Τα τελευταία χρόνια αυξάνονται οι επιθέσεις και oι συκοφαντίες κατά της Π. Διαθήκης. Εμείς οι Χριστιανοί, προσπαθώντας να απολογηθούμε, τα μόνα θετικά σημεία της Π. Διαθήκης που προβάλλουμε είναι το να δείχνουμε πως επαληθεύονται οι προφητείες της και ποιο σκοπό αυτή εξυπηρετούσε στο σχέδιο του Θεού για την έλευση του Μεσσία μέσα απ’ το λαό Ισραήλ, αγνοώντας τα πολλαπλά θετικά και θαυμαστά πράγματα που αυτή περιέχει. Όσον αφορά τα αρνητικά σημεία, αποφεύγουμε επιμελώς τις καίριες κατηγορίες για την αυστηρότητα του Νόμου και τη «βάρβαρη» εκδικητικότητα του Θεού, και περιορίζουμε την απάντησή μας στην αναγκαιότητα μιας τέτοιας αντιμετώπισης σε κοινωνίες απολίτιστες κι εποχές γεμάτες σκληρότητα. Αν και τα επιχειρήματα αυτά είναι σωστά, δεν επαρκούν, γιατί αφενός μεν δεν απαντούν ουσιαστικά στις αρνητικές κατηγορίες, αφετέρου δεν προβάλλουν τις μεγαλειώδεις αξίες της Π. Διαθήκης που ενυπάρχουν μέσα στις αυστηρές διατάξεις του Νόμου ή τις σκληρές συναλλαγές του Θεού με τους ανθρώπους, που αντικατοπτρίζουν το θαυμαστό χαρακτήρα του Δημιουργού μας, ένα χαρακτήρα απόλυτης κι αμερόληπτης δικαιοσύνης, μα ταυτόχρονα κι ευσπλαχνίας και συγχώρησης. Αυτό συμβαίνει επειδή εμείς οι Χριστιανοί, αν και πιστεύουμε ότι το βιβλίο αυτό αποτελεί μέρος του Θείου Λόγου, στην πραγματικότητα το αγνοούμε ή το περιφρονούμε ή ακόμη χειρότερα έχουμε κι εμείς πρόβλημα με την αυστηρότητα και τη σκληρότητα της Π. Διαθήκης, χωρίς να θέλουμε (από απλούς πιστούς μέχρι ιεροκήρυκες ή ακόμη και θεολόγους) ή να έχουμε τη διάθεση να εξετάσουμε αν όντως είναι τόσο άσχημα τα πράγματα στην Π. Διαθήκη ή όχι, ή αν υπάρχουν και πολλά καλά, πραγματικά μαργαριτάρια, κρυμμένα ακόμη και εκεί που δε θα περιμέναμε να βρούμε κάτι καλό.
Ας αρχίσουμε την απάντησή μας με τη σοβαρότερη κατηγορία που είναι ότι ο Θεός είναι κακός, εκδικητικός και υπέρμετρα αυστηρός. Η κριτική εστιάζεται σε δύο σκέλη: στον τιμωρό, δήθεν άσπλαχνο κι άδικο Θεό που δολοφονεί λαούς κι αρπάζει γη που δεν ανήκει στον Ισραήλ κι απ’ την άλλη θέτει βαρύτατο ζυγό στους ώμους του λαού Του με πολύ αυστηρές τιμωρίες και θανατικές καταδίκες, μέσω του Μωσαϊκού Νόμου. Στην αδυναμία μας να απολογηθούμε συχνά καταφεύγουμε σε αλληγορικές ερμηνείες αρνούμενοι κυριολεκτικά το κείμενο.
Τι συμβαίνει όμως εδώ; Μήπως κατ’ αρχήν συγχέουμε τη δικαιοσύνη με την εκδικητικότητα και τη σωστή κρίση και τιμωρία με τη μοχθηρία; Ένα πολύ απλό παράδειγμα από την Πατερική παράδοση είναι αυτό που μας δίνει ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος από την καθημερινότητα: του δικαστή που καταδικάζει σε θάνατο τον εγκληματία. Μπορεί κανείς να χαρακτηρίσει τον δικαστή αιμοδιψή, εκδικητικό, δολοφόνο; Σαφώς κι όχι. Γιατί τότε να δώσουμε αυτόν τον χαρακτηρισμό στο Θεό, που είναι ο τέλειος κι αμερόληπτος δικαστής;
Η έννοια της δικαιοσύνης, συνεπάγεται τη νομοθεσία, που η παράβασή της επιφέρει τιμωρία. Η νομοθεσία δίνεται απ’ το Θεό για να προστατεύσει τον άνθρωπο και συγχρόνως και να του διδάξει την ορθή κοινωνική συμπεριφορά και όχι για να του στερήσει τη χαρά της ζωής, αλλά να του διασφαλίσει την επιβίωσή του. Γι αυτό και ο Μωσαϊκός νόμος δεν έχει μόνον απαγορευτικές εντολές, όπως οι ανθρώπινες νομοθεσίες, αλλά και πολλές θετικές, προτρεπτικές εντολές που είναι απαραίτητες για τη διατήρηση της ισορροπίας στην οικογένεια, στην κοινωνία και στη φύση, όπως αγάπη προς τον πλησίον, σεβασμό προς τους γονείς, βοήθεια προς τους αδυνάτους, χήρες, ορφανά, ξένους, φτωχούς, ανάπαυση στα ζώα και στη γη, διατάξεις υγιεινής, και πολλά άλλα.
Ο Θεός της Π. Διαθήκης, σε αντίθεση με τους Θεούς των ειδωλολατρών, που τιμωρούσαν και εκδικούνταν όσους δεν τους κολάκευαν, τιμωρεί αμερόληπτα όλους όσους παραβαίνουν τους νόμους της δικαιοσύνης, άσχετα αν Τον λατρεύουν πολύ και Του προσφέρουν θυσίες. Όχι γιατί είναι σκληρός και δίχως έλεος, αλλά γιατί επιδιώκει την αποτροπή του κακού και την τήρηση του αγαθού. Γι’ αυτό και δωρίζει άφθονες ευλογίες σ’ αυτούς που αγαπούν και εφαρμόζουν σωστή συμπεριφορά απέναντι στο συνάνθρωπο και στη δημιουργία. Ο Θεός του Ιωσήφ τον ανταμείβει για την συγχώρεση που δίνει σ’ αυτούς που θέλησαν το θάνατό του, και τον χρησιμοποιεί για να σώσει τους ειδωλολάτρες Αιγύπτιους από λοιμό. Από την άλλη πλευρά, παραδίδει τη γη Χαναάν στου Ισραηλίτες, όχι γιατί αρέσκεται στη δολοφονία αλλογενών πληθυσμών, αλλά διότι οι κάτοικοί της έχυναν αίμα αθώο (ανθρωποθυσίες των παιδιών τους) και μόλυναν τη γη με της πρακτικές τους (δαιμονολατρία, διαστροφές, απληστία, σκληροκαρδία προς τους αδυνάτους). Ποια ήταν η αμαρτία των Σοδόμων; Υπερηφάνεια, πλησμονή άρτου και ότι δεν αγαπούσαν τον ξένο (χώρια η ομοφυλοφιλία που έφτανε μέχρι κοινωνικής αποδοχής του βιασμού των αρρένων).
Η δικαιοσύνη είναι μια έννοια που διακηρύττεται από άκρου σε άκρο στην Π. Διαθήκη και υπερβαίνει τα ανθρώπινα αγγίζοντας ολόκληρο το σύμπαν «Οι ουρανοί αναγγέλλουν τη δικαιοσύνη Του, στερέωσε τους ουρανούς με δικαιοσύνη». Στην αρχαιότητα η δικαιοσύνη θεωρούνταν ταυτόσημη με την ισορροπία, γι’ αυτό και βλέπουμε σαν σύμβολό της τη ζυγαριά. Κάθε παράβαση του νόμου διαταράσσει αυτή την ισορροπία πράγμα που χρειάζεται αποκατάσταση. Η τιμωρία στην Π. Διαθήκη αποσκοπεί σ’ αυτήν την αποκατάσταση της συμπαντικής ισορροπίας: έτσι μπορούμε να κατανοήσουμε ότι «οφθαλμός αντί οφθαλμού, οδόντα αντί οδόντος, ζωή αντί ζωής» διδάσκει την αποκατάσταση της ισορροπίας και όχι την εκδικητικότητα, όπως συχνά παρουσιάζεται από τους πολέμιους της Π. Διαθήκης. Στο συγκεκριμένο εδάφιο που αναφέρεται στην ακούσια θανάτωση εμβρύου, διδάσκεται πως όταν χάνεται ένα μάτι ή ένα χέρι ή ένα πόδι ή μία ζωή, πρέπει να δοθεί αντίστοιχα το μάτι ή η ζωή του εγκληματία, ώστε να επέλθει η εξισορρόπηση της ζυγαριάς της δικαιοσύνης. «Θα δοθεί ζωή αντί της ζωής» που χάθηκε, είναι η βάση του θεϊκού νόμου για τη θανατική καταδίκη των εγκληματιών στην Π. Διαθήκη, πράγμα που ο υπερήφανος «ανθρωπιστικός» πολιτισμός της Δύσης θεωρεί βάρβαρο, και αγωνίζεται ανόητα για τα δικαιώματα του δολοφόνου, του βιαστή, του παιδεραστή, του δουλεμπόρου γυναικών και παιδιών, αδικώντας τα θύματα και βυθίζοντας στο χάος της εγκληματικότητας την κοινωνία. Επειδή, σύμφωνα με το θεϊκό νόμο κι όποιος κλέβει άνθρωπο για να τον πουλήσει ως δούλο (δουλέμποροι, έμποροι λευκής σαρκός) είναι ένοχος θανάτου. Αντί να κατηγορούν οι κάθε λογής πολέμιοι της Π. Διαθήκης τη θεόπνευστη νομοθεσία της για σκληρότητα, θα έπρεπε να ανοίξουν τα μάτια τους στην ιστορική και σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα που έχει οδηγήσει η περιφρόνηση της αρχής της δικαιοσύνης/ισορροπίας, και να στοχαστούν πάνω σε αυτήν.
Αφού κατανοήσουμε την έννοια της δικαιοσύνης και την αναγκαιότητα της νομοθεσίας είναι απαραίτητο να νοιώσουμε τη σημασία της παράβασης που αποκαλείται αμαρτία, που αφενός είναι περιφρόνηση και ασέβεια προς τον Νομοθέτη αφετέρου καταστροφή της οικογενειακής εστίας (π.χ. μοιχεία) ή κοινωνικής ισορροπίας (π.χ. κλοπή, φόνος, δουλεμπόριο). Γι’ αυτό και η τιμωρία της παράβασης πρέπει να είναι αυστηρή, και επιπλέον να λειτουργεί ως παραδειγματισμός. Παρόλα αυτά, επειδή ο Θεός της Π. Διαθήκης είναι ένας σπλαχνικός Πατέρας που αγαπάει τα παιδιά του, και όχι ένας μηχανικός, χωρίς καρδιά δικαστής, συγχωρεί αυτόν που μετανοεί, ακόμα και για άξιες θανάτου πράξεις (Δαβίδ, Εζεκίας, Ναβουχοδονόσωρ, Νινευή - μη Ισραηλίτες). Μόνον αν τελικά ο άνθρωπος παραμείνει αμετανόητος και υπερήφανος ή κρύβει την αμαρτία του τιμωρείται. Τα πολυάριθμα παραδείγματα της Π. Διαθήκης είτε αναφέρονται σε πρόσωπα είτε συλλογικά στο λαό, τον οποίον κάλεσε πολλές φορές μέσω των προφητών να μετανοήσει, πριν τον τιμωρήσει, φανερώνουν ακριβώς αυτή την εκπληκτική ισορροπία δικαιοσύνης και ελέους: η δικαιοσύνη του Θεού προσπαθεί να εφαρμόσει την τιμωρία, ενώ το έλεος και η ευσπλαχνία Του δίνουν ευκαιρίες αφύπνισης και τρόπους επανόρθωσης για την αποτροπή της. «Δεν θέλω εγώ τον θάνατο του αμαρτωλού αλλά να επιστρέψει και να ζήσει».
Τονίζοντας την κυριαρχία της έννοιας της δικαιοσύνης στην Π. Διαθήκη, θα πρέπει να αναφέρουμε και τις πολυάριθμες εκδηλώσεις θαυμάτων, δυνάμεων, υπερφυσικών επεμβάσεων, που δεν φανερώνουν μόνον τη δύναμη του Θεού (αναμενόμενο άλλωστε για ένα Θεό να ενεργεί θαυματουργικά πάνω από τα ανθρώπινα και φυσικά μέτρα), αλλά συνδέουν πάντοτε τη δύναμή Του με τη δικαιοσύνη Του. Με άλλα λόγια τα θαύματα που έκανε ο Θεός στην Π. Διαθήκη (όπως και ο Μεσσίας στην Κ. Διαθήκη) δεν γίνονταν για να εντυπωσιάσουν ή να φοβίσουν ή να πείσουν τους ανθρώπους για την ύπαρξή Του, όσο για να προστατεύσουν τους δίκαιους, να βοηθήσουν τους αδύνατους, να επιβραβεύσουν τους αγαθούς, και να τιμωρήσουν τους κακούς, δηλαδή ήταν θαύματα δικαιοσύνης. Γι’ αυτό όσο και εντυπωσιακά και αν ήταν, και όσο δέος και φόβο κι αν προκαλούσαν, το πρωταρχικό τους κίνητρο ήταν η δικαιοσύνη και το τελικό τους δίδαγμα είναι και πάλι αυτή η έννοια.
Η δεύτερη κυρίαρχη έννοια της Π. Διαθήκης, τόσο του Θεού όσο και των ανθρώπων Του, είναι το έλεος, η ευσπλαχνία προς τον πάσχοντα φτωχό, ασθενή, ορφανό, ξένο, ζώο, γη, κλπ. Ευσπλαχνία σύμφωνα με τους λόγιους της εβραϊκής σημαίνει «καλά σπλάχνα της γυναίκας που κυοφορεί» κατά λέξη «καλή μήτρα», δηλαδή εκφράζει τη μητρική αγάπη, την ύψιστη μορφή αγάπης στον κόσμο των ανθρώπων, αλλά και των ζώων. Με αυτήν τη λέξη περιγράφει πολλές φορές ο Θεός τον εαυτό Του στο λαό Του, μιλώντας του μέσω των προφητών. Με μητρική αγάπη λοιπόν αγαπάει ο Θεός της Π. Διαθήκης, και ακόμη ανώτερη από αυτήν: «και αν γυναίκα λησμονήσει το θηλάζον τέκνο της, Εγώ δεν θα σε λησμονήσω».
Μια αγάπη του Θεού Πατέρα που επεκτείνεται ακόμη και στα ζώα, όταν εντέλλεται στους ανθρώπους να μην σφάζουν ζώα που ακόμη θηλάζουν ή να μην παίρνουν τις φωλιές πτηνών από τις μητέρες τους, δηλαδή να μη διακόπτουν τη σχέση παιδιού-μητέρας και στις δυο περιπτώσεις, ακόμη και των ζώων.
Η απερίγραπτη αγάπη και η συγκίνηση που νοιώθει αυτός ο Πατέρας, είναι τόσο μεγάλη για το παιδί που είχε αμαρτήσει και μετά επιστρέφει σε Αυτόν: «ηχούν τα σπλάχνα μου για τον Εφραΐμ» (όπως περιγράφεται και από τον Ιησού στην παραβολή του ασώτου γιου).
Ένας Θεός τόσο πλούσιος σε συναισθήματα, όχι μόνον οργισμένος για το κακό, αλλά και «πολυέλεος, μακρόθυμος, που συγχωρεί ανομία και παράβαση, φυλάττει έλεος σε χιλιάδες γενεών αυτών που Τον αγαπούν». Ο Θεός της Π. Διαθήκης (και της Καινής) ονομάζεται «Πατέρας των ορφανών, κριτής των χηρών, υπερασπιστής των φτωχών», και το απέδειξε επανειλημμένα με την απροσωπόληπτη κρίση Του υπέρ του αδυνάτου.
Μία τρίτη ιδιότητα του Θεού που προβάλλεται είναι η ταπεινότητα και η απλότητά Του: δεν χαίρεται στη δύναμη του ανδρός, δεν κατοικεί η σοφία Του με ισχυρούς αλλά με απλούς, Αυτός που κατοικεί υψηλά και σε άγιο τόπο κατεβαίνει να κατοικήσει με τον ταπεινό, τον φτωχό και τον συντριμμένο στην καρδιά, ανεβάζει τον φτωχό από την κοπριά και τον καθίζει μαζί με άρχοντες, καθαιρεί δυνάστες και βασιλείς και ανυψώνει τους σκυμμένους. Όλοι έχουν μία μεγαλοπρεπή εικόνα του Παντοδύναμου Θεού που κάθεται στον θρόνο Του και κοιτάει αφ’ υψηλού τους ανθρώπους, αλλά λίγοι γνωρίζουν την ολοκληρωμένη εικόνα που δίνει η Π. Διαθήκη: δεν είναι μόνον ο θρόνος και η δύναμη και η δόξα των ουράνιων όντων, αλλά και αυτή ακριβώς η συγκατοίκηση του Υψίστου με τους φτωχούς, αδυνάτους και δικαίους, με τους οποίους ευαρεστείται να έχει επικοινωνία και να μοιράζεται την καρδιά του! Αυτή η συγκατοίκηση που έφτασε μέχρι την ενσάρκωση της εικόνας Του, του Μεσσία, που συναναστράφηκε και αγάπησε τους απλούς, ταπεινούς, φτωχούς ανθρώπους του Θεού, και ταυτόχρονα καταδίκασε, οργίστηκε, μίσησε (ναι! μίσησε) τους πονηρούς, υποκριτές, εκμεταλλευτές, υπερήφανους.
Μία άλλη θεμελιώδης αξία της Π. Διαθήκης είναι η αλήθεια. Η αλήθεια αντιπαρατίθεται διαρκώς όχι μόνο στο ψεύδος, αλλά και στην υποκρισία, την πονηριά, τη διαστρέβλωση. Γι’ αυτό και η αλήθεια συμβαδίζει με την ευθύτητα «σκήπτρο ευθύτητας είναι το σκήπτρο της βασιλείας Σου».
Επίσης δύο άλλες θεμελιώδεις αξίες, στενά συνδεόμενες μεταξύ τους, είναι η δημιουργικότητα και η καλλιτεχνία. Από το πρώτο εδάφιο του πρώτου βιβλίου της, η Π. Διαθήκη μιλάει για την δημιουργικότητα του Θεού («εν αρχή εποίησε τους ουρανούς και τη γη») και την ομορφιά της δημιουργικότητας αυτής («και είδε ο Θεός ότι όλα ήταν καλά λίαν»). Στον Κήπο που δημιουργεί για τον πρώτο άνθρωπο δεν φυτεύει μόνο δέντρα για τη διατροφή του, αλλά και καλλωπιστικά, για να ευφραίνεται με τη θέα τους. Ο Θεός, αντίθετα από τους επιστήμονες που κατασκευάζουν μόνο λειτουργικά πράγματα, αλλά όχι ωραία και γι’ αυτό χρειάζονται τη συνεργασία με καλλιτέχνες, συνδυάζει στη δημιουργία Του την λειτουργικότητα με την αισθητική, το πρακτικό με το ωραίο, το ευφυές με το καλλιτεχνικό.
Τέλος, η σοφία είναι μία ιδιότητα που εξαίρεται συνεχώς, τόσο για τον Θεό όσο και για τους ανθρώπους. Ολόκληρα βιβλία της Π. Διαθήκης (Παροιμίες, Εκκλησιαστής, Σοφία Σειράχ, Σοφία Σολομώντος) είναι αφιερωμένα σε αυτήν. Η σοφία και του Θεού και των ανθρώπων Του, όμως δεν είναι η αφηρημένη φιλοσοφία των θεωρητικών δασκάλων που σε όλη τους τη ζωή κάθονται και μιλάνε σε άλλους (ή σήμερα γράφουν κείμενα). Είναι η πρακτική σοφία της ζωής, της καθημερινότητας και του ορθού τρόπου ζωής, που συμπεριλαμβάνει και το έλεος και τη δικαιοσύνη και τη δύναμη σε μία αρμονική ισορροπία. Σοφία σύμφωνα με την Π. Διαθήκη είναι η αρμονική διαχείριση όλων των ιδιοτήτων με σκοπό την ισορροπημένη ζωή, όχι μόνον ευτυχισμένη για τον ίδιο τον άνθρωπο, αλλά και ωφέλιμη και ευεργετική για τους συνανθρώπους του.
Πάνω απ’ όλα όμως η Π. Διαθήκη είναι το μόνο βιβλίο που μας δίνει πληροφορίες για την προσωπικότητα του Θεού, το μόνο βιβλίο της αρχαιότητας (πριν την Κ. Διαθήκη), πέρα από τα κείμενα των ειδωλολατρικών μυθολογιών και ανθρώπινων φιλοσοφιών. Οι μυθολογίες παρουσιάζουν τους θεούς πολύ ανθρωποπαθείς με την κακή έννοια, δηλ. ατομιστές και εγωιστές που η σχέση τους με τους ανθρώπους είναι μόνο να ικανοποιήσουν τις φιλοδοξίες τους και τα πάθη τους, που πολλές φορές είναι πολύ ταπεινά (έρωτες με γυναίκες και άνδρες, αλλά και παιδεραστίες – π.χ. Δίας). Φοβίζουν και τιμωρούν τους ανθρώπους, όχι με βάση τη δικαιοσύνη, αλλά με βάση την ικανοποίηση των επιθυμιών τους και τις κολακείες που τους προσφέρουν. Οι ειδωλολατρικοί θεοί, από την Αίγυπτο μέχρι τη Βαβυλώνα, και από την Ελλάδα μέχρι την Ινδία και την Κίνα, δε διδάσκουν ηθικές αξίες στους ανθρώπους, αλλά ευαρεστούνται σε τελετές δοξολογίας και ικανοποιούν κάθε επιθυμία τους εκμεταλλευόμενοι της θεϊκές τους δυνάμεις, ας μην αναφερθούμε στα μεταξύ τους μίση, πολέμους και δολοπλοκίες. Δεν ασχολούνται καν, ούτε ποτέ δίνουν νομοθεσία δικαιοσύνης και ελεημοσύνης, αλλά στηρίζουν μόνον τους ισχυρούς και τους βασιλιάδες κάθε χώρας. Μόνον ο Θεός της Π. Διαθήκης διδάσκει και νουθετεί, αγαπάει και φροντίζει τους δίκαιους, και όχι τους υποκριτές που τον κολακεύουν («αυτός ο λαός με το στόμα του με τιμά αλλά η καρδιά του απέχει»). Με τη συμπεριφορά του διδάσκει στον άνθρωπο την αμερόληπτη δικαιοσύνη, την ευσπλαχνία, τη σοφία στις αποφάσεις, την ταπεινοφροσύνη και την ευθύτητα, την τήρηση των όρκων, τον σεβασμό προς τους γονείς και τους γέροντες, και κάθε τι χρήσιμο για τη δημιουργία χαρακτήρα.
Από την άλλη, οι φιλόσοφοι του ειδωλολατρικού κόσμου (εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων) στράφηκαν σε μία αφηρημένοι αναζήτηση του Θεού, χωρίς να επιδιώξουν επικοινωνία με Αυτόν και αποκάλυψη της προσωπικότητάς Του από Αυτόν, όπως έκαναν οι Προφήτες της Π. Διαθήκης που ήταν άνθρωποι αποκαλυπτικής εμπειρίας με τον Θεό και όχι αφηρημένου στοχασμού. Έτσι, οι φιλόσοφοι με τη σκέψη τους και μόνον, οδηγήθηκαν σε αδιέξοδα, απορρίπτοντας τους ειδωλολατρικούς θεούς αλλά καταλήγοντας σε πανθεϊσμό, ουσιαστικά αθεϊσμό, αφού αρνήθηκαν τον θεό - προσωπικότητα (όπως ο Βούδας), ή σε έναν αόριστο, αναίσθητο και αδιάφορο θεό (όπως κατέληξε ο Αριστοτέλης) χωρίς συναισθήματα και ενδιαφέρον για τους ανθρώπους. Είναι η Π. Διαθήκη που έρχεται να μας κάνει γνωστή την εικόνα ενός Θεού που είναι μία πλήρης προσωπικότητα, ένα συγκεκριμένο πρόσωπο με όνομα, μορφή, και πλήρη και τέλεια συναισθήματα, έναν σοφό και δυνατό Δημιουργό, αλλά ταυτόχρονα και στοργικό και δίκαιο Πατέρα, που τιμωρεί τα παιδιά του, αλλά επειδή τα αγαπάει ταυτόχρονα τα διδάσκει, τα οδηγεί, τα φροντίζει, και αν παραβαίνουν τους νόμους της φύσης, και πάλι τους περιμένει με αγωνία να επιστρέψουν στο δίκαιο και καλό.
Επίσης η Π. Διαθήκη (αντίθετα απ’ ότι νομίζουμε) διδάσκει την αγάπη για τη φύση, τη δημιουργία, μιας και το πρώτο πράγμα που μας λέει είναι η Γένεση του κόσμου μας, στον οποίο θέτει φύλακα και φροντιστή τον άνθρωπο. Όπως αναφέραμε ήδη, ο Μωσαϊκός Νόμος είναι γεμάτος με διατάξεις ευεργετικές για τα ζώα (ανάπαυσή τους), τη γη, τα δέντρα.
Τέλος, η Π. Διαθήκη είναι το βιβλίο της προσωπικής ιστορίας κάποιων ανθρώπων, Αβραάμ, Μωυσής, Ιωσήφ, Δαβίδ, ανθρώπων πόνου, θλίψης, μόχθου, αγωνίας, πτώσεων και ανορθώσεων, ελπίδας, πίστης, φόβου, παθών και αδυναμιών, ανθρώπων σαν κι εμάς, που παρά τις αδυναμίες τους αγαπήθηκαν από τον Θεό και βίωσαν τη ζωντανή του παρουσία και επέμβαση στη ζωή τους. Οι προφήτες και οι άγιοι της Π. Διαθήκης δεν ήταν καθόλου τέλειοι, δεν ήταν ήρωες-πρότυπα σαν κι αυτούς που συνηθίζουν να προβάλλουν οι εθνικιστικές παιδείες. Η Π. Διαθήκη δεν είναι το βιβλίο της εθνικής υπερηφάνειας του εβραϊκού λαού, γι’ αυτό και οι ήρωες-πρωταγωνιστές του είναι όλοι άνθρωποι με μεγάλες αμαρτίες και πτώσεις, που καθόλου δεν κολακεύουν το λαό στον οποίο ανήκαν (αντίθετα θα μπορούσαμε να πούμε από ανθρώπινη άποψη ότι τον ντροπιάζουν). Αλλά, η Π. Διαθήκη είναι το βιβλίο του Θεού που προσπαθεί να διδάξει τους ανθρώπους και να τους παραδειγματίσει, δεν είναι σαν ένα βιβλίο εθνικής ιστορίας που προβάλλει όλα τα καλά και κρύβει όλα τα κακά. Οι άνθρωποι της Π. Διαθήκης απέχουν πολύ από του να είναι τέλειοι και άγιοι με τη γνωστή μας έννοια. Ήταν άνθρωποι ομοιοπαθείς με μας, και σε αυτό έγκειται η αξία τους: στο ότι μπορούμε να βιώσουμε το ίδιο μέτρο της θείας κοινωνίας όχι γιατί είμαστε τέλειοι, καλύτεροι απ’ τους άλλους ή άγιοι και αποχωρισμένοι απ’ τα εγκόσμια, αλλά γιατί έχουμε έναν Πατέρα που ποθεί να δείξει την αγάπη Του στα παιδιά Του, να τα στηρίξει στις δυσκολίες τους και να ενδυναμώσει στην αδυναμία τους. Αυτός ο Πατέρας ευαρεστείται στην προσπάθεια κάθε ανθρώπου να αγαπήσει τον συνάνθρωπο να σεβαστεί και να χτίσει, αντί να γκρεμίσει, να δώσει, αντί να αρπάξει, να στηρίξει, αντί να αποθαρρύνει, να κλάψει με τον θλιμμένο, και να συγχωρεί, να οργίζεται με την αδικία και όχι με την κάθε προσβολή του υπέρογκου εγωισμού του, και αντί να κολυμπάει στη θάλασσα της εγωπάθειας, να κοιτάξει έξω από τον εαυτό του.
Η Π. Διαθήκη είναι το βιβλίο-ιστορία μιας σχέσης: της σχέσης του Δημιουργού με την ανθρωπότητα, όπως άρχισε με τον Αδάμ, τον πρώτο άνθρωπο και συνεχίστηκε με τους επόμενους και μετά με έναν ιδιαίτερο λαό. Είναι η ιστορία μίας σχέσης που πολλά έχει να μας διδάξει, γιατί η σχέση αυτή επαναλαμβάνεται με όλα τα καλά και τα κακά της, στη ζωή των πιστών ανθρώπων. Ταυτόχρονα, η ιστορία της σχέσης αυτής αποτελεί μία εισαγωγή και προετοιμασία για μία άλλη σχέση που είχε ο δεύτερος Αδάμ, ο έσχατος και τέλειος Άνθρωπος, με τον Πατέρα και με την υπόλοιπη ανθρωπότητα: το βιβλίο της Κ. Διαθήκης.
Ας αρχίσουμε την απάντησή μας με τη σοβαρότερη κατηγορία που είναι ότι ο Θεός είναι κακός, εκδικητικός και υπέρμετρα αυστηρός. Η κριτική εστιάζεται σε δύο σκέλη: στον τιμωρό, δήθεν άσπλαχνο κι άδικο Θεό που δολοφονεί λαούς κι αρπάζει γη που δεν ανήκει στον Ισραήλ κι απ’ την άλλη θέτει βαρύτατο ζυγό στους ώμους του λαού Του με πολύ αυστηρές τιμωρίες και θανατικές καταδίκες, μέσω του Μωσαϊκού Νόμου. Στην αδυναμία μας να απολογηθούμε συχνά καταφεύγουμε σε αλληγορικές ερμηνείες αρνούμενοι κυριολεκτικά το κείμενο.
Τι συμβαίνει όμως εδώ; Μήπως κατ’ αρχήν συγχέουμε τη δικαιοσύνη με την εκδικητικότητα και τη σωστή κρίση και τιμωρία με τη μοχθηρία; Ένα πολύ απλό παράδειγμα από την Πατερική παράδοση είναι αυτό που μας δίνει ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος από την καθημερινότητα: του δικαστή που καταδικάζει σε θάνατο τον εγκληματία. Μπορεί κανείς να χαρακτηρίσει τον δικαστή αιμοδιψή, εκδικητικό, δολοφόνο; Σαφώς κι όχι. Γιατί τότε να δώσουμε αυτόν τον χαρακτηρισμό στο Θεό, που είναι ο τέλειος κι αμερόληπτος δικαστής;
Η έννοια της δικαιοσύνης, συνεπάγεται τη νομοθεσία, που η παράβασή της επιφέρει τιμωρία. Η νομοθεσία δίνεται απ’ το Θεό για να προστατεύσει τον άνθρωπο και συγχρόνως και να του διδάξει την ορθή κοινωνική συμπεριφορά και όχι για να του στερήσει τη χαρά της ζωής, αλλά να του διασφαλίσει την επιβίωσή του. Γι αυτό και ο Μωσαϊκός νόμος δεν έχει μόνον απαγορευτικές εντολές, όπως οι ανθρώπινες νομοθεσίες, αλλά και πολλές θετικές, προτρεπτικές εντολές που είναι απαραίτητες για τη διατήρηση της ισορροπίας στην οικογένεια, στην κοινωνία και στη φύση, όπως αγάπη προς τον πλησίον, σεβασμό προς τους γονείς, βοήθεια προς τους αδυνάτους, χήρες, ορφανά, ξένους, φτωχούς, ανάπαυση στα ζώα και στη γη, διατάξεις υγιεινής, και πολλά άλλα.
Ο Θεός της Π. Διαθήκης, σε αντίθεση με τους Θεούς των ειδωλολατρών, που τιμωρούσαν και εκδικούνταν όσους δεν τους κολάκευαν, τιμωρεί αμερόληπτα όλους όσους παραβαίνουν τους νόμους της δικαιοσύνης, άσχετα αν Τον λατρεύουν πολύ και Του προσφέρουν θυσίες. Όχι γιατί είναι σκληρός και δίχως έλεος, αλλά γιατί επιδιώκει την αποτροπή του κακού και την τήρηση του αγαθού. Γι’ αυτό και δωρίζει άφθονες ευλογίες σ’ αυτούς που αγαπούν και εφαρμόζουν σωστή συμπεριφορά απέναντι στο συνάνθρωπο και στη δημιουργία. Ο Θεός του Ιωσήφ τον ανταμείβει για την συγχώρεση που δίνει σ’ αυτούς που θέλησαν το θάνατό του, και τον χρησιμοποιεί για να σώσει τους ειδωλολάτρες Αιγύπτιους από λοιμό. Από την άλλη πλευρά, παραδίδει τη γη Χαναάν στου Ισραηλίτες, όχι γιατί αρέσκεται στη δολοφονία αλλογενών πληθυσμών, αλλά διότι οι κάτοικοί της έχυναν αίμα αθώο (ανθρωποθυσίες των παιδιών τους) και μόλυναν τη γη με της πρακτικές τους (δαιμονολατρία, διαστροφές, απληστία, σκληροκαρδία προς τους αδυνάτους). Ποια ήταν η αμαρτία των Σοδόμων; Υπερηφάνεια, πλησμονή άρτου και ότι δεν αγαπούσαν τον ξένο (χώρια η ομοφυλοφιλία που έφτανε μέχρι κοινωνικής αποδοχής του βιασμού των αρρένων).
Η δικαιοσύνη είναι μια έννοια που διακηρύττεται από άκρου σε άκρο στην Π. Διαθήκη και υπερβαίνει τα ανθρώπινα αγγίζοντας ολόκληρο το σύμπαν «Οι ουρανοί αναγγέλλουν τη δικαιοσύνη Του, στερέωσε τους ουρανούς με δικαιοσύνη». Στην αρχαιότητα η δικαιοσύνη θεωρούνταν ταυτόσημη με την ισορροπία, γι’ αυτό και βλέπουμε σαν σύμβολό της τη ζυγαριά. Κάθε παράβαση του νόμου διαταράσσει αυτή την ισορροπία πράγμα που χρειάζεται αποκατάσταση. Η τιμωρία στην Π. Διαθήκη αποσκοπεί σ’ αυτήν την αποκατάσταση της συμπαντικής ισορροπίας: έτσι μπορούμε να κατανοήσουμε ότι «οφθαλμός αντί οφθαλμού, οδόντα αντί οδόντος, ζωή αντί ζωής» διδάσκει την αποκατάσταση της ισορροπίας και όχι την εκδικητικότητα, όπως συχνά παρουσιάζεται από τους πολέμιους της Π. Διαθήκης. Στο συγκεκριμένο εδάφιο που αναφέρεται στην ακούσια θανάτωση εμβρύου, διδάσκεται πως όταν χάνεται ένα μάτι ή ένα χέρι ή ένα πόδι ή μία ζωή, πρέπει να δοθεί αντίστοιχα το μάτι ή η ζωή του εγκληματία, ώστε να επέλθει η εξισορρόπηση της ζυγαριάς της δικαιοσύνης. «Θα δοθεί ζωή αντί της ζωής» που χάθηκε, είναι η βάση του θεϊκού νόμου για τη θανατική καταδίκη των εγκληματιών στην Π. Διαθήκη, πράγμα που ο υπερήφανος «ανθρωπιστικός» πολιτισμός της Δύσης θεωρεί βάρβαρο, και αγωνίζεται ανόητα για τα δικαιώματα του δολοφόνου, του βιαστή, του παιδεραστή, του δουλεμπόρου γυναικών και παιδιών, αδικώντας τα θύματα και βυθίζοντας στο χάος της εγκληματικότητας την κοινωνία. Επειδή, σύμφωνα με το θεϊκό νόμο κι όποιος κλέβει άνθρωπο για να τον πουλήσει ως δούλο (δουλέμποροι, έμποροι λευκής σαρκός) είναι ένοχος θανάτου. Αντί να κατηγορούν οι κάθε λογής πολέμιοι της Π. Διαθήκης τη θεόπνευστη νομοθεσία της για σκληρότητα, θα έπρεπε να ανοίξουν τα μάτια τους στην ιστορική και σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα που έχει οδηγήσει η περιφρόνηση της αρχής της δικαιοσύνης/ισορροπίας, και να στοχαστούν πάνω σε αυτήν.
Αφού κατανοήσουμε την έννοια της δικαιοσύνης και την αναγκαιότητα της νομοθεσίας είναι απαραίτητο να νοιώσουμε τη σημασία της παράβασης που αποκαλείται αμαρτία, που αφενός είναι περιφρόνηση και ασέβεια προς τον Νομοθέτη αφετέρου καταστροφή της οικογενειακής εστίας (π.χ. μοιχεία) ή κοινωνικής ισορροπίας (π.χ. κλοπή, φόνος, δουλεμπόριο). Γι’ αυτό και η τιμωρία της παράβασης πρέπει να είναι αυστηρή, και επιπλέον να λειτουργεί ως παραδειγματισμός. Παρόλα αυτά, επειδή ο Θεός της Π. Διαθήκης είναι ένας σπλαχνικός Πατέρας που αγαπάει τα παιδιά του, και όχι ένας μηχανικός, χωρίς καρδιά δικαστής, συγχωρεί αυτόν που μετανοεί, ακόμα και για άξιες θανάτου πράξεις (Δαβίδ, Εζεκίας, Ναβουχοδονόσωρ, Νινευή - μη Ισραηλίτες). Μόνον αν τελικά ο άνθρωπος παραμείνει αμετανόητος και υπερήφανος ή κρύβει την αμαρτία του τιμωρείται. Τα πολυάριθμα παραδείγματα της Π. Διαθήκης είτε αναφέρονται σε πρόσωπα είτε συλλογικά στο λαό, τον οποίον κάλεσε πολλές φορές μέσω των προφητών να μετανοήσει, πριν τον τιμωρήσει, φανερώνουν ακριβώς αυτή την εκπληκτική ισορροπία δικαιοσύνης και ελέους: η δικαιοσύνη του Θεού προσπαθεί να εφαρμόσει την τιμωρία, ενώ το έλεος και η ευσπλαχνία Του δίνουν ευκαιρίες αφύπνισης και τρόπους επανόρθωσης για την αποτροπή της. «Δεν θέλω εγώ τον θάνατο του αμαρτωλού αλλά να επιστρέψει και να ζήσει».
Τονίζοντας την κυριαρχία της έννοιας της δικαιοσύνης στην Π. Διαθήκη, θα πρέπει να αναφέρουμε και τις πολυάριθμες εκδηλώσεις θαυμάτων, δυνάμεων, υπερφυσικών επεμβάσεων, που δεν φανερώνουν μόνον τη δύναμη του Θεού (αναμενόμενο άλλωστε για ένα Θεό να ενεργεί θαυματουργικά πάνω από τα ανθρώπινα και φυσικά μέτρα), αλλά συνδέουν πάντοτε τη δύναμή Του με τη δικαιοσύνη Του. Με άλλα λόγια τα θαύματα που έκανε ο Θεός στην Π. Διαθήκη (όπως και ο Μεσσίας στην Κ. Διαθήκη) δεν γίνονταν για να εντυπωσιάσουν ή να φοβίσουν ή να πείσουν τους ανθρώπους για την ύπαρξή Του, όσο για να προστατεύσουν τους δίκαιους, να βοηθήσουν τους αδύνατους, να επιβραβεύσουν τους αγαθούς, και να τιμωρήσουν τους κακούς, δηλαδή ήταν θαύματα δικαιοσύνης. Γι’ αυτό όσο και εντυπωσιακά και αν ήταν, και όσο δέος και φόβο κι αν προκαλούσαν, το πρωταρχικό τους κίνητρο ήταν η δικαιοσύνη και το τελικό τους δίδαγμα είναι και πάλι αυτή η έννοια.
Η δεύτερη κυρίαρχη έννοια της Π. Διαθήκης, τόσο του Θεού όσο και των ανθρώπων Του, είναι το έλεος, η ευσπλαχνία προς τον πάσχοντα φτωχό, ασθενή, ορφανό, ξένο, ζώο, γη, κλπ. Ευσπλαχνία σύμφωνα με τους λόγιους της εβραϊκής σημαίνει «καλά σπλάχνα της γυναίκας που κυοφορεί» κατά λέξη «καλή μήτρα», δηλαδή εκφράζει τη μητρική αγάπη, την ύψιστη μορφή αγάπης στον κόσμο των ανθρώπων, αλλά και των ζώων. Με αυτήν τη λέξη περιγράφει πολλές φορές ο Θεός τον εαυτό Του στο λαό Του, μιλώντας του μέσω των προφητών. Με μητρική αγάπη λοιπόν αγαπάει ο Θεός της Π. Διαθήκης, και ακόμη ανώτερη από αυτήν: «και αν γυναίκα λησμονήσει το θηλάζον τέκνο της, Εγώ δεν θα σε λησμονήσω».
Μια αγάπη του Θεού Πατέρα που επεκτείνεται ακόμη και στα ζώα, όταν εντέλλεται στους ανθρώπους να μην σφάζουν ζώα που ακόμη θηλάζουν ή να μην παίρνουν τις φωλιές πτηνών από τις μητέρες τους, δηλαδή να μη διακόπτουν τη σχέση παιδιού-μητέρας και στις δυο περιπτώσεις, ακόμη και των ζώων.
Η απερίγραπτη αγάπη και η συγκίνηση που νοιώθει αυτός ο Πατέρας, είναι τόσο μεγάλη για το παιδί που είχε αμαρτήσει και μετά επιστρέφει σε Αυτόν: «ηχούν τα σπλάχνα μου για τον Εφραΐμ» (όπως περιγράφεται και από τον Ιησού στην παραβολή του ασώτου γιου).
Ένας Θεός τόσο πλούσιος σε συναισθήματα, όχι μόνον οργισμένος για το κακό, αλλά και «πολυέλεος, μακρόθυμος, που συγχωρεί ανομία και παράβαση, φυλάττει έλεος σε χιλιάδες γενεών αυτών που Τον αγαπούν». Ο Θεός της Π. Διαθήκης (και της Καινής) ονομάζεται «Πατέρας των ορφανών, κριτής των χηρών, υπερασπιστής των φτωχών», και το απέδειξε επανειλημμένα με την απροσωπόληπτη κρίση Του υπέρ του αδυνάτου.
Μία τρίτη ιδιότητα του Θεού που προβάλλεται είναι η ταπεινότητα και η απλότητά Του: δεν χαίρεται στη δύναμη του ανδρός, δεν κατοικεί η σοφία Του με ισχυρούς αλλά με απλούς, Αυτός που κατοικεί υψηλά και σε άγιο τόπο κατεβαίνει να κατοικήσει με τον ταπεινό, τον φτωχό και τον συντριμμένο στην καρδιά, ανεβάζει τον φτωχό από την κοπριά και τον καθίζει μαζί με άρχοντες, καθαιρεί δυνάστες και βασιλείς και ανυψώνει τους σκυμμένους. Όλοι έχουν μία μεγαλοπρεπή εικόνα του Παντοδύναμου Θεού που κάθεται στον θρόνο Του και κοιτάει αφ’ υψηλού τους ανθρώπους, αλλά λίγοι γνωρίζουν την ολοκληρωμένη εικόνα που δίνει η Π. Διαθήκη: δεν είναι μόνον ο θρόνος και η δύναμη και η δόξα των ουράνιων όντων, αλλά και αυτή ακριβώς η συγκατοίκηση του Υψίστου με τους φτωχούς, αδυνάτους και δικαίους, με τους οποίους ευαρεστείται να έχει επικοινωνία και να μοιράζεται την καρδιά του! Αυτή η συγκατοίκηση που έφτασε μέχρι την ενσάρκωση της εικόνας Του, του Μεσσία, που συναναστράφηκε και αγάπησε τους απλούς, ταπεινούς, φτωχούς ανθρώπους του Θεού, και ταυτόχρονα καταδίκασε, οργίστηκε, μίσησε (ναι! μίσησε) τους πονηρούς, υποκριτές, εκμεταλλευτές, υπερήφανους.
Μία άλλη θεμελιώδης αξία της Π. Διαθήκης είναι η αλήθεια. Η αλήθεια αντιπαρατίθεται διαρκώς όχι μόνο στο ψεύδος, αλλά και στην υποκρισία, την πονηριά, τη διαστρέβλωση. Γι’ αυτό και η αλήθεια συμβαδίζει με την ευθύτητα «σκήπτρο ευθύτητας είναι το σκήπτρο της βασιλείας Σου».
Επίσης δύο άλλες θεμελιώδεις αξίες, στενά συνδεόμενες μεταξύ τους, είναι η δημιουργικότητα και η καλλιτεχνία. Από το πρώτο εδάφιο του πρώτου βιβλίου της, η Π. Διαθήκη μιλάει για την δημιουργικότητα του Θεού («εν αρχή εποίησε τους ουρανούς και τη γη») και την ομορφιά της δημιουργικότητας αυτής («και είδε ο Θεός ότι όλα ήταν καλά λίαν»). Στον Κήπο που δημιουργεί για τον πρώτο άνθρωπο δεν φυτεύει μόνο δέντρα για τη διατροφή του, αλλά και καλλωπιστικά, για να ευφραίνεται με τη θέα τους. Ο Θεός, αντίθετα από τους επιστήμονες που κατασκευάζουν μόνο λειτουργικά πράγματα, αλλά όχι ωραία και γι’ αυτό χρειάζονται τη συνεργασία με καλλιτέχνες, συνδυάζει στη δημιουργία Του την λειτουργικότητα με την αισθητική, το πρακτικό με το ωραίο, το ευφυές με το καλλιτεχνικό.
Τέλος, η σοφία είναι μία ιδιότητα που εξαίρεται συνεχώς, τόσο για τον Θεό όσο και για τους ανθρώπους. Ολόκληρα βιβλία της Π. Διαθήκης (Παροιμίες, Εκκλησιαστής, Σοφία Σειράχ, Σοφία Σολομώντος) είναι αφιερωμένα σε αυτήν. Η σοφία και του Θεού και των ανθρώπων Του, όμως δεν είναι η αφηρημένη φιλοσοφία των θεωρητικών δασκάλων που σε όλη τους τη ζωή κάθονται και μιλάνε σε άλλους (ή σήμερα γράφουν κείμενα). Είναι η πρακτική σοφία της ζωής, της καθημερινότητας και του ορθού τρόπου ζωής, που συμπεριλαμβάνει και το έλεος και τη δικαιοσύνη και τη δύναμη σε μία αρμονική ισορροπία. Σοφία σύμφωνα με την Π. Διαθήκη είναι η αρμονική διαχείριση όλων των ιδιοτήτων με σκοπό την ισορροπημένη ζωή, όχι μόνον ευτυχισμένη για τον ίδιο τον άνθρωπο, αλλά και ωφέλιμη και ευεργετική για τους συνανθρώπους του.
Πάνω απ’ όλα όμως η Π. Διαθήκη είναι το μόνο βιβλίο που μας δίνει πληροφορίες για την προσωπικότητα του Θεού, το μόνο βιβλίο της αρχαιότητας (πριν την Κ. Διαθήκη), πέρα από τα κείμενα των ειδωλολατρικών μυθολογιών και ανθρώπινων φιλοσοφιών. Οι μυθολογίες παρουσιάζουν τους θεούς πολύ ανθρωποπαθείς με την κακή έννοια, δηλ. ατομιστές και εγωιστές που η σχέση τους με τους ανθρώπους είναι μόνο να ικανοποιήσουν τις φιλοδοξίες τους και τα πάθη τους, που πολλές φορές είναι πολύ ταπεινά (έρωτες με γυναίκες και άνδρες, αλλά και παιδεραστίες – π.χ. Δίας). Φοβίζουν και τιμωρούν τους ανθρώπους, όχι με βάση τη δικαιοσύνη, αλλά με βάση την ικανοποίηση των επιθυμιών τους και τις κολακείες που τους προσφέρουν. Οι ειδωλολατρικοί θεοί, από την Αίγυπτο μέχρι τη Βαβυλώνα, και από την Ελλάδα μέχρι την Ινδία και την Κίνα, δε διδάσκουν ηθικές αξίες στους ανθρώπους, αλλά ευαρεστούνται σε τελετές δοξολογίας και ικανοποιούν κάθε επιθυμία τους εκμεταλλευόμενοι της θεϊκές τους δυνάμεις, ας μην αναφερθούμε στα μεταξύ τους μίση, πολέμους και δολοπλοκίες. Δεν ασχολούνται καν, ούτε ποτέ δίνουν νομοθεσία δικαιοσύνης και ελεημοσύνης, αλλά στηρίζουν μόνον τους ισχυρούς και τους βασιλιάδες κάθε χώρας. Μόνον ο Θεός της Π. Διαθήκης διδάσκει και νουθετεί, αγαπάει και φροντίζει τους δίκαιους, και όχι τους υποκριτές που τον κολακεύουν («αυτός ο λαός με το στόμα του με τιμά αλλά η καρδιά του απέχει»). Με τη συμπεριφορά του διδάσκει στον άνθρωπο την αμερόληπτη δικαιοσύνη, την ευσπλαχνία, τη σοφία στις αποφάσεις, την ταπεινοφροσύνη και την ευθύτητα, την τήρηση των όρκων, τον σεβασμό προς τους γονείς και τους γέροντες, και κάθε τι χρήσιμο για τη δημιουργία χαρακτήρα.
Από την άλλη, οι φιλόσοφοι του ειδωλολατρικού κόσμου (εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων) στράφηκαν σε μία αφηρημένοι αναζήτηση του Θεού, χωρίς να επιδιώξουν επικοινωνία με Αυτόν και αποκάλυψη της προσωπικότητάς Του από Αυτόν, όπως έκαναν οι Προφήτες της Π. Διαθήκης που ήταν άνθρωποι αποκαλυπτικής εμπειρίας με τον Θεό και όχι αφηρημένου στοχασμού. Έτσι, οι φιλόσοφοι με τη σκέψη τους και μόνον, οδηγήθηκαν σε αδιέξοδα, απορρίπτοντας τους ειδωλολατρικούς θεούς αλλά καταλήγοντας σε πανθεϊσμό, ουσιαστικά αθεϊσμό, αφού αρνήθηκαν τον θεό - προσωπικότητα (όπως ο Βούδας), ή σε έναν αόριστο, αναίσθητο και αδιάφορο θεό (όπως κατέληξε ο Αριστοτέλης) χωρίς συναισθήματα και ενδιαφέρον για τους ανθρώπους. Είναι η Π. Διαθήκη που έρχεται να μας κάνει γνωστή την εικόνα ενός Θεού που είναι μία πλήρης προσωπικότητα, ένα συγκεκριμένο πρόσωπο με όνομα, μορφή, και πλήρη και τέλεια συναισθήματα, έναν σοφό και δυνατό Δημιουργό, αλλά ταυτόχρονα και στοργικό και δίκαιο Πατέρα, που τιμωρεί τα παιδιά του, αλλά επειδή τα αγαπάει ταυτόχρονα τα διδάσκει, τα οδηγεί, τα φροντίζει, και αν παραβαίνουν τους νόμους της φύσης, και πάλι τους περιμένει με αγωνία να επιστρέψουν στο δίκαιο και καλό.
Επίσης η Π. Διαθήκη (αντίθετα απ’ ότι νομίζουμε) διδάσκει την αγάπη για τη φύση, τη δημιουργία, μιας και το πρώτο πράγμα που μας λέει είναι η Γένεση του κόσμου μας, στον οποίο θέτει φύλακα και φροντιστή τον άνθρωπο. Όπως αναφέραμε ήδη, ο Μωσαϊκός Νόμος είναι γεμάτος με διατάξεις ευεργετικές για τα ζώα (ανάπαυσή τους), τη γη, τα δέντρα.
Τέλος, η Π. Διαθήκη είναι το βιβλίο της προσωπικής ιστορίας κάποιων ανθρώπων, Αβραάμ, Μωυσής, Ιωσήφ, Δαβίδ, ανθρώπων πόνου, θλίψης, μόχθου, αγωνίας, πτώσεων και ανορθώσεων, ελπίδας, πίστης, φόβου, παθών και αδυναμιών, ανθρώπων σαν κι εμάς, που παρά τις αδυναμίες τους αγαπήθηκαν από τον Θεό και βίωσαν τη ζωντανή του παρουσία και επέμβαση στη ζωή τους. Οι προφήτες και οι άγιοι της Π. Διαθήκης δεν ήταν καθόλου τέλειοι, δεν ήταν ήρωες-πρότυπα σαν κι αυτούς που συνηθίζουν να προβάλλουν οι εθνικιστικές παιδείες. Η Π. Διαθήκη δεν είναι το βιβλίο της εθνικής υπερηφάνειας του εβραϊκού λαού, γι’ αυτό και οι ήρωες-πρωταγωνιστές του είναι όλοι άνθρωποι με μεγάλες αμαρτίες και πτώσεις, που καθόλου δεν κολακεύουν το λαό στον οποίο ανήκαν (αντίθετα θα μπορούσαμε να πούμε από ανθρώπινη άποψη ότι τον ντροπιάζουν). Αλλά, η Π. Διαθήκη είναι το βιβλίο του Θεού που προσπαθεί να διδάξει τους ανθρώπους και να τους παραδειγματίσει, δεν είναι σαν ένα βιβλίο εθνικής ιστορίας που προβάλλει όλα τα καλά και κρύβει όλα τα κακά. Οι άνθρωποι της Π. Διαθήκης απέχουν πολύ από του να είναι τέλειοι και άγιοι με τη γνωστή μας έννοια. Ήταν άνθρωποι ομοιοπαθείς με μας, και σε αυτό έγκειται η αξία τους: στο ότι μπορούμε να βιώσουμε το ίδιο μέτρο της θείας κοινωνίας όχι γιατί είμαστε τέλειοι, καλύτεροι απ’ τους άλλους ή άγιοι και αποχωρισμένοι απ’ τα εγκόσμια, αλλά γιατί έχουμε έναν Πατέρα που ποθεί να δείξει την αγάπη Του στα παιδιά Του, να τα στηρίξει στις δυσκολίες τους και να ενδυναμώσει στην αδυναμία τους. Αυτός ο Πατέρας ευαρεστείται στην προσπάθεια κάθε ανθρώπου να αγαπήσει τον συνάνθρωπο να σεβαστεί και να χτίσει, αντί να γκρεμίσει, να δώσει, αντί να αρπάξει, να στηρίξει, αντί να αποθαρρύνει, να κλάψει με τον θλιμμένο, και να συγχωρεί, να οργίζεται με την αδικία και όχι με την κάθε προσβολή του υπέρογκου εγωισμού του, και αντί να κολυμπάει στη θάλασσα της εγωπάθειας, να κοιτάξει έξω από τον εαυτό του.
Η Π. Διαθήκη είναι το βιβλίο-ιστορία μιας σχέσης: της σχέσης του Δημιουργού με την ανθρωπότητα, όπως άρχισε με τον Αδάμ, τον πρώτο άνθρωπο και συνεχίστηκε με τους επόμενους και μετά με έναν ιδιαίτερο λαό. Είναι η ιστορία μίας σχέσης που πολλά έχει να μας διδάξει, γιατί η σχέση αυτή επαναλαμβάνεται με όλα τα καλά και τα κακά της, στη ζωή των πιστών ανθρώπων. Ταυτόχρονα, η ιστορία της σχέσης αυτής αποτελεί μία εισαγωγή και προετοιμασία για μία άλλη σχέση που είχε ο δεύτερος Αδάμ, ο έσχατος και τέλειος Άνθρωπος, με τον Πατέρα και με την υπόλοιπη ανθρωπότητα: το βιβλίο της Κ. Διαθήκης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου