήθηκε στη Βαρσοβία στις 15 Φεβρουαρίου 1910. Ο πατέρας της ήταν γιατρός και πέθανε από τύφο, τον οποίο κόλλησε επειδή θεράπευε ασθενείς με τύφο, που άλλοι συνάδερφοί του δεν δέχονταν στα ιατρεία τους. Μετά το θάνατό του (επειδή πολλοί από τους ασθενείς του ήταν Εβραίοι), η εβραϊκή κοινότητα της Πολωνίας αποφάσισε να αναλάβει τα έξοδα των σπουδών της Ιρένα.Στη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, η Ιρένα εργαζόταν στο γκέτο της Βαρσοβίας ως ειδική υδραυλικός υπονόμων. Είχε όμως κι έναν απώτερο σκοπό. Η Ιρένα «δούλευε» για τη Zegota (την πολωνική οργάνωση για τη διάσωση των Εβραίων). Η Ιρένα έβγαζε λαθραία βρέφη στον πάτο της εργαλειοθήκης της ή σε ένα σάκο από λινάτσα, που είχε στην καρότσα του φορτηγού της, τα μεγαλύτερα παιδιά. Ακόμα, είχε ένα σκύλο στην καρότσα, που τον είχε εκπαιδεύσει να γαβγίζει όταν οι Γερμανοί φαντάροι της άνοιγαν να μπει ή να βγει από το γκέτο. Φυσικά, οι φαντάροι δεν ήθελαν πάρε-δώσε με το σκύλο, ενώ το γάβγισμά του κάλυπτε τους θορύβους που έκαναν τα βρέφη ή τα παιδιά!
Στο διάστημα που το έκανε αυτό, κατάφερε να φυγαδεύσει και να σώσει 2.500 παιδιά και βρέφη. Τα παιδιά αυτά, τα βοήθησε να τακτοποιηθούν σε θετές οικογένειες ή να υιοθετηθούν. Το 1943 συνελήφθη από τη Gestapo και οι ναζί τη χτύπησαν πάρα πολύ άσχημα και της έσπασαν και τα χέρια και τα πόδια. Την καταδίκασαν σε θάνατο, αλλά η Zegota κατάφερε να την σώσει κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή λίγο πριν την εκτέλεσή της.
Η Ιρένα κράτησε ένα αρχείο με τα ονόματα των παιδιών που είχε διασώσει και το φύλαξε σ’ ένα γυάλινο βάζο, που έθαψε κάτω από ένα δέντρο στην αυλή της. Μετά τον πόλεμο, προσπάθησε να εντοπίσει όσους γονείς είχαν επιζήσει και να επανενώσει τις οικογένειες. Όμως, οι πιο πολλοί απ’ αυτούς είχαν πεθάνει στους θαλάμους αερίων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου