ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η εβραϊκή γλώσσα (עִבְרִית ή עברית, ‘Ivrit) ανήκει σε μια μεγάλη οικογένεια γλωσσών, στενά συνδεδεμένων, γνωστών σαν σημιτικές γλώσσες, διαδεδομένες σ’ όλη τη Μ. Ανατολή και τη Β. Αφρική. Ο όρος «σημιτικές γλώσσες» είναι ένας βολικός, παρά επιστημονικός όρος, που τον υιοθέτησαν οι μελετητές περί το τέλος του 18ου μ.Χ. αιώνα. Στηρίζεται στον κατάλογο των εθνών που υπάρχει στη Γένεση (κεφ.10) και υποδηλώνει ότι πρόκειται για ομάδα συγγενών γλωσσών που μιλούσαν οι «υιοί του Σημ», απόγονοι ενός απ’ τους γιους του Νώε (Γέν.6:10). Άλλες σημιτικές γλώσσες που ανακαλύφθηκαν τα περασμένα 100 χρόνια είναι η ακκαδική (κοινή ονομασία για τη Βαβυλωνιακή και Ασσυριακή) και η ουγγαριτική (παρόμοια με την εβραϊκή και πολύ σημαντική για τη Βιβλική έρευνα). Μια βασική γνώση των σημιτικών γλωσσών είναι πολύ σημαντική για τη τέλεια γνώση και την έρευνα στα εβραϊκά. Η διαίρεση κι η ταξινόμηση των γλωσσών αυτών γίνεται κυρίως με βάση γεωγραφικά κριτήρια, ανάλογα με τη γεωγραφική τους διασπορά κι όχι, όπως έπρεπε, με βάση τη φωνητική, τη μορφολογία και το λεξιλόγιο, επειδή, λόγω έλλειψης κειμένων με το ίδιο περιεχόμενο και την ίδια ηλικία, το έργο αυτό είναι ανέφικτο. Οι 5 κύριοι κλάδοι των σημιτικών γλωσσών είναι: Η εβραϊκή, η αραβική, η αραμαϊκή, η ακκαδική κι η αιθιοπική. Από αυτές, μόνον η εβραϊκή κι η αραβική μιλιούνται σήμερα.
Ως ομιλούμενη γλώσσα, η εβραϊκή άκμασε στο Ισραήλ από τον 10 αιώνα π.Χ. μέχρι λίγο πριν τη Βυζαντινή περίοδο (3ος ή 4ος αιώνας μ.Χ.). Μετά, η εβραϊκή παρέμεινε γραπτή γλώσσα ως τη σύγχρονη εποχή, οπότε αναβίωσε ως ομιλούμενη γλώσσα τον 19ο αιώνα. Αξίζει να σημειωθεί ότι η λέξη «εβραϊκά» (ivrit) δεν χρησιμοποιείται για τη γλώσσα παρά μόνο στην ελληνιστική περίοδο. Στη Βίβλο συναντάμε συνήθως τη λέξη yĕhûdît «ιουδαϊκά». Την εβραϊκή γλώσσα τη μιλούν πάνω από 7.000.000 άνθρωποι στο Ισραήλ και στις εβραϊκές κοινότητες ανά τον κόσμο. Στο Ισραήλ αποτελεί την de facto γλώσσα του κράτους και των ανθρώπων, είναι η μια από τις δύο επίσημες γλώσσες (μαζί με την Αραβική) και τη μιλάει η συντριπτική πλειονότητα του πληθυσμού.
ΙΣΤΟΡΙΑ
Η εβραϊκή είναι η αρχική γλώσσα των Σημιτών αποίκων στη Χαναάν. Η αρχαία εβραϊκή είναι η γλώσσα στην οποία είναι γραμμένος ο βασικός πυρήνας της Τανάχ (εβραϊκή Βίβλος), που καλύπτει μια χρονική περίοδο 1000 ετών. Η εβραϊκή Βίβλος είναι επίσημο θρησκευτικό και εθνικό κείμενο του Ισραήλ (αρχαίου και νεώτερου), αλλά και θρησκευτική πηγή του Χριστιανισμού, γραμμένη κυρίως στην επίσημη λόγια γλώσσα και όχι στη δημοτική, δηλαδή τη γλώσσα των μορφωμένων ιερέων και αυλικών γραφέων. Θεωρείται ότι η παρούσα μορφή της διαμορφώθηκε, κατά μεγάλο μέρος, από τη Βιβλική εβραϊκή, που πιστεύεται ότι ευδοκιμούσε τον 6ο αιώνα π.Χ., την εποχή της εξορίας στη Βαβυλώνα. Γι’ αυτό, η εβραϊκή γλώσσα από τους αρχαίους χρόνους αποκαλείται συχνά από τους Εβραίους Lĕshôn Ha-Kôdesh (לשון הקודש) «η ιερή γλώσσα».
Οι περισσότεροι γλωσσολόγοι συμφωνούν ότι μετά τον 6ο αιώνα π.Χ., αφού η Βαβυλωνιακή αυτοκρατορία κατέστρεψε την Ιερουσαλήμ κι εξόρισε τους Ιουδαίους στη Βαβυλώνα και μετά η Περσική αυτοκρατορία τους επέτρεψε να επιστρέψουν, η Βιβλική εβραϊκή, που κυριαρχούσε στις Γραφές, έφθασε να αντικατασταθεί στην καθημερινή χρήση από νέες διαλέκτους της εβραϊκής, καθώς κι από κάποια τοπική μορφή της Αραμαϊκής (που θεωρείται ότι μιλούσε αργότερα και ο Ιησούς). Μετά την καταστροφή του Β' Ναού και της Ιερουσαλήμ το 70 μ.Χ., οπότε η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία εκτόπισε τον ιουδαϊκό πληθυσμό από την Ιερουσαλήμ και τα περίχωρα, το κέντρο της εβραϊκής εγκατάστασης μετατοπίστηκε από την Ιουδαία στη Γαλιλαία. Ως αποτέλεσμα, η εβραϊκή σταδιακά έπαψε να είναι ομιλούμενη γλώσσα, αλλά διατηρήθηκε ως κατ’ εξοχήν γραπτή γλώσσα. Συνεπώς, επιστολές, συμβόλαια, εμπορικές συμφωνίες, επιστημονικά συγγράμματα, φιλοσοφία, ιατρική, ποίηση και νομικά κείμενα γράφονταν στην εβραϊκή, στην οποία προστίθονταν δάνεια και νεόπλαστοι όροι.
Η Τανάχ ονομάζει τη γλώσσα που μιλούσαν οι Ισραηλίτες «γλώσσα (κυριολεκτικά χείλος) της Χαναάν» (σεφάτ κεναάν) (Ησα.19:18), ή «ιουδαϊκή» (yĕhûdît) (Β' Βασ. 18:26,28). Είναι παρόμοια με αυτή των άλλων εθνών, που μιλούσαν τη Χαναανιτική. Η αρχαία, λοιπόν, εβραϊκή δεν είναι αυτοτελής γλώσσα, αλλά, σύμφωνα με τον Ησαΐα (19:18), χαναανιτική διάλεκτος. Αυτή είναι η γλώσσα των Ισραηλιτών, όπως χαρακτηρίζονται αυτοί για την περίοδο πριν την Έξοδο, ή των Ιουδαίων, όπως καλούνται κατά την περίοδο μετά την εγκατάστασή τους στη Χαναάν. Η εβραϊκή ήταν μια ζωντανή γλώσσα, που οι Ισραηλίτες τη χρησιμοποιούσαν για να μιλούν και να γράφουν, μέχρι τη Βαβυλωνιακή εξορία το 586 π.Χ. Τα αραμαϊκά, η πολιτική και πολιτισμική γλώσσα της Μ. Ανατολής, αντικατέστησαν βαθμιαία τα εβραϊκά από τον 6ο π.Χ αιώνα και πιθανώς κατά τον 1ο μ.Χ. αιώνα η εβραϊκή δεν ήταν πλέον η κυρίαρχη γλώσσα. Είναι πολύ πιθανόν ότι την εβραϊκή μιλούσαν διάφορες κοινότητες και πολλά άτομα για αρκετούς ακόμα αιώνες. Στη χριστιανική Βίβλο οι όροι «εβραϊκή διάλεκτος» και «εβραϊστί» χρησιμοποιούνται σαν ονομασία τόσο της αρχαίας ή βιβλικής εβραϊκής, όσο και της αραμαϊκής που μιλούσαν την εποχή εκείνη.
Η εβραϊκή χρησιμοποιείτο ανά τους αιώνες σαν όχημα για τα σημαντικά θεολογικά και φιλοσοφικά γραπτά, όπως και για κοσμικά και επιστημονικά έργα στα πεδία της ποίησης, αστρονομίας και ιατρικής. Τελικά, στις αρχές του 20ου αιώνα έγιναν σημαντικές προσπάθειες, που προέρχονταν από τον εβραϊκό αποικισμό της Παλαιστίνης και οδηγούνταν και εμπνέονταν από τον Eliezer ben-Yehudah (1858-1922), για να αναβιώσει η γλώσσα. Στην ιστορία των εθνών είναι η μοναδική γνωστή αναβίωση μιας νεκρής γλώσσας. Σήμερα στο Ισραήλ όλα τα θέματα, απ’ την ιστορία μέχρι τη φυσική και την ιατρική, διδάσκονται στην εβραϊκή. Η εβραϊκή είναι η γλώσσα όχι μόνο των νηπιαγωγείων, των σχολείων, των κολεγίων και των πανεπιστημίων, αλλά και του τύπου, του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης.
Η ΕΒΡΑΪΚΗ ΩΣ ΞΕΧΩΡΙΣΤΗ ΧΑΝΑΑΝΙΤΙΚΗ ΔΙΑΛΕΚΤΟΣ
Ο όρος «εβραϊκή γλώσσα» αναφέρεται σε μία από τις διάφορες διαλέκτους της Χαναανιτικής. Η εβραϊκή (Ισραήλ) και η Μωαβιτική (Ιορδανία) αποκαλούνται Νότιες Χαναανιτικές διάλεκτοι, ενώ η Φοινικική (Λίβανος) αποκαλείται Βόρεια Χαναανιτική διάλεκτος. Η Χαναανιτική συγγενεύει στενά με την Αραμαϊκή και, σε μικρότερο βαθμό, με τη Νοτιο-Κεντρική Αραβική. Ενώ οι άλλες χαναανιτικές διάλεκτοι έχουν εκλείψει, η Εβραϊκή επιβίωσε.
Η πρώτη γραπτή μαρτυρία της μη Βιβλικής Εβραϊκής ως διακριτής γλώσσας, το ημερολόγιο της Γεζέρ, ανάγεται στον 10ο αιώνα (περίπου 925 π.Χ.) στην έναρξη της Μοναρχικής Περιόδου, τον καιρό των βασιλέων Δαβίδ και Σολομώντα. Αυτό το ημερολόγιο, που εντάσσεται στην περίοδο της Αρχαίας Βιβλικής Εβραϊκής, παρουσιάζει έναν κατάλογο εποχών και σχετικών αγροτικών εργασιών, γραμμένο σε επτά οριζόντιες και μία κάθετη γραμμή. Το ημερολόγιο αυτό οφείλει το όνομά του στην πόλη κοντά στην οποία βρέθηκε και είναι γραμμένο σε αρχαία Σημιτική γραφή, συγγενή προς τη Φοινικική, η οποία μέσω των Ελλήνων και των Ετρούσκων εξελίχθηκε στο λατινικό αλφάβητο. Το ημερολόγιο της Γεζέρ είναι γραμμένο χωρίς φωνήεντα και δεν χρησιμοποιεί σύμφωνα που υπονοούν φωνήεντα ακόμη και στις θέσεις όπου η κατοπινή εβραϊκή γραφή απαιτεί κάτι τέτοιο.
Αρκετές παλαιότερες πινακίδες έχουν βρεθεί στην περιοχή με παρόμοιες γραφές σε άλλες Σημιτικές γλώσσες, παραδείγματος χάριν στην Πρωτοσιναϊτική. Εικάζεται ότι τα αρχικά σχήματα της γραφής ανάγονται στην ιερογλυφική γραφή των αρχαίων Αιγυπτίων, αν κι η φωνητική αξία τους έχει καθοριστεί από την ακροφωνική αρχή. Ο κοινός πρόγονος της Εβραϊκής και της Φοινικικής (γνωστής από επιγραφές και νομίσματα που χρονολογούνται γύρω στα 1.000 π.Χ.), η Χαναανιτική γλώσσα, ήταν πιθανώς η πρώτη που χρησιμοποίησε σημιτικό αλφάβητο διακριτό από το αιγυπτιακό.
Μια αρχαία μαρτυρία είναι η διάσημη ενεπίγραφη Μωαβιτική Λίθος (περίπου 830 π.Χ.), γραμμένη στη Μωαβιτική διάλεκτο (γλώσσα των κατοίκων της ανατολικής όχθης του Ιορδάνη, όπου και η χώρα του Μωάβ), όπου αναφέρεται ο Μωαβίτης βασιλιάς Mesha, που καυχιέται για τις νίκες του επί της φυλής του Ιούδα (Β’ Βασ.3:4). Η γλώσσα αυτή σε μερικά σημεία συγκλίνει προς την Εβραϊκή, σε μερικά προς τη Φοινικική και σε άλλα είναι ιδιότυπη. Η Επιγραφή του Σιλωάμ, κοντά στην Ιερουσαλήμ, αποτελεί πρώιμο δείγμα Εβραϊκής. Βρέθηκε στον αγωγό που έκτισε ο βασιλιάς Εζεκίας κάτω από την πόλη του Δαβίδ, προκειμένου να υδροδοτηθεί η Δεξαμενή του Σιλωάμ. Λιγότερο παλαιά δείγματα αρχαϊκής Εβραϊκής περιέχουν τα όστρακα που βρέθηκαν κοντά στη Λαχείς, που καταγράφουν γεγονότα πριν την τελική κατάληψη της Ιερουσαλήμ από τον Ναβουχοδονόσορ και τη Βαβυλωνιακή αιχμαλωσία τον 6ο αιώνα π.Χ.
ΑΡΧΑΪΚΗ ΒΙΒΛΙΚΗ Ή ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΒΡΑΪΚΗ
Υπό ευρύτερη έννοια, Κλασική Εβραϊκή ονομάζεται η ομιλούμενη γλώσσα της αρχαίας γης του Ισραήλ, που ήκμασε μεταξύ τού 10ου αιώνα π.Χ. και της αρχής του 4ου αιώνα μ.Χ. Περιλαμβάνει διάφορες διαλέκτους και υποδηλώνεται με τους όρους ιβρίτ («εβραϊκή»), λασόν ιβρί («γλώσσα Εβραίων») και λασόν ιβρίτ («γλώσσα εβραϊκή»). Συνήθως η αρχαία εβραϊκή γλώσσα διακρίνεται σε 4 περιόδους, που συχνά κατονομάζονται με βάση σημαντικά γραπτά κείμενα που συνδέονται με αυτές:
α) Πρώιμη περίοδος: Παρουσιάζεται σε ορισμένα κείμενα της Εβραϊκής Βίβλου (Τανάχ), κυρίως στο «Άσμα της Δεβόρρας» (Κριτ.5:1), στην «Ευλογία του Ιακώβ» (Γέν.20:49), στην «Ωδή του Μωυσή» (Έξ.15:1-18) κι άλλα ποιητικά κομμάτια. Αυτά φαίνεται να ανήκουν σε κάποιο βόρειο ιδίωμα της εβραϊκής γλώσσας. Αποκαλείται επίσης Παλαιά Εβραϊκή ή Παλαιοεβραϊκή. Χρησιμοποιούσε μια μορφή χαναανιτικής γραφής.
β) Βιβλική Εβραϊκή: Λέγεται και Κλασική Βιβλική Εβραϊκή (ή Κλασική Εβραϊκή, με τη στενή έννοια). Συμπίπτει με τη περίοδο της Βασιλείας. Διαμορφώθηκε πολύ πιθανόν στην Ιερουσαλήμ και χρησιμοποιείτο από τους προφήτες και τους γραφείς του παλατιού. Αντιπροσωπεύει σε μεγάλο βαθμό τον κύριο όγκο της Εβραϊκής Βίβλου που διαμορφώθηκε τότε. Είναι η πιο ωραία και καθαρή μορφή της εβραϊκής γλώσσας. Υιοθέτησε την αυτοκρατορική αραμαϊκή (συριακή) γραφή.
γ) Ύστερη Βιβλική Εβραϊκή: Αντιστοιχεί στην περίοδο της αιχμαλωσίας και αντιπροσωπεύεται από ορισμένα κείμενα της Εβραϊκής Βίβλου, κυρίως τα βιβλία του Έσδρα και του Νεεμία. Η εβραϊκή γλώσσα επηρεάζεται ήδη από το τέλος της 2ης χιλιετίας π.Χ. από την Αραμαϊκή που άκμαζε στη Συρία. Αυτή στην αρχή της 1ης χιλιετίας εξαπλώνεται και στην Παλαιστίνη και επηρεάζει σιγά-σιγά όλο και πιο πολύ την εβραϊκή, ιδίως μετά την κατάλυση του Β. Βασιλείου του Ισραήλ (722 π.Χ.) κι αυτήν του Ν. Βασιλείου του Ιούδα (586 π.Χ.). Σαν συνέπεια αυτού, οι «πάπυροι της Ελεφαντίνης», που προέρχονται από τον 5ο π.Χ. αιώνα, είναι γραμμένοι σε αραμαϊκή γλώσσα.
δ) Εβραϊκή των κυλίνδρων της Ν. Θάλασσας: Αντιστοιχεί στην ελληνιστική και ρωμαϊκή περίοδο πριν την καταστροφή του Ναού της Ιερουσαλήμ και είναι η γλώσσα στην οποία είναι γραμμένα και τα εβραϊκά κείμενα του Κουμράν, που αποτελούν την πλειονότητα (αλλά όχι το σύνολο) των κυλίνδρων της Νεκράς Θάλασσας. Μερικές φορές αποκαλείται Εβραϊκή του Κουμράν. Είναι λόγια γλώσσα και δεν μιλιέται. Την ίδια περίοδο διαμορφώνεται σαν ομιλούμενη γλώσσα, αυτή της επόμενης περιόδου. Η αυτοκρατορική αραμαϊκή γραφή των πιο πρώιμων ρόλων (3ος αιώνας π.Χ.) εξελίχθηκε στην τετράγωνη εβραϊκή γραφή των ύστερων ρόλων (1ος αιώνας μ.Χ.), που είναι σε χρήση σήμερα. Περί το 200 π.Χ. η εβραϊκή έπαψε να μιλιέται στην Παλαιστίνη, αντικαταστάθηκε από την αραμαϊκή και χρησιμοποιείτο σαν γραπτή γλώσσα απ’ τους ειδικά εκπαιδευμένους σ’ αυτήν, μέχρι και τον 11ο και 12ο μ.Χ. αιώνες. Το κείμενο της Π. Διαθήκης διαβαζόταν στις συναγωγές στα εβραϊκά και μεταφραζόταν στα Αραμαϊκά, χάρη των ακροατών. Έτσι προήλθαν οι αραμαϊκές παραφράσεις, γνωστές σαν Ταργκουμίμ (μεταφράσεις).
ΜΙΣΝΑΪΚΗ ΕΒΡΑΪΚΗ
Είναι η γλώσσα που μιλούσαν οι Φαρισαίοι κι οι Ραβίνοι την εποχή του Ιησού. Υποστηρίζεται ότι ίχνη της γλώσσας βρίσκονται στο βιβλίο του Εκκλησιαστή και στη Σοφία Σειράχ. Αντιστοιχεί στη ρωμαϊκή περίοδο και αντιπροσωπεύεται από τον κύριο όγκο της Μισνά και της Τοσεφτά (του Ταλμούδ), καθώς και από κυλίνδρους της Νεκράς Θαλάσσης, που βρέθηκαν στο Κουμράν, όπως οι Επιστολές του Μπαρ Κοχμπά και ο Χάλκινος κύλινδρος, και είναι γραμμένα στο ιδίωμα αυτό. Αποκαλείται επίσης Ταναϊτική Εβραϊκή ή Πρώιμη Ραβινική Εβραϊκή.
Μερικές φορές οι παραπάνω φάσεις της ομιλούμενης Κλασικής Εβραϊκής διακρίνονται απλουστευτικά σε «Βιβλική Εβραϊκή» (περιλαμβάνοντας διάφορες διαλέκτους από τον 10ο αιώνα ως τον 2ο αιώνα π.Χ., καθώς και ορισμένους κυλίνδρους της Ν. Θάλασσας) και «Μισναϊκή Εβραϊκή» (περιλαμβάνοντας διάφορες διαλέκτους από τον 3ο αιώνα π.Χ. έως τον 3ο αιώνα μ.Χ., καθώς και ορισμένους άλλους κυλίνδρους της Ν. Θαλάσσης). Σήμερα, όμως, οι περισσότεροι Εβραίοι γλωσσολόγοι ταξινομούν την Εβραϊκή των Κυλίνδρων της Ν. Θαλάσσης ως σύνολο διαλέκτων που προέκυψαν από την Ύστερη Βιβλική Εβραϊκή και εξελίχθηκαν στη Μισναϊκή Εβραϊκή, περιλαμβάνοντας έτσι στοιχεία από αυτές, αλλά με σαφή διάκριση και από τις δύο. Κατά την έναρξη της Βυζαντινής περιόδου τον 4ο αιώνα μ.Χ., η Κλασική Εβραϊκή παύει πλέον να είναι ομιλούμενη γλώσσα, περίπου έναν αιώνα μετά την εμφάνιση της Μισνά, και βρίσκεται προφανώς σε παρακμή ως συνέπεια του καταστροφικού πολέμου της Μπαρ Κοχμπά (κατά το 135 μ.Χ.).
ΡΑΒΙΝΙΚΗ ΕΒΡΑΪΚΗ
Ο όρος Ραβινική Εβραϊκή αναφέρεται γενικά στις εβραϊκές διαλέκτους που περιέχονται στο Ταλμούδ (Talmud) και στη Μιντράς (Midrash), αν εξαιρέσουμε τις παραθέσεις από την Εβραϊκή Βίβλο, και υποδηλώνεται με τον όρο: λασόν χακκοντές («γλώσσα αγία»). Οι διάλεκτοι αυτές συναποτελούν τη Μισναϊκή Εβραϊκή (ή Πρώιμη Ραβινική Εβραϊκή), η οποία ήταν ομιλούμενη γλώσσα, και την Ύστερη Ραβινική Εβραϊκή, η οποία ήταν γραφομένη γλώσσα.
Το πρωιμότερο τμήμα του Ταλμούδ είναι η Μισνά (Mishna), που εμφανίστηκε τον 2ο αιώνα μ.Χ. και είναι γραμμένο σε πρώιμη Μισναϊκή διάλεκτο. Το Ταλμούδ περιλαμβάνει επιπρόσθετα την Τοσεφτά με κείμενα αυτής της διαλέκτου, η οποία συναντάται επίσης σε ορισμένους ρόλους της Νεκράς Θαλάσσης. Θεωρείται ότι η Μισναϊκή Εβραϊκή υπήρξε μία από τις υποδιαιρέσεις της Κλασικής Εβραϊκής και ότι λειτούργησε ως ζωντανή γλώσσα στη γη του Ισραήλ.
Έναν περίπου αιώνα μετά την εμφάνιση της Μισνά, η Μισναϊκή Εβραϊκή περιέπεσε σε αχρησία ως ομιλούμενη γλώσσα. Το ύστερο τμήμα του Ταλμούδ, η Γκεμαρά, περιέχει σχόλια επί της Μισνά και της Τοσεφτά στην Αραμαϊκή. Παρ’ όλα αυτά, η Εβραϊκή επιβίωσε ως τελετουργική και γραφομένη γλώσσα με τη μορφή της ύστερης Ραβινικής Εβραϊκής, που μερικές φορές συναντάται στο κείμενο της Γκεμαρά.
Στο παρελθόν πιστευόταν ότι η Ραβινική Εβραϊκή δεν ήταν εν χρήσει στον κοινό λαό, αλλά αποτελούσε λόγια κατασκευή υπό την επίδραση της Αραμαϊκής. Εντούτοις, αναγνωρίζεται πλέον γενικά ότι οι Ραβίνοι δεν χρησιμοποιούσαν μια λόγια γλωσσική μορφή, αλλά μια μορφή της Εβραϊκής που αναπτύχθηκε τους τελευταίους αιώνες π.Χ. Μια έγκυρη πηγή αιτιολογεί αυτή τη θέση ως εξής: «Το εν λόγω συμπέρασμα απορρέει από μελέτη της φύσεως της γλώσσας και από παραθέσεις των ραβινικών κειμένων για τη χρήση της από τους απλούς ανθρώπους. Η κοινή χρήση της αναμφίβολα υπόκειται στην παρουσία της τόσο στον Χάλκινο Ρόλο του Κουμράν όσο και σε μερικές επιστολές που ανάγονται στη Β' Ιουδαϊκή Εξέγερση (132-35 π.Χ.)».[1]
ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΕΒΡΑΪΚΗ
Είναι η εβραϊκή των μεγάλων θεολογικών, φιλοσοφικών και ποιητικών έργων που συντέθηκαν στη διάρκεια του Μεσαίωνα, κυρίως στην Ισπανία και τη Β. Αφρική. Είναι και η γλώσσα των μεταφράσεων από την αραβική κι όσων έργων γράφτηκαν υπό την επίδραση της αραβικής γλώσσας. Τη μιλούσαν οι Εβραίοι τον Μεσαίωνα. Μετά το Ταλμούδ αναπτύχθηκαν διάφορες περιφερειακές γραπτές διάλεκτοι της Μεσαιωνικής Εβραϊκής. Η σπουδαιότερη είναι η Εβραϊκή της Τιβεριάδας ή Μασοριτική Εβραϊκή, τοπική διάλεκτος της Τιβεριάδας στη Γαλιλαία, που αποτέλεσε το πρότυπο φωνηεντισμού της Εβραϊκής Βίβλου και γι’ αυτό επέδρασε σε όλες τις άλλες περιφερειακές διαλέκτους της Εβραϊκής. Η Εβραϊκή της Τιβεριάδας μεταξύ 7ου και 10ου αιώνα μ.Χ. αποκαλείται μερικές φορές «Βιβλική Εβραϊκή», επειδή χρησιμοποιήθηκε για την εξακρίβωση της προφοράς της Εβραϊκής Βίβλου. Όμως, κανονικά θα πρέπει να διακρίνεται από την ιστορική Βιβλική Εβραϊκή του 6ου αιώνα π.Χ., η προφορά της οποίας αποτελεί αντικείμενο επανασύνθεσης.
Η Εβραϊκή της Τιβεριάδας ενσωματώνει την αξιοσημείωτη λόγια μελέτη των Μασοριτών (από τη λ. masorah «παράδοση»), που πρόσθεσαν φωνηεντικά και γραμματικά σημάδια στα εβραϊκά γράμματα, για να διατηρήσουν τα πρωιμότερα χαρακτηριστικά της Εβραϊκής, που χρησιμοποιούνταν στη ψαλμωδία. Οι Μασορίτες κληρονόμησαν ένα Βιβλικό κείμενο, του οποίου τα γράμματα θεωρούνταν πολύ ιερά για να τροποποιηθούν και, συνεπώς, τα σημάδια τους τέθηκαν εντός και περί των γραμμάτων. Η συριακή γραφή, από την οποία προήλθε η αραβική, ανέπτυξε επίσης συστήματα φωνηεντικών σημείων την ίδια εποχή. Ο Κώδικας Aleppo (Χαλεπίου), Εβραϊκή Βίβλος με τα σημεία των Μασοριτών, γράφτηκε κατά τον 10ο αιώνα, πιθανώς στην Τιβεριάδα, και διατηρείται μέχρι σήμερα. Αποτελεί πιθανόν το σπουδαιότερο εβραϊκό χειρόγραφο που υπάρχει.[2]
Η ανάγκη για διατύπωση επιστημονικών και φιλοσοφικών εννοιών από την Κλασική Ελληνική και τη Μεσαιωνική Αραβική οδήγησε τη Μεσαιωνική Εβραϊκή στον δανεισμό ορολογίας και γραμματικής από τις γλώσσες αυτές. Η Εβραϊκή αποτέλεσε επίσης γλώσσα επικοινωνίας μεταξύ Εβραίων από διαφορετικές χώρες, με κύριο σκοπό το διεθνές εμπόριο.
ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΒΡΑΪΚΗ
Στη σύγχρονη περίοδο, από τον 19ο αιώνα και μετά, η γραπτώς παραδεδομένη Εβραϊκή αναβίωσε ως η ομιλούμενη γλώσσα του σύγχρονου Ισραήλ, η οποία αποκαλείται Νέα Εβραϊκή, Ισραηλινή Εβραϊκή, Σύγχρονη Εβραϊκή κλπ. Η Νέα Εβραϊκή εμφανίζει αρκετά χαρακτηριστικά της Σεφαραδίτικης Εβραϊκής λόγω της τοπικής Ιεροσολυμικής παράδοσης, αλλά έχει ενσωματώσει επίσης αρκετούς νεολογισμούς και δάνεια (συνήθως τεχνικούς όρους) από ευρωπαϊκές γλώσσες και (συχνά καθημερινούς) όρους από την Αραβική, για να λειτουργεί ως σύγχρονη γλώσσα.
Σημαντική ώθηση στην προσπάθεια να επανέλθει η μελέτη της Εβραϊκής ως σύγχρονης γλώσσας έδωσε το φιλοσοφικό κίνημα της Χασκαλά (Haskala «Διαφώτιση»), που έχει την αφετηρία του στο σύστημα ιδεών που παρουσίασε στη Γερμανία ο φιλόσοφος Μωυσής Μέντελσον (1729-1786). Στόχος του κινήματος ήταν η ευρύτερη ενσωμάτωση των Εβραίων στην κοινωνία, η οποία προϋπέθετε εκπαίδευση εκσυγχρονισμένη, που να επιτρέπει τη συμμετοχή τους στην επιστήμη και διεύρυνση της οικονομικής τους επιρροής.
Η επίδραση αυτών των ιδεών υπήρξε αξιοσημείωτη. Οι ακόλουθοι του κινήματος, γνωστοί ως maskilim «πεφωτισμένοι» (משכילים), συνέβαλαν στην αναβίωση της εβραϊκής γλώσσας και στην επέκταση της χρήσης της έξω από το λειτουργικό περιβάλλον. Οι «πεφωτισμένοι» προτιμούσαν να γράφουν στην Εβραϊκή, αντί στην κοινώς χρησιμοποιούμενη Γερμανοεβραϊκή (Γίντις), που τη θεωρούσαν απλά άλλη μία διάλεκτο της γερμανικής γλώσσας. Η εκκοσμίκευση στην οποία αποσκοπούσαν θα επιτυγχανόταν μόνο με τη χρήση της βιβλικής γλώσσας ως μέσου επικοινωνίας μεταξύ των εβραϊκών πληθυσμών.[3]
Ως αποτέλεσμα, το 1793 εκδόθηκε από τους «πεφωτισμένους» στο Καίνιξμπεργκ της Πρωσίας η πρώτη εφημερίδα στην εβραϊκή γλώσσα: המאסף hameasef «Ο συλλέκτης». Μέρος του εντύπου ήταν αφιερωμένο σε μεταφράσεις, στη σύγχρονη λογοτεχνία και φιλολογία, καθώς και σε ειδήσεις. Η έκδοση παρόμοιων εντύπων στη Βιέννη, αλλά και στη Ρωσία (παρά την επιφυλακτική στάση του παραδοσιακού Ιουδαϊσμού), έπαιξε σημαντικό ρόλο στην καλλιέργεια της Εβραϊκής ως σύγχρονης γλώσσας.
Η εβραϊκή γλώσσα, που για αρκετό χρονικό διάστημα ήταν ανενεργή, έξω από το λειτουργικό περιβάλλον του Ιουδαϊσμού, αναβίωσε στο τέλος του 19ου αιώνα. Από το 1880 μ.Χ. άρχισε να μιλιέται και πάλι η εβραϊκή, ιδίως μετά την απόφαση του παγκόσμιου Σιωνιστικού συνεδρίου, που συνήλθε στη Βασιλεία της Ελβετίας (1914), ότι η γλώσσα του σχεδιαζόμενου κράτους θα ήταν η εβραϊκή. Η αναβίωσή της ως μητρικής γλώσσας έχει την αφετηρία της στις προσπάθειες του Εβραίου γλωσσολόγου Ελιέζερ Μπεν-Γεχούντα (אליעזר בן–יהודה (1858-1922,). Ο Μπεν-Γεχούντα εντάχθηκε στο εβραϊκό εθνικιστικό κίνημα και το 1881 μετανάστευσε στη Γη του Ισραήλ (eretz yisra'el), που τότε αποτελούσε τμήμα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Παρακινούμενος από τα ιδανικά της ανανέωσης και της απόρριψης του τρόπου ζωής της Διασποράς (σε μικρά χωριά και κωμοπόλεις γνωστές ως shtetl, πληθ. shtetlakh),[4] o Μπεν-Γεχούντα έθεσε σκοπό να αναπτύξει τα μέσα για να κάνει τη γραπτή τελετουργική γλώσσα καθημερινή, ομιλούμενη γλώσσα. Το 1889 ίδρυσε στην Ιερουσαλήμ το «Συμβούλιο Εβραϊκής Γλώσσας», με σκοπό την αναβίωση της επί 1.700 έτη μη ομιλούμενης πλέον Βιβλικής Εβραϊκής. Ωστόσο, το είδος της Εβραϊκής που επιδίωκε ακολουθούσε πρότυπα που είχαν αντικατασταθεί στην ανατολική Ευρώπη από διαφορετική γραμματική και ύφος, όπως φανερώνουν τα κείμενα του Αχάντ Χα-Αμ και άλλων. Οι οργανωτικές του προσπάθειες και η ανάμιξή του στην ίδρυση σχολείων και στη συγγραφή βιβλίων έκαναν τις ενέργειές του σχετικά με τη γλώσσα ένα σταδιακά ανερχόμενο κίνημα. Όμως, μόνο μετά τη «Β' Επάνοδο» (aliyah, 1904-1914)[5] κατόρθωσε πραγματικά η Εβραϊκή γλώσσα να εδραιωθεί στην Οθωμανική Παλαιστίνη, όταν επιχειρήσεις με υψηλό επίπεδο οργάνωσης συστάθηκαν από νεότερες ομάδες μεταναστών. Όταν η υπό βρετανική εντολή Παλαιστίνη αναγνώρισε την Εβραϊκή ως μία από τις 3 επίσημες γλώσσες της χώρας (1922, μαζί με την Αγγλική και την Αραβική), το νέο επίσημο καθεστώς συνέβαλε στη διάχυσή της. Μια νεοσύστατη γλώσσα με γνήσια σημιτικό λεξιλόγιο και σύστημα γραφής, αλλά συχνά ευρωπαϊκή ως προς τη σύνταξη και τη μορφή, θα έπαιρνε τη θέση της μεταξύ των σύγχρονων γλωσσών των εθνών.
Ορισμένοι θεώρησαν ότι το έργο του Μπεν-Γεχούντα υπήρξε βλάσφημο (επειδή η Εβραϊκή ήταν η ιερή γλώσσα της Τορά και, γι’ αυτό, μερικοί πίστευαν ότι δεν θα έπρεπε να χρησιμοποιείται για να συζητούνται κοινά, καθημερινά ζητήματα), αλλά πολλοί αντιλήφθηκαν σύντομα την ανάγκη για κοινή γλώσσα μεταξύ των Εβραίων, που στις αρχές του 20ού αιώνα έφθαναν μαζικά στο Ισραήλ (πριν γίνει ανεξάρτητο κράτος) προερχόμενοι από διαφορετικές χώρες και μιλώντας διαφορετικές γλώσσες. Τότε ιδρύθηκε το «Συμβούλιο Εβραϊκής Γλώσσας», που αργότερα μετατράπηκε στην «Ακαδημία της Εβραϊκής Γλώσσας», που υπάρχει μέχρι σήμερα. Αποτέλεσμα της εργασίας, τόσο της δικής του όσο και του Συμβουλίου, ήταν η έκδοση του λεξικού, που είναι γνωστό ως Το Πλήρες Λεξικό της Αρχαίας και Σύγχρονης Εβραϊκής. Το έργο του Μπεν-Γεχούντα έπεσε σε γόνιμο έδαφος και στην αρχή του 20ού αιώνα η Εβραϊκή κέρδιζε ολοένα και περισσότερο έδαφος, για να γίνει η κύρια γλώσσα του Εβραϊκού πληθυσμού στο οθωμανικό και, μετά, υπό βρετανική εντολή Ισραήλ. Τελικά, η Εβραϊκή έφθασε στο σημείο να αντικαταστήσει αρκετές άλλες γλώσσες που μιλούσαν οι Εβραίοι εκείνον τον καιρό, όπως Λαντίνο (Ισπανοεβραϊκή), Γίντις (Γερμανοεβραϊκή), Ρωσική, καθώς και άλλες γλώσσες της Διασποράς.
Παρά τη μεγάλη χρονική απόσταση, οι διαφορές μεταξύ Αρχαίας και Νέας Εβραϊκής είναι πολύ λιγότερες από αντίστοιχες μεταξύ Αρχαίας και Νέας Ελληνικής, πράγμα αναμενόμενο εφόσον η Ελληνική δεν έπαψε ποτέ να είναι ομιλούμενη γλώσσα. Στο Ισραήλ δεν γίνεται πλέον διάκριση μεταξύ Αρχαίας και Νέας Εβραϊκής, αλλά χρησιμοποιείται και για τις δύο ο όρος Ivrit. Ο πρώτος πρωθυπουργός του Κράτους του Ισραήλ Νταβίτ Μπεν Γκουριόν (David Ben Gurion) είχε σχολιάσει το γεγονός ως εξής: «Αν ο Μωυσής επέστρεφε σήμερα και ζητούσε ένα κομμάτι ψωμί, θα μπορούσε κανείς αμέσως να τον καταλάβει».
Η νέα και σύγχρονη εβραϊκή είναι ένα γλωσσικό ιδίωμα όλων των περιόδων της βιβλικής και μεταβιβλικής εβραϊκής. Ειδικότερα στο λεξιλόγιο και τη μορφολογία κυριαρχεί η αρχαία ή βιβλική εβραϊκή και στη σύνταξη η μεσαιωνική ή μισναϊκή εβραϊκή. Εξαιτίας της μακράς αχρησίας επί αιώνες, η Εβραϊκή δε διέθετε αρκετές σύγχρονες λέξεις. Για να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις μιας σύγχρονης γλώσσας, πέρα από τις ελληνικές και λατινικές λέξεις που πήρε στην ελληνιστική περίοδο, εμπλουτίσθηκε με νέες λέξεις από ευρωπαϊκές γλώσσες, αλλά και από εβραϊκά θέματα. Ταυτόχρονα, εγκαταλείφθηκε η μασοριτική στίξη, αλλά χρησιμοποιείται σε μερικές περιπτώσεις για εκπαιδευτικούς λόγους. Η σύγχρονη Εβραϊκή έγινε επίσημη γλώσσα της υπό Βρετανική εντολή Παλαιστίνης (Mandate της Κοινωνίας των Εθνών) το 1921 (μαζί με την Αγγλική και την Αραβική), ενώ το 1948 έγινε επίσημη γλώσσα του νεοσύστατου Κράτους του Ισραήλ. Στη γλώσσα αυτή εκπαιδεύονται όλοι όσοι ζουν σήμερα στο Ισραήλ.
H ΕΒΡΑΪΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΣΤΗ ΣΟΒΙΕΤΙΚΗ ΕΝΩΣΗ
Οι σοβιετικές αρχές θεωρούσαν την Εβραϊκή «αντιδραστική γλώσσα», επειδή συνδεόταν τόσο με τον Ιουδαϊσμό όσο και με τον Σιωνισμό. Ως αποτέλεσμα, ήδη από το 1919 η γλώσσα τέθηκε υπό επίσημη απαγόρευση από την Επιθεώρηση Εκπαίδευσης (Narkompros). Τα εβραϊκά βιβλία και οι εφημερίδες έπαψαν να εκδίδονται και κατασχέθηκαν από τις βιβλιοθήκες. Παρά τις διαμαρτυρίες στη Δύση, οι δάσκαλοι και οι σπουδαστές που επιχειρούσαν να σπουδάσουν την Εβραϊκή διαπομπεύονταν και καταδικάζονταν για «αντεπαναστατική» και μετά για «αντισοβιετική» δράση.
ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΕΣ ΕΒΡΑΪΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
Οι διάλεκτοι της Εβραϊκής περιλαμβάνουν τη Στερεότυπη Εβραϊκή (Ισραηλινή), την Ανατολική Εβραϊκή (Εβραϊκή τού Ιράκ και της Υεμένης), τη Σεφαραδίτικη Εβραϊκή (των εξ Ισπανίας Εβραίων) και την Ασκεναζική Εβραϊκή (των εξ Ευρώπης Εβραίων).
Η Ασκεναζική Εβραϊκή εξακολουθεί να χρησιμοποιείται ευρέως στις θρησκευτικές τελετές, στα θρησκευτικά γραπτά, στις μελέτες των διανοουμένων και στην ομιλία των Ασκενάζι Εβραίων στο Ισραήλ και στο εξωτερικό, ιδίως στην κοινότητα Χαρεντί. Έχει επηρεαστεί από τη γλώσσα Γίντις (Yiddish), που είναι εβραϊκή γλώσσα, γραμμένη με εβραϊκό αλφάβητο και μιλιέται από τους Εβραίους Ashkenazi ήδη απ’ τον Μεσαίωνα, αλλά δεν είναι σημιτική γλώσσα. Σύμφωνα με τη Standard Jewish Encyclopedia, η Γερμανική προμήθευσε περίπου το 85% του λεξιλογίου και τη βασική γραμματική δομή. Τα Yiddish έχουν μια πολύ πλούσια λογοτεχνία, με το πρώτο σημαντικό έργο τυπωμένο τον 16ο αιώνα. Μερικοί από τους διάσημους κλασικούς συγγραφείς στα Yiddish κατά τον 19ο-20ο αιώνα είναι ο Abramovitch, o Isaak l. Peretz κι ο Sholem Aleikhem. Υπολογίζεται ότι στην έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου αυτοί που μιλούσαν Yiddish ήσαν 10-12 εκατομμύρια. Η εβραϊκή τραγωδία του 1939-1945 στην Α. Ευρώπη και τη Γερμανία μαζί με τη Σοβιετική καταπίεση εξολόθρευσε τα κύρια κέντρα της Yiddish λογοτεχνίας. Σαν ομιλούμενη γλώσσα χάνει βαθμιαία έδαφος, ιδιαίτερα μεταξύ των νεώτερων γενεών στις Η.Π.Α., την Ευρώπη και το Ισραήλ.
Η Σεφαραδίτικη Εβραϊκή αποτελεί τη βάση της Στερεότυπης Εβραϊκής, αν και παραδοσιακά διαθέτει μεγαλύτερη κλίμακα φωνηέντων. Έχει επηρεαστεί από τη γλώσσα Λαντίνο.
Η Ανατολική Εβραϊκή (Mizrahi, δηλ. «αιγυπτιακή») αποτελεί στην πραγματικότητα ομάδα διαλέκτων (περιλαμβανομένης της διαλέκτου των Υεμενιτών), που ομιλούνται για τελετουργικό σκοπό από Εβραίους σε διάφορα μέρη του αραβικού και ισλαμικού κόσμου. Έχει πιθανώς υποστεί την επίδραση της Αραμαϊκής, αν και ορισμένοι γλωσσολόγοι υποστηρίζουν ότι ανάγεται απευθείας στη Βιβλική Εβραϊκή και, επομένως, αντιπροσωπεύει τη γνήσια διάλεκτο της Εβραϊκής γλώσσας.
Σχεδόν κάθε μετανάστης στο Ισραήλ παροτρύνεται να υιοθετήσει ως καθημερινή γλώσσα τη Στερεότυπη Εβραϊκή (Standard Hebrew). Από φωνολογικής απόψεως, η εν λόγω «διάλεκτος» θα μπορούσε ακριβέστερα να περιγραφεί ως αμάλγαμα προφοράς, η οποία διατηρεί φωνηεντικούς ήχους της Σεφαραδίτικης Εβραϊκής και ορισμένους συμφωνικούς ήχους της Ασκεναζικής Εβραϊκής υπό την επίδραση της Γίντις (Γερμανοεβραϊκής). Σταθερό χαρακτηριστικό της αποτελεί η τάση για απλοποίηση των διαφορών προφοράς. Για παράδειγμα, στην απλοποιητική αυτή τάση οφείλεται η συγχώνευση της Ασκεναζικής προφοράς /t/ και /s/ του ψιλού και δασέος ת στο απλό φώνημα /t/. Οι περισσότερες Σεφαραδίτικες και Ανατολικές διάλεκτοι έχουν κοινό αυτό το χαρακτηριστικό, αν και ορισμένες (όπως του Ιράκ και της Υεμένης) διαφοροποιούν την προφορά ως /t/ και /θ/.
Εντούτοις, στο Ισραήλ η αποκαλούμενη «Στερεότυπη Εβραϊκή» προφορά αντανακλά πολλές φορές την προέλευση ενός ομιλητή της Διασποράς μάλλον παρά τις συγκεκριμένες συστάσεις της Ακαδημίας της Εβραϊκής γλώσσας. Ως εκ τούτου, περισσότεροι από τους μισούς ομιλητές προφέρουν το ר ως σταφυλικό παλλόμενο (όπως στη Γίντις και σε ορισμένες ποικιλίες της Γερμανικής) ή ως σταφυλικό τριβόμενο (όπως στη Γαλλική και σε άλλες ποικιλίες της Γερμανικής) παρά ως [r] (υπερωικό παλλόμενο), όπως στην Ισπανική. Η προφορά του συγκεκριμένου φωνήματος χρησιμοποιείται συχνά μεταξύ των Ισραηλινών ως σχιββωλέθ (šibboleth) ή κριτήριο για την εξακρίβωση της εθνικής προέλευσης των ξένων.[1]
ΣΥΝΥΠΑΡΞΗ ΜΕ ΤΗΝ ΑΡΑΜΑΪΚΗ
Η Αραμαϊκή είναι γλώσσα του ΒΔ σημιτικού κλάδου, όπως η Χαναανιτική. Το όνομά της προέρχεται πιθανώς από τη Βιβλική χώρα Aram Naharayím, που σημαίνει «υψίπεδο μεταξύ δύο ποταμών» και συνήθως αναφέρεται στην Άνω Μεσοποταμία ή, σύμφωνα με άλλους, σε αρχαία ονομασία της Συρίας. Διάφορες διάλεκτοι της Αραμαϊκής εξελίχθηκαν μαζί με την Εβραϊκή σε μεγάλο τμήμα της κοινής τους ιστορίας.
Η ΑΡΑΜΑΪΚΗ ΔΙΕΘΝΗΣ ΓΛΩΣΣΑ ΣΤΗ Μ. ΑΝΑΤΟΛΗ
Η γλώσσα της Νεοβαβυλωνιακής αυτοκρατορίας πιθανώς ήταν διάλεκτος της Αραμαϊκής. Η Περσική αυτοκρατορία, που μερικές δεκαετίες αργότερα κυρίευσε τη Βαβυλωνία, υιοθέτησε την αυτοκρατορική Αραμαϊκή ως επίσημη διεθνή γλώσσα της. Ο ισραηλιτικός πληθυσμός, ο οποίος είχε εξοριστεί στη Βαβυλώνα από την Ιερουσαλήμ και τα περίχωρα του βασιλείου του Ιούδα, πήρε άδεια να επιστρέψει στην Ιερουσαλήμ και να ιδρύσει μια περσική επαρχία, η οποία συνήθως αποκαλείτο Ιουδαία. Έτσι, η Αραμαϊκή έγινε η διοικητική γλώσσα της Ιουδαίας στις σχέσεις της με την υπόλοιπη Περσική αυτοκρατορία. Η αραμαϊκή γραφή εξελίχθηκε με τη σειρά της από τη χαναανιτική γραφή, αλλά οι δύο γραφές παρουσίασαν αξιοσημείωτη απόκλιση. Κατά τον 1ο αιώνα μ.Χ., η αραμαϊκή γραφή αναπτύχθηκε στη διακριτή τετράγωνη εβραϊκή γραφή (γνωστή επίσης ως Ασσυριακή Γραφή, Ktav Ašuri), που διασώζεται στους παπύρους της Νεκράς Θάλασσας και είναι παρόμοια με τη γραφή που χρησιμοποιείται ακόμη και σήμερα.
Η ΑΡΑΜΑΪΚΗ ΕΚΤΟΠΙΖΕΙ ΤΗΝ ΕΒΡΑΪΚΗ
Κατά το πρώτο ήμισυ του 20ού αιώνα, οι λόγιοι κατέληξαν στη σχεδόν ομόφωνη άποψη ότι η Αραμαϊκή έγινε ομιλούμενη γλώσσα στη γη του Ισραήλ στην έναρξη της Ελληνιστικής περιόδου τον 4ο αιώνα π.Χ. και, ως συνέπεια, η Εβραϊκή έπαψε να λειτουργεί ως ομιλούμενη γλώσσα κατά την ίδια περίπου εποχή. Παρά ταύτα, κατά το δεύτερο ήμισυ του 20ού αιώνα, συσσωρευμένα αρχαιολογικά στοιχεία και κυρίως η γλωσσολογική ανάλυση των χειρογράφων της Νεκράς Θαλάσσης έχουν μετριάσει την αρχική ομοφωνία. Φαίνεται ότι, παράλληλα με την Αραμαϊκή, η Εβραϊκή επίσης ήκμαζε ως ζωντανή ομιλούμενη γλώσσα μέχρι περίπου το τέλος της Ρωμαϊκής περιόδου. Κατόπιν άρχισε να χρησιμοποιείται ως γραπτή γλώσσα κατά τη Βυζαντινή περίοδο τον 4ο αιώνα μ.Χ.
Ο ακριβής ρόλος της Αραμαϊκής και της Εβραϊκής παραμένει αντικείμενο έντονης αντιπαράθεσης. Έχει προταθεί ένα τρίγλωσσο σενάριο για τη γη του Ισραήλ[6]: Η Εβραϊκή λειτουργούσε ως η τοπική μητρική γλώσσα, η Αραμαϊκή ως διεθνής γλώσσα για την υπόλοιπη Μ. Ανατολή και τελικά η Ελληνική ως άλλη μία διεθνής γλώσσα για τις ανατολικές περιοχές της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Είναι γνωστές κοινότητες Εβραίων (και μη), που μετανάστευσαν στην Ιουδαία από τις χώρες αυτές και εξακολουθούσαν να μιλούν Αραμαϊκά ή Ελληνικά.
Αν και η επιβίωση της Εβραϊκής ως ομιλούμενης γλώσσας μέχρι την έναρξη της Βυζαντινής περιόδου είναι ευρέως γνωστή μεταξύ των Εβραίων γλωσσολόγων, παρατηρείται ένα κενό ως προς τη συνειδητοποίηση αυτού του σημείου από ορισμένους ιστορικούς, οι οποίοι δεν παραμένουν ενημερωμένοι σχετικά με τη γλωσσολογική έρευνα, αλλά βασίζονται σε πεπαλαιωμένες μελέτες. Παρά ταύτα, η ακαδημαϊκή γραμματεία αφήνει βαθμηδόν να διαφανεί η ζωτικότητα της Εβραϊκής. Ο λόγιος Elisha Qimron στο βιβλίο του The Hebrew of the Dead Sea Scrolls (1986) διαχωρίζει την Εβραϊκή της Ν. Θαλάσσης από τις διάφορες διαλέκτους της Βιβλικής Εβραϊκής, από τις οποίες προήλθε: «Το βιβλίο αυτό παρουσιάζει τις ιδιαιτερότητες των Εβραϊκών της Νεκράς Θαλάσσης, με έμφαση στις αποκλίσεις της από την κλασική Βιβλική Εβραϊκή» (σ. 15). Η πρώτη έκδοση του The Oxford Dictionary of the Christian Church (1958) ανέφερε ότι «η Εβραϊκή έπαψε να είναι ομιλούμενη γλώσσα κατά τον τέταρτο αιώνα π.Χ.», ενώ η τρίτη έκδοση (1997) αναφέρει ότι η Εβραϊκή «εξακολουθούσε να χρησιμοποιείται ως ομιλούμενη και γραπτή γλώσσα την περίοδο της Καινής Διαθήκης». Ο Miguel P. Fernandez στο έργο του An Introductory Grammar of Rabbinic Hebrew (Leiden 1997) υποστηρίζει: «Γενικά πιστεύεται ότι τα Χειρόγραφα της Ν. Θάλασσας, ειδικά ο Χάλκινος Πάπυρος και οι επιστολές του Μπαρ Κοχμπά, έχουν δώσει σαφείς ενδείξεις του λαϊκού χαρακτήρα της Μισναϊκής Εβραϊκής». Οι Ισραηλινοί λόγιοι θεωρούν πλέον δεδομένο ότι η χρήση της Εβραϊκής ως ομιλούμενης γλώσσας αποτελεί χαρακτηριστικό της Ρωμαϊκής περιόδου του Ισραήλ.[7]
ΕΒΡΑΪΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ ΤΗΣ ΑΡΑΜΑΪΚΗΣ
Η διεθνής Αραμαϊκή γλώσσα διασπάστηκε σε ποικίλες περιφερειακές διαλέκτους. Στην ευρύτερη περιοχή του Ισραήλ αναπτύχθηκαν διάφορες διάλεκτοι της Παλαιάς Δυτικής Αραμαϊκής, περιλαμβανομένης της Παλαιάς Ιουδαιο-Αραμαϊκής διαλέκτου κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο. Ο ιστορικός Φλάβιος Ιώσηπος έγραψε αρχικώς το έργο του Περί του Ιουδαϊκού Πολέμου στην Παλαιά Ιουδαιο-Αραμαϊκή, αλλά αργότερα το μετέφρασε στην Ελληνιστική Κοινή, για να το δημοσιεύσει για τη Ρωμαϊκή αυτοκρατορική αυλή. Δυστυχώς, η αραμαϊκή μορφή αυτού του έργου δεν έχει διασωθεί.
Μετά την καταστροφή της Ιερουσαλήμ και του Β' Ναού το 70 μ.Χ., οι Εβραίοι άρχισαν σταδιακά να διασκορπίζονται από την Ιερουσαλήμ προς ξένες χώρες, ιδίως μετά τον πόλεμο του Μπαρ Κοχμπά (135 μ.Χ.), οπότε οι Ρωμαίοι μετέτρεψαν την Ιερουσαλήμ σε ειδωλολατρική πόλη με το όνομα Aelia Capitolina. Μετά τον πόλεμο του Μπαρ Κοχμπά τον 2ο αιώνα μ.Χ., η Ιουδαιο-Αραμαϊκή διάλεκτος της Ιουδαίας ουσιαστικά αναδύθηκε από την αφάνεια στα περίχωρα της Γαλιλαίας, με αποτέλεσμα να σχηματίσει μία από τις κύριες διαλέκτους τού δυτικού κλάδου της Μέσης Αραμαϊκής. Το Ταλμούδ της Ιερουσαλήμ (5ος αιώνας) καθώς και το Μιντράς Ραμπά (6ος-12ος αιώνας) χρησιμοποίησαν την εν λόγω Ιουδαιο-Αραμαϊκή της Ιουδαίας. Η διάλεκτος αυτή προφανώς επηρέασε την προφορά της Εβραϊκής της Τιβεριάδας (8ος αιώνας), με βάση την οποία τέθηκαν τα φωνηεντικά σημεία στην Εβραϊκή Βίβλο.
Στο μεταξύ, το Βαβυλωνιακό Ταλμούδ (7ος αιώνας) χρησιμοποίησε τη Μέση Ιουδαιο-Αραμαϊκή της Βαβυλώνας, μια εβραϊκή διάλεκτο του ανατολικού κλάδου της Μέσης Αραμαϊκής. Για αιώνες αυτή παρέμεινε η ομιλούμενη γλώσσα των Εβραίων της Μεσοποταμίας. Στην περιοχή του Κουρδιστάν υπάρχει μια σύγχρονη αραμαϊκή διάλεκτος, προερχόμενη από την Ιουδαιο-Αραμαϊκή, που εξακολουθεί να ομιλείται από λίγες χιλιάδες Εβραίους (και μη), αν και έχει σαφώς υποχωρήσει προ της Αραβικής. Η Εβραϊκή εξακολουθεί να ασκεί ισχυρή επίδραση σε όλες αυτές τις ποικίλες εβραϊκές διαλέκτους της Αραμαϊκής.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΗ
[1] Ο όρος σχιββωλέθ / σιμπολέτ (εβρ. šibboléth, שבלת) σημαίνει «ρεύμα ποταμού» ή «στάχυ» και η προφορά του είναι δύσκολο να αποδοθεί με ελληνικούς χαρακτήρες. Σε δύο κώδικες της Μετάφρασης των Εβδομήκοντα (Septuaginta) η λέξη αυτή αποδίδεται αντιστοίχως «σύνθημα» και «στάχυς». Πρόκειται για μεταφορά τμήματος από την Εβραϊκή Βίβλο (Šophetím, Κριτές 12:6), στο οποίο αναφέρεται ότι η προφορά της λέξης χρησιμοποιήθηκε ως διακριτικό γνώρισμα των μελών της φυλής Εφραΐμ (Εφραϊμίτες), που δεν μπορούσαν να προφέρουν ως οπίσθιο γλωσσοφατνιακό τον φθόγγο [š], με αποτέλεσμα να προκύπτει η λέξη sibboléth (סבלת), που σημαίνει «φορτίο». Ως εκ τούτου, η λέξη έφθασε να σημαίνει (κυρίως στην εβραϊκή κοινότητα) «διακριτικό γνώρισμα, χαρακτηριστικό».
ΑΝΑΦΟΡΕΣ
[1] The Oxford Companion to the Bible, 1993, σελ. 272.
[2] Βλ. Federbush, S. 1967, הלשון העברית בישראל ובעמים, Jerusalem, σελ. 50-2
[3] Βλ. A. Jospe, «Moses Mendelssohn», στο S. Noveck (εκδ.), Great Jewish Personalities in Modern Times, σ. 11-36.
[4] Βλ. Telushkin, J. (Rabbi) 1991: Jewish Literacy, New York, σελ. 245-6.
[5] Encyclopedia Judaica, τόμ. 9, σελ. 508-67.
[6] Βλ. επίσης H.B. Rosén, L' Hébreu et ses rapports avec le monde classique. Essai d'évaluation culturelle, Paris 1976, σελ. 7 κ.εξ.
[7] Βλ. επίσης The Oxford Companion to the Bible, Oxford 1993, σελ. 272.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Aharoni, Y. & M. Avi-Yonah 1992 (3 έκδ.): The Macmillan Bible Atlas. New York.
Chomsky, W. 1975. Hebrew: The Eternal Language. Philadelphia.
Cohen, Sh. J.D. 1987: From the Maccabees to the Mishnah. Philadelphia.
De Vaux, R. 1978: The Early History of Israel. Philadelphia.
Federbush, S. 1967. הלשון העברית בישראל ובעמים. Jerusalem: Mosad Harav Kook.
Hadas-Lebel, M. 1995: Histoire de la langue hébraïque, Des origines à l'époque de la Mishna. Paris: Collection de la Revue des Études juives, Éditions E. Peeters.
Hadas-Lebel, M. 1992: L'Hébreu: 3000 ans d'histoire. Paris: Albin-Michel, collection Présences du judaïsme.
Hoffman, J. 2004. In the Beginning: A Short History of the Hebrew Language. New York.
Joüon, P. 1951 : Hebräische Grammatik (2 τόμ.). Berlin.
Kutscher, E .Y. 1982. A History of the Hebrew Language. Jerusalem.
Rabin, C. 1973. A Short History of the Hebrew Language. Jerusalem.
Sáenez-Badillos, A. 1993. A History of the Hebrew Language. Cambridge.
Telushkin, J. (Rabbi) 1991: Jewish Literacy. New York.
Vincent, A. 1932: Le Judaïsme. Paris.
Η εβραϊκή γλώσσα (עִבְרִית ή עברית, ‘Ivrit) ανήκει σε μια μεγάλη οικογένεια γλωσσών, στενά συνδεδεμένων, γνωστών σαν σημιτικές γλώσσες, διαδεδομένες σ’ όλη τη Μ. Ανατολή και τη Β. Αφρική. Ο όρος «σημιτικές γλώσσες» είναι ένας βολικός, παρά επιστημονικός όρος, που τον υιοθέτησαν οι μελετητές περί το τέλος του 18ου μ.Χ. αιώνα. Στηρίζεται στον κατάλογο των εθνών που υπάρχει στη Γένεση (κεφ.10) και υποδηλώνει ότι πρόκειται για ομάδα συγγενών γλωσσών που μιλούσαν οι «υιοί του Σημ», απόγονοι ενός απ’ τους γιους του Νώε (Γέν.6:10). Άλλες σημιτικές γλώσσες που ανακαλύφθηκαν τα περασμένα 100 χρόνια είναι η ακκαδική (κοινή ονομασία για τη Βαβυλωνιακή και Ασσυριακή) και η ουγγαριτική (παρόμοια με την εβραϊκή και πολύ σημαντική για τη Βιβλική έρευνα). Μια βασική γνώση των σημιτικών γλωσσών είναι πολύ σημαντική για τη τέλεια γνώση και την έρευνα στα εβραϊκά. Η διαίρεση κι η ταξινόμηση των γλωσσών αυτών γίνεται κυρίως με βάση γεωγραφικά κριτήρια, ανάλογα με τη γεωγραφική τους διασπορά κι όχι, όπως έπρεπε, με βάση τη φωνητική, τη μορφολογία και το λεξιλόγιο, επειδή, λόγω έλλειψης κειμένων με το ίδιο περιεχόμενο και την ίδια ηλικία, το έργο αυτό είναι ανέφικτο. Οι 5 κύριοι κλάδοι των σημιτικών γλωσσών είναι: Η εβραϊκή, η αραβική, η αραμαϊκή, η ακκαδική κι η αιθιοπική. Από αυτές, μόνον η εβραϊκή κι η αραβική μιλιούνται σήμερα.
Ως ομιλούμενη γλώσσα, η εβραϊκή άκμασε στο Ισραήλ από τον 10 αιώνα π.Χ. μέχρι λίγο πριν τη Βυζαντινή περίοδο (3ος ή 4ος αιώνας μ.Χ.). Μετά, η εβραϊκή παρέμεινε γραπτή γλώσσα ως τη σύγχρονη εποχή, οπότε αναβίωσε ως ομιλούμενη γλώσσα τον 19ο αιώνα. Αξίζει να σημειωθεί ότι η λέξη «εβραϊκά» (ivrit) δεν χρησιμοποιείται για τη γλώσσα παρά μόνο στην ελληνιστική περίοδο. Στη Βίβλο συναντάμε συνήθως τη λέξη yĕhûdît «ιουδαϊκά». Την εβραϊκή γλώσσα τη μιλούν πάνω από 7.000.000 άνθρωποι στο Ισραήλ και στις εβραϊκές κοινότητες ανά τον κόσμο. Στο Ισραήλ αποτελεί την de facto γλώσσα του κράτους και των ανθρώπων, είναι η μια από τις δύο επίσημες γλώσσες (μαζί με την Αραβική) και τη μιλάει η συντριπτική πλειονότητα του πληθυσμού.
ΙΣΤΟΡΙΑ
Η εβραϊκή είναι η αρχική γλώσσα των Σημιτών αποίκων στη Χαναάν. Η αρχαία εβραϊκή είναι η γλώσσα στην οποία είναι γραμμένος ο βασικός πυρήνας της Τανάχ (εβραϊκή Βίβλος), που καλύπτει μια χρονική περίοδο 1000 ετών. Η εβραϊκή Βίβλος είναι επίσημο θρησκευτικό και εθνικό κείμενο του Ισραήλ (αρχαίου και νεώτερου), αλλά και θρησκευτική πηγή του Χριστιανισμού, γραμμένη κυρίως στην επίσημη λόγια γλώσσα και όχι στη δημοτική, δηλαδή τη γλώσσα των μορφωμένων ιερέων και αυλικών γραφέων. Θεωρείται ότι η παρούσα μορφή της διαμορφώθηκε, κατά μεγάλο μέρος, από τη Βιβλική εβραϊκή, που πιστεύεται ότι ευδοκιμούσε τον 6ο αιώνα π.Χ., την εποχή της εξορίας στη Βαβυλώνα. Γι’ αυτό, η εβραϊκή γλώσσα από τους αρχαίους χρόνους αποκαλείται συχνά από τους Εβραίους Lĕshôn Ha-Kôdesh (לשון הקודש) «η ιερή γλώσσα».
Οι περισσότεροι γλωσσολόγοι συμφωνούν ότι μετά τον 6ο αιώνα π.Χ., αφού η Βαβυλωνιακή αυτοκρατορία κατέστρεψε την Ιερουσαλήμ κι εξόρισε τους Ιουδαίους στη Βαβυλώνα και μετά η Περσική αυτοκρατορία τους επέτρεψε να επιστρέψουν, η Βιβλική εβραϊκή, που κυριαρχούσε στις Γραφές, έφθασε να αντικατασταθεί στην καθημερινή χρήση από νέες διαλέκτους της εβραϊκής, καθώς κι από κάποια τοπική μορφή της Αραμαϊκής (που θεωρείται ότι μιλούσε αργότερα και ο Ιησούς). Μετά την καταστροφή του Β' Ναού και της Ιερουσαλήμ το 70 μ.Χ., οπότε η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία εκτόπισε τον ιουδαϊκό πληθυσμό από την Ιερουσαλήμ και τα περίχωρα, το κέντρο της εβραϊκής εγκατάστασης μετατοπίστηκε από την Ιουδαία στη Γαλιλαία. Ως αποτέλεσμα, η εβραϊκή σταδιακά έπαψε να είναι ομιλούμενη γλώσσα, αλλά διατηρήθηκε ως κατ’ εξοχήν γραπτή γλώσσα. Συνεπώς, επιστολές, συμβόλαια, εμπορικές συμφωνίες, επιστημονικά συγγράμματα, φιλοσοφία, ιατρική, ποίηση και νομικά κείμενα γράφονταν στην εβραϊκή, στην οποία προστίθονταν δάνεια και νεόπλαστοι όροι.
Η Τανάχ ονομάζει τη γλώσσα που μιλούσαν οι Ισραηλίτες «γλώσσα (κυριολεκτικά χείλος) της Χαναάν» (σεφάτ κεναάν) (Ησα.19:18), ή «ιουδαϊκή» (yĕhûdît) (Β' Βασ. 18:26,28). Είναι παρόμοια με αυτή των άλλων εθνών, που μιλούσαν τη Χαναανιτική. Η αρχαία, λοιπόν, εβραϊκή δεν είναι αυτοτελής γλώσσα, αλλά, σύμφωνα με τον Ησαΐα (19:18), χαναανιτική διάλεκτος. Αυτή είναι η γλώσσα των Ισραηλιτών, όπως χαρακτηρίζονται αυτοί για την περίοδο πριν την Έξοδο, ή των Ιουδαίων, όπως καλούνται κατά την περίοδο μετά την εγκατάστασή τους στη Χαναάν. Η εβραϊκή ήταν μια ζωντανή γλώσσα, που οι Ισραηλίτες τη χρησιμοποιούσαν για να μιλούν και να γράφουν, μέχρι τη Βαβυλωνιακή εξορία το 586 π.Χ. Τα αραμαϊκά, η πολιτική και πολιτισμική γλώσσα της Μ. Ανατολής, αντικατέστησαν βαθμιαία τα εβραϊκά από τον 6ο π.Χ αιώνα και πιθανώς κατά τον 1ο μ.Χ. αιώνα η εβραϊκή δεν ήταν πλέον η κυρίαρχη γλώσσα. Είναι πολύ πιθανόν ότι την εβραϊκή μιλούσαν διάφορες κοινότητες και πολλά άτομα για αρκετούς ακόμα αιώνες. Στη χριστιανική Βίβλο οι όροι «εβραϊκή διάλεκτος» και «εβραϊστί» χρησιμοποιούνται σαν ονομασία τόσο της αρχαίας ή βιβλικής εβραϊκής, όσο και της αραμαϊκής που μιλούσαν την εποχή εκείνη.
Η εβραϊκή χρησιμοποιείτο ανά τους αιώνες σαν όχημα για τα σημαντικά θεολογικά και φιλοσοφικά γραπτά, όπως και για κοσμικά και επιστημονικά έργα στα πεδία της ποίησης, αστρονομίας και ιατρικής. Τελικά, στις αρχές του 20ου αιώνα έγιναν σημαντικές προσπάθειες, που προέρχονταν από τον εβραϊκό αποικισμό της Παλαιστίνης και οδηγούνταν και εμπνέονταν από τον Eliezer ben-Yehudah (1858-1922), για να αναβιώσει η γλώσσα. Στην ιστορία των εθνών είναι η μοναδική γνωστή αναβίωση μιας νεκρής γλώσσας. Σήμερα στο Ισραήλ όλα τα θέματα, απ’ την ιστορία μέχρι τη φυσική και την ιατρική, διδάσκονται στην εβραϊκή. Η εβραϊκή είναι η γλώσσα όχι μόνο των νηπιαγωγείων, των σχολείων, των κολεγίων και των πανεπιστημίων, αλλά και του τύπου, του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης.
Η ΕΒΡΑΪΚΗ ΩΣ ΞΕΧΩΡΙΣΤΗ ΧΑΝΑΑΝΙΤΙΚΗ ΔΙΑΛΕΚΤΟΣ
Ο όρος «εβραϊκή γλώσσα» αναφέρεται σε μία από τις διάφορες διαλέκτους της Χαναανιτικής. Η εβραϊκή (Ισραήλ) και η Μωαβιτική (Ιορδανία) αποκαλούνται Νότιες Χαναανιτικές διάλεκτοι, ενώ η Φοινικική (Λίβανος) αποκαλείται Βόρεια Χαναανιτική διάλεκτος. Η Χαναανιτική συγγενεύει στενά με την Αραμαϊκή και, σε μικρότερο βαθμό, με τη Νοτιο-Κεντρική Αραβική. Ενώ οι άλλες χαναανιτικές διάλεκτοι έχουν εκλείψει, η Εβραϊκή επιβίωσε.
Η πρώτη γραπτή μαρτυρία της μη Βιβλικής Εβραϊκής ως διακριτής γλώσσας, το ημερολόγιο της Γεζέρ, ανάγεται στον 10ο αιώνα (περίπου 925 π.Χ.) στην έναρξη της Μοναρχικής Περιόδου, τον καιρό των βασιλέων Δαβίδ και Σολομώντα. Αυτό το ημερολόγιο, που εντάσσεται στην περίοδο της Αρχαίας Βιβλικής Εβραϊκής, παρουσιάζει έναν κατάλογο εποχών και σχετικών αγροτικών εργασιών, γραμμένο σε επτά οριζόντιες και μία κάθετη γραμμή. Το ημερολόγιο αυτό οφείλει το όνομά του στην πόλη κοντά στην οποία βρέθηκε και είναι γραμμένο σε αρχαία Σημιτική γραφή, συγγενή προς τη Φοινικική, η οποία μέσω των Ελλήνων και των Ετρούσκων εξελίχθηκε στο λατινικό αλφάβητο. Το ημερολόγιο της Γεζέρ είναι γραμμένο χωρίς φωνήεντα και δεν χρησιμοποιεί σύμφωνα που υπονοούν φωνήεντα ακόμη και στις θέσεις όπου η κατοπινή εβραϊκή γραφή απαιτεί κάτι τέτοιο.
Αρκετές παλαιότερες πινακίδες έχουν βρεθεί στην περιοχή με παρόμοιες γραφές σε άλλες Σημιτικές γλώσσες, παραδείγματος χάριν στην Πρωτοσιναϊτική. Εικάζεται ότι τα αρχικά σχήματα της γραφής ανάγονται στην ιερογλυφική γραφή των αρχαίων Αιγυπτίων, αν κι η φωνητική αξία τους έχει καθοριστεί από την ακροφωνική αρχή. Ο κοινός πρόγονος της Εβραϊκής και της Φοινικικής (γνωστής από επιγραφές και νομίσματα που χρονολογούνται γύρω στα 1.000 π.Χ.), η Χαναανιτική γλώσσα, ήταν πιθανώς η πρώτη που χρησιμοποίησε σημιτικό αλφάβητο διακριτό από το αιγυπτιακό.
Μια αρχαία μαρτυρία είναι η διάσημη ενεπίγραφη Μωαβιτική Λίθος (περίπου 830 π.Χ.), γραμμένη στη Μωαβιτική διάλεκτο (γλώσσα των κατοίκων της ανατολικής όχθης του Ιορδάνη, όπου και η χώρα του Μωάβ), όπου αναφέρεται ο Μωαβίτης βασιλιάς Mesha, που καυχιέται για τις νίκες του επί της φυλής του Ιούδα (Β’ Βασ.3:4). Η γλώσσα αυτή σε μερικά σημεία συγκλίνει προς την Εβραϊκή, σε μερικά προς τη Φοινικική και σε άλλα είναι ιδιότυπη. Η Επιγραφή του Σιλωάμ, κοντά στην Ιερουσαλήμ, αποτελεί πρώιμο δείγμα Εβραϊκής. Βρέθηκε στον αγωγό που έκτισε ο βασιλιάς Εζεκίας κάτω από την πόλη του Δαβίδ, προκειμένου να υδροδοτηθεί η Δεξαμενή του Σιλωάμ. Λιγότερο παλαιά δείγματα αρχαϊκής Εβραϊκής περιέχουν τα όστρακα που βρέθηκαν κοντά στη Λαχείς, που καταγράφουν γεγονότα πριν την τελική κατάληψη της Ιερουσαλήμ από τον Ναβουχοδονόσορ και τη Βαβυλωνιακή αιχμαλωσία τον 6ο αιώνα π.Χ.
ΑΡΧΑΪΚΗ ΒΙΒΛΙΚΗ Ή ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΒΡΑΪΚΗ
Υπό ευρύτερη έννοια, Κλασική Εβραϊκή ονομάζεται η ομιλούμενη γλώσσα της αρχαίας γης του Ισραήλ, που ήκμασε μεταξύ τού 10ου αιώνα π.Χ. και της αρχής του 4ου αιώνα μ.Χ. Περιλαμβάνει διάφορες διαλέκτους και υποδηλώνεται με τους όρους ιβρίτ («εβραϊκή»), λασόν ιβρί («γλώσσα Εβραίων») και λασόν ιβρίτ («γλώσσα εβραϊκή»). Συνήθως η αρχαία εβραϊκή γλώσσα διακρίνεται σε 4 περιόδους, που συχνά κατονομάζονται με βάση σημαντικά γραπτά κείμενα που συνδέονται με αυτές:
α) Πρώιμη περίοδος: Παρουσιάζεται σε ορισμένα κείμενα της Εβραϊκής Βίβλου (Τανάχ), κυρίως στο «Άσμα της Δεβόρρας» (Κριτ.5:1), στην «Ευλογία του Ιακώβ» (Γέν.20:49), στην «Ωδή του Μωυσή» (Έξ.15:1-18) κι άλλα ποιητικά κομμάτια. Αυτά φαίνεται να ανήκουν σε κάποιο βόρειο ιδίωμα της εβραϊκής γλώσσας. Αποκαλείται επίσης Παλαιά Εβραϊκή ή Παλαιοεβραϊκή. Χρησιμοποιούσε μια μορφή χαναανιτικής γραφής.
β) Βιβλική Εβραϊκή: Λέγεται και Κλασική Βιβλική Εβραϊκή (ή Κλασική Εβραϊκή, με τη στενή έννοια). Συμπίπτει με τη περίοδο της Βασιλείας. Διαμορφώθηκε πολύ πιθανόν στην Ιερουσαλήμ και χρησιμοποιείτο από τους προφήτες και τους γραφείς του παλατιού. Αντιπροσωπεύει σε μεγάλο βαθμό τον κύριο όγκο της Εβραϊκής Βίβλου που διαμορφώθηκε τότε. Είναι η πιο ωραία και καθαρή μορφή της εβραϊκής γλώσσας. Υιοθέτησε την αυτοκρατορική αραμαϊκή (συριακή) γραφή.
γ) Ύστερη Βιβλική Εβραϊκή: Αντιστοιχεί στην περίοδο της αιχμαλωσίας και αντιπροσωπεύεται από ορισμένα κείμενα της Εβραϊκής Βίβλου, κυρίως τα βιβλία του Έσδρα και του Νεεμία. Η εβραϊκή γλώσσα επηρεάζεται ήδη από το τέλος της 2ης χιλιετίας π.Χ. από την Αραμαϊκή που άκμαζε στη Συρία. Αυτή στην αρχή της 1ης χιλιετίας εξαπλώνεται και στην Παλαιστίνη και επηρεάζει σιγά-σιγά όλο και πιο πολύ την εβραϊκή, ιδίως μετά την κατάλυση του Β. Βασιλείου του Ισραήλ (722 π.Χ.) κι αυτήν του Ν. Βασιλείου του Ιούδα (586 π.Χ.). Σαν συνέπεια αυτού, οι «πάπυροι της Ελεφαντίνης», που προέρχονται από τον 5ο π.Χ. αιώνα, είναι γραμμένοι σε αραμαϊκή γλώσσα.
δ) Εβραϊκή των κυλίνδρων της Ν. Θάλασσας: Αντιστοιχεί στην ελληνιστική και ρωμαϊκή περίοδο πριν την καταστροφή του Ναού της Ιερουσαλήμ και είναι η γλώσσα στην οποία είναι γραμμένα και τα εβραϊκά κείμενα του Κουμράν, που αποτελούν την πλειονότητα (αλλά όχι το σύνολο) των κυλίνδρων της Νεκράς Θάλασσας. Μερικές φορές αποκαλείται Εβραϊκή του Κουμράν. Είναι λόγια γλώσσα και δεν μιλιέται. Την ίδια περίοδο διαμορφώνεται σαν ομιλούμενη γλώσσα, αυτή της επόμενης περιόδου. Η αυτοκρατορική αραμαϊκή γραφή των πιο πρώιμων ρόλων (3ος αιώνας π.Χ.) εξελίχθηκε στην τετράγωνη εβραϊκή γραφή των ύστερων ρόλων (1ος αιώνας μ.Χ.), που είναι σε χρήση σήμερα. Περί το 200 π.Χ. η εβραϊκή έπαψε να μιλιέται στην Παλαιστίνη, αντικαταστάθηκε από την αραμαϊκή και χρησιμοποιείτο σαν γραπτή γλώσσα απ’ τους ειδικά εκπαιδευμένους σ’ αυτήν, μέχρι και τον 11ο και 12ο μ.Χ. αιώνες. Το κείμενο της Π. Διαθήκης διαβαζόταν στις συναγωγές στα εβραϊκά και μεταφραζόταν στα Αραμαϊκά, χάρη των ακροατών. Έτσι προήλθαν οι αραμαϊκές παραφράσεις, γνωστές σαν Ταργκουμίμ (μεταφράσεις).
ΜΙΣΝΑΪΚΗ ΕΒΡΑΪΚΗ
Είναι η γλώσσα που μιλούσαν οι Φαρισαίοι κι οι Ραβίνοι την εποχή του Ιησού. Υποστηρίζεται ότι ίχνη της γλώσσας βρίσκονται στο βιβλίο του Εκκλησιαστή και στη Σοφία Σειράχ. Αντιστοιχεί στη ρωμαϊκή περίοδο και αντιπροσωπεύεται από τον κύριο όγκο της Μισνά και της Τοσεφτά (του Ταλμούδ), καθώς και από κυλίνδρους της Νεκράς Θαλάσσης, που βρέθηκαν στο Κουμράν, όπως οι Επιστολές του Μπαρ Κοχμπά και ο Χάλκινος κύλινδρος, και είναι γραμμένα στο ιδίωμα αυτό. Αποκαλείται επίσης Ταναϊτική Εβραϊκή ή Πρώιμη Ραβινική Εβραϊκή.
Μερικές φορές οι παραπάνω φάσεις της ομιλούμενης Κλασικής Εβραϊκής διακρίνονται απλουστευτικά σε «Βιβλική Εβραϊκή» (περιλαμβάνοντας διάφορες διαλέκτους από τον 10ο αιώνα ως τον 2ο αιώνα π.Χ., καθώς και ορισμένους κυλίνδρους της Ν. Θάλασσας) και «Μισναϊκή Εβραϊκή» (περιλαμβάνοντας διάφορες διαλέκτους από τον 3ο αιώνα π.Χ. έως τον 3ο αιώνα μ.Χ., καθώς και ορισμένους άλλους κυλίνδρους της Ν. Θαλάσσης). Σήμερα, όμως, οι περισσότεροι Εβραίοι γλωσσολόγοι ταξινομούν την Εβραϊκή των Κυλίνδρων της Ν. Θαλάσσης ως σύνολο διαλέκτων που προέκυψαν από την Ύστερη Βιβλική Εβραϊκή και εξελίχθηκαν στη Μισναϊκή Εβραϊκή, περιλαμβάνοντας έτσι στοιχεία από αυτές, αλλά με σαφή διάκριση και από τις δύο. Κατά την έναρξη της Βυζαντινής περιόδου τον 4ο αιώνα μ.Χ., η Κλασική Εβραϊκή παύει πλέον να είναι ομιλούμενη γλώσσα, περίπου έναν αιώνα μετά την εμφάνιση της Μισνά, και βρίσκεται προφανώς σε παρακμή ως συνέπεια του καταστροφικού πολέμου της Μπαρ Κοχμπά (κατά το 135 μ.Χ.).
ΡΑΒΙΝΙΚΗ ΕΒΡΑΪΚΗ
Ο όρος Ραβινική Εβραϊκή αναφέρεται γενικά στις εβραϊκές διαλέκτους που περιέχονται στο Ταλμούδ (Talmud) και στη Μιντράς (Midrash), αν εξαιρέσουμε τις παραθέσεις από την Εβραϊκή Βίβλο, και υποδηλώνεται με τον όρο: λασόν χακκοντές («γλώσσα αγία»). Οι διάλεκτοι αυτές συναποτελούν τη Μισναϊκή Εβραϊκή (ή Πρώιμη Ραβινική Εβραϊκή), η οποία ήταν ομιλούμενη γλώσσα, και την Ύστερη Ραβινική Εβραϊκή, η οποία ήταν γραφομένη γλώσσα.
Το πρωιμότερο τμήμα του Ταλμούδ είναι η Μισνά (Mishna), που εμφανίστηκε τον 2ο αιώνα μ.Χ. και είναι γραμμένο σε πρώιμη Μισναϊκή διάλεκτο. Το Ταλμούδ περιλαμβάνει επιπρόσθετα την Τοσεφτά με κείμενα αυτής της διαλέκτου, η οποία συναντάται επίσης σε ορισμένους ρόλους της Νεκράς Θαλάσσης. Θεωρείται ότι η Μισναϊκή Εβραϊκή υπήρξε μία από τις υποδιαιρέσεις της Κλασικής Εβραϊκής και ότι λειτούργησε ως ζωντανή γλώσσα στη γη του Ισραήλ.
Έναν περίπου αιώνα μετά την εμφάνιση της Μισνά, η Μισναϊκή Εβραϊκή περιέπεσε σε αχρησία ως ομιλούμενη γλώσσα. Το ύστερο τμήμα του Ταλμούδ, η Γκεμαρά, περιέχει σχόλια επί της Μισνά και της Τοσεφτά στην Αραμαϊκή. Παρ’ όλα αυτά, η Εβραϊκή επιβίωσε ως τελετουργική και γραφομένη γλώσσα με τη μορφή της ύστερης Ραβινικής Εβραϊκής, που μερικές φορές συναντάται στο κείμενο της Γκεμαρά.
Στο παρελθόν πιστευόταν ότι η Ραβινική Εβραϊκή δεν ήταν εν χρήσει στον κοινό λαό, αλλά αποτελούσε λόγια κατασκευή υπό την επίδραση της Αραμαϊκής. Εντούτοις, αναγνωρίζεται πλέον γενικά ότι οι Ραβίνοι δεν χρησιμοποιούσαν μια λόγια γλωσσική μορφή, αλλά μια μορφή της Εβραϊκής που αναπτύχθηκε τους τελευταίους αιώνες π.Χ. Μια έγκυρη πηγή αιτιολογεί αυτή τη θέση ως εξής: «Το εν λόγω συμπέρασμα απορρέει από μελέτη της φύσεως της γλώσσας και από παραθέσεις των ραβινικών κειμένων για τη χρήση της από τους απλούς ανθρώπους. Η κοινή χρήση της αναμφίβολα υπόκειται στην παρουσία της τόσο στον Χάλκινο Ρόλο του Κουμράν όσο και σε μερικές επιστολές που ανάγονται στη Β' Ιουδαϊκή Εξέγερση (132-35 π.Χ.)».[1]
ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΕΒΡΑΪΚΗ
Είναι η εβραϊκή των μεγάλων θεολογικών, φιλοσοφικών και ποιητικών έργων που συντέθηκαν στη διάρκεια του Μεσαίωνα, κυρίως στην Ισπανία και τη Β. Αφρική. Είναι και η γλώσσα των μεταφράσεων από την αραβική κι όσων έργων γράφτηκαν υπό την επίδραση της αραβικής γλώσσας. Τη μιλούσαν οι Εβραίοι τον Μεσαίωνα. Μετά το Ταλμούδ αναπτύχθηκαν διάφορες περιφερειακές γραπτές διάλεκτοι της Μεσαιωνικής Εβραϊκής. Η σπουδαιότερη είναι η Εβραϊκή της Τιβεριάδας ή Μασοριτική Εβραϊκή, τοπική διάλεκτος της Τιβεριάδας στη Γαλιλαία, που αποτέλεσε το πρότυπο φωνηεντισμού της Εβραϊκής Βίβλου και γι’ αυτό επέδρασε σε όλες τις άλλες περιφερειακές διαλέκτους της Εβραϊκής. Η Εβραϊκή της Τιβεριάδας μεταξύ 7ου και 10ου αιώνα μ.Χ. αποκαλείται μερικές φορές «Βιβλική Εβραϊκή», επειδή χρησιμοποιήθηκε για την εξακρίβωση της προφοράς της Εβραϊκής Βίβλου. Όμως, κανονικά θα πρέπει να διακρίνεται από την ιστορική Βιβλική Εβραϊκή του 6ου αιώνα π.Χ., η προφορά της οποίας αποτελεί αντικείμενο επανασύνθεσης.
Η Εβραϊκή της Τιβεριάδας ενσωματώνει την αξιοσημείωτη λόγια μελέτη των Μασοριτών (από τη λ. masorah «παράδοση»), που πρόσθεσαν φωνηεντικά και γραμματικά σημάδια στα εβραϊκά γράμματα, για να διατηρήσουν τα πρωιμότερα χαρακτηριστικά της Εβραϊκής, που χρησιμοποιούνταν στη ψαλμωδία. Οι Μασορίτες κληρονόμησαν ένα Βιβλικό κείμενο, του οποίου τα γράμματα θεωρούνταν πολύ ιερά για να τροποποιηθούν και, συνεπώς, τα σημάδια τους τέθηκαν εντός και περί των γραμμάτων. Η συριακή γραφή, από την οποία προήλθε η αραβική, ανέπτυξε επίσης συστήματα φωνηεντικών σημείων την ίδια εποχή. Ο Κώδικας Aleppo (Χαλεπίου), Εβραϊκή Βίβλος με τα σημεία των Μασοριτών, γράφτηκε κατά τον 10ο αιώνα, πιθανώς στην Τιβεριάδα, και διατηρείται μέχρι σήμερα. Αποτελεί πιθανόν το σπουδαιότερο εβραϊκό χειρόγραφο που υπάρχει.[2]
Η ανάγκη για διατύπωση επιστημονικών και φιλοσοφικών εννοιών από την Κλασική Ελληνική και τη Μεσαιωνική Αραβική οδήγησε τη Μεσαιωνική Εβραϊκή στον δανεισμό ορολογίας και γραμματικής από τις γλώσσες αυτές. Η Εβραϊκή αποτέλεσε επίσης γλώσσα επικοινωνίας μεταξύ Εβραίων από διαφορετικές χώρες, με κύριο σκοπό το διεθνές εμπόριο.
ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΒΡΑΪΚΗ
Στη σύγχρονη περίοδο, από τον 19ο αιώνα και μετά, η γραπτώς παραδεδομένη Εβραϊκή αναβίωσε ως η ομιλούμενη γλώσσα του σύγχρονου Ισραήλ, η οποία αποκαλείται Νέα Εβραϊκή, Ισραηλινή Εβραϊκή, Σύγχρονη Εβραϊκή κλπ. Η Νέα Εβραϊκή εμφανίζει αρκετά χαρακτηριστικά της Σεφαραδίτικης Εβραϊκής λόγω της τοπικής Ιεροσολυμικής παράδοσης, αλλά έχει ενσωματώσει επίσης αρκετούς νεολογισμούς και δάνεια (συνήθως τεχνικούς όρους) από ευρωπαϊκές γλώσσες και (συχνά καθημερινούς) όρους από την Αραβική, για να λειτουργεί ως σύγχρονη γλώσσα.
Σημαντική ώθηση στην προσπάθεια να επανέλθει η μελέτη της Εβραϊκής ως σύγχρονης γλώσσας έδωσε το φιλοσοφικό κίνημα της Χασκαλά (Haskala «Διαφώτιση»), που έχει την αφετηρία του στο σύστημα ιδεών που παρουσίασε στη Γερμανία ο φιλόσοφος Μωυσής Μέντελσον (1729-1786). Στόχος του κινήματος ήταν η ευρύτερη ενσωμάτωση των Εβραίων στην κοινωνία, η οποία προϋπέθετε εκπαίδευση εκσυγχρονισμένη, που να επιτρέπει τη συμμετοχή τους στην επιστήμη και διεύρυνση της οικονομικής τους επιρροής.
Η επίδραση αυτών των ιδεών υπήρξε αξιοσημείωτη. Οι ακόλουθοι του κινήματος, γνωστοί ως maskilim «πεφωτισμένοι» (משכילים), συνέβαλαν στην αναβίωση της εβραϊκής γλώσσας και στην επέκταση της χρήσης της έξω από το λειτουργικό περιβάλλον. Οι «πεφωτισμένοι» προτιμούσαν να γράφουν στην Εβραϊκή, αντί στην κοινώς χρησιμοποιούμενη Γερμανοεβραϊκή (Γίντις), που τη θεωρούσαν απλά άλλη μία διάλεκτο της γερμανικής γλώσσας. Η εκκοσμίκευση στην οποία αποσκοπούσαν θα επιτυγχανόταν μόνο με τη χρήση της βιβλικής γλώσσας ως μέσου επικοινωνίας μεταξύ των εβραϊκών πληθυσμών.[3]
Ως αποτέλεσμα, το 1793 εκδόθηκε από τους «πεφωτισμένους» στο Καίνιξμπεργκ της Πρωσίας η πρώτη εφημερίδα στην εβραϊκή γλώσσα: המאסף hameasef «Ο συλλέκτης». Μέρος του εντύπου ήταν αφιερωμένο σε μεταφράσεις, στη σύγχρονη λογοτεχνία και φιλολογία, καθώς και σε ειδήσεις. Η έκδοση παρόμοιων εντύπων στη Βιέννη, αλλά και στη Ρωσία (παρά την επιφυλακτική στάση του παραδοσιακού Ιουδαϊσμού), έπαιξε σημαντικό ρόλο στην καλλιέργεια της Εβραϊκής ως σύγχρονης γλώσσας.
Η εβραϊκή γλώσσα, που για αρκετό χρονικό διάστημα ήταν ανενεργή, έξω από το λειτουργικό περιβάλλον του Ιουδαϊσμού, αναβίωσε στο τέλος του 19ου αιώνα. Από το 1880 μ.Χ. άρχισε να μιλιέται και πάλι η εβραϊκή, ιδίως μετά την απόφαση του παγκόσμιου Σιωνιστικού συνεδρίου, που συνήλθε στη Βασιλεία της Ελβετίας (1914), ότι η γλώσσα του σχεδιαζόμενου κράτους θα ήταν η εβραϊκή. Η αναβίωσή της ως μητρικής γλώσσας έχει την αφετηρία της στις προσπάθειες του Εβραίου γλωσσολόγου Ελιέζερ Μπεν-Γεχούντα (אליעזר בן–יהודה (1858-1922,). Ο Μπεν-Γεχούντα εντάχθηκε στο εβραϊκό εθνικιστικό κίνημα και το 1881 μετανάστευσε στη Γη του Ισραήλ (eretz yisra'el), που τότε αποτελούσε τμήμα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Παρακινούμενος από τα ιδανικά της ανανέωσης και της απόρριψης του τρόπου ζωής της Διασποράς (σε μικρά χωριά και κωμοπόλεις γνωστές ως shtetl, πληθ. shtetlakh),[4] o Μπεν-Γεχούντα έθεσε σκοπό να αναπτύξει τα μέσα για να κάνει τη γραπτή τελετουργική γλώσσα καθημερινή, ομιλούμενη γλώσσα. Το 1889 ίδρυσε στην Ιερουσαλήμ το «Συμβούλιο Εβραϊκής Γλώσσας», με σκοπό την αναβίωση της επί 1.700 έτη μη ομιλούμενης πλέον Βιβλικής Εβραϊκής. Ωστόσο, το είδος της Εβραϊκής που επιδίωκε ακολουθούσε πρότυπα που είχαν αντικατασταθεί στην ανατολική Ευρώπη από διαφορετική γραμματική και ύφος, όπως φανερώνουν τα κείμενα του Αχάντ Χα-Αμ και άλλων. Οι οργανωτικές του προσπάθειες και η ανάμιξή του στην ίδρυση σχολείων και στη συγγραφή βιβλίων έκαναν τις ενέργειές του σχετικά με τη γλώσσα ένα σταδιακά ανερχόμενο κίνημα. Όμως, μόνο μετά τη «Β' Επάνοδο» (aliyah, 1904-1914)[5] κατόρθωσε πραγματικά η Εβραϊκή γλώσσα να εδραιωθεί στην Οθωμανική Παλαιστίνη, όταν επιχειρήσεις με υψηλό επίπεδο οργάνωσης συστάθηκαν από νεότερες ομάδες μεταναστών. Όταν η υπό βρετανική εντολή Παλαιστίνη αναγνώρισε την Εβραϊκή ως μία από τις 3 επίσημες γλώσσες της χώρας (1922, μαζί με την Αγγλική και την Αραβική), το νέο επίσημο καθεστώς συνέβαλε στη διάχυσή της. Μια νεοσύστατη γλώσσα με γνήσια σημιτικό λεξιλόγιο και σύστημα γραφής, αλλά συχνά ευρωπαϊκή ως προς τη σύνταξη και τη μορφή, θα έπαιρνε τη θέση της μεταξύ των σύγχρονων γλωσσών των εθνών.
Ορισμένοι θεώρησαν ότι το έργο του Μπεν-Γεχούντα υπήρξε βλάσφημο (επειδή η Εβραϊκή ήταν η ιερή γλώσσα της Τορά και, γι’ αυτό, μερικοί πίστευαν ότι δεν θα έπρεπε να χρησιμοποιείται για να συζητούνται κοινά, καθημερινά ζητήματα), αλλά πολλοί αντιλήφθηκαν σύντομα την ανάγκη για κοινή γλώσσα μεταξύ των Εβραίων, που στις αρχές του 20ού αιώνα έφθαναν μαζικά στο Ισραήλ (πριν γίνει ανεξάρτητο κράτος) προερχόμενοι από διαφορετικές χώρες και μιλώντας διαφορετικές γλώσσες. Τότε ιδρύθηκε το «Συμβούλιο Εβραϊκής Γλώσσας», που αργότερα μετατράπηκε στην «Ακαδημία της Εβραϊκής Γλώσσας», που υπάρχει μέχρι σήμερα. Αποτέλεσμα της εργασίας, τόσο της δικής του όσο και του Συμβουλίου, ήταν η έκδοση του λεξικού, που είναι γνωστό ως Το Πλήρες Λεξικό της Αρχαίας και Σύγχρονης Εβραϊκής. Το έργο του Μπεν-Γεχούντα έπεσε σε γόνιμο έδαφος και στην αρχή του 20ού αιώνα η Εβραϊκή κέρδιζε ολοένα και περισσότερο έδαφος, για να γίνει η κύρια γλώσσα του Εβραϊκού πληθυσμού στο οθωμανικό και, μετά, υπό βρετανική εντολή Ισραήλ. Τελικά, η Εβραϊκή έφθασε στο σημείο να αντικαταστήσει αρκετές άλλες γλώσσες που μιλούσαν οι Εβραίοι εκείνον τον καιρό, όπως Λαντίνο (Ισπανοεβραϊκή), Γίντις (Γερμανοεβραϊκή), Ρωσική, καθώς και άλλες γλώσσες της Διασποράς.
Παρά τη μεγάλη χρονική απόσταση, οι διαφορές μεταξύ Αρχαίας και Νέας Εβραϊκής είναι πολύ λιγότερες από αντίστοιχες μεταξύ Αρχαίας και Νέας Ελληνικής, πράγμα αναμενόμενο εφόσον η Ελληνική δεν έπαψε ποτέ να είναι ομιλούμενη γλώσσα. Στο Ισραήλ δεν γίνεται πλέον διάκριση μεταξύ Αρχαίας και Νέας Εβραϊκής, αλλά χρησιμοποιείται και για τις δύο ο όρος Ivrit. Ο πρώτος πρωθυπουργός του Κράτους του Ισραήλ Νταβίτ Μπεν Γκουριόν (David Ben Gurion) είχε σχολιάσει το γεγονός ως εξής: «Αν ο Μωυσής επέστρεφε σήμερα και ζητούσε ένα κομμάτι ψωμί, θα μπορούσε κανείς αμέσως να τον καταλάβει».
Η νέα και σύγχρονη εβραϊκή είναι ένα γλωσσικό ιδίωμα όλων των περιόδων της βιβλικής και μεταβιβλικής εβραϊκής. Ειδικότερα στο λεξιλόγιο και τη μορφολογία κυριαρχεί η αρχαία ή βιβλική εβραϊκή και στη σύνταξη η μεσαιωνική ή μισναϊκή εβραϊκή. Εξαιτίας της μακράς αχρησίας επί αιώνες, η Εβραϊκή δε διέθετε αρκετές σύγχρονες λέξεις. Για να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις μιας σύγχρονης γλώσσας, πέρα από τις ελληνικές και λατινικές λέξεις που πήρε στην ελληνιστική περίοδο, εμπλουτίσθηκε με νέες λέξεις από ευρωπαϊκές γλώσσες, αλλά και από εβραϊκά θέματα. Ταυτόχρονα, εγκαταλείφθηκε η μασοριτική στίξη, αλλά χρησιμοποιείται σε μερικές περιπτώσεις για εκπαιδευτικούς λόγους. Η σύγχρονη Εβραϊκή έγινε επίσημη γλώσσα της υπό Βρετανική εντολή Παλαιστίνης (Mandate της Κοινωνίας των Εθνών) το 1921 (μαζί με την Αγγλική και την Αραβική), ενώ το 1948 έγινε επίσημη γλώσσα του νεοσύστατου Κράτους του Ισραήλ. Στη γλώσσα αυτή εκπαιδεύονται όλοι όσοι ζουν σήμερα στο Ισραήλ.
H ΕΒΡΑΪΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΣΤΗ ΣΟΒΙΕΤΙΚΗ ΕΝΩΣΗ
Οι σοβιετικές αρχές θεωρούσαν την Εβραϊκή «αντιδραστική γλώσσα», επειδή συνδεόταν τόσο με τον Ιουδαϊσμό όσο και με τον Σιωνισμό. Ως αποτέλεσμα, ήδη από το 1919 η γλώσσα τέθηκε υπό επίσημη απαγόρευση από την Επιθεώρηση Εκπαίδευσης (Narkompros). Τα εβραϊκά βιβλία και οι εφημερίδες έπαψαν να εκδίδονται και κατασχέθηκαν από τις βιβλιοθήκες. Παρά τις διαμαρτυρίες στη Δύση, οι δάσκαλοι και οι σπουδαστές που επιχειρούσαν να σπουδάσουν την Εβραϊκή διαπομπεύονταν και καταδικάζονταν για «αντεπαναστατική» και μετά για «αντισοβιετική» δράση.
ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΕΣ ΕΒΡΑΪΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
Οι διάλεκτοι της Εβραϊκής περιλαμβάνουν τη Στερεότυπη Εβραϊκή (Ισραηλινή), την Ανατολική Εβραϊκή (Εβραϊκή τού Ιράκ και της Υεμένης), τη Σεφαραδίτικη Εβραϊκή (των εξ Ισπανίας Εβραίων) και την Ασκεναζική Εβραϊκή (των εξ Ευρώπης Εβραίων).
Η Ασκεναζική Εβραϊκή εξακολουθεί να χρησιμοποιείται ευρέως στις θρησκευτικές τελετές, στα θρησκευτικά γραπτά, στις μελέτες των διανοουμένων και στην ομιλία των Ασκενάζι Εβραίων στο Ισραήλ και στο εξωτερικό, ιδίως στην κοινότητα Χαρεντί. Έχει επηρεαστεί από τη γλώσσα Γίντις (Yiddish), που είναι εβραϊκή γλώσσα, γραμμένη με εβραϊκό αλφάβητο και μιλιέται από τους Εβραίους Ashkenazi ήδη απ’ τον Μεσαίωνα, αλλά δεν είναι σημιτική γλώσσα. Σύμφωνα με τη Standard Jewish Encyclopedia, η Γερμανική προμήθευσε περίπου το 85% του λεξιλογίου και τη βασική γραμματική δομή. Τα Yiddish έχουν μια πολύ πλούσια λογοτεχνία, με το πρώτο σημαντικό έργο τυπωμένο τον 16ο αιώνα. Μερικοί από τους διάσημους κλασικούς συγγραφείς στα Yiddish κατά τον 19ο-20ο αιώνα είναι ο Abramovitch, o Isaak l. Peretz κι ο Sholem Aleikhem. Υπολογίζεται ότι στην έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου αυτοί που μιλούσαν Yiddish ήσαν 10-12 εκατομμύρια. Η εβραϊκή τραγωδία του 1939-1945 στην Α. Ευρώπη και τη Γερμανία μαζί με τη Σοβιετική καταπίεση εξολόθρευσε τα κύρια κέντρα της Yiddish λογοτεχνίας. Σαν ομιλούμενη γλώσσα χάνει βαθμιαία έδαφος, ιδιαίτερα μεταξύ των νεώτερων γενεών στις Η.Π.Α., την Ευρώπη και το Ισραήλ.
Η Σεφαραδίτικη Εβραϊκή αποτελεί τη βάση της Στερεότυπης Εβραϊκής, αν και παραδοσιακά διαθέτει μεγαλύτερη κλίμακα φωνηέντων. Έχει επηρεαστεί από τη γλώσσα Λαντίνο.
Η Ανατολική Εβραϊκή (Mizrahi, δηλ. «αιγυπτιακή») αποτελεί στην πραγματικότητα ομάδα διαλέκτων (περιλαμβανομένης της διαλέκτου των Υεμενιτών), που ομιλούνται για τελετουργικό σκοπό από Εβραίους σε διάφορα μέρη του αραβικού και ισλαμικού κόσμου. Έχει πιθανώς υποστεί την επίδραση της Αραμαϊκής, αν και ορισμένοι γλωσσολόγοι υποστηρίζουν ότι ανάγεται απευθείας στη Βιβλική Εβραϊκή και, επομένως, αντιπροσωπεύει τη γνήσια διάλεκτο της Εβραϊκής γλώσσας.
Σχεδόν κάθε μετανάστης στο Ισραήλ παροτρύνεται να υιοθετήσει ως καθημερινή γλώσσα τη Στερεότυπη Εβραϊκή (Standard Hebrew). Από φωνολογικής απόψεως, η εν λόγω «διάλεκτος» θα μπορούσε ακριβέστερα να περιγραφεί ως αμάλγαμα προφοράς, η οποία διατηρεί φωνηεντικούς ήχους της Σεφαραδίτικης Εβραϊκής και ορισμένους συμφωνικούς ήχους της Ασκεναζικής Εβραϊκής υπό την επίδραση της Γίντις (Γερμανοεβραϊκής). Σταθερό χαρακτηριστικό της αποτελεί η τάση για απλοποίηση των διαφορών προφοράς. Για παράδειγμα, στην απλοποιητική αυτή τάση οφείλεται η συγχώνευση της Ασκεναζικής προφοράς /t/ και /s/ του ψιλού και δασέος ת στο απλό φώνημα /t/. Οι περισσότερες Σεφαραδίτικες και Ανατολικές διάλεκτοι έχουν κοινό αυτό το χαρακτηριστικό, αν και ορισμένες (όπως του Ιράκ και της Υεμένης) διαφοροποιούν την προφορά ως /t/ και /θ/.
Εντούτοις, στο Ισραήλ η αποκαλούμενη «Στερεότυπη Εβραϊκή» προφορά αντανακλά πολλές φορές την προέλευση ενός ομιλητή της Διασποράς μάλλον παρά τις συγκεκριμένες συστάσεις της Ακαδημίας της Εβραϊκής γλώσσας. Ως εκ τούτου, περισσότεροι από τους μισούς ομιλητές προφέρουν το ר ως σταφυλικό παλλόμενο (όπως στη Γίντις και σε ορισμένες ποικιλίες της Γερμανικής) ή ως σταφυλικό τριβόμενο (όπως στη Γαλλική και σε άλλες ποικιλίες της Γερμανικής) παρά ως [r] (υπερωικό παλλόμενο), όπως στην Ισπανική. Η προφορά του συγκεκριμένου φωνήματος χρησιμοποιείται συχνά μεταξύ των Ισραηλινών ως σχιββωλέθ (šibboleth) ή κριτήριο για την εξακρίβωση της εθνικής προέλευσης των ξένων.[1]
ΣΥΝΥΠΑΡΞΗ ΜΕ ΤΗΝ ΑΡΑΜΑΪΚΗ
Η Αραμαϊκή είναι γλώσσα του ΒΔ σημιτικού κλάδου, όπως η Χαναανιτική. Το όνομά της προέρχεται πιθανώς από τη Βιβλική χώρα Aram Naharayím, που σημαίνει «υψίπεδο μεταξύ δύο ποταμών» και συνήθως αναφέρεται στην Άνω Μεσοποταμία ή, σύμφωνα με άλλους, σε αρχαία ονομασία της Συρίας. Διάφορες διάλεκτοι της Αραμαϊκής εξελίχθηκαν μαζί με την Εβραϊκή σε μεγάλο τμήμα της κοινής τους ιστορίας.
Η ΑΡΑΜΑΪΚΗ ΔΙΕΘΝΗΣ ΓΛΩΣΣΑ ΣΤΗ Μ. ΑΝΑΤΟΛΗ
Η γλώσσα της Νεοβαβυλωνιακής αυτοκρατορίας πιθανώς ήταν διάλεκτος της Αραμαϊκής. Η Περσική αυτοκρατορία, που μερικές δεκαετίες αργότερα κυρίευσε τη Βαβυλωνία, υιοθέτησε την αυτοκρατορική Αραμαϊκή ως επίσημη διεθνή γλώσσα της. Ο ισραηλιτικός πληθυσμός, ο οποίος είχε εξοριστεί στη Βαβυλώνα από την Ιερουσαλήμ και τα περίχωρα του βασιλείου του Ιούδα, πήρε άδεια να επιστρέψει στην Ιερουσαλήμ και να ιδρύσει μια περσική επαρχία, η οποία συνήθως αποκαλείτο Ιουδαία. Έτσι, η Αραμαϊκή έγινε η διοικητική γλώσσα της Ιουδαίας στις σχέσεις της με την υπόλοιπη Περσική αυτοκρατορία. Η αραμαϊκή γραφή εξελίχθηκε με τη σειρά της από τη χαναανιτική γραφή, αλλά οι δύο γραφές παρουσίασαν αξιοσημείωτη απόκλιση. Κατά τον 1ο αιώνα μ.Χ., η αραμαϊκή γραφή αναπτύχθηκε στη διακριτή τετράγωνη εβραϊκή γραφή (γνωστή επίσης ως Ασσυριακή Γραφή, Ktav Ašuri), που διασώζεται στους παπύρους της Νεκράς Θάλασσας και είναι παρόμοια με τη γραφή που χρησιμοποιείται ακόμη και σήμερα.
Η ΑΡΑΜΑΪΚΗ ΕΚΤΟΠΙΖΕΙ ΤΗΝ ΕΒΡΑΪΚΗ
Κατά το πρώτο ήμισυ του 20ού αιώνα, οι λόγιοι κατέληξαν στη σχεδόν ομόφωνη άποψη ότι η Αραμαϊκή έγινε ομιλούμενη γλώσσα στη γη του Ισραήλ στην έναρξη της Ελληνιστικής περιόδου τον 4ο αιώνα π.Χ. και, ως συνέπεια, η Εβραϊκή έπαψε να λειτουργεί ως ομιλούμενη γλώσσα κατά την ίδια περίπου εποχή. Παρά ταύτα, κατά το δεύτερο ήμισυ του 20ού αιώνα, συσσωρευμένα αρχαιολογικά στοιχεία και κυρίως η γλωσσολογική ανάλυση των χειρογράφων της Νεκράς Θαλάσσης έχουν μετριάσει την αρχική ομοφωνία. Φαίνεται ότι, παράλληλα με την Αραμαϊκή, η Εβραϊκή επίσης ήκμαζε ως ζωντανή ομιλούμενη γλώσσα μέχρι περίπου το τέλος της Ρωμαϊκής περιόδου. Κατόπιν άρχισε να χρησιμοποιείται ως γραπτή γλώσσα κατά τη Βυζαντινή περίοδο τον 4ο αιώνα μ.Χ.
Ο ακριβής ρόλος της Αραμαϊκής και της Εβραϊκής παραμένει αντικείμενο έντονης αντιπαράθεσης. Έχει προταθεί ένα τρίγλωσσο σενάριο για τη γη του Ισραήλ[6]: Η Εβραϊκή λειτουργούσε ως η τοπική μητρική γλώσσα, η Αραμαϊκή ως διεθνής γλώσσα για την υπόλοιπη Μ. Ανατολή και τελικά η Ελληνική ως άλλη μία διεθνής γλώσσα για τις ανατολικές περιοχές της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Είναι γνωστές κοινότητες Εβραίων (και μη), που μετανάστευσαν στην Ιουδαία από τις χώρες αυτές και εξακολουθούσαν να μιλούν Αραμαϊκά ή Ελληνικά.
Αν και η επιβίωση της Εβραϊκής ως ομιλούμενης γλώσσας μέχρι την έναρξη της Βυζαντινής περιόδου είναι ευρέως γνωστή μεταξύ των Εβραίων γλωσσολόγων, παρατηρείται ένα κενό ως προς τη συνειδητοποίηση αυτού του σημείου από ορισμένους ιστορικούς, οι οποίοι δεν παραμένουν ενημερωμένοι σχετικά με τη γλωσσολογική έρευνα, αλλά βασίζονται σε πεπαλαιωμένες μελέτες. Παρά ταύτα, η ακαδημαϊκή γραμματεία αφήνει βαθμηδόν να διαφανεί η ζωτικότητα της Εβραϊκής. Ο λόγιος Elisha Qimron στο βιβλίο του The Hebrew of the Dead Sea Scrolls (1986) διαχωρίζει την Εβραϊκή της Ν. Θαλάσσης από τις διάφορες διαλέκτους της Βιβλικής Εβραϊκής, από τις οποίες προήλθε: «Το βιβλίο αυτό παρουσιάζει τις ιδιαιτερότητες των Εβραϊκών της Νεκράς Θαλάσσης, με έμφαση στις αποκλίσεις της από την κλασική Βιβλική Εβραϊκή» (σ. 15). Η πρώτη έκδοση του The Oxford Dictionary of the Christian Church (1958) ανέφερε ότι «η Εβραϊκή έπαψε να είναι ομιλούμενη γλώσσα κατά τον τέταρτο αιώνα π.Χ.», ενώ η τρίτη έκδοση (1997) αναφέρει ότι η Εβραϊκή «εξακολουθούσε να χρησιμοποιείται ως ομιλούμενη και γραπτή γλώσσα την περίοδο της Καινής Διαθήκης». Ο Miguel P. Fernandez στο έργο του An Introductory Grammar of Rabbinic Hebrew (Leiden 1997) υποστηρίζει: «Γενικά πιστεύεται ότι τα Χειρόγραφα της Ν. Θάλασσας, ειδικά ο Χάλκινος Πάπυρος και οι επιστολές του Μπαρ Κοχμπά, έχουν δώσει σαφείς ενδείξεις του λαϊκού χαρακτήρα της Μισναϊκής Εβραϊκής». Οι Ισραηλινοί λόγιοι θεωρούν πλέον δεδομένο ότι η χρήση της Εβραϊκής ως ομιλούμενης γλώσσας αποτελεί χαρακτηριστικό της Ρωμαϊκής περιόδου του Ισραήλ.[7]
ΕΒΡΑΪΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ ΤΗΣ ΑΡΑΜΑΪΚΗΣ
Η διεθνής Αραμαϊκή γλώσσα διασπάστηκε σε ποικίλες περιφερειακές διαλέκτους. Στην ευρύτερη περιοχή του Ισραήλ αναπτύχθηκαν διάφορες διάλεκτοι της Παλαιάς Δυτικής Αραμαϊκής, περιλαμβανομένης της Παλαιάς Ιουδαιο-Αραμαϊκής διαλέκτου κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο. Ο ιστορικός Φλάβιος Ιώσηπος έγραψε αρχικώς το έργο του Περί του Ιουδαϊκού Πολέμου στην Παλαιά Ιουδαιο-Αραμαϊκή, αλλά αργότερα το μετέφρασε στην Ελληνιστική Κοινή, για να το δημοσιεύσει για τη Ρωμαϊκή αυτοκρατορική αυλή. Δυστυχώς, η αραμαϊκή μορφή αυτού του έργου δεν έχει διασωθεί.
Μετά την καταστροφή της Ιερουσαλήμ και του Β' Ναού το 70 μ.Χ., οι Εβραίοι άρχισαν σταδιακά να διασκορπίζονται από την Ιερουσαλήμ προς ξένες χώρες, ιδίως μετά τον πόλεμο του Μπαρ Κοχμπά (135 μ.Χ.), οπότε οι Ρωμαίοι μετέτρεψαν την Ιερουσαλήμ σε ειδωλολατρική πόλη με το όνομα Aelia Capitolina. Μετά τον πόλεμο του Μπαρ Κοχμπά τον 2ο αιώνα μ.Χ., η Ιουδαιο-Αραμαϊκή διάλεκτος της Ιουδαίας ουσιαστικά αναδύθηκε από την αφάνεια στα περίχωρα της Γαλιλαίας, με αποτέλεσμα να σχηματίσει μία από τις κύριες διαλέκτους τού δυτικού κλάδου της Μέσης Αραμαϊκής. Το Ταλμούδ της Ιερουσαλήμ (5ος αιώνας) καθώς και το Μιντράς Ραμπά (6ος-12ος αιώνας) χρησιμοποίησαν την εν λόγω Ιουδαιο-Αραμαϊκή της Ιουδαίας. Η διάλεκτος αυτή προφανώς επηρέασε την προφορά της Εβραϊκής της Τιβεριάδας (8ος αιώνας), με βάση την οποία τέθηκαν τα φωνηεντικά σημεία στην Εβραϊκή Βίβλο.
Στο μεταξύ, το Βαβυλωνιακό Ταλμούδ (7ος αιώνας) χρησιμοποίησε τη Μέση Ιουδαιο-Αραμαϊκή της Βαβυλώνας, μια εβραϊκή διάλεκτο του ανατολικού κλάδου της Μέσης Αραμαϊκής. Για αιώνες αυτή παρέμεινε η ομιλούμενη γλώσσα των Εβραίων της Μεσοποταμίας. Στην περιοχή του Κουρδιστάν υπάρχει μια σύγχρονη αραμαϊκή διάλεκτος, προερχόμενη από την Ιουδαιο-Αραμαϊκή, που εξακολουθεί να ομιλείται από λίγες χιλιάδες Εβραίους (και μη), αν και έχει σαφώς υποχωρήσει προ της Αραβικής. Η Εβραϊκή εξακολουθεί να ασκεί ισχυρή επίδραση σε όλες αυτές τις ποικίλες εβραϊκές διαλέκτους της Αραμαϊκής.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΗ
[1] Ο όρος σχιββωλέθ / σιμπολέτ (εβρ. šibboléth, שבלת) σημαίνει «ρεύμα ποταμού» ή «στάχυ» και η προφορά του είναι δύσκολο να αποδοθεί με ελληνικούς χαρακτήρες. Σε δύο κώδικες της Μετάφρασης των Εβδομήκοντα (Septuaginta) η λέξη αυτή αποδίδεται αντιστοίχως «σύνθημα» και «στάχυς». Πρόκειται για μεταφορά τμήματος από την Εβραϊκή Βίβλο (Šophetím, Κριτές 12:6), στο οποίο αναφέρεται ότι η προφορά της λέξης χρησιμοποιήθηκε ως διακριτικό γνώρισμα των μελών της φυλής Εφραΐμ (Εφραϊμίτες), που δεν μπορούσαν να προφέρουν ως οπίσθιο γλωσσοφατνιακό τον φθόγγο [š], με αποτέλεσμα να προκύπτει η λέξη sibboléth (סבלת), που σημαίνει «φορτίο». Ως εκ τούτου, η λέξη έφθασε να σημαίνει (κυρίως στην εβραϊκή κοινότητα) «διακριτικό γνώρισμα, χαρακτηριστικό».
ΑΝΑΦΟΡΕΣ
[1] The Oxford Companion to the Bible, 1993, σελ. 272.
[2] Βλ. Federbush, S. 1967, הלשון העברית בישראל ובעמים, Jerusalem, σελ. 50-2
[3] Βλ. A. Jospe, «Moses Mendelssohn», στο S. Noveck (εκδ.), Great Jewish Personalities in Modern Times, σ. 11-36.
[4] Βλ. Telushkin, J. (Rabbi) 1991: Jewish Literacy, New York, σελ. 245-6.
[5] Encyclopedia Judaica, τόμ. 9, σελ. 508-67.
[6] Βλ. επίσης H.B. Rosén, L' Hébreu et ses rapports avec le monde classique. Essai d'évaluation culturelle, Paris 1976, σελ. 7 κ.εξ.
[7] Βλ. επίσης The Oxford Companion to the Bible, Oxford 1993, σελ. 272.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Aharoni, Y. & M. Avi-Yonah 1992 (3 έκδ.): The Macmillan Bible Atlas. New York.
Chomsky, W. 1975. Hebrew: The Eternal Language. Philadelphia.
Cohen, Sh. J.D. 1987: From the Maccabees to the Mishnah. Philadelphia.
De Vaux, R. 1978: The Early History of Israel. Philadelphia.
Federbush, S. 1967. הלשון העברית בישראל ובעמים. Jerusalem: Mosad Harav Kook.
Hadas-Lebel, M. 1995: Histoire de la langue hébraïque, Des origines à l'époque de la Mishna. Paris: Collection de la Revue des Études juives, Éditions E. Peeters.
Hadas-Lebel, M. 1992: L'Hébreu: 3000 ans d'histoire. Paris: Albin-Michel, collection Présences du judaïsme.
Hoffman, J. 2004. In the Beginning: A Short History of the Hebrew Language. New York.
Joüon, P. 1951 : Hebräische Grammatik (2 τόμ.). Berlin.
Kutscher, E .Y. 1982. A History of the Hebrew Language. Jerusalem.
Rabin, C. 1973. A Short History of the Hebrew Language. Jerusalem.
Sáenez-Badillos, A. 1993. A History of the Hebrew Language. Cambridge.
Telushkin, J. (Rabbi) 1991: Jewish Literacy. New York.
Vincent, A. 1932: Le Judaïsme. Paris.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου