14/9/09

Από την ποίηση των Κουμρανιτών

Οι μεγάλες επιστημονικές ανακαλύψεις είναι, συνήθως, αποτέλεσμα επίπονης μελέτης και ακούραστης προσπάθειας ερευνητών. Όχι σπάνια, όμως, μεγάλες ανακαλύψεις έχουν γίνει και από απλές συμπτώσεις, ή απίστευτα περιστατικά. Μια τέτοια ευτυχής συγκυρία, που έκανε να έρθουν στο φως αρχαία χειρόγραφα μεγάλης αξίας, είναι η περίπτωση αναζήτησης μιας χαμένης κατσίκας στις ορεινές και άγονες εκτάσεις της ερήμου της Ιουδαίας, κοντά στις όχθες της Νεκράς θάλασσας, πριν 60 περίπου χρόνια.
Το 1947, μια ανοιξιάτικη μέρα, ένας Βεδουίνος βοσκός ονόματι Μοχάμεντ Εντ Ντιβ, αναζητώντας ένα κατσίκι που ξεστράτισε απ’ το κοπάδι του, βρέθηκε σ’ ένα σπήλαιο όπου είχε καταφύγει το ζώο. Για να το εξαναγκάσει να βγει, ο βοσκός - κατά την αφήγησή του - έριξε μια πέτρα. Απ’ το σκοτεινό σπήλαιο όμως ακούστηκε ένας παράξενος θόρυβος σαν κι αυτόν που δημιουργείται από το σπάσιμο πήλινου δοχείου. Ο βοσκός μαζί με τον εξάδελφό του που τον κάλεσε για βοήθεια διεύρυναν την αρχική οπή του σπηλαίου και βρέθηκαν έκπληκτοι μπροστά σ’ ένα σπασμένο πήλινο πιθάρι. Τριγύρω του, μαζί με τα θραύσματα, υπήρχαν κάποια αραχνιασμένοι κύλινδροι και μερικά άλλα πιθάρια προσεχτικά σφραγισμένα.
Ο Μοχάμεντ, μαζί με μερικούς φίλους του, αγνοώντας το περιεχόμενο και τη μεγάλη αξία των χειρογράφων, προσπάθησαν ανεπιτυχώς να τα πουλήσουν σε αρχαιοκάπηλους στη Βηθλεέμ. Αλλά τελικά πούλησαν πέντε χειρόγραφα σ’ έναν Σύριο Μητροπολίτη, ο οποίος τα μετέφερε στην Αμερική και τα μεταπώλησε εκεί το 1954 σε αντιπρόσωπο του κράτους του Ισραήλ. Τα υπόλοιπα χειρόγραφα τα αγόρασε ο Εβραίος καθηγητής του Πανεπιστημίου της Ιερουσαλήμ E. Sukenim. Αργότερα, τα χειρόγραφα αυτά τοποθετήθηκαν σε ειδικό μουσείο της Ιερουσαλήμ, το γνωστό ως «τέμενος της Βίβλου» (Hehhal Hasepher), όπου βρίσκονται μέχρι σήμερα και είναι προσιτά στους επισκέπτες. Τα χειρόγραφα αυτά, καθώς και πολλά άλλα που ανακαλύφθηκαν αργότερα, έγιναν γνωστά ως χειρόγραφα της Νεκράς Θάλασσας. Ή χειρόγραφα του Khirbet (ερειπίων) Qumran, ή απλά του Qumran, αν και πιο σωστά θα ήταν να ονομάζονται «χειρόγραφα της ερήμου της Ιουδαίας» γιατί βρέθηκαν σ’ ευρύτερη περιοχή.
Η ανεύρεση των παραπάνω χειρογράφων έδωσε την αφορμή στους ειδικούς να τα μελετήσουν προσεχτικά, να διαπιστώσουν τη μεγάλη παλαιογραφική και χειρογραφική τους αξία - αφού υπολογίστηκε ότι ήταν ηλικίας 2.000 ετών περίπου -, και στη συνέχεια να γίνουν συστηματικές έρευνες στο σπήλαιο αυτό που ανακαλύφθηκαν, αλλά και σ’ άλλα τριγύρω, σ’ όλη τη ΒΔ όχθη της Νεκράς Θάλασσας. Έτσι ανακαλύφθηκαν από το 1947 μέχρι και το 1956 και άλλα σπήλαια και σε 11 από αυτά βρέθηκαν 600 περίπου χειρόγραφα με βιβλικά και έξω-βιβλικά κείμενα. Τα σπήλαια συντομογραφικά αναγνωρίζονται ως 1Q (Qumran) 2Q ... 10Q, 11Q.
Η ανακάλυψη αυτών των χειρογράφων έγινε αιτία να εξερευνηθούν και τα ερείπια ενός κτιριακού συγκροτήματος που βρισκόταν ένα μόνο μίλι μακριά από το πρώτο σπήλαιο και τα σπήλαια 4-10, και 10 χιλιόμετρα νότια της Ιεριχούς, στο οποίο ζούσε η μοναστική κοινότητα-αδελφότητα του Κουμράν από τον 2ο π.Χ. αιώνα.
Πρωτοπόροι στην έρευνα των σπηλαίων υπήρξαν ο διευθυντής την Αρχαιοτήτων του Αμμάν Τζ. Χάρντινγκ (G.L. Harding) και ο Δομινικανός κληρικός διευθυντής της Βιβλικής και Αρχαιολογικής Σχολής της Ιερουσαλήμ Ρολάν ντε Βο (Roland de Vaux).
Παράλληλα με τους επιστήμονες, Βεδουίνοι ανακάλυψαν και άλλα αξιόλογα χειρόγραφα σε άλλα σπήλαια στο χείμαρρο Μουραβαάτ (Wadi Murabaat), σε απόσταση 18 χιλιομέτρων από το Κουμράν, που όμως αυτά δεν συγκαταλέγονται στα χειρόγραφα του Κουμράν.
Έτσι, ξαφνικά, και σε σύντομο διάστημα, ο επιστημονικός κόσμος έγινε πλούσιος κάτοχος πολύτιμων χειρογράφων, που όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων έριξαν σημαντικό φως πάνω σε θέματα σχετικά με την ιστορία των βιβλικών κειμένων και της πίστης των Ιουδαίων των χρόνων της εποχής του Ιησού. Αλλά ακόμα, έφεραν στο φως κείμενα που πλούτισαν τη γνώση μας για τη φιλοσοφία και την ποίηση των Κουμρανιτών.

Πολλά υπήρξαν τα ερωτήματα και τα ζητήματα που απασχόλησαν τις διάνοιες των ερευνητών όταν ήρθαν σε επαφή με το πλήθος αυτών των χειρογράφων. Τι σκοπό εξυπηρετούσε μια τόσο μεγάλη συγκέντρωση χειρογράφων σε σπήλαια μέσα σε πήλινα δοχεία; Σε ποιους ανήκαν και γιατί τα έκρυψαν εκεί; Ποια είναι η ταυτότητα των μελών της κοινότητας του Κουμράν; Ποια είναι η χρονολόγηση των χειρογράφων; Τι θα μπορούσαν να προσφέρουν στη μελέτη της ιστορίας και φιλολογίας του Ιουδαϊσμού; Τα ερωτήματα δεν είναι λίγα, ούτε ευκαταφρόνητα, αν σκεφτεί απλά κανείς ότι το θέμα της ανεύρεσης και μελέτης των χειρογράφων απέκτησε ένα τεράστιο επιστημονικό ενδιαφέρον και αναπτύχθηκε μια πολύ πλούσια φιλολογία γύρω από αυτά και τη σημασία τους. Σε 4.000 και πλέον ανέρχεται ο αριθμός των μελετών και μονογραφιών που γράφηκαν, ενώ παράλληλα, από το 1958 κι εδώθε, άρχισε να εκδίδεται στο Παρίσι ειδικό περιοδικό που δημοσιεύει σχετικά κείμενα και μελετήματα, η Revue de Qumran, και αναπτύχθηκε ειδικός επιστημονικός κλάδος για τη συστηματική μελέτη των χειρογράφων, ο λεγόμενος «Κουμρανολογία».
Οι ειδικοί - παρά τις ορισμένες επιφυλάξεις, ή κατά καιρούς αντιγνωμίες, όπως π.χ. του καθηγητή Norman Golb που ισχυρίζεται ότι τα χειρόγραφα έχουν απλά ιουδαϊκή προέλευση - είναι για πολλούς λόγους πεπεισμένοι ότι τα χειρόγραφα αυτά, καθώς και τα ερείπια του οικισμού, ανήκαν σε μια ιουδαϊκή αίρεση, τους περίφημους Εσσαίους, για τους οποίους κάνουν λόγο αρχαίοι ελληνομαθείς Ιουδαίοι συγγραφείς, όπως ο Ιώσηπος και ο Φίλων, αλλά και ο Λατίνος συγγραφέας Πλίνιος ο Πρεσβύτερος. Ο τελευταίος, μάλιστα, τους αποκαλεί παράδοξα «αιώνια φυλή» (gens aeterna).
Απ’ ό,τι φαίνεται, λίγο πριν από το καλοκαίρι του 69 μ.Χ., οπότε οι Ρωμαίοι κατέλαβαν τον οικισμό, οι κάτοικοι του Κουμράν μετέφεραν τα χειρόγραφα και τα τοποθέτησαν μέσα στα σπήλαια, και για ασφαλή συντήρησή τους τα έβαλαν μέσα σε πιθάρια. Έφραξαν στη συνέχεια τα στόμια των σπηλαίων και, διαφεύγοντας από τη ρωμαϊκή απειλή, διασκορπίστηκαν με σκοπό να επιστρέψουν. Δεν μπόρεσαν όμως να ξαναγυρίσουν, αφού ο οικισμός από το 68 ως το 135 μ.Χ. είχε διαδοχικά καταληφθεί από τους Ρωμαίους πρώτα και τους Ιουδαίους επαναστάτες έπειτα, και τα χειρόγραφα έμειναν επί 19 αιώνες στα σπήλαια, ξεχασμένα και αγνοημένα.
Τα χειρόγραφα αυτά χρονολογήθηκαν με τις κλασικές παλαιογραφικές μεθόδους, αλλά και με τη μέθοδο του C 14 και έτσι διαπιστώθηκε η αναμφισβήτητη αρχαιότητα κι αυθεντικότητά τους, και τοποθετούνται στο 2ο π.Χ. – 2ο μ.Χ. αιώνα.
Μερικά από τα χειρόγραφα της Νεκράς Θάλασσας έχουν διασωθεί σε κάπως καλή κατάσταση, στο μεγαλύτερο μέρος τους, όμως, είναι φθαρμένα. Άλλα έχουν καταστραφεί ολοκληρωτικά, ή σώζονται μόνο λίγα σπαράγματα από τα αρχικά.
Για να μελετήσουν οι ειδικοί τα χειρόγραφα, τα κατέταξαν σε διάφορες ομάδες, ανάλογα με το περιεχόμενό τους. Έτσι, εκτός από τα βιβλικά κείμενα[1] βρέθηκαν: α) Κανονισμοί των μελών της Κοινότητας, όπως «ο Κανονισμός», «το εγχειρίδιο πειθαρχίας» κλπ., β) Υπομνήματα και ερμηνείες σε βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης, γ) Απόκρυφα και αποκαλυπτικά βιβλία, δ) Ύμνοι και προσευχές, που έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον γιατί μας δίνουν μια ανάγλυφη εικόνα του ποιητικού λόγου των Κουμρανιτών. Όπως είναι φυσικό η ποίησή τους ήταν θρησκευτικής προέλευσης και έμπνευσης, αφού η κοινότητα ζούσε σ’ ένα αυστηρό θρησκευτικό περιβάλλον με έντονες εσχατολογικές προσδοκίες. Το σπουδαιότερο ποιητικό έργο των Κουμρανιτών είναι το λεγόμενο «ειλητάριο των ύμνων» (εβραϊκά Hodayot).

Οι ύμνοι, που υπολογίζονται από τους μελετητές σε 30-40, διαφυλάχθηκαν σε δύο κυλίνδρους και σε μερικά σπαράγματα. Το ένα χειρόγραφο είναι ένα από τα πρώτα τρία, που ανακαλύφθηκαν από τους Βεδουίνους το 1947. Αν και το κείμενο δεν διαφυλάχτηκε σε καλή κατάσταση (διασώθηκε σε 9 μεμβράνες), οι ερευνητές μπόρεσαν να το μελετήσουν και να καταλήξουν σε ορισμένα ενδιαφέροντα συμπεράσματα.
Φαίνεται ότι το βιβλίο των ύμνων είχε γραφεί από δύο διαφορετικούς γραφείς. Σύμφωνα με τον καθηγητή Ε. Σούκενιμ, που πρώτος δημοσίευσε το χειρόγραφο, ποιητής του έργου πρέπει να ήταν ο περίφημος ιδρυτής της Κουμρανικής κοινότητας, ο More Hasedek (δάσκαλος της δικαιοσύνης). Συνεπώς, το έργο προέρχεται από το τέλος του 2ου με αρχές του 1ου π.Χ. αιώνα. Ωστόσο, αυτό δεν είναι βέβαιο. Το πιο πιθανόν είναι ότι οι ύμνοι αυτοί πρέπει να συντέθηκαν από ένα ηγετικό μέλος της κοινότητας, γιατί «το περιεχόμενό τους, η μορφή του κειμένου και ο γλωσσικός χαρακτήρας φανερώνουν συγγραφέα με δυναμική, ανεξάρτητη και ηγετική προσωπικότητα».
Ο καθηγητής Γ. Γρατσέας που επιμελήθηκε την έκδοση των κουμρανικών κειμένων στη νεοελληνική γλώσσα μαζί με τον καθηγητή Σ. Αγουρίδη στο βιβλίο τους: «Τα χειρόγραφα της Νεκρής Θάλασσας» (Αθήνα 1988, Κέντρο Βιβλικών Μελετών) μας δίνουν μαζί με άλλα κείμενα και «Το βιβλίο των Ύμνων Ευχαριστίας». Τη μετάφραση έχει κάνει ο ικανός αρχαιολόγος Βασίλειος Τζαφέρης, στηριζόμενος στην έκδοση του Yacob Licht, The Thanksgiving Scroll (Jerusalem, 1957), που θεωρείται από τις καλύτερες στις σύγχρονες ευρωπαϊκές γλώσσες. Εξίσου ενδιαφέρουσα είναι και η μετάφραση του M. Mansor, The Thanksgiving Hymns (Leiden, 1961). Στη γερμανική γλώσσα η πιο αξιοσημείωτη μετάφραση υπάρχει στο έργο των J. Maier - K. Shubert, Die Qumran-Essener (UTB, 1982). Ο μεταφραστής Β. Τζαφέρης στο εισαγωγικό του σημείωμα γράφει:
«Το βιβλίο των Ύμνων Ευχαριστίας είναι ένα πνευματικό δημιούργημα της Κοινότητας του Κουμράν, ένας ύμνος προς το Θεό και ένα ξεχείλισμα της ανθρώπινης ψυχής. Είναι μια συλλογή από ποιήματα, που έχουν σκοπό να εκφράσουν την ευγνωμοσύνη και τις ειλικρινείς ευχαριστίες του ανθρώπου προς τον Δημιουργό, για το πλήθος του ελέους Του, την καλοσύνη Του και τις άπειρες δωρεές Του. Είναι μια συλλογή ύμνων, που εκφράζει τα εσωτερικά, τα βαθιά θρησκευτικά συναισθήματα και του συγγραφέα και του συνόλου της Κοινότητας» (σελίδα 153).
Πράγματι, προξενεί εντύπωση στον σύγχρονο αναγνώστη η βαθύτατη ευσέβεια και η ταπεινοφροσύνη του άγνωστου ποιητή των Κουμρανιτών που αρχίζει τους ύμνους του με τη στερεότυπη φράση «Σ’ ευχαριστώ Κύριε». Γι’ αυτό και ορθά το ειλητάριο ονομάστηκε από τους μελετητές «βιβλίο των ύμνων ευχαριστίας». Ο υμνωδός αυτός ευχαριστεί τον Θεό, γιατί είναι προστάτης και σωτήρας της κοινότητας από τους εχθρούς της, θεραπευτής ασθενειών, αυτός που συγχωρεί ανομίες και αμαρτίες, ο χορηγός σοφίας και σύνεσης κλπ., πράγμα που δείχνει ότι ο ποιητής ήξερε να προσεύχεται όχι μόνο για τον εαυτό του, αλλά και για λογαριασμό των άλλων μελών.

«Σ’ ευχαριστώ Κύριε, γιατί έσωσες την ψυχή μου από
την καταστροφή και από τα βάθη του Άδη, και με
ανύψωσες σε ύψος αιώνιο, και θα περιπατώ
σε ευθύτητα απεριόριστα και θα γνωρίζω ότι υπάρχει ελπίδα
γι’ αυτόν, που έπλασες από χώμα για αιώνια θεμελίωση.
Και τον καθάρισες από την αμαρτία και από την πολλή
ανομία... Και εγώ είμαι δημιούργημα. Τι είμαι εγώ;
Λάσπη αναμειγμένη με νερό...
»

Από γλωσσικής άποψης, είναι φανερό ότι ο υμνοσυνθέτης μιμείται τη γλώσσα των λειτουργικών βιβλίων της Παλαιάς Διαθήκης και αναμφισβήτητη είναι επάνω του η επίδραση του ύφους των Δαβιδικών ψαλμών και της μεγαλόπνοης ποίησης του προφήτη Ησαΐα. Ωστόσο, δεν του λείπει σε πολλές περιπτώσεις η πρωτοτυπία και η καινοτομία. Μερικοί από τους ύμνους του μπορούν να θεωρηθούν εξαιρετικής ωραιότητας και εφάμιλλοι της παλαιοδιαθηκικής γραμματείας, αφού χρησιμοποιεί ενδιαφέρουσες και πρωτότυπες εικόνες, παρομοιώσεις, μεταφορές και άλλα εντυπωσιακά σχήματα λόγου. Να ένα άλλο ωραίο δείγμα:

Σ’ ευχαριστώ Κύριε, γιατί με έθεσες ως κρήνη υδάτων
σε χώρα άνυδρη και ως πηγή ύδατος σε χώρα έρημη
και ως ποτισμένο κήπο, στον οποίον Συ φύτεψες
κυπαρίσσι και πεύκο και κέδρο μαζί για τη δόξα σου.
Δένδρα ζωής σ’ ένα μυστηριώδη χώρο κρύβονται μέσα
σε όλα τα άλλα δένδρα του ύδατος
και αυτά θα βλαστήσουν κλαδιά για μια αιώνια φυτεία.
Θα ριζώσουν πριν ανθίσουν και οι ρίζες τους στον ποταμό
θα απλωθούν... Και μέσα σ’ αυτή τη φυτεία θα βοσκήσουν
όλα τα ζώα του δάσους. Ο δε κορμός τους θα πατηθεί
από όλους τους διαβάτες και οι κλώνοι τους από όλα
τα πτηνά. Και θα υψωθούν πάνω απ’ αυτήν όλα τα δένδρα
του ύδατος, γιατί αυτά φύτρωσαν μέσα στη φυτεία,
όμως, μέχρι του ποταμού δεν άπλωσαν τη ρίζα...


Χωρίς αμφιβολία, οι ύμνοι ευχαριστίας των Κουμρανιτών, που διακρίνονται και για την πρωτοτυπία τους, αποκαλύπτουν ότι η λεπταίσθητη ανθρώπινη ψυχή μπορεί να μετουσιώσει σκέψεις και αισθήματα, σε γνήσια ποίηση, σε προσευχή, ικεσία και ύμνο, όταν βρεθεί σε κατάλληλες συνθήκες και σε περιβάλλον που ευνοείται ο σπόρος της έμπνευσης με τη βίωση καταστάσεων και βιωμάτων, που σήμερα τείνουν ολοένα να εξαλειφθούν.Η ποίηση των Κουμρανιτών-Εσσαίων, που χρονολογείται πριν από 2.000 χρόνια περίπου, είναι μια ποίηση που ίσως ενδιαφέρει λίγους σήμερα, αλλά ασφαλώς αξίζει τον κόπο να μελετηθεί, αφού είναι πλέον προσιτή στη γλώσσα μας. Και τούτο, χάρις στο αμείωτο ενδιαφέρον των ειδικών, που μοχθούν στα σπουδαστήρια να φέρουν στο φως της δημοσιότητας ό,τι προσπαθεί ζηλότυπα και επίμονα να κρατήσει η γη στα σπλάγχνα της.

από το βιβλίο «Φως εξ ανατολής»
του Δημήτρη Τσινικόπουλου
Εκδόσεις ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ

[1] Ανακαλύφθηκαν απ’ όλα τα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης, εκτός απ’ το βιβλίο της Εσθήρ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: