
Την εποχή του Χαλκού (3000-2000 π.Χ.) αναπτύχθηκε ο πολιτισμός των Χαναναίων, με τους οποίους συγκρούστηκαν οι Εβραίοι κατά την εισβολή τους. Η αρχαιότερη εποχή μαρτυρείται από τα ερείπια του λόφου Βεθ Γερά (στη ΝΔ όχθη της λίμνης Τιβεριάδας). Στη συνέχεια (2000-1500 π.Χ.), οπότε εισέβαλαν οι Υξώς και πραγματοποιήθηκαν οι μεταναστεύσεις των Εβραίων πατριαρχών, τερματίστηκε και η κατάκτηση της χώρας από την Αίγυπτο. Ανάμεσα στις οχυρωμένες πόλεις της Χαναάν, όπως η Γεζέρ, η Μεγιδδώ, η Ιεριχώ, εξέχουσα θέση είχε η Ασώρ, που έφτασε στο απόγειό της κατά την εποχή του Χαλκού. Η πόλη, που καταλήφθηκε και πυρπολήθηκε από τον Ιησού του Ναυή, ανοικοδομήθηκε πολλές φορές από τους Ισραηλινούς έως τους ελληνιστικούς χρόνους.
Ο πολιτισμός των πρώτων εβραϊκών πληθυσμών ήταν ο απλός πολιτισμός των νομαδικών λαών, αλλά μετά την κατάκτηση της Χαναάν και τους αγώνες με τους Φιλισταίους ακολούθησε ο εκλεπτυσμένος πολιτισμός της μοναρχικής περιόδου (της λεγόμενης εποχής των βασιλιάδων), ιδιαίτερα με τον Σολομώντα (10ος αιώνας π.Χ.). Η πρωτεύουσα Ιερουσαλήμ αναπτύχθηκε, χτίστηκε ο Ναός του Σολομώντα και τα ανάκτορα με πολλά χαναναϊκά και φοινικικά στοιχεία. Οικοδομήματα της εποχής του Σολομώντα με στρατηγικό χαρακτήρα βρίσκονται στη Μεγιδδώ και στην Ασώρ. Οι στάβλοι, με δυο σειρές πέτρινα υποστυλώματα, και τα μέγαρα στη Μεγιδδώ φανερώνουν εξελιγμένη οικοδομική τεχνική, φοινικικής επίδρασης. Αιγυπτιακή επίδραση, συχνά μέσω της φοινικικής, απαντά στους τάφους που είναι σκαμμένοι στους βράχους, την εποχή του Ιούδα, στην κοιλάδα των Κέδρων. Μεσοποταμιακά και χετιτικά στοιχεία διακρίνονται στα πολυάριθμα ανάγλυφα από ελεφαντόδοντο της Σαμάρειας και της Ασώρ.
Μετά το θάνατο του Σολομώντα το βασίλειο διαιρέθηκε στο βασίλειο του Ισραήλ, με πρωτεύουσα τη Σαμάρεια και σε εκείνο του Ιούδα με πρωτεύουσα την Ιερουσαλήμ, η οποία έμελλε να περιέλθει στην κυριαρχία των Βαβυλωνίων, οι οποίοι κατεδάφισαν τον Ναό. Με την κατάκτηση της Βαβυλώνας από τον Πέρση βασιλιά Κύρο, οι εκτοπισμένοι Εβραίοι απελευθερώθηκαν και επέστρεψαν στην Ιερουσαλήμ, όπου ανοικοδόμησαν τον Ναό και τα τείχη (οι εργασίες τέλειωσαν το 516 και το 445 π.Χ., αντίστοιχα).
Η ελληνιστική και ρωμαϊκή πολεοδομία

Τη ρωμαϊκή επίδραση μαρτυρούν κυρίως τα επιβλητικά οικοδομήματα της εποχής του Ηρώδη του Μεγάλου. Αυτός περιέβαλε την Ιερουσαλήμ με τείχη και οχυρώσεις, ανοικοδόμησε τον Ναό και τα ανάκτορα μέσα σε μια οχυρωμένη ζώνη ελληνιστικής τεχνοτροπίας, εξαφανίζοντας ριζικά κάθε ίχνος των προγενέστερων κτιρίων. Ηρωδιανά οικοδομήματα υπάρχουν στη Χεβρώνα και τη Σαμάρεια, την οποία ο Ηρώδης μετονόμασε σε Σεβάστεια, και ιδιαίτερα αξιοσημείωτα στα φρούρια της Χορβώθ Μεζαδά, στη Νεκρά Θάλασσα. Στον Ηρώδη οφείλεται, επίσης, και η Καισάρεια Παλαιστίνης ή Παράλιος, που πήρε την ονομασία της προς τιμή του Καίσαρος Αυγούστου, με ένα μεγάλο τεχνητό λιμάνι στην ανοικτή ακτή, διακοσμημένο με κολοσσιαία αγάλματα, θέατρο και αμφιθέατρο. Η ταφική αρχιτεκτονική αντιπροσωπεύεται με μια σειρά τάφων στην κοιλάδα των Κέδρων και στην Ενόμ.

Η χριστιανική τέχνη

Από τον 4ο έως τα μέσα του 5ου αιώνα, στα ψηφιδωτά, χριστιανικά και εβραϊκά, επικρατούσε η γεωμετρική διακόσμηση ως αντίδραση των Χριστιανών στον χαρακτήρα των δαπέδων της αρχαιοελληνικής θρησκείας, με τις ψηφιδωτές απεικονίσεις. Το 427 εκδόθηκε το βυζαντινό αυτοκρατορικό διάταγμα που απαγόρευε την αναπαράσταση ιερών συμβόλων στα δάπεδα. Επιτρέπονταν οι αναπαραστάσεις του φυσικού κόσμου και σκηνών της καθημερινής ζωής, με βλαστούς κληματαριάς ως μοτίβο πλαισίου. Το στιλ αυτό τελειοποιήθηκε την εποχή του Ιουστινιανού και το σπουδαιότερο δείγμα είναι τα ψηφιδωτά με εργασίες των μηνών της μονής στην Μπετ Σεάν (553), την ακμάζουσα βυζαντινή Σκυθόπολη, που περιβαλλόταν με τείχος και έναν μεγάλο ναό (ροτόντα) στην κορυφή του τελ (λόφου). Τα δάπεδα με ψηφιδωτά των συναγωγών ακολουθούσαν διαφορετική τεχνοτροπία: οι Εβραίοι χρησιμοποιούσαν αναπαραστάσεις βιβλικών μορφών, σύμβολα και τελετουργικά αντικείμενα, εκτός από τα ειδωλολατρικά μοτίβα. Στα ψηφιδωτά του 6ου κι 7ου αιώνα τα απεικονιστικά στοιχεία τείνουν να εξαφανιστούν και περιορίζονται στην απεικόνιση της Κιβωτού της Διαθήκης, της επτάφωτης λυχνίας, λιονταριών ή άλλων ζώων.

Ιδιαίτερη μνεία αξίζουν οι πόλεις της ερήμου Νεγκέβ, όπως η Χορβώθ Χαλουζά, η Χορβώθ Αβεντάτ και η Χορβώθ Σίβτα (Σουμπέιτα), ιδιαίτερα οι δύο τελευταίες που ανασκάφηκαν και αποκαταστάθηκαν. Οι πόλεις αυτές ιδρύθηκαν τον 3ο-2ο αιώνα π.Χ. από τους Ναβαταίους, έναν αραβικό εμπορικό λαό, που είχε την πρωτεύουσά του στη μυθική Πέτρα (Ιορδανία).
Η ισλαμική τέχνη και τα μνημεία της εποχής των Σταυροφοριών

Ανάμεσα στα μεγάλα μνημεία της περιόδου των Ομεϊάδων εξέχουσα θέση κατέχει το Τέμενος (τζαμί) του Ομάρ στην Ιερουσαλήμ, που λέγεται και Τρούλος του Βράχου, γιατί είναι χτισμένο στον τόπο που υπήρχε ο κατεστραμμένος Ναός του Σολομώντα. Το τζαμί αυτό, που χτίστηκε κατά τα έτη 687-691 από τον χαλίφη Αμπντ εκ Μαλίκ, αντικατοπτρίζει την ελληνιστική-ρωμαϊκή και βυζαντινή επίδραση που παρατηρείται σε μεγάλο μέρος των δημιουργημάτων των Ομεϊάδων. Στον 8ο αιώνα χρονολογείται ο πυρήνας του συγκροτήματος που είναι γνωστό ως Λευκό Τζαμί, στη Ραμάλα, με πύργο του 1318, ο οποίος αποκαταστάθηκε πρόσφατα. Βαθιές μεταμορφώσεις έχει υποστεί το τζαμί Αλ Ακσά της Ιερουσαλήμ, αρχικά τζαμί της εποχής των Ομεϊάδων-Αβασιδών, που επισκευάστηκε το 780 σε σχέδιο με εγκάρσιο διάδρομο και 15 κλίτη, από τα οποία το κεντρικό, πιο πλατύ και ψηλό, καταλήγει σε τρούλο μπροστά στον σηκό της προσευχής.
Τα πιο ενδιαφέροντα λείψανα της περιόδου των Σταυροφοριών βρίσκονται στην Ιερουσαλήμ και είναι οι ναοί του Πανάγιου Τάφου (ο οποίος αποκαταστάθηκε σε μεγάλη έκταση κατά τα τελευταία 150 χρόνια), της Αγίας Άννας, του Τρούλου της Αναλήψεως και του Αγίου Ιακώβου, αρμενικού ρυθμού. Άλλα κτίσματα υπάρχουν στην Καισάρεια (τα τείχη του 12ου και 13ου αιώνα και ο καθεδρικός ναός με τρεις καμπυλόγραμμες αψίδες). Άλλα ακόμα υπάρχουν στον Άγιο Ιωάννη της Άκρας (κρύπτη και τραπεζαρία των Ιπποτών του Αγίου Ιωάννη, πύργος των Σταυροφόρων), στα κάστρα Μονφόρ και Σάφεντ, στο κάστρο των Ναϊτών, στον οκτάγωνο ναό της Ατλίτ και στον γαλλικό ναό της Αμπού Γκος του 12ου αιώνα. Όταν δεν καταστρέφονταν οι οχυρώσεις των Σταυροφόρων χρησιμοποιούνταν και μετατρέπονταν, ιδιαίτερα κατά την περίοδο της τουρκικής κυριαρχίας. Κατά την εφήμερη διάρκεια των κατακτήσεων των Σταυροφόρων εισήχθη ο γοτθικός ρυθμός στο παλαιστινιακό τοπίο, αλλά δεν αναπτύχθηκε. Ο εβραϊκός κόσμος υπέστη περισσότερο την επίδραση του ισλαμισμού.
Ανάμεσα στα πιο σημαντικά λείψανα της οθωμανικής-τουρκικής περιόδου είναι τα οικοδομήματα της Τιβεριάδας, στα οποία περιλαμβάνονται τα τείχη και το φρούριο του 18ου αιώνα και οι θέρμες του Ιμπραήμ πασά (19ος αιώνας) με θαυμάσιες μαρμάρινες επενδύσεις, τα οικοδομήματα του Αγίου Ιωάννη της Άκρα (Άκο), το τζαμί του Αχμέτ πασά ελ Γκαζάρ (1781), με μεγάλη αυλή, στοές και περιστύλιο, καθώς και η τουρκική συνοικία με μαυσωλεία, λουτρά, ο ναύσταθμος και η αγορά. Επίσης οι τουρκικές οχυρώσεις της Γιάφα και, τέλος, στην Ιερουσαλήμ, τα λαμπρά οικοδομήματα του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς, ιδιαίτερα η Κρήνη κοντά στην Τριπλή Πύλη (Μπαμπ Ιλ Τιλτίλα, 1537) και οι οχυρώσεις της ακρόπολης με την Πύλη της Δαμασκού (1532).
Η σύγχρονη τέχνη

Στο περιβάλλον μιας διεθνούς καλλιτεχνικής κουλτούρας παρεμβλήθηκαν και τα εθνικά ρεύματα της σύγχρονης γλυπτικής και ζωγραφικής, όπου συνυπήρχαν και οι εμπειρίες των ευρωπαϊκών πρωτοποριακών ρευμάτων, εκπρόσωποι των οποίων υπήρξαν πολλοί μετανάστες καλλιτέχνες. Τη διετία 1947-48 οι Γ. Ζαρίτσκι και Μ. Γιάνκου έδωσαν ζωή στην ομάδα Νέοι Ορίζοντες, στην οποία προσχώρησαν οι Α. Στεμάτσκι, Α. Καχάνα, Ι. Κρίζε, Ζ. Μαΐροβιτς, Ι. Σέμι και Μ. Στέρνσους (οι τρεις τελευταίοι ήταν και γλύπτες). Η δραστηριότητα της ομάδας συγκεντρωνόταν σε μια όλο και πιο απόλυτη και ελεύθερη αναζήτηση λυρικής αφαίρεσης. Οι ενιαίες αυτές εμπειρίες διήρκεσαν έως το 1963, γιατί μετά, ενώ μερικά μέλη, όπως ο Καχάνα, ξαναγύρισαν στη μορφική έκφραση, οι περισσότεροι αναζήτησαν νέες λύσεις, ιδρύοντας την ομάδα των Δέκα, στο περιβάλλον της οποίας εκφράστηκε και παρουσίασε μεγαλύτερο ενδιαφέρον η δυναμική προσωπικότητα της Λέα Νίκελ, η τέχνη της οποίας προσέλκυσε πολλούς οπαδούς (Α. Ούρι, Ρ. Λάβιε, Α. Αρίχα κ.ά.). Μια λιγότερο αφηρημένη γραμμή αναζήτησης παρατηρείται στους Άικα Μπράουν και Ούρι Λίφσιτς. Σημαντικό ενδιαφέρον παρουσιάζει το έργο του διεθνώς γνωστού Γιάκοβ Άγκαμ.
Ανάμεσα στους πολυάριθμους Ισραηλινούς γλύπτες αξίζει να αναφερθούν οι Μπούκι Σβάρτς, Δαβίδ Παλόμπο, Ιγκαέλ Τουμέρκιν και Μ. Κάντισμαν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου