18/7/09

Σύντομη εβραϊκή ιστορία

Η εγκατάσταση των Εβραίων στη Χαναάν
Η διείσδυση του εβραϊκού λαού στη Χαναάν, όπου ήταν εγκατεστημένοι δύο άλλοι λαοί, οι Αμορραίοι και οι Χαναναίοι, έγινε σε δύο κύματα: το πρώτο, που αναφέρεται στη Βίβλο με την ιστορία του Αβραάμ, ξεκίνησε από τη Μεσοποταμία περίπου τον 20ο αιώνα π.Χ. και το δεύτερο, που η Βίβλος περιγράφει ως επιστροφή στη Γη της Επαγγελίας από την Αίγυπτο, τον 15ο αιώνα π.Χ. Σύμφωνα με τη Βίβλο, κατά τη διάρκεια αυτού του ταξιδιού οι 12 φυλές πήραν από τον Μωυσή τις 10 εντολές και τις βάσεις της μονοθεϊστικής θρησκείας. Η θρησκεία αυτή εδραιώθηκε παράλληλα με τη μόνιμη εγκατάσταση του λαού και τη δημιουργία ενός ενιαίου μοναρχικού κράτους, έπειτα από μια σειρά από νίκες, αρχικά επί των Αμορραίων της Υπεριορδανίας και των Χαναναίων της Ιουδαίας και ύστερα επί των Μωαβιτών, των Ιδουμαίων και κυρίως επί των Φιλισταίων που ήρθαν από τη θάλασσα με όπλα από σίδερο (μέταλλο ακόμα άγνωστο στους Εβραίους). Κατά την περίοδο των Κριτών (13ος-11ος αιώνας π.Χ.), όπως ονομάζεται η περίοδος της εδαφικής εδραίωσης και των αγώνων με τους γειτονικούς λαούς, διακρίθηκαν ορισμένοι άτομα από τον λαό, που τιμήθηκαν ως λαϊκοί ήρωες.
Μετά τον πρώτο βασιλιά Σαούλ (1040-1000), ο πραγματικός θεμελιωτής του κράτους του Ισραήλ υπήρξε ο Δαβίδ (1000-961) ο οποίος, αφού πήρε την Ιερουσαλήμ από τους Ιεβουσαίους, την έκανε πρωτεύουσα και την εξωράισε κατασκευάζοντας κτίρια από ξύλο και πέτρα. Τον διαδέχτηκε ο γιος του, Σολομών, που βασίλεψε από το 961 έως το 922 π.Χ. Μετά το θάνατό του μια διάχυτη δυσαρέσκεια που οφειλόταν στα μεγάλα έξοδα για δημόσια έργα και στην ανεκτικότητα προς τις ξένες λατρείες που έφεραν οι σύζυγοι του Σολομώντα, είχε ως αποτέλεσμα να χωριστεί το κράτος σε δύο βασίλεια: στο βασίλειο του Ισραήλ στο Βορρά, με πρωτεύουσα τη Συχέμ (ύστερα τη Θιρσά και, τέλος, τη Σαμάρεια), που το αποτελούσαν δέκα φυλές, και στο βασίλειο του Ιούδα στα Νότια, που το αποτελούσαν οι φυλές του Ιούδα και του Βενιαμίν, με πρωτεύουσα την Ιερουσαλήμ. Διαιρεμένα κι εξασθενημένα από βίαιες συγκρούσεις, τα δύο βασίλεια καταλείφθηκαν από τους Ασσύριους και τους Βαβυλώνιους, αντίστοιχα.
Με τον Αμρί (884-873 π.Χ.), ιδρυτή της πόλης Σαμάρειας, το Ισραήλ ανέκτησε μέρος της παλιάς ισχύος του, όμως απειλήθηκε όταν ο διάδοχός του, Αχαάβ (873-851 π.Χ.), προσπάθησε να επιβάλει τη λατρεία του Τύριου θεού Βάαλ. Με τον Ιηού (842-835 π.Χ.) αποκαταστάθηκε η λατρεία του ΓΧΒΧ. Με τον θάνατο του βασιλιά Ιεροβοάμ Β' (773 π.Χ.), το Ισραήλ περιήλθε στην κατοχή των Ασσυρίων, υπό τον Τιγλάθ Πιλάσαρ Γ' (745-727 π.Χ.). Μετά το θάνατο του τελευταίου βασιλιά της Σαμάρειας, ο Ωσηέ (732-724 π.Χ.) προσπάθησε να υποκινήσει εξέγερση με τη βοήθεια της Αιγύπτου, αλλά ηττήθηκε από τον Ασσύριο βασιλιά Σαλμανάσαρ Ε', ο οποίος κατέστρεψε τη Σαμάρεια και εκτόπισε (722 π.Χ.) τους κατοίκους της.
Μεγαλύτερη ζωή είχε το βασίλειο του Ιούδα, το οποίο με τους πρώτους απογόνους του Δαβίδ ισχυροποίησε τη θρησκευτική τάξη του Ναού και της Ιερουσαλήμ. Το 733 π.Χ. ο Άχαζ αναγκάστηκε να υποταχθεί στον Τιγλάθ Πιλάσαρ Γ', αλλά ο γιος του Εζεκίας (725-693 π.Χ.) κατόρθωσε, συμμαχώντας με τους Βαβυλώνιους, να κρατήσει μακριά τους Ασσύριους που πολιορκούσαν μάταια την Ιερουσαλήμ. Όμως η κατάρρευση της ασσυριακής ισχύος είχε σαν αποτέλεσμα να περιέλθει η Ιουδαία στη Βαβυλωνιακή σφαίρα επιρροής. Αφού εξεγέρθηκε εναντίον της Βαβυλώνας το 597 π.Χ. και ξανά το 587 π.Χ., η Ιερουσαλήμ πολιορκήθηκε και καταστράφηκε και ο πληθυσμός εκτοπίστηκε.

Περσική και ελληνιστική κυριαρχία
Όταν ο Κύρος ο Μέγας κατέκτησε τη Βαβυλωνιακή αυτοκρατορία (539 π.Χ.), επέτρεψε στους Εβραίους να επιστρέψουν στη γη τους και να ανοικοδομήσουν τον Ναό της Ιερουσαλήμ, η οποία έγινε ξανά σπουδαίο θρησκευτικό κέντρο. Επί της βασιλείας του Αρταξέρξη Α' επέστρεψαν άλλες δύο ομάδες Εβραίων, αλλά η πολιτική ζωή του Ισραήλ ως κράτους δεν αναζωπυρώθηκε και η Ιερουσαλήμ παρέμεινε κυρίως θρησκευτικό κέντρο. Άλλωστε, λίγα πράγματα είναι γνωστά για την ιστορία της σε εκείνους τους αιώνες.
Όταν ο Δαρείος Γ', ο τελευταίος Αχαιμενίδης βασιλιάς της Περσίας, ηττήθηκε στη μάχη της Ισσού (333 π.Χ.), ο Μέγας Αλέξανδρος κατέβηκε μέσω της Φοινίκης και της Ιουδαίας προς την Αίγυπτο, όπου ίδρυσε την Αλεξάνδρεια, προσελκύοντας εκεί μια ρωμαλέα εβραϊκή κοινότητα, ολοένα και πιο ανοιχτή στην ελληνική παιδεία. Το 250 π.Χ. μεταφράστηκε στα ελληνικά η Τορά (Πεντάτευχος) και στη συνέχεια, χάρη στον Πτολεμαίο Β', ολόκληρη η Βίβλος (μετάφραση των Εβδομήκοντα ή Ο'). Ελάχιστα εξελληνισμένη ήταν αντίθετα, η Ιερουσαλήμ, που εξακολουθούσε να είναι το θρησκευτικό κέντρο του εβραϊκού κόσμου. Όταν όμως το 198 π.Χ. η Ιουδαία περιήλθε στην κυριαρχία των Πτολεμαίων και των Σελευκιδών, η πόλη υπέστη βαθιές μετατροπές, κυρίως όταν ήταν αρχιερέας ο Ιάσονας. Ο Ιάσων εκδιώχθηκε από τον Σελευκίδη Αντίοχο Δ', ο οποίος κατέλαβε την Ιερουσαλήμ, λεηλάτησε τον Ναό και γκρέμισε τα τείχη (168 π.Χ.). Ακολούθησε βίαιος εξελληνισμός της πόλης και απαγορεύτηκε κάθε μορφή εβραϊκής λατρείας.
Η αναπόφευκτη αντίδραση ξέσπασε σε μια εξέγερση οργανωμένη από έναν ιερέα, τον Ματταθία, ένας από τους γιους του οποίου, ο Ιούδας ο επονομαζόμενος Μακκαβαίος, κατάφερε να νικήσει τον Αντίοχο και να ανακαταλάβει την Ιερουσαλήμ. Ο Ναός αποκαταστάθηκε και αφιερώθηκε ξανά στον ΓΧΒΧ στις 25 Δεκεμβρίου του 164 π.Χ. Όμως, οι αγώνες ανάμεσα στους εθνικιστές και στους ελληνιστές συνεχίζονταν και ο Ιούδας σκέφτηκε να ζητήσει την προστασία της Ρώμης. Μετά το θάνατό του σε μάχη (160 π.Χ.), ο αδελφός του, Ιωνάθαν, ανανέωσε πάλι τη φιλία με τη Ρώμη για να προστατευθεί από τους Σελευκίδες, αλλά σκοτώθηκε κι αυτός. Από τους αδελφούς Μακκαβαίους έμεινε μόνο ο Σίμων. Αναγνωρίστηκε πάλι βασιλιάς ο Δημήτριος Β', ο οποίος το 142 π.Χ. παραχώρησε ελευθερία στην Ιερουσαλήμ, απαλλάσσοντάς την από τους φόρους.

Το βασίλειο των Ασμοναίων και η κυριαρχία της Ρώμης
Με τον Σίμωνα Α', που εξελέγη αρχιερέας από μια λαϊκή συνέλευση, αρχίζει η λεγόμενη δυναστεία των Ασμοναίων, η οποία υπό τον Ιωάννη Υρκανό Α' (135-104 π.Χ.) επεξέτεινε τα σύνορα του κράτους με μια σειρά από κατακτήσεις στην Υπεριορδανία και στη Σαμάρεια. Τον Ιωάννη Υρκανό διαδέχτηκε για ένα χρόνο ο γιος του, Ιούδας Αριστόβουλος Α', και ύστερα ο αδελφός του, Αλέξανδρος Ιανναίος (103-78 π.Χ.), ο πρώτος της δυναστείας που πήρε τον τίτλο του βασιλιά. Η δυναστεία πολέμησε για μεγάλο διάστημα εναντίον των Φιλισταίων, καταλαμβάνοντας τα Γάδαρα, τη Ράφεια (Ραφία) και τη Γάζα. Στους εσωτερικούς αγώνες αναδείχθηκε μια οικογένεια Ιδουμαίων (που μόλις είχαν προσηλυτιστεί στη θρησκεία και προσαρτηθεί στο κράτος του Ισραήλ), η οποία υπό την ηγεσία του Αντίπατρου απ’ την Ιδουμαία εκμεταλλεύτηκε τον ανταγωνισμό μεταξύ Ασμοναίων, Αριστόβουλου Α' και Υρκανού Β', συμμαχώντας με τον τελευταίο. Όταν ο Πομπήιος, αφού κατέκτησε τη Συρία (64 π.Χ.), πολιόρκησε την Ιερουσαλήμ, η πλειονότητα του πληθυσμού άνοιξε τις πύλες στους Ρωμαίους. Μόνο οι οπαδοί του Αριστόβουλου οχυρώθηκαν στο Ναό, που κυριεύθηκε ύστερα από πολιορκία 3 μηνών. Στη σφαγή που ακολούθησε, πήραν μέρος και οι οπαδοί του Υρκανού, ο οποίος ονομάστηκε από τον Πομπήιο αρχιερέας και εθνάρχης ενός εδάφους πολύ περιορισμένου σε σχέση με το παρελθόν, προσαρτημένου στη νέα ρωμαϊκή επαρχία της Συρίας.
Το 56 π.Χ. ο Αριστόβουλος και ο γιος του, Αλέξανδρος, αφού δραπέτευσαν από τη Ρώμη, προσπάθησαν μάταια να προκαλέσουν εξέγερση στην Ιουδαία. Κατά τον εμφύλιο πόλεμο υποστήριξαν τον Καίσαρα, αλλά δολοφονήθηκαν από τους οπαδούς του Πομπήιου. Όταν ο Ιούλιος Καίσαρας νίκησε τον Πομπήιο, εδραίωσε τον Υρκανό Β' ως μέγα αρχιερέα και εθνάρχη, διορίζοντας αντίθετα επιμελητή της Ιουδαίας τον Αντίπατρο, που ανέθεσε τη διοίκηση στους γιους του, Φασαήλ (Ιερουσαλήμ) και Ηρώδη (Γαλιλαία). Μετά το θάνατο του Καίσαρα (44 π.Χ.) ο επιζών γιος του Αριστόβουλου, Αντίγονος, προσπάθησε να αναλάβει ξανά την εξουσία αλλά μετά τη μάχη των Φιλίππων (42 π.Χ.) ο Μάρκος Αντώνιος διόρισε τον Ηρώδη και τον Φασαήλ τετράρχες της Ιουδαίας. Ο Αντίγονος συμμάχησε τότε με τους Πάρθους, οι οποίοι εισέβαλαν στη Συρία και στην Ιουδαία, κατορθώνοντας έτσι να γίνει αρχιερέας και βασιλιάς των Ιουδαίων. Εξέδωσε νομίσματα που έφεραν στα ελληνικά το όνομά του και τον τίτλο του, και στην άλλη όψη το ιουδαϊκό του όνομα Ματταθίας και τον τίτλο μέγας αρχιερέας στην εβραϊκή γλώσσα. Υπήρξε ο τελευταίος των Ασμοναίων, γιατί ο Ηρώδης πήρε ξανά από τους Ρωμαίους, που είχαν απωθήσει τους Πάρθους, τον τίτλο του βασιλιά της Ιουδαίας και αποκεφάλισε τον Αντίγονο στην Αντιόχεια.
Ο Ηρώδης ο Μέγας (37 π.Χ. - 4 μ.Χ.) διατηρήθηκε στην εξουσία χάρη στη σταθερή υποστήριξη της Ρώμης. Έδωσε ελληνιστικό χαρακτήρα στην Ιερουσαλήμ, ανοικοδόμησε τη Σαμάρεια (που ονομάστηκε Σεβάστεια προς τιμή του Αυγούστου) και ίδρυσε στην ακτή τη μελλοντική πρωτεύουσα της ρωμαϊκής Ιουδαίας, την Turris Stratonis (Πύργος Στράτωνος) ή Καισάρεια. Μετά τον θάνατό του, ενώ ο κληρονόμος του Αρχέλαος βρισκόταν στη Ρώμη, ξέσπασαν εναντίον της δυναστείας και των Ρωμαίων ταραχές που οδήγησαν τον Αύγουστο να διαιρέσει το βασίλειο σε τρία διαμερίσματα: το πρώτο, που περιλάμβανε την Ιουδαία, τη Σαμάρεια και την Ιδουμαία, δόθηκε στον Αρχέλαο, ενώ οι αδελφοί του, Ηρώδης Αντύπας και Φίλιππος, πήραν αντίστοιχα τη Γαλιλαία και τη ΒΑ ζώνη. Όταν καθαιρέθηκε ο Αρχέλαος, το 6 μ.Χ., εξαιτίας των δυσαρεσκειών που είχε προκαλέσει ανάμεσα στους ίδιους τους Εβραίους, το έδαφός του αποτέλεσε μέρος της ρωμαϊκής επαρχίας της Συρίας. Το διαμέρισμα του Φιλίππου προσαρτήθηκε στη Συρία μετά το θάνατό του (34). Ο Ηρώδης Αντύπας, που κυβέρνησε έως το 37 μ.Χ., ίδρυσε την Τιβεριάδα, που έγινε πρωτεύουσα της Γαλιλαίας. Αυτός είναι ο Ηρώδης που διέταξε τον αποκεφαλισμό του Ιωάννη του Βαπτιστή και έστειλε τον Ιησού στον Πιλάτο. Ο Πόντιος Πιλάτος ήταν ανθύπατος του Τιβέριου και η παρουσία του στην Ιουδαία κατά τα χρόνια 26036 μ.Χ. επιβεβαιώνεται και από μια επιτύμβια πλάκα που βρέθηκε στην Καισάρεια το 1961. Άλλα αξιοσημείωτα γεγονότα διαδραματίστηκαν κατά τη διάρκεια της αυτοκρατορίας του Καλιγούλα: οι εξεγέρσεις των Εβραίων της Αλεξάνδρειας εναντίον του αυτοκράτορα και η άνοδος του Ηρώδη Αγρίππα, ενός από τους εκρωμαϊσμένους ανιψιούς του Ηρώδη του Μεγάλου, ο οποίος πήρε από τον Καλιγούλα τη διακυβέρνηση της τετραρχίας του Φιλίππου (37). Ο Ηρώδης Αγρίππας κατόρθωσε να ανοικοδομήσει το βασίλειο του Ηρώδη του Μεγάλου παίρνοντας από τον αυτοκράτορα Κλαύδιο το 39 την τετραρχία του Ηρώδη Αντύπα και το 41 την Ιουδαία και τη Σαμάρεια. Κυβέρνησε με τον τίτλο του βασιλιά έως το θάνατό του (44). Προσπάθησε να κερδίσει τη συμπάθεια των Εβραίων με την τήρηση των τελετουργικών κανόνων και την καταδίωξη της μεσσιανικής κοινότητας της Ιερουσαλήμ. Τον διαδέχθηκε ο γιος του, Ηρώδης Αγρίππας Β', που βασίλεψε επί μισό περίπου αιώνα, μένοντας πιστός στη Ρώμη ακόμα και κατά τη διάρκεια της εβραϊκής εξέγερσης (66), που τερματίστηκε με την καταστροφή της Ιερουσαλήμ (70).
Όταν απέτυχε μια ειρηνευτική προσπάθεια του Αγρίππα Β', ξέσπασε εμφύλιος πόλεμος ανάμεσα στα στρατεύματά του και στους ζηλωτές, όπως ονομάστηκαν οι εξτρεμιστικές φατρίες των πολιτών της Ιερουσαλήμ, σε αντίθεση με τις μετριοπαθείς ή τις καθαρά φιλοχρήματες. Ο Νέρων αποφάσισε (67) να στείλει στην Ιουδαία τον Τίτο Φλάβιο Βεσπασιανό, ο οποίος συνοδευόμενος από το γιο του Τίτο και από διάφορους συμμάχους, ανάμεσα στους οποίους ο Αγρίππας Β', βάδισε κατά της Ιουδαίας, κυρίευσε ύστερα από μακρά πολιορκία την πόλη Ιωτάπατα και κατέλαβε τα επαναστατημένα κέντρα της Σαμάρειας και της Γαλιλαίας. Το 68 ο Βεσπασιανός κατέλαβε σχεδόν όλες τις περιοχές γύρω από την Ιερουσαλήμ, όπου εξακολουθούσε να μαίνεται ο εμφύλιος πόλεμος ανάμεσα σε ζηλωτές και μετριοπαθείς. Τότε έφτασε η είδηση του θανάτου του Νέρωνα. Ο Βεσπασιανός ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας τον Ιούλιο του 69 και τη συνέχιση του πολέμου ανέλαβε ο γιος του, Τίτος, ο οποίος πολιόρκησε την Ιερουσαλήμ αφού προσπάθησε μάταια να καταλήξει σε κάποιον συμβιβασμό. Αφού κατάφεραν να περάσουν τα τείχη, οι Ρωμαίοι δέχτηκαν σοβαρές αντεπιθέσεις από μέρους των πολιορκημένων, τους οποίους απομόνωσαν τελείως κόβοντας κάθε επαφή με το εξωτερικό. Παρόλο που οι πολιορκημένοι άρχισαν να πεθαίνουν από την πείνα κατά χιλιάδες, οι ζηλωτές αντιστάθηκαν όσο μπορούσαν. Τέλος, έπεσε το οχυρό Αντωνία που είχε κατασκευαστεί από τον Ηρώδη τον Μέγα και οι στρατιώτες του Τίτου, αφού μπήκαν στην πόλη, πολιόρκησαν τον Ναό, τον οποίον κυρίευσαν το 70. Παρά τις αντίθετες διαταγές του Τίτου, ο Ναός πυρπολήθηκε και λεηλατήθηκε και η πόλη ισοπεδώθηκε και μετατράπηκε σε στρατόπεδο.
Η Ιουδαία, η οποία λεγόταν και Συρία Παλαιστίνη, μετατράπηκε έτσι σε μια επαρχία την οποία κυβερνούσαν οι λεγάτοι, δηλαδή στρατιωτικοί διοικητές στους οποίους υπαγόταν ένας επίτροπος. Ύστερα από περίπου 40 χρόνια, και η Παλαιστίνη ενεπλάκη στην ιουδαϊκή εξέγερση, η οποία το 116 επεκτάθηκε από την Κυρήνη και από την Αλεξάνδρεια έως τη Συρία και τη Μεσοποταμία, και πιο άμεσα στην εξέγερση που ξέσπασε το 132 μετά την επίσκεψη του αυτοκράτορα Αδριανού και την απόφασή του να μετατρέψει την Ιερουσαλήμ σε πόλη ελληνιστικού χαρακτήρα με την ονομασία Αιλία Καπιτωλίνα. Η εξέγερση είχε ηγέτη τον Σίμωνα Μπαρ Κοχμπά, στο τέλος όμως η Ιερουσαλήμ υποχώρησε. Οι Ρωμαίοι επικράτησαν και, αφού δικάστηκαν οι πρωταίτιοι της εξέγερσης, δεκάδες χιλιάδες Εβραίοι εκτοπίστηκαν ή πουλήθηκαν σκλάβοι και απαγορεύτηκε σε κάθε Εβραίο να πατήσει το πόδι του στην καινούργια πόλη που ιδρύθηκε στα ερείπια της Ιερουσαλήμ.

Η αραβική κυριαρχία και η τουρκική εισβολή
Στη νέα διοικητική διαίρεση του ρωμαϊκού κράτους που πραγματοποίησε ο Διοκλητιανός, η Ιουδαία αποτέλεσε μέρος της δεύτερης διοίκησης, η οποία ονομάστηκε Παλαιστίνη της Ανατολής. Αργότερα διαιρέθηκε στην κατεξοχήν Παλαιστίνη (το κεντρικό τμήμα, περίπου από την Καισάρεια έως τη Γάζα), στη Σώτειρα Παλαιστίνη (νότιο τμήμα), ενώ οι βόρειες ζώνες προσαρτήθηκαν στη Φοινίκη. Ενώ η Καισάρεια αποκτούσε σπουδαιότητα ως πρωτεύουσα της ρωμαϊκής Παλαιστίνης, ο Μέγας Κωνσταντίνος, ο οποίος το 326 διέταξε την αποκατάσταση των τόπων της σταύρωσης και της ταφής του Χριστού, κατέστησε την Ιερουσαλήμ ένα από τα σπουδαιότερα κέντρα της χριστιανοσύνης (με πολλούς ναούς) και τόπο προσκυνήματος. Η αναγέννηση της πόλης διακόπηκε ωστόσο το 614, όταν την κατέλαβαν οι Πέρσες, καταστρέφοντας - μεταξύ άλλων - και τον ναό του Παναγίου Τάφου. Λίγα χρόνια μετά την εκδίωξη των Περσών από τον Βυζαντινό αυτοκράτορα Ηράκλειο (629), ήρθε η σειρά των Αράβων, που κυρίευσαν την πόλη το 637, ύστερα από πολιορκία 2 ετών. Παρά τη θρησκευτική ανοχή που έδειξαν οι νέοι κατακτητές, η αραβική κατάκτηση είχε μεγάλη επίδραση, καθώς οδήγησε σε έναν προοδευτικό εξαραβισμό του πληθυσμού.
Η Ιουδαία κατελήφθη το 969 από του Φατιμίδες χαλίφες που προέρχονταν από τη βόρεια Αφρική, οι οποίοι στο σύνολό τους εξακολούθησαν την πολιτική ανοχής προς τους Χριστιανούς. Τελείως διαφορετική όμως υπήρξε η συμπεριφορά των Σελτζουκιδών που συμπλήρωσαν την κατάληψη της χώρας το 1076. Την εποχή εκείνη, οι χριστιανοί ηγεμόνες της Δύσης άρχισαν τις Σταυροφορίες. Η πρώτη από αυτές (1096-99), με ηγέτη τον Φράγκο ευγενή Γοδεφρείδο του Μπουγιόν, οδήγησε στη δημιουργία του λατινικού βασιλείου της Ιερουσαλήμ που ανατράπηκε το 1187 από τα στρατεύματα του σουλτάνου Σάλαχ ελ Ντιν (Σαλαντίν). Ακολούθησε η δεύτερη (1147-49), την οποία κήρυξε ο Ευγένιος Γ' με επακόλουθο τη λεηλασία των Βυζαντινών επαρχιών, την ανακατάληψη του πριγκιπάτου της Αντιόχειας από τους Τούρκους και τη συντριβή του βασιλιά της Ιερουσαλήμ Γουίδονα Λουζινιάν. Η τρίτη (1189-92) ξεκίνησε με την κατάληψη της Άκρα. Η τέταρτη (1204-4), την οποία κήρυξε ο πάπας Ιννοκέντιος Γ' για την ανακατάληψη της Ιερουσαλήμ, άλλαξε στόχο και επιδίωξε την κατάλυση της αυτοκρατορίας της Κωνσταντινούπολης. Στην πέμπτη (1217-21), που κήρυξε ο Ονώριος Γ', επιχειρήθηκε χωρίς επιτυχία η ανάκτηση της Άκρα. Στην έκτη (1228-29) έγινε η παραχώρηση της Ιερουσαλήμ από τον σουλτάνο Μαλίκ αλ Καμίλ στον Φρειδερίκο Β', όπου και στέφθηκε βασιλιάς στο ναό του Παναγίου Τάφου. Το 1244 η Ιερουσαλήμ έπεσε στα χέρια των Τούρκων και δεν ανακτήθηκε πια. Δύο νέες αποτυχημένες εκστρατείες των Δυτικών (1248-54 και 1270) απέφεραν στους Τούρκους (Μαμελούκους) τις πόλεις Άκρα, Τύρο, Σιδώνα, Βηρυτό. Το 1291 οι Μαμελούκοι έδιωξαν τους Χριστιανούς από το τελευταίο προπύργιό τους στην Ιουδαία, τον Άγιο Ιωάννη της Άκρα, και το 1516 η χώρα κατελήφθη από τους Οθωμανούς.

Η γένεση και η ανάπτυξη του Σιωνισμού
Η προσπάθεια ανακατάληψης της Παλαιστίνης που έγινε το 1799 από τον Ναπολέοντα Βοναπάρτη απέτυχε χάρη στην αντίσταση των Βρετανών, οι οποίοι επίσης αντιτάχθηκαν στην αποστολή του κυβερνήτη της Αιγύπτου, Μοχάμεντ Άλι (1831), αναγκάζοντάς τον να επιστρέψει τη χώρα στους Τούρκους (1840). Κατά τα μέσα του 19ου αιώνα, υπό την πίεση του αντισημιτισμού που ήταν διαδεδομένος στην Ευρώπη, οι Εβραίοι άρχισαν να κυριεύονται από την ιδέα ότι ήταν ίσως ευκαιρία να εγκατασταθούν στην Παλαιστίνη. Στη Βρετανία, στη Γαλλία και στη Ρωσία αναπτύχθηκαν πρωτοβουλίες για τον αποικισμό της Παλαιστίνης. Στη Ρισών Λε Σιών ιδρύθηκε η πρώτη αποικία μεταναστών οργανωμένη από την εταιρεία Φίλοι της Σιών (1885) του Ρωσοεβραίου Λέοντα Πίνσκερ. Παράλληλα με αυτές τις πρωτοβουλίες, εδραιωνόταν η σιωνιστική ιδεολογία που αναζητούσε μια πατρίδα για το εβραϊκό έθνος. Το ιδανικό αυτό ενσαρκώθηκε στο πρόσωπο του Τέοντορ Χερτσλ (1860-1904) ο οποίος παρά την αντίθεση σημαντικής μερίδας της διεθνούς εβραϊκής κοινότητας, προσπάθησε μάταια να εξασφαλίσει, μεταξύ 1898 και 1903, την οθωμανική άδεια να ιδρύσει στην Παλαιστίνη μια εθνική έδρα νόμιμα αναγνωρισμένη.
Μετά το θάνατο του Χερτσλ νέες διαφωνίες εκδηλώθηκαν ανάμεσα στους λεγόμενους πολιτικούς σιωνιστές, οι οποίοι υποστήριζαν το άκαιρο της ανάληψης αποικιστικής δραστηριότητας πριν την εξασφάλιση συγκεκριμένων πολιτικών εγγυήσεων, και στους πρακτικούς σιωνιστές, που στήριζαν το πρόγραμμά τους σε μια αργή διείσδυση στην Παλαιστίνη. Επικράτησε η δεύτερη άποψη και, χάρη στη μεταφορά μικρών πληθυσμιακών ομάδων, ο εβραϊκός πληθυσμός στην Παλαιστίνη έφτασε το 1919 να αριθμεί περίπου 90.000 άτομα.
Κατά τον Α' Παγκόσμιο πόλεμο, προσπαθώντας να εξεγείρει του Άραβες εναντίον της Τουρκίας, η Βρετανική κυβέρνηση έδωσε στον εμίρη της Μέκκας, Χουσεΐν, υποσχέσεις ανεξαρτησίας που δεν καθόριζαν ρητά τη μελλοντική διευθέτηση της Παλαιστίνης. Ταυτόχρονα, μια ομάδα Εβραίων, ανάμεσα στους οποίους και ο Χαΐμ Βάιτσμαν, προβλέποντας τη συμμαχική νίκη, είχε αρχίσει να διαπραγματεύεται για την εγκατάσταση στην Παλαιστίνη. Τα αιτήματα αυτά απορρίφθηκαν από τη ρωσική και τη γαλλική κυβέρνηση, αλλά στις 2 Νοεμβρίου 1917 ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών Τζέιμς Άρθουρ Μπάλφουρ ανακοίνωσε την περίφημη διακήρυξη σύμφωνα με την οποία η Βρετανία ευνοούσε την ίδρυση στην Παλαιστίνη μιας εθνικής έδρας (National Home) για τον εβραϊκό λαό, χωρίς προκαταλήψεις για τα πολιτικά και θρησκευτικά δικαιώματα των μη εβραϊκών κοινοτήτων που υπήρχαν στην Παλαιστίνη.

Η διακήρυξη του Μπάλφουρ και η βρετανική εντολή
Τον Απρίλιο του 1920 η διάσκεψη του Σαν Ρέμο αποφάσισε ότι η Παλαιστίνη έπρεπε να διοικείται από βρετανική εντολή και ότι στη συνθήκη ειρήνης με την Τουρκία (που υπογράφηκε στη συνέχεια στις Σέβρες, αλλά δεν επικυρώθηκε από το τουρκικό κοινοβούλιο) θα παρεμβαλλόταν η διακήρυξη Μπάλφουρ. Πριν όμως επικυρωθεί η εντολή από την Κοινωνία των Εθνών (24 Ιουλίου 1922) ξέσπασαν στην Παλαιστίνη πυρκαγιές που έφεραν στο φως τις δυσκολίες συμβίωσης Αράβων και Εβραίων. Οι Εβραίοι ερμήνευσαν τη διακήρυξη Μπάλφουρ ως αναγνώριση του δικαιώματος να ιδρύσουν κράτος στην Παλαιστίνη, ενώ οι Άραβες διεκδικούσαν την κατοχή ενός εδάφους στο οποίο αντιπροσώπευαν το 90% του πληθυσμού. Αν και τα πρώτα χρόνια της Βρετανικής εντολής το μεταναστευτικό ρεύμα υπήρξε μάλλον περιορισμένο, οι Εβραίοι κατάφεραν να εκμεταλλευτούν με υδροηλεκτρικούς σταθμούς τα νερά το Ιορδάνη και έδωσαν αξιοσημείωτη ώθηση στη γεωργία, ιδρύοντας μια σειρά από γεωργικές εγκαταστάσεις κολεκτιβιστικού ή συνεταιριστικού χαρακτήρα (κιμπούτς και μοσάβ). Το 1928-29 ξέσπασαν μεγάλες ταραχές ανάμεσα σε σιωνιστές και ντόπιους Άραβες, οι οποίες έγιναν πιο σοβαρές από τη βρετανική αποικιακή παρουσία, αλλά μετά την άνοδο στην εξουσία της Γερμανίας του Χίτλερ (1933) η εβραϊκή μετανάστευση έγινε και πάλι μαζική. Συνολικά, από το 1919 έως το 1939 μετανάστευσαν στην Παλαιστίνη περίπου 350.000 Εβραίοι και το ποσοστό τους στον πληθυσμό ανέβηκε στο 30%. Η ένταση που ακολούθησε είχε αποτέλεσμα έναν πραγματικό ανταρτοπόλεμο.
Μια βρετανική εξεταστική επιτροπή, με πρόεδρο τον λόρδο Ρόμπερτ Πιλ, παρουσίασε τον Ιούλιο του 1937 μια αναφορά η οποία, αφού επισήμανε την αδυναμία συνέχισης της εντολής, πρότεινε να χωριστεί η Παλαιστίνη σε δύο ανεξάρτητα κράτη, ένα αραβικό και ένα εβραϊκό, χωρισμένα από μια ζώνη διοικούμενη από το Λονδίνο, η οποία θα περιλάμβανε την Ιερουσαλήμ και το λιμάνι της Γιάφα. Το σχέδιο αυτό δεν έγινε δεκτό ούτε από τους Άραβες ούτε από τους Εβραίους, και τις παραμονές του Β' Παγκοσμίου πολέμου η Βρετανία περιόρισε δραστικά το ποσοστό μετανάστευσης των Εβραίων και το δικαίωμά τους να αποκτούν εδάφη στην Παλαιστίνη. Οι σιωνιστές δημιούργησαν τότε μια κρυφή στρατιωτική οργάνωση, τη Χαγκανά, στην οποία πήραν μέρος ομάδες ανταρτών, ενώ οι Άραβες παρέμειναν ανοργάνωτοι. Στο τέλος του Β' Παγκοσμίου πολέμου οι σιωνιστικές στρατιωτικές δυνάμεις, που είχαν λάβει μέρος σε επιχειρήσεις εναντίον του γαλλικού καθεστώτος του Βισύ, στη Συρία, άρχισαν ανταρτοπόλεμο κατά των βρετανικών αρχών.
Αφού απέτυχε κάθε σχέδιο διαμελισμού, η Βρετανία αποφάσισε (1947) να φέρει το πρόβλημα της Παλαιστίνης (όπου συνέχιζαν να εισρέουν Εβραίοι πρόσφυγες) στα Ηνωμένα Έθνη. Ειδική επιτροπή που διορίστηκε από τη γενική συνέλευση μελέτησε από κοντά την κατάσταση και πρότεινε είτε τη δημιουργία δύο κρατών, αραβικού και εβραϊκού, ανεξαρτήτων αλλά ενωμένων οικονομικά, είτε τη δημιουργία ενός ομόσπονδου κράτους. Εγκρίθηκε το πρώτο σχέδιο που προέβλεπε επίσης μια διεθνή ζώνη η οποία θα περιλάμβανε την Ιερουσαλήμ, υπό τον έλεγχο του ΟΗΕ.

Η δημιουργία του ισραηλινού κράτους και αραβοϊσραηλινοί πόλεμοι
Η απόφαση του ΟΗΕ (29 Νοεμβρίου 1947), την οποία δέχτηκαν ευνοϊκά οι σιωνιστές, προκάλεσε την αντίδραση των Αράβων που άρχισαν να προετοιμάζονται για πόλεμο. Η κατάσταση οξύνθηκε τόσο πολύ που η Βρετανία, υποστηριζόμενη από τις ΗΠΑ, προσπάθησε να αντικαταστήσει το σχέδιο του διαμελισμού με μια προσωρινή κηδεμονία του ΟΗΕ. Την ίδια μέρα της αποχώρησης των βρετανικών στρατευμάτων (14 Μαΐου 1948), η προσωρινή σιωνιστική κυβέρνηση που είχε εγκατασταθεί στην Παλαιστίνη με ηγέτη τον Νταβίντ Μπεν Γκουριόν ανακήρυξε την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ, εναντίον του οποίου κινήθηκαν αμέσως τα αραβικά στρατεύματα, ενώ περίπου 750.000 Άραβες της Παλαιστίνης εγκατέλειπαν τα σπίτια τους. Οι δυνάμεις του κράτους του Ισραήλ (που αναγνωρίστηκε αμέσως τόσο από τις ΗΠΑ όσο και από τη Σοβιετική Ένωση) αντιστάθηκαν στις αραβικές επιθέσεις, κερδίζοντας ακόμα περισσότερο έδαφος. Στις 20 Μαΐου 1948 ο κόμης Φόλκε Μπερναντάτ, πρόεδρος του Σουηδικού Ερυθρού Σταυρού, διορίστηκε μεσολαβητής των Ηνωμένων Εθνών στην Παλαιστίνη. Κατόρθωσε να πετύχει σύντομες εκεχειρίες, αλλά μετά τη δολοφονία του (17 Σεπτεμβρίου) οι συγκρούσεις έγιναν σφοδρότερες. Η Δυτική Όχθη του Ιορδάνη κατελήφθη από την Αραβική Λεγεώνα του βασιλιά της Υπεριορδανίας, Αμπντουλάχ Α', ενώ η Αίγυπτος κατέλαβε τη λωρίδα της Γάζας. Στις 7 Ιανουαρίου 1949 έγινε ανακωχή, την οποία ακολούθησε εκεχειρία του Ισραήλ με όλες τις εμπόλεμες χώρες, με εξαίρεση το Ιράκ. Πιο συγκεκριμένα, στις 24 Φεβρουαρίου υπογράφηκε ανακωχή με την Αίγυπτο, στις 23 Μαρτίου με τον Λίβανο, στις 3 Απριλίου με την Ιορδανία και στις 20 Ιουλίου με τη Συρία. Άραβες και Εβραίοι αρνήθηκαν την πρόταση του ΟΗΕ για διεθνοποίηση της Ιερουσαλήμ και η πόλη παρέμεινε διαιρεμένη σε δύο τμήματα. Το ίδιο έτος, ο Χαΐμ Βάιτσμαν εξελέγη πρώτος πρόεδρος του κράτους του Ισραήλ.Η εκεχειρία παραβιάστηκε επανειλημμένα στα σύνορα με τη Συρία και την Ιορδανία. Οι δύο χώρες ήταν αντίθετες στα αρδευτικά έργα τα οποία είχε αναλάβει το Ισραήλ. Συγκρούσεις σημειώθηκαν επίσης στη λιβανική και στην αιγυπτιακή μεθόριο. Ένα σχέδιο ειρήνης που προτάθηκε το 1955 από τις ΗΠΑ δεν έγινε δεκτό από την Αίγυπτο, ενώ το Ισραήλ αρνήθηκε ένα αντίστοιχο βρετανικό σχέδιο προς όφελος των προσφύγων Αράβων. Το 1956 το Ισραήλ κατέλαβε τα εδάφη του Σινά μέχρι τη διώρυγα του Σουέζ. Οι γαλλοβρετανικές δυνάμεις επενέβηκαν με τη σειρά τους, με την πρόφαση να συμβιβάσουν τους αντιμαχόμενους, αλλά οι πιέσεις των ΗΠΑ και της Σοβιετικής Ένωσης ανάγκασαν τους Ισραηλινούς να υποχωρήσουν. Κατά μήκος των γραμμών της εκεχειρίας αναπτύχθηκε ένα απόσπασμα ειρηνευτικής δύναμης του ΟΗΕ και για 10 χρόνια οι θέσεις παρέμειναν αναλλοίωτες, ενώ η ενίσχυση του ανταγωνισμού ανάμεσα στους Άραβες επέτρεπε στο Ισραήλ να ασχοληθεί με την ανάπτυξή του και με την οικονομική διείσδυση, κυρίως στις αφρικανικές χώρες.

17/7/09

Η τέχνη στο Ισραήλ

Από την προϊστορία στην εποχή των βασιλιάδων
Στη νεολιθική εποχή χρονολογούνται τα αρχαιότερα στρώματα της οχυρωμένης πόλης της Ιεριχούς. Οι ανασκαφές των Γάλλων και των Ισραηλινών αρχαιολόγων στην Μπέερ Σεβά της Νεγκέβ έφεραν στο φως τελείως ιδιότυπες πλευρές της χαλκολιθικής εποχής (4500-3200 π.Χ.). Από τα πιο αντιπροσωπευτικά δείγματα είναι τα οστεοφυλάκια από τερακότα της Ασώρ (κοντά στο Τελ Αβίβ), υπό μορφή ορθογώνιου σπιτιού, διακοσμημένου με μέλη του ανθρώπινου σώματος.
Την εποχή του Χαλκού (3000-2000 π.Χ.) αναπτύχθηκε ο πολιτισμός των Χαναναίων, με τους οποίους συγκρούστηκαν οι Εβραίοι κατά την εισβολή τους. Η αρχαιότερη εποχή μαρτυρείται από τα ερείπια του λόφου Βεθ Γερά (στη ΝΔ όχθη της λίμνης Τιβεριάδας). Στη συνέχεια (2000-1500 π.Χ.), οπότε εισέβαλαν οι Υξώς και πραγματοποιήθηκαν οι μεταναστεύσεις των Εβραίων πατριαρχών, τερματίστηκε και η κατάκτηση της χώρας από την Αίγυπτο. Ανάμεσα στις οχυρωμένες πόλεις της Χαναάν, όπως η Γεζέρ, η Μεγιδδώ, η Ιεριχώ, εξέχουσα θέση είχε η Ασώρ, που έφτασε στο απόγειό της κατά την εποχή του Χαλκού. Η πόλη, που καταλήφθηκε και πυρπολήθηκε από τον Ιησού του Ναυή, ανοικοδομήθηκε πολλές φορές από τους Ισραηλινούς έως τους ελληνιστικούς χρόνους.
Ο πολιτισμός των πρώτων εβραϊκών πληθυσμών ήταν ο απλός πολιτισμός των νομαδικών λαών, αλλά μετά την κατάκτηση της Χαναάν και τους αγώνες με τους Φιλισταίους ακολούθησε ο εκλεπτυσμένος πολιτισμός της μοναρχικής περιόδου (της λεγόμενης εποχής των βασιλιάδων), ιδιαίτερα με τον Σολομώντα (10ος αιώνας π.Χ.). Η πρωτεύουσα Ιερουσαλήμ αναπτύχθηκε, χτίστηκε ο Ναός του Σολομώντα και τα ανάκτορα με πολλά χαναναϊκά και φοινικικά στοιχεία. Οικοδομήματα της εποχής του Σολομώντα με στρατηγικό χαρακτήρα βρίσκονται στη Μεγιδδώ και στην Ασώρ. Οι στάβλοι, με δυο σειρές πέτρινα υποστυλώματα, και τα μέγαρα στη Μεγιδδώ φανερώνουν εξελιγμένη οικοδομική τεχνική, φοινικικής επίδρασης. Αιγυπτιακή επίδραση, συχνά μέσω της φοινικικής, απαντά στους τάφους που είναι σκαμμένοι στους βράχους, την εποχή του Ιούδα, στην κοιλάδα των Κέδρων. Μεσοποταμιακά και χετιτικά στοιχεία διακρίνονται στα πολυάριθμα ανάγλυφα από ελεφαντόδοντο της Σαμάρειας και της Ασώρ.
Μετά το θάνατο του Σολομώντα το βασίλειο διαιρέθηκε στο βασίλειο του Ισραήλ, με πρωτεύουσα τη Σαμάρεια και σε εκείνο του Ιούδα με πρωτεύουσα την Ιερουσαλήμ, η οποία έμελλε να περιέλθει στην κυριαρχία των Βαβυλωνίων, οι οποίοι κατεδάφισαν τον Ναό. Με την κατάκτηση της Βαβυλώνας από τον Πέρση βασιλιά Κύρο, οι εκτοπισμένοι Εβραίοι απελευθερώθηκαν και επέστρεψαν στην Ιερουσαλήμ, όπου ανοικοδόμησαν τον Ναό και τα τείχη (οι εργασίες τέλειωσαν το 516 και το 445 π.Χ., αντίστοιχα).

Η ελληνιστική και ρωμαϊκή πολεοδομία
Την περσική κυριαρχία ακολούθησαν εκείνες των Πτολεμαίων και των Σελευκιδών, οι οποίες σηματοδότησαν την είσοδο του Ισραήλ στην ελληνιστική καλλιτεχνική τροχιά, της οποίας τα δυτικά χαρακτηριστικά τονίστηκαν ιδιαίτερα κατά την περίοδο της ρωμαϊκής κυριαρχίας (63 π.Χ. - 324 μ.Χ.).
Τη ρωμαϊκή επίδραση μαρτυρούν κυρίως τα επιβλητικά οικοδομήματα της εποχής του Ηρώδη του Μεγάλου. Αυτός περιέβαλε την Ιερουσαλήμ με τείχη και οχυρώσεις, ανοικοδόμησε τον Ναό και τα ανάκτορα μέσα σε μια οχυρωμένη ζώνη ελληνιστικής τεχνοτροπίας, εξαφανίζοντας ριζικά κάθε ίχνος των προγενέστερων κτιρίων. Ηρωδιανά οικοδομήματα υπάρχουν στη Χεβρώνα και τη Σαμάρεια, την οποία ο Ηρώδης μετονόμασε σε Σεβάστεια, και ιδιαίτερα αξιοσημείωτα στα φρούρια της Χορβώθ Μεζαδά, στη Νεκρά Θάλασσα. Στον Ηρώδη οφείλεται, επίσης, και η Καισάρεια Παλαιστίνης ή Παράλιος, που πήρε την ονομασία της προς τιμή του Καίσαρος Αυγούστου, με ένα μεγάλο τεχνητό λιμάνι στην ανοικτή ακτή, διακοσμημένο με κολοσσιαία αγάλματα, θέατρο και αμφιθέατρο. Η ταφική αρχιτεκτονική αντιπροσωπεύεται με μια σειρά τάφων στην κοιλάδα των Κέδρων και στην Ενόμ.
Η Ιερουσαλήμ, που καταστράφηκε από τον Τίτο μετά την εξέγερση του 70 μ.Χ., ανορθώθηκε, αλλά καταστράφηκε και πάλι το 135, την εποχή της δεύτερης εξέγερσης. Ο Αδριανός έχτισε στη θέση της τη νέα πόλη Αιλία Καπιτωλίνα, στην οποία απαγόρευσε την είσοδο σε όλους τους Ιουδαίους. Η πόλη είχε μια ωραία λεωφόρο με κίονες και τετραμέτωπες αψίδες στα σταυροδρόμια, στην αγορά και στους ναούς. Από τις άλλες ρωμαϊκές πόλεις της Παλαιστίνης δεν διατηρούνται πολλά μνημεία: στη Σαμάρεια, το μεγαλύτερο μέρος των ερειπίων των αρχαίων κτιρίων που σώζονται έως σήμερα ανήκει στην περίοδο από το 120 έως το 230 μ.Χ. Στην πόλη Ασκαλών (Ασκελόν), όπου μόνο κατά ένα μέρος έχουν γίνει ανασκαφές, βρέθηκαν γλυπτά και ανάγλυφα και ακόμα ένας τάφος με ζωγραφικές απεικονίσεις. Η Σκυθόπολη (Μπετ Σεάν Βεθσάν), που άκμασε ήδη κατά τους ελληνιστικούς χρόνους, έχει σπουδαία ρωμαϊκά μνημεία. Αξιοσημείωτες είναι εξάλλου, οι σαρκοφάγοι κλασικού τύπου, με ανάγλυφες μυθικές σκηνές, ιδιαίτερα στην Καισάρεια της Παλαιστίνης. Ύστερα από τις ήττες τους οι Εβραίοι της Παλαιστίνης συγκεντρώθηκαν στη Γαλιλαία, όπου, από τον 2ο αιώνα, ο συμβιβασμός με τη ρωμαϊκή κυβέρνηση έκανε δυνατή την ανοικοδόμηση μιας σειράς πέτρινων συναγωγών. Τυπική ήταν εκείνη της Καπερναούμ με την πρόσοψη στραμμένη προς την Ιερουσαλήμ.

Η χριστιανική τέχνη
Η διακόσμηση με ψηφιδωτά χρονολογείται από την εποχή του ραβίνου Αμπούν, τον 4ο αιώνα μ.Χ. Η περίοδος αυτή αντιστοιχεί στην ανακήρυξη της Παλαιστίνης σε Αγίους Τόπους, από τον Μέγα Κωνσταντίνο.
Από τον 4ο έως τα μέσα του 5ου αιώνα, στα ψηφιδωτά, χριστιανικά και εβραϊκά, επικρατούσε η γεωμετρική διακόσμηση ως αντίδραση των Χριστιανών στον χαρακτήρα των δαπέδων της αρχαιοελληνικής θρησκείας, με τις ψηφιδωτές απεικονίσεις. Το 427 εκδόθηκε το βυζαντινό αυτοκρατορικό διάταγμα που απαγόρευε την αναπαράσταση ιερών συμβόλων στα δάπεδα. Επιτρέπονταν οι αναπαραστάσεις του φυσικού κόσμου και σκηνών της καθημερινής ζωής, με βλαστούς κληματαριάς ως μοτίβο πλαισίου. Το στιλ αυτό τελειοποιήθηκε την εποχή του Ιουστινιανού και το σπουδαιότερο δείγμα είναι τα ψηφιδωτά με εργασίες των μηνών της μονής στην Μπετ Σεάν (553), την ακμάζουσα βυζαντινή Σκυθόπολη, που περιβαλλόταν με τείχος και έναν μεγάλο ναό (ροτόντα) στην κορυφή του τελ (λόφου). Τα δάπεδα με ψηφιδωτά των συναγωγών ακολουθούσαν διαφορετική τεχνοτροπία: οι Εβραίοι χρησιμοποιούσαν αναπαραστάσεις βιβλικών μορφών, σύμβολα και τελετουργικά αντικείμενα, εκτός από τα ειδωλολατρικά μοτίβα. Στα ψηφιδωτά του 6ου κι 7ου αιώνα τα απεικονιστικά στοιχεία τείνουν να εξαφανιστούν και περιορίζονται στην απεικόνιση της Κιβωτού της Διαθήκης, της επτάφωτης λυχνίας, λιονταριών ή άλλων ζώων.
Τα πιο ενδιαφέροντα παλαιοχριστιανική κτίρια της Παλαιστίνης, ανάμεσα στα οποία και οι Άγιοι Τόποι της Ιερουσαλήμ, περιλήφθηκαν στο κράτος της Ιορδανίας το 1948. Από το 1967, όμως, με τον πόλεμο των Έξι Ημερών, περιήλθαν στο ισραηλινό έδαφος. Σχεδόν όλοι οι αρχικοί ναοί έχουν μεταβληθεί σε ερείπια τεράστιου ιστορικού, θρησκευτικού και αρχαιολογικού ενδιαφέροντος, όπως στην περίπτωση του ναού του Ευαγγελισμού της Ναζαρέτ, σταυροειδούς τριαψιδωτού, από τον οποίο σώζονται μερικά κιονόκρανα ρομανικού-γαλλικού ρυθμού του 12ου αιώνα. Στην Ιερουσαλήμ του 5ου αιώνα υπήρχε ο ναός του Τάφου της Παρθένου, ο οποίος αποκαταστάθηκε κατά μεγάλο μέρος από τους Σταυροφόρους, και ο λεγόμενος ναός του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή. Στη Γαριζίμ, η οκτάγωνη βασιλική του 484, πρόδρομος του Τεμένους του Ομάρ, και στη Σηλώ δυο ναοί του 5ου-6ου αιώνα, ο ένας από τους οποίους διατηρεί ένα ψηφιδωτό με το παλιό ανατολικό μοτίβο ζώων πλάι σ’ ένα δέντρο. Καλά διατηρημένη, παρά τις επανειλημμένες επισκευές, είναι η ιουστινιάνεια βασιλική της Βηθλεέμ, η οποία ονομάζεται Χριστού Γέννησις, με πέντε κλίτη, τρίκογχο επιστέγασμα και ψηφιδωτά της εποχής των Σταυροφόρων.
Ιδιαίτερη μνεία αξίζουν οι πόλεις της ερήμου Νεγκέβ, όπως η Χορβώθ Χαλουζά, η Χορβώθ Αβεντάτ και η Χορβώθ Σίβτα (Σουμπέιτα), ιδιαίτερα οι δύο τελευταίες που ανασκάφηκαν και αποκαταστάθηκαν. Οι πόλεις αυτές ιδρύθηκαν τον 3ο-2ο αιώνα π.Χ. από τους Ναβαταίους, έναν αραβικό εμπορικό λαό, που είχε την πρωτεύουσά του στη μυθική Πέτρα (Ιορδανία).

Η ισλαμική τέχνη και τα μνημεία της εποχής των Σταυροφοριών
Μεταξύ 634 και 637, η Παλαιστίνη κυριεύθηκε από τους Άραβες, πρώτα από τους Ομεϊάδες χαλίφες, ύστερα από τους Αβασίδες και τους Φατιμίδες, και, τέλος, από τους Σελτζουκίδες, τον 11ο αιώνα. Ο χαλίφης Αμπντ ελ Μαλίκ (685-705) έκανε την Ιερουσαλήμ τόπο προσκυνήματος και για τον ισλαμικό κόσμο. Η Παλαιστίνη περιήλθε στους Σταυροφόρους, ιδιαίτερα στους Φράγκους, μεταξύ 1099 και 1187, έως την κατάληψή της δηλαδή από τον Σάλαχ ελ Ντιν (Σαλαδίνο), μετά την πτώση του λατινικού βασιλείου της Ιερουσαλήμ, και ξανά από το 1231 έως το 1291, δηλαδή έως την κατάκτησή της πρώτα από την αιγυπτιακή δυναστεία των Μαμελούκων και έπειτα (1516) από τους Τούρκους, υπό την κυριαρχία των οποίων έμεινε έως τις αρχές του 20ου αιώνα.
Ανάμεσα στα μεγάλα μνημεία της περιόδου των Ομεϊάδων εξέχουσα θέση κατέχει το Τέμενος (τζαμί) του Ομάρ στην Ιερουσαλήμ, που λέγεται και Τρούλος του Βράχου, γιατί είναι χτισμένο στον τόπο που υπήρχε ο κατεστραμμένος Ναός του Σολομώντα. Το τζαμί αυτό, που χτίστηκε κατά τα έτη 687-691 από τον χαλίφη Αμπντ εκ Μαλίκ, αντικατοπτρίζει την ελληνιστική-ρωμαϊκή και βυζαντινή επίδραση που παρατηρείται σε μεγάλο μέρος των δημιουργημάτων των Ομεϊάδων. Στον 8ο αιώνα χρονολογείται ο πυρήνας του συγκροτήματος που είναι γνωστό ως Λευκό Τζαμί, στη Ραμάλα, με πύργο του 1318, ο οποίος αποκαταστάθηκε πρόσφατα. Βαθιές μεταμορφώσεις έχει υποστεί το τζαμί Αλ Ακσά της Ιερουσαλήμ, αρχικά τζαμί της εποχής των Ομεϊάδων-Αβασιδών, που επισκευάστηκε το 780 σε σχέδιο με εγκάρσιο διάδρομο και 15 κλίτη, από τα οποία το κεντρικό, πιο πλατύ και ψηλό, καταλήγει σε τρούλο μπροστά στον σηκό της προσευχής.
Τα πιο ενδιαφέροντα λείψανα της περιόδου των Σταυροφοριών βρίσκονται στην Ιερουσαλήμ και είναι οι ναοί του Πανάγιου Τάφου (ο οποίος αποκαταστάθηκε σε μεγάλη έκταση κατά τα τελευταία 150 χρόνια), της Αγίας Άννας, του Τρούλου της Αναλήψεως και του Αγίου Ιακώβου, αρμενικού ρυθμού. Άλλα κτίσματα υπάρχουν στην Καισάρεια (τα τείχη του 12ου και 13ου αιώνα και ο καθεδρικός ναός με τρεις καμπυλόγραμμες αψίδες). Άλλα ακόμα υπάρχουν στον Άγιο Ιωάννη της Άκρας (κρύπτη και τραπεζαρία των Ιπποτών του Αγίου Ιωάννη, πύργος των Σταυροφόρων), στα κάστρα Μονφόρ και Σάφεντ, στο κάστρο των Ναϊτών, στον οκτάγωνο ναό της Ατλίτ και στον γαλλικό ναό της Αμπού Γκος του 12ου αιώνα. Όταν δεν καταστρέφονταν οι οχυρώσεις των Σταυροφόρων χρησιμοποιούνταν και μετατρέπονταν, ιδιαίτερα κατά την περίοδο της τουρκικής κυριαρχίας. Κατά την εφήμερη διάρκεια των κατακτήσεων των Σταυροφόρων εισήχθη ο γοτθικός ρυθμός στο παλαιστινιακό τοπίο, αλλά δεν αναπτύχθηκε. Ο εβραϊκός κόσμος υπέστη περισσότερο την επίδραση του ισλαμισμού.
Ανάμεσα στα πιο σημαντικά λείψανα της οθωμανικής-τουρκικής περιόδου είναι τα οικοδομήματα της Τιβεριάδας, στα οποία περιλαμβάνονται τα τείχη και το φρούριο του 18ου αιώνα και οι θέρμες του Ιμπραήμ πασά (19ος αιώνας) με θαυμάσιες μαρμάρινες επενδύσεις, τα οικοδομήματα του Αγίου Ιωάννη της Άκρα (Άκο), το τζαμί του Αχμέτ πασά ελ Γκαζάρ (1781), με μεγάλη αυλή, στοές και περιστύλιο, καθώς και η τουρκική συνοικία με μαυσωλεία, λουτρά, ο ναύσταθμος και η αγορά. Επίσης οι τουρκικές οχυρώσεις της Γιάφα και, τέλος, στην Ιερουσαλήμ, τα λαμπρά οικοδομήματα του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς, ιδιαίτερα η Κρήνη κοντά στην Τριπλή Πύλη (Μπαμπ Ιλ Τιλτίλα, 1537) και οι οχυρώσεις της ακρόπολης με την Πύλη της Δαμασκού (1532).

Η σύγχρονη τέχνη
Το κράτος του Ισραήλ είναι ακόμα πολύ νέο για να παρουσιάσει μια καθαρά εθνική σύγχρονη τέχνη, αλλά η τεράστια και γρήγορη ανάπτυξη της χώρας και η μεγάλη πνευματική κληρονομιά έχουν ήδη επηρεάσει τα καλλιτεχνικά επιτεύγματα του νεαρού κράτους, ιδιαίτερα στην αρχιτεκτονική. Στις αισθητικές αξίες επικρατεί η δυναμική πολεοδομία, βασικοί σταθμοί της οποίας είναι οι πρώτες γεωργικές αποικίες που δημιουργήθηκαν περίπου το 1870, κατά την οικοδόμηση του Τελ Αβίβ, της νέας Χάιφα, της σύγχρονης Ιερουσαλήμ, της προφυλακής της Μπέερ Σεβά και του λιμανιού της Ελάτ. Ύστερα από τις πρώτες απόπειρες επανάληψης σχημάτων που συνδέονταν αόριστα με την τοπική παράδοση, εισήχθη με τόλμη η νέα ευρωπαϊκή τεχνοτροπία, ήδη από το 1921, με τον αρχιτέκτονα Ρ. Κάουφμαν, σχεδιαστή της κυκλικής γεωργικής αποικίας της Ναχαλάλ, και με διάφορα κτίρια στη Χάιφα και στο Τελ Αβίβ. Την περίοδο 1934-41 κυριαρχούσε ο Ε. Μέντελσον. Δραστήριος σχεδιαστής μνημειακών έργων υπήρξε ο Αριέλ Σαρόν, ο οποίος εκπαιδεύτηκε στη σχολή Μπαουχάους, αλλά είχε επίσης την άμεση πρωτοποριακή εμπειρία των κιμπούτς. Εκτός από μερικές κατώτερες κατασκευές, που οφείλονταν στην εσπευσμένη οικοδομική ανάπτυξη, επικράτησαν υποδειγματικά έργα, όπως η αίθουσα συναυλιών Τσόρτσιλ στη Χάιφα (1959, αρχιτέκτονες Α. Ριχ, Α. Σαρόν και Μπ. Ίντελσον), η αίθουσα συναυλιών Φ. Ρ. Μαν στο Τελ Αβίβ (αρχιτέκτονες Ζ. Ρέχι και Ντ. Κάρμι), κάποια κτίρια του πανεπιστημίου της Ιερουσαλήμ (1954-60), ανάμεσα στα οποία και η αίθουσα συναυλιών (Ντ. Κάρμι, Ζ. Μέλτσερ, Ρ. Κάρμι), το μουσείο Χα-Άρες κοντά στο Τελ Αβίβ (αρχιτέκτονες Βιτκόβερ και Μπάουμαν) και διάφορα κτίρια στην Μπέερ Σεβά.
Στο περιβάλλον μιας διεθνούς καλλιτεχνικής κουλτούρας παρεμβλήθηκαν και τα εθνικά ρεύματα της σύγχρονης γλυπτικής και ζωγραφικής, όπου συνυπήρχαν και οι εμπειρίες των ευρωπαϊκών πρωτοποριακών ρευμάτων, εκπρόσωποι των οποίων υπήρξαν πολλοί μετανάστες καλλιτέχνες. Τη διετία 1947-48 οι Γ. Ζαρίτσκι και Μ. Γιάνκου έδωσαν ζωή στην ομάδα Νέοι Ορίζοντες, στην οποία προσχώρησαν οι Α. Στεμάτσκι, Α. Καχάνα, Ι. Κρίζε, Ζ. Μαΐροβιτς, Ι. Σέμι και Μ. Στέρνσους (οι τρεις τελευταίοι ήταν και γλύπτες). Η δραστηριότητα της ομάδας συγκεντρωνόταν σε μια όλο και πιο απόλυτη και ελεύθερη αναζήτηση λυρικής αφαίρεσης. Οι ενιαίες αυτές εμπειρίες διήρκεσαν έως το 1963, γιατί μετά, ενώ μερικά μέλη, όπως ο Καχάνα, ξαναγύρισαν στη μορφική έκφραση, οι περισσότεροι αναζήτησαν νέες λύσεις, ιδρύοντας την ομάδα των Δέκα, στο περιβάλλον της οποίας εκφράστηκε και παρουσίασε μεγαλύτερο ενδιαφέρον η δυναμική προσωπικότητα της Λέα Νίκελ, η τέχνη της οποίας προσέλκυσε πολλούς οπαδούς (Α. Ούρι, Ρ. Λάβιε, Α. Αρίχα κ.ά.). Μια λιγότερο αφηρημένη γραμμή αναζήτησης παρατηρείται στους Άικα Μπράουν και Ούρι Λίφσιτς. Σημαντικό ενδιαφέρον παρουσιάζει το έργο του διεθνώς γνωστού Γιάκοβ Άγκαμ.
Ανάμεσα στους πολυάριθμους Ισραηλινούς γλύπτες αξίζει να αναφερθούν οι Μπούκι Σβάρτς, Δαβίδ Παλόμπο, Ιγκαέλ Τουμέρκιν και Μ. Κάντισμαν.

Το πρόβλημα των προσφύγων της Παλαιστίνης

Πολλά ακούγονται και λέγονται για το πρόβλημα των Παλαιστινίων προσφύγων, λίγοι όμως γνωρίζουν ποια είναι η πραγματική αλήθεια ως προς το πρόβλημα αυτό. Εκείνο που έχει αποτυπωθεί στο νου του Δυτικού κόσμου είναι οι αραβικής προέλευσης κραυγαλέες διαμαρτυρίες ηγετικών στελεχών σε πολλές περιπτώσεις γνωστών για την τρομοκρατικής τους δράση και το γεγονός ότι τα μεγαλύτερα αποθέματα πετρελαίου βρίσκονται σε αραβικά χέρια.
Είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι οι παλαιότεροι Άραβες εθνικιστές ουδέποτε αναφέρθηκαν σε δικαιώματα Παλαιστινίων έτσι όπως προβάλλονται τώρα. Στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ το 1947, το επιχείρημά τους ήταν ότι «η Παλαιστίνη είναι μέρος της διοικητικές περιφέρειας της Συρίας» και ότι «πολιτικά οι Άραβες της Παλαιστίνης δεν ήταν ανεξάρτητοι ως προς την έννοια της δημιουργίας μιας νέας πολιτικής οντότητας». Ακόμα, στις 31 Μαΐου του 1956, ο Ahmed Shukairy, αντιπρόσωπος της Σαουδικής Αραβίας στον ΟΗΕ (και μετέπειτα ηγέτης της PLO), δήλωνε στο Συμβούλιο Ασφαλείας ότι «Είναι σε όλους γνωστό ότι η Παλαιστίνη δεν είναι τίποτε άλλο, παρά το νότιο τμήμα της Συρίας». Το πρόβλημα των Παλαιστινίων προσφύγων ξεκίνησε το 1948, αλλά το θέμα των δικαιωμάτων τους, σαν ανεξάρτητη εθνική οντότητα, άρχισε να χρησιμοποιείται αργότερα από τους Άραβες εθνικιστές σαν ένα κατάλληλο επιχείρημα-όπλο ενάντια στο Ισραήλ.

Οι Άραβες της Παλαιστίνης πριν από το 1948Αρχικά η Παλαιστίνη ήταν ένας τόπος μετανάστευσης Αράβων μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα, όπου η παλιννόστηση Εβραίων άρχισε να γίνεται με γοργούς ρυθμούς. Μεγάλα τμήματα της γης ανήκαν σε Άραβες γαιοκτήμονες ή σε Σεΐχηδες και ο αραβικός πληθυσμός, που είχε εγκατασταθεί εκεί, ήταν στην υπηρεσία τους. Ο λαός αυτός φυτοζωούσε και υπέφερε στα χέρια των πατριωτών ομοθρήσκων του. Συμμορίες Βεδουίνων λεηλατούσαν συχνά τα χωριά τους και πολλοί κατέφευγαν στην Υπεριορδανία και αλλού αναζητώντας καλύτερες συνθήκες ζωής. Μεγάλα κομμάτια της χώρας είχαν μείνει για αιώνες ακαλλιέργητα. Ολόκληρες περιοχές από έλη είχαν γίνει πηγές ελονοσίας. Ερήμωση κι αθλιότητα κυριαρχούσαν.
Μόλις οι πρώτοι Εβραίοι άρχισαν να καταφθάνουν, τους πούλησαν κυρίως τις χειρότερες περιοχές, συχνά σε εξωφρενικές περιοχές κι εκείνοι άρχισαν να τις καλλιεργούν και να τις διαμορφώνουν, αλλάζοντας εντελώς την εικόνα τους. Η παρατημένη γη έγινε καρποφόρα, τα έλη αποστραγγίστηκαν, η απόδοση ήταν πλούσια, το βιοτικό επίπεδο ανέβαινε και οι Παλαιστίνιοι Άραβες, βλέποντάς το, θέλησαν να συμμετάσχουν σ’ αυτό. Από το 1922 παρατηρείται ένα καινούργιο μεταναστευτικό κύμα. Άραβες από τη Συρία, το Ιράκ, την Υπεριορδανία, το Λίβανο και την Αίγυπτο συρρέουν στην Παλαιστίνη. Στη χρονική περίοδο ανάμεσα σε δυο Παγκόσμιους Πολέμους, η αύξηση του αριθμού των Αράβων μεταναστών είναι αξιοσημείωτη, κυρίως προς τις περιοχές που είχαν αναπτυχθεί από τους Εβραίους. Στη Χάιφα, για παράδειγμα, ο αριθμός του αραβικού πληθυσμού αυξήθηκε σε 116%, ενώ στη Ναμπλούς η αύξηση ήταν 42%. Από 565.000 που αριθμούσε ο αραβικός πληθυσμός στη Παλαιστίνη το 1922, έφτασε το 1947 στο 1.200.000, και σύμφωνα με τις βρετανικές αρχές, η αύξηση αυτή αποδιδόταν στο επίπεδο ζωής που είχε δημιουργήσει η εβραϊκή παρουσία. Το γεγονός αυτό αποτελούσε μια έντονη αντίθεση, συγκριτικά με ό,τι συνέβαινε στις άλλες αραβικές χώρες και ιδιαίτερα στην Υπεριορδανία. Αξίζει στο σημείο αυτό να αναφερθεί, ότι ο βασιλιάς Αμπντουλάχ της Ιορδανίας, παππούς του μετέπειτα βασιλιά Χουσεΐν, έλεγε, λίγο πριν τη δολοφονία του, ότι η επιστροφή των Εβραίων στη Μέση Ανατολή ήταν μια ευλογία για τους Άραβες.

Γιατί εγκατέλειψαν οι Παλαιστίνιοι τη χώρα
Μέχρι τη δημιουργία του Εβραϊκού Κράτους, το Μάιο του 1948, οι Άραβες εξακολουθούσαν να μεταναστεύουν στην περιοχή αυτή. Τι τους έκανε να την εγκαταλείψουν μαζικά το 1948; Πολλές αντικρουόμενες απόψεις ακούγονται ως προς αυτό. Θα σταθούμε στην πιο σημαντική από αυτές: Ένας αρκετά μεγάλος αριθμός Αράβων, που ανήκαν στην οικονομικά υψηλότερη, αλλά και στη μεσαία τάξη, αναχώρησαν με δική τους πρωτοβουλία για να εγκατασταθούν σε άλλα μέρη, παίρνοντας μαζί και τα υπάρχοντά τους, πριν την ανακήρυξη του Κράτους του Ισραήλ. Πολλοί από τον υπόλοιπο πληθυσμό έφυγαν, γιατί οι ηγέτες τους τούς είχαν εγκαταλείψει. Ένα μικρό ποσοστό, κυρίως από τις περιοχές Ραμλέχ και Λύδδα, έφυγαν εξαιτίας του πολέμου που ξέσπασε το 1948. Σημαντικό ρόλο έπαιξε και το θλιβερό γεγονός της σφαγής αμάχων Αράβων χωρικών στο Ντέιρ Γιασσίν, από μια παραστρατιωτική οργάνωση Εβραίων, που ενεργούσαν μυστικά και υπό το κράτος φανατισμού και εκδίκησης, εξαιτίας των όσων υπέφερε ο εβραϊκός λαός από τις επιθέσεις των Αράβων. Η υπό των Μπεν Γκουριόν ηγεσία του Ισραήλ σε καμιά περίπτωση δεν ήταν σύμφωνη με τις ενέργειες αυτές, αλλά δε γνώριζε το πότε και πού θα χτυπούσαν για να τους εμποδίσει. Η αραβική προπαγάνδα εκμεταλλεύτηκε το γεγονός στο Ντέιρ Γιασσίν με το παραπάνω. Παραγνωρίζοντας ότι οι δικές τους ακρότητες και τρομοκρατικές ενέργειες είχαν πυροδοτήσει αυτήν την τραγωδία, διέσπειραν φήμες τρόμου που προκάλεσαν πανικό στον αραβικό πληθυσμό.
Δεν θα είχε δημιουργηθεί πρόβλημα προσφύγων, αν οι ηγέτες από τα γειτονικά αραβικά κράτη, κυρίως της Αιγύπτου, Συρίας και Ιορδανίας, δεν είχαν κηρύξει από κοινού τον πόλεμο ενάντια στο νεοσύστατο κρατίδιο του Ισραήλ, ξεσηκώνοντας παράλληλα τους Άραβες που κατοικούσαν εκεί ή να ενωθούν μαζί τους στον πόλεμο ή να εγκαταλείψουν την περιοχή για να γυρίσουν αργότερα, όταν οι αραβικές στρατιές θα είχαν εξαλείψει και τον τελευταίο Εβραίο. Οι διαβεβαιώσεις των Ισραηλινών ότι δεν είχαν τίποτα να φοβηθούν, δεν μπόρεσαν να καθησυχάσουν τον τρομαγμένο αυτόν πληθυσμό.
Οι Άραβες, ακόμα και οι πιο μετριοπαθείς, εξακολουθούν μέχρι σήμερα να υποστηρίζουν το επιχείρημα, ότι οι Εβραίοι με τη βία υποχρέωσαν χιλιάδες αμάχους να εγκαταλείψουν τις εστίες τους, παρόλο που δεν υπάρχει απόδειξη για κάτι τέτοιο, εκτός από την τραγωδία του Ντέιρ Γιασσίν.
- Ο Emile Ghoury, Γραμματέας της Κεντρικής Αραβο-Παλαιστινιακής Επιτροπής, σε μια συνέντευξή του στη λιβανέζικη εφημερίδα Beirut Telegraph (6 Σεπτεμβρίου 1948) είπε τα εξής: «Το γεγονός ότι υπάρχουν αυτοί οι πρόσφυγες, είναι αποτέλεσμα της αραβικής αντίδρασης απέναντι στο διαχωρισμό της Παλαιστίνης και στη δημιουργία του Κράτους του Ισραήλ. Οι αραβικές χώρες, που ομόφωνα συμφώνησαν σ’ αυτήν την πολιτική, πρέπει τώρα να συμβάλλουν και στην επίλυση του προβλήματος».
- Η ιορδανική καθημερινή εφημερίδα Falastin (19 Φεβρουαρίου 1949) έγραψε: «Οι αραβικές χώρες που παρότρυναν τους Παλαιστίνιους Άραβες να εγκαταλείψουν προσωρινά τις εστίες τους... δεν ανταποκρίθηκαν στην υπόσχεσή τους να βοηθήσουν αυτούς τους πρόσφυγες».
- Η μουσουλμανική εβδομαδιαία εφημερίδα Kul-Shay (Βηρυτός, 19 Αυγούστου 1951) έγραψε: «Ποιος έφερε τους Παλαιστίνιους στο Λίβανο σαν πρόσφυγες, για να υποφέρουν από την κακεντρέχεια των κοινοτικών τους αρχηγών και των εφημερίδων, που δεν έχουν ούτε εντιμότητα, ούτε συνείδηση; Ποιος τους έφερε σ’ αυτό το αδιέξοδο και την έσχατη φτώχεια, όπου έχουν χάσει ακόμα και την τιμή τους; Οι αραβικές χώρες, ανάμεσά σ’ αυτές και ο Λίβανος, το έκαναν αυτό».
- Η καθημερινή εφημερίδα του Καιρού Akhbar el Yom (12 Οκτωβρίου 1963) έγραψε: «Έφτασε η 15η Μαΐου 1948... Τη μέρα αυτή ο Μουφτής της Ιερουσαλήμ έκανε έκκληση στους Άραβες της Παλαιστίνης να εγκαταλείψουν τη χώρα, επειδή τα αραβικά στρατεύματα θα έμπαιναν και θα πολεμούσαν στη θέση τους».
- Η ιορδανική καθημερινή εφημερίδα Al Urdun (9 Απριλίου 1953) έγραψε: «Για τη φυγή μας και την εγκατάλειψη των χωριών μας είναι οι ηγέτες μας υπεύθυνοι, επειδή μας διέδιδαν υπερβολικές φήμες για εγκληματική συμπεριφορά των Εβραίων με στόχο να προκαλέσουν τους Άραβες... Με τέτοιες φοβερές διαδόσεις, οι καρδιές των Αράβων της Παλαιστίνης γέμισαν τρόμο, με αποτέλεσμα να εγκαταλείψουν τα πάντα στα χέρια του εχθρού...»
- Ακόμα και ο αντιπρόσωπος της Σοβιετικής Ένωσης στο Συμβούλιο Ασφαλείας, σε Σύσκεψη για το πρόβλημα των Αράβων προσφύγων από την Παλαιστίνη (4 Μαΐου 1948), είπε: «Γιατί να αποδίδεται στο Κράτος του Ισραήλ η κατηγορία για την ύπαρξη αυτού του προβλήματος;»

Πού βρίσκεται τώρα το πρόβλημά τουςΑπό το 1.200.000 Αράβων που κατοικούσαν στην Παλαιστίνη το 1947, οι 450.000 ζούσαν σε περιοχές που δεν έγιναν μέρος του Κράτους του Ισραήλ (σύμφωνα με τη Συνθήκη του 1949). Από τους υπόλοιπους 750.000 Άραβες, οι 160.000 ή δεν έφυγαν καθόλου ή επέστρεψαν σύντομα στα σπίτια τους και εξακολούθησαν να ζουν εκεί. Ο πραγματικός αριθμός των προσφύγων που έφυγαν μέσα στο διάσημα 1947-1948 δεν μπορεί να ξεπερνά τις 600.000.
Η φυγή των Αράβων από την Παλαιστίνη είναι η 12η σε μέγεθος προσφυγική έξοδος που έλαβε χώρα από το τέλος του Β' Παγκόσμιου Πολέμου μέχρι σήμερα (1975). Ο πόλεμος μεταξύ Ινδίας και Πακιστάν, π.χ., προκάλεσε την έξοδο 2.388.000 Μουσουλμάνων από την Ινδία στο Πακιστάν και 2.644.000 Ινδουιστών από το Πακιστάν στην Ινδία. Το Σεπτέμβριο του 1950 απελάθηκαν από την Τσεχοσλοβακία 3.000.000 Γερμανοί, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν άλλοι στην Ανατολική Γερμανία, άλλοι στη Δυτική και άλλοι στην Αυστρία. Στη Γερμανία ήρθαν επίσης άλλα 3.500.000 Γερμανοί που διέφυγαν από την Ανατολική Γερμανία και άλλα 3.750.000 ήρθαν πρόσφυγες από την Πολωνία. Θα περιοριστούμε σ’ αυτές τις περιπτώσεις για να μην αναφερθούμε και στους πρόσφυγες από τον εμφύλιο της Νιγηρίας, από τον πόλεμο της Κορέας, του Βιετνάμ, από την Κίνα, την Αγκόλα κλπ. Όλοι αυτοί οι πρόσφυγες παρ’ όλες τις δύσκολες συνθήκες που αντιμετώπισαν, εγκαταστάθηκαν τελικά οι περισσότεροι στις χώρες που είχαν καταφύγει κι ενσωματώθηκαν στο γενικό πληθυσμό.
Θα προσθέσουμε και την περίπτωση των Εβραίων προσφύγων από τις αραβικές χώρες, από το Μαρόκο μέχρι το Ιράν, που δεν ήταν αριθμητικά λιγότεροι από τους πρόσφυγες της Παλαιστίνης. Από τις 850.000 Εβραίους που ζούσαν στις χώρες αυτές το 1948, ελάχιστοι απέμειναν εκεί. Οι περισσότεροι ήρθαν στο Ισραήλ μόνο με τα ρούχα που φορούσαν, αφήνοντας έναν πολύ σημαντικό πλούτο στις κυβερνήσεις των χωρών που άφησαν. Παρά τις τεράστιες δυσκολίες που αντιμετώπιζε το Κράτος του Ισραήλ, τις χιλιάδες των μεταναστών που συνεχώς συνέρρεαν από διάφορα μέρη της γης, την οικονομική δυσπραγία που προκαλούσε η διαρκής πολεμική ετοιμότητα στην οποία ήταν αναγκασμένο λόγω της εξωτερικής απειλής, και τη στενότητα του χώρου του, κατάφερε να τακτοποιήσει όλ’ αυτό το πλήθος με τις τεράστιες ανάγκες και να αναλάβει και την εγκατάσταση του 75% των Αράβων προσφύγων εντός των συνόρων του.
Αντίθετα, οι αραβικές χώρες έκαναν ό,τι μπορούσαν για να εμποδίσουν ή να περιορίσουν στο ελάχιστο την εγκατάσταση των δικών τους προσφύγων. Δεν τους έλειπαν τα μέσα και υπήρχαν ολόκληρες εκτάσεις που θα μπορούσαν να διατεθούν. Η στάση τους υπαγορεύτηκε από καθαρά πολιτικούς λόγους. Αν οι πρόσφυγες μπορούσαν να εγκατασταθούν στις δικές τους χώρες και να ευημερήσουν, θα ξεχνούσαν την Παλαιστίνη και δε θα εύρισκε πρόσφορο έδαφος η προπαγάνδα τους, που την έτρεφε κυρίως το μίσος για το λαό Ισραήλ. Κι αυτός ήταν ο λόγος που οι πρόσφυγες της Παλαιστίνης περιορίστηκαν σε άθλια στρατόπεδα, προκαλώντας έτσι τον οίκτο της παγκόσμιας γνώμης. Τα στρατόπεδα αυτά έγιναν κέντρα τρομοκρατικής εκπαίδευσης, όπου τα παιδιά διδάσκονται συστηματικά το μίσος για το Ισραήλ.
Η άποψη που επικρατεί γενικά στον αραβικό κόσμο είναι ότι η Παλαιστίνη ανήκει αποκλειστικά στους Παλαιστίνιους, μαζί και με τα εδάφη του κράτους του Ισραήλ.
Ο σκοπός αυτού του πονήματος δεν είναι να δώσει την απάντηση και τη λύση στο πρόβλημα αυτό, παρά μόνο να δώσει ένα στίγμα ως προς τη γέννηση και τη σοβαρότητά του. Χωρίς αμφιβολία, αν γινόταν κι από τις δυο πλευρές να σπάσει η δυσπιστία, η πικρία και η έλλειψη κατανόησης, θα μπορούσε ευκολότερα να βρεθεί κάποια λύση. Τίποτα όμως δεν δείχνει προς το παρόν ότι οδηγούμαστε εκεί. Κι όμως το Ισραήλ είναι από τον Θεό προορισμένο να γίνει μέσο ευλογίας για όλη τη Μέση Ανατολή, για τους Άραβες αδελφούς του και για τους Παλαιστινίους.
Lance Lambert
(Απόσπασμα από το βιβλίο του: «Battle for Israel»)

16/7/09

Εβραϊκά έθιμα και παραδόσεις

Οι παραδόσεις του εβραϊκού λαού επανασυνδέθηκαν, με ένα άλμα 1.000 ετών, με εκείνες που υπήρχαν πριν από το 70 μ.Χ., την εποχή δηλαδή της καταστροφής του Ναού της Ιερουσαλήμ από τον Ρωμαίο αυτοκράτορα Τίτο και της γκαλάχ, της διασποράς, όταν το εβραϊκό έθνος έπαψε να υπάρχει πλέον. Και αυτό είναι που κάνει ιδιότυπη την κατάσταση του σύγχρονου Ισραήλ.
Η ιδέα που ενώνει τόσους ανθρώπους διασκορπισμένους σε κάθε μέρος της Γης είναι προπάντων η ιδέα της επιστροφής στην πατρίδα, της αποκατάστασης του Ισραήλ, έστω και σε τόπους διαφορετικούς από τους αρχαίους. Από την ιδέα αυτή γεννήθηκε το μεγάλο σιωνιστικό κίνημα, το οποίο, χωρίς αντιδράσεις, έθεσε σκοπό του μια αποστολή, να δώσει δηλαδή μια πατρίδα στους Εβραίους της διασποράς. Πέρα όμως από κάθε πολιτιστική συνεισφορά στους διάφορους τόπους όπου βρέθηκαν, στους Εβραίους επέδρασε ιδιαίτερα η θρησκευτική τους συνείδηση, το αίσθημα της αποστολής που είχαν να επιτελέσουν ως περιούσιος λαός του Θεού, όπως αναφέρεται στη Γένεση.

Η ορθόδοξη εβραϊκή παράδοση
Τόσο ο γραπτός νόμος όσο και ο παράδοση τοποθετούν σε πρώτη μοίρα την τήρηση της Διαθήκης και διαμορφώνουν έτσι κάθε σκέψη, πράξη, περίσταση ή αντικείμενο, ώστε να τα καταστήσουν θρησκευτικό γεγονός. Κάθε πλευρά της ζωής ρυθμίζεται με λεπτομέρεια από μια ατέρμονη σειρά μιτσβόθ (εντολών), οι οποίες με τη σειρά τους προέρχονται από τον θείο Νόμο, την Τορά, με την οποία γαλουχήθηκαν οι Εβραίοι σε ορισμένες μεγάλες περιόδους: της αρχικής αποκάλυψης, της προφητικής διδασκαλίας, της εξηγητικής και της ραβινικής μεταβίβασης και συζήτησης, της ερμηνείας, της κωδικοποίησης και, τέλος, της πειθαρχίας. Η κυρίως Τορά απαρτίζεται από 613 εντολές (248 θετικές και 365 αρνητικές) των πρώτων πέντε βιβλίων (Πεντάτευχος). Οι ραβίνοι συνεχίζουν τη διδασκαλία των προφητών, μεταβιβάζουν και εξηγούν το Νόμο. Η Μισνά και το Ταλμούδ αποτελούν τα θεμέλια του ραβινικού αυτού έργου, της παράδοσης δηλαδή του χαλακά λε Μοσέ μις-Σιναΐ (κανόνας που δόθηκε από το Μωυσή στο Σινά) και της ερμηνείας των διαφορών γύρω από τα ιερά κείμενα.
Παραδόσεις που διατηρήθηκαν αλλά διαφοροποιήθηκαν από τις επιμέρους κοινότητες είναι προπάντων οι θρησκευτικές. Η ζωή του ορθόδοξου Εβραίου ρυθμίζεται με λεπτομέρεια από τον Σουλχάν Αρούκ (προετοιμασμένο πίνακα), στον οποίο βρίσκεται καθετί που είναι αναγκαίο για να ρυθμίσει τη ζωή σύμφωνα με τις απαιτήσεις της θρησκείας. Ο θρήσκος Εβραίος (που τηρεί τις εντολές) φέρει ήδη τα ίχνη μιας παράδοσης που ανάγεται στη Βίβλο: τη γενειάδα και τα μαλλιά που κατεβαίνουν σε πλεξίδες από τους κροτάφους. Μόνο, όμως, οι πιο συντηρητικοί τηρούν τις παραδόσεις αυτές κι όλο και περισσότεροι θρήσκοι Εβραίοι ξυρίζονται. Ωστόσο, για όλους τους Εβραίους που τηρούν τον θρησκευτικό νόμο διατηρείται η υποχρέωση να έχουν καλυμμένο το κεφάλι. Έτσι, υπάρχουνΕβραίοι που φορούν μεγάλο καπέλο με στρογγυλό μπορ και από κάτω ένα κάλυμμα ή μόνο ένα μικρό καρφιτσωμένο κάλυμμα. Μια άλλη βιβλική εντολή που σέβονται αυστηρά όλοι οι Εβραίοι και η οποία με την πάροδο του χρόνου έγινε σημαία εθνικής ταυτότητας, περισσότερο ακόμα και από θρησκευτικό σύμβολο, είναι η περιτομή, που εφαρμόζεται σε όλα τα αρσενικά παιδιά την 8η ημέρα της ζωής τους. Ωστόσο δεν υπάρχουν ενιαίες παραδοσιακές εβραϊκές ενδυμασίες. Κάθε κοινότητα προσαρμόζεται στις παραδόσεις της προέλευσής της.

Οι γιορτές του εβραϊκού ημερολογίου
Οι περισσότερες από τις γιορτές, εξαιτίας του καθαρά εθνικού χαρακτήρα της εβραίκής θρησκείας, είναι ταυτόχρονα θρησκευτικές και εθνικές, θρησκευτικές και ποιμενικές, θρησκευτικές και λαϊκές. Γιορτάζονται σύμφωνα με τις ημερομηνίες του σεληνιακού ηλιακού εβραϊκού ημερολογίου, το οποίο χωρίζει το έτος σε 12 (ή 13) σεληνιακούς μήνες: το πρώτο σεληνιακό-ηλιακό έτος αντιστοιχεί με το έτος 3760 π.Χ. (ισραηλιτική χρονολογία της δημιουργίας του κόσμου). Για να συμπίπτουν οι γιορτές με τη σωστή ημερομηνία, προστίθεται επτά φορές ανά 19 χρόνια ένας συμπληρωματικός μήνας.

Η πρώτη γιορτή του ημερολογίου είναι το Πάσχα, κατά το οποίο γιορτάζεται η Έξοδος των Εβραίων από την Αίγυπτο. Γιορτάζεται με την αφήγηση της Εξόδου από την Αίγυπτο (Σέντερ), που γίνεται σε οικογενειακό κύκλο την πρώτη βραδιά της γιορτής. Επί οκτώ μέρες οι πιστοί τρώνε άζυμο ψωμί. Η γιορτή του Πάσχα είναι ταυτόχρονα η γιορτή της άνοιξης και της προσκύνησης στο Ναό. Στα κιμπούτς, ταυτόχρονα με το Πάσχα εορτάζονται η επέτειος της εξέγερσης του γκέτο της Βαρσοβίας και ο πόλεμος της ανεξαρτησίας του Ισραήλ, ενώ με την προσφορά των πρώτων σταχυών αντικαθίσταται το προσκύνημα στο Ναό και η προσφορά των πρωτότοκων ζώων των ποιμνίων.
Οι άλλες γιορτές, του προσκυνήματος στην Ιερουσαλήμ, η γιορτή της Πεντηκοστής κι εκείνη της Σκηνοπηγίας (το φθινόπωρο, στο τέλος της συγκομιδής των γεωργικών προϊόντων) γιορτάζονται και αυτές είτε παραδοσιακά, με προσευχές στις συναγωγές, είτε με πιο σύγχρονο πνεύμα, με την κατασκευή σκηνών (που θυμίζουν τις περιπλανήσεις του εβραϊκού λαού στην έρημο) στα μπαλκόνια των σπιτιών ή στις αυλές και με χορούς και αγροτικές γιορτές στα κιμπούτς. Μετά την ενοποίηση της Ιερουσαλήμ, η προσκύνηση στο τείχος του Ναού (το αποκαλούμενο Τείχος των Δακρύων) συνδέθηκε με την πορεία προς την Ιερουσαλήμ. Επί τέσσερις ημέρες Ισραηλινοί και Ισραηλίτες από όλον τον κόσμο διατρέχουν περίπου 40 χιλιόμετρα στα περίχωρα της πόλης για να βρεθούν ξανά στους δρόμους του κέντρου, στον χορό και στη διασκέδαση που κλείνει την πορεία.
Η πιο επιβλητική γιορτή του εβραϊκού ημερολογίου είναι η Ημέρα του Εξιλασμού (Γιομ Κιππούρ), ημέρα απόλυτης νηστείας και θρησκευτικής περισυλλογής. Η καθημερινή ροή της ζωής σταματάει και ακόμα και εκείνοι που δεν μετέχουν στις θρησκευτικές γιορτές πηγαίνουν στις συναγωγές, τουλάχιστον την παραμονή, για να ακούσουν την Κολ Νιδρέ, την επίσημη προσευχή που ανοίγει τη γιορτή. Ο ήχος του σοφάρ (κέρατο κριαριού) σημειώνει το τέλος της. Ακόμα και η γιορτή της Χανουκά, της γιορτής των φώτων, που υπενθυμίζει την ιστορική νίκη του Ιούδα του Μακκαβαίου και των Ασμοναίων επί των Ελλήνων και των Σύρων, έχει τη θρησκευτική της όψη: πραγματικά, ο θρύλος διηγείται το θαύμα ενός φιαλιδίου με ιερό λάδι που βράθηκε στο Ναό και έκαιγε συνεχώς επί 8 ημέρες, ωσότου οι ιερείς μπόρεσαν να ετοιμάσουν νέα δόση λαδιού. Γι’ αυτό και κατά τη γιορτή καίνε επί 8 ημέρες κεριά. Για τον σκοπό αυτό χρησιμοποιούνται λυχνίες ή κηροπήγια με 8 βραχίονες και δεν χρησιμοποιείται η μενορά, δηλαδή η πατροπαράδοτη επτάφωτη λυχνία του Ναού, που αποτελεί σήμερα και το έμβλημα του κράτους του Ισραήλ.
Έναν μήνα πριν από το Πάσχα είναι η γιορτή των Πουρίμ, σε ανάμνηση της βασίλισσας Εσθήρ, που έπεισε τον βασιλιά Ασσουήρη (τον Ξέρξη Α') να μην εξοντώσει τους Εβραίους. Είναι επίσης γιορτή διασκεδάσεων και του τέλους του χειμώνα. Ο μεγάλος σεβασμός των παραδόσεων τηρείται και το Σάββατο (Σαμπάτ), το οποίο είναι ημέρα ειρήνης, περισυλλογής και μελέτης.

Οι νέες παραδόσεις
Στις κληρονομημένες αυτές γιορτές έχουν προστεθεί νέες που σχετίζονται με την πρόσφατη ιστορία του Ισραήλ. Η σπουδαιότερη από αυτές είναι η ημέρα της ανεξαρτησίας (γιομ ατσμαούτ). Από τον Ιούνιο του 1967 εισήχθη και νέα παράδοση: στον ανοικτό χώρο του τείχους του Ναού οι ευέλπιδες του ισραηλινού στρατού δίνουν τον καθιερωμένο όρκο κατά την προαγωγή τους. Έτσι, και ο στρατός ακόμα συμβάλλει στη δημιουργία νέων παραδόσεων: παραχωρεί μια Βίβλο σε κάθε στρατιώτη στο τέλος της περιόδου της εκπαίδευσής του, οργανώνει εσπερίδες το Πάσχα στα στρατόπεδα με Σέντερ (δηλαδή την αφήγηση της Εξόδου από την Αίγυπτο, προσαρμοσμένη στη σύγχρονη ιστορία) και παρελάσεις στις οποίες οι στρατιώτες βαδίζουν κρατώντας την Τορά.
Και τα κιμπούτς, όμως, είναι πηγές παράδοσης. Κάθε αγόρι που συμπληρώνει το 13ο έτος της ηλικίας του εορτάζει στο Ισραήλ, όπως και σε όλες τις εβραϊκές κοινότητες, τη θρησκευτική ενηλικίωσή του (Μπαρ Μιτζβά). Δίνεται τότε στο παιδί μια Βίβλος - και στα κιμπούτς των συνόρων και ένα τουφέκι, για να υποδείξουν την ευθύνη του για την άμυνα του χωριού.Κοινό στοιχείο σε όλες τις γιορτές είναι οι παραδόσεις που αφορούν τη διατροφή. Τα πατροπαράδοτα φαγητά, που φυσικά διαφέρουν ανάλογα με την προέλευση της κοινότητας, ετοιμάζονται σύμφωνα με τις βιβλικές επιταγές: δεν τρώγονται ορισμένα ζώα που θεωρούνται ακάθαρτα (άλογα, γάτες, χοίροι, καμήλες), τα θαλασσινά και το αίμα, δεν αναμειγνύονται κρέατα με γαλακτερά («δεν θα ψήσεις ερίφιο εν τω γάλακτι της μητρός αυτού»), ενώ την εβδομάδα που προηγείται του Πάσχα καταναλώνεται άζυμο ψωμί. Και επειδή η παράδοση καθορίζει ότι καθετί που εξέρχεται από ακάθαρτο ζώο είναι ακάθαρτο, ούτε τα αυγά ούτε το γάλα των απαγορευμένων ζώων τρώγονται. Το μέλι, που θεωρείται φυτική ουσία την οποία απλώς μετατρέπουν οι μέλισσες, επιτρέπεται, παρόλο που οι μέλισσες είναι ακάθαρτες όπως και όλα τα έντομα.

Εβραϊκό θέατρο, κινηματογράφος, μουσική

Θέατρο
Το εβραϊκό θέατρο έχει την προέλευσή του μάλλον στη δραστηριότητα των Εβραίων ταχυδακτυλουργών και μίμων του Μεσαίωνα, και ιδιαίτερα των μενεστρέλων (περιπλανώμενων τραγουδιστών), που εμπλούτιζαν με τραγούδια τις θρησκευτικές γιορτές και οι οποίοι, από τον 16ο αιώνα, παρουσίαζαν και δραματικά έργα. Ιδιαίτερη σπουδαιότητα απέκτησαν τα μονόπρακτα που παρουσιάζονταν με την ευκαιρία της γιορτής των Πουρίμ, στα οποία αναμειγνύονταν παραδοσιακά και αυτοσχέδια στοιχεία και τραγούδια.
Το πρώτο σπουδαίο θεατρικό χειρόγραφο στην εβραϊκή υπήρξε η Κωμωδία του γάμου (La commedia del matrimonio, 1550) του Λεόνε ντε Σάμι, από τη Μάντοβα, αλλά καθαυτό εβραϊκό θέατρο δημιουργήθηκε στην Ολλανδία από τους πρόσφυγες που είχαν καταφύγει εκεί από την Ισπανία. Τον 17ο και τον 18ο αιώνα δημιουργήθηκε ένα πλούσιο ρεπερτόριο, που περιλάμβανε διάφορα είδη θεατρικών έργων. Ενώ η εβραϊκή γλώσσα εξαφανιζόταν σταδιακά, στην κεντροανατολική Ευρώπη αναπτυσσόταν ένα ανθηρό θέατρο στη γλώσσα γίντις. Με το σιωνιστικό κίνημα και την αναβίωση της αρχικής γλώσσας, το θέατρο, ισχυρό μέσο για τη διάδοσή της, αποκαταστάθηκε οριστικά.
Το πρώτο εβραϊκό θέατρο εγκαινιάστηκε το 1907 στη Βαρσοβία και ένα δεύτερο ακολούθησε το 1911 στο Μπιαλιστόκ. Το 1918 εγκαινίασε τη δράση του ο θίασος χα-Μπιμά, στη Μόσχα, ο οποίος από το 1928 μεταφέρθηκε στην Παλαιστίνη. Εξαιρετική επιτυχία σημείωσε το έργο Ντιμπούκ του Σόλομον Ράποπορτ, γνωστός με το λογοτεχνικό ψευδώνυμο Σλόιμ Άνσκι, το οποίο παρουσιάστηκε το 1922 από το Ρώσο Γεβγένι Βαχτάνγκοφ. Με το έργο αυτό, το οποίο παίχτηκε επανειλημμένα τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Αμερική, απέκτησε μεγάλο γόητρο το νέο εβραϊκό θέατρο.
Ανάμεσα στους θεατρικούς συγγραφείς της διασποράς, ξεχωρίζει η μορφή του Ματιτιάχου Σοχάμ. Τα δράματά του, με βιβλικά θέματα, που θίγουν σύγχρονα προβλήματα (Ιεριχώ, Βαλαάμ, Τύρος και Ιερουσαλήμ, Ου ποιήσεις σεαυτώ σιδηρούν είδωλον) αποτελούν τα αριστουργήματα του σύγχρονου εβραϊκού θεάτρου. Στην Αμερική αξίζει να αναφερθούν ο Ι. Μπέρκοβιτς με το μονόπρακτο Σε χώρες μακρινές και ο Χ. Σόκλερ με το Ραχάβ. Πρέπει, τέλος, να αναφερθούν τα δράματα των εγχώριων δραματουργών Σ. Ζεμάχ, Ν. Μπιστρίτσκι, Α. Ασμάν και Ζ. Ανοχί.

ΚινηματογράφοςΠρωτοπόρος της ισραηλινής κινηματογραφίας υπήρξε ο Νάθαν Άξελροντ, ο οποίος φτάνοντας στην Παλαιστίνη από τη Σοβιετική Ένωση (1926), ίδρυσε την πρώτη κινηματογραφική εταιρεία και παρήγαγε, ανάμεσα στα άλλα, την ταινία Οδέδ Λα-Νονέδ (1933). Κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1930 ίδρυσε την εταιρεία Κάρμελ Φιλμ, η οποία μονοπώλησε την αγορά. Μόνο μετά τον Β' Παγκόσμιο πόλεμο ιδρύθηκαν και άλλα κινηματογραφικά στούντιο: το 1950 το Γκεβά και το 1951 το Χερτσλιγιά, στα οποία γυρίστηκαν πολυάριθμα ντοκιμαντέρ. Το 1954 ψηφίστηκε ο νόμος για την ενθάρρυνση των ισραηλινών ταινιών, ο οποίος προέβλεπε αξιόλογη οικονομική ενίσχυση (50%) για τις ταινίες που θα γυρίζονταν στη χώρα. Αυτό είχε ως συνέπεια σημαντική αύξηση, όχι μόνο ποσοτική αλλά και ποιοτική, της κινηματογραφικής παραγωγής. Αξιοσημείωτη, για παράδειγμα, υπήρξε η ταινία Ο λόφος 24 δεν απαντά (1954), η οποία, αν και γυρίστηκε από τον Άγγλο Θ. Ντίκινσον, είχε χρησιμοποιήσει ένα θέμα του Ζβι Κόλιτς και γυρίστηκε με ερμηνευτές αποκλειστικά Ισραηλινούς. Άλλα ενδιαφέροντα φιλμ της ίδιας δεκαετίας ήταν τα Ιρ Χαχαλίμ του Λέοναρντ Λαμπόλα και Καταραμένη γη, ευλογημένη γη του Ιωσήφ Κρούμγκολντ. Τη δεκαετία του 1960 αυξήθηκαν σημαντικά οι συμπαραγωγές με ευρωπαϊκές χώρες, ιδιαίτερα με τη Γαλλία, αλλά και με την Ιαπωνία.
Από τους πιο γόνιμους σκηνοθέτες υπήρξε ο Μεναχέμ Γκολάν, του οποίου αξίζει να αναφερθούν τα έργα Ο Τέβιε και οι επτά κόρες του (1968) και Η αγάπη μου στην Ιερουσαλήμ. Συγγραφέας κωμωδιών υπήρξε ο Εφραίμ Κισόν, του οποίου η πρώτη ταινία Σαλάχ Σαμπατί, ερμηνευμένη από τον Τοπόλ, σημείωσε διεθνή επιτυχία. Άλλοι αξιόλογοι σκηνοθέτες ήταν οι Ουρί Ζοχάρ, Νταβίντ Περλόβ (ο οποίος γύρισε το 1970 την ταινία Η ζωή του Μπεν Γκουριόν), Νταν Βόλμαν, Φρέντι Στάινχαρτ (σκηνοθέτης του έργου Ο πατέρας, 1975), Μοσέ Μισραχί (Σ’ αγαπώ, Ρόζα, 1972, Πατέρας με κόρες, 1974) τα οποία παρουσιάστηκαν στον κινηματογραφικό φεστιβάλ των Κανών.
Μια νεότερη γενιά σκηνοθετών, όπως οι Άμος Γκιτάι (Kadosh, 1999, Promised Land, 2004 κ.ά.), Ραμ Λιβόι, Νταβίντ Όφεκ (Νούμερο 17, 2003), Γιοάβ Σαμίρ (Σημείο ελέγχου, 2004, εξαιρετική ταινία για τις σχέσεις Ισραηλινών και Παλαιστινίων με φόντο μια ερωτική ιστορία) κ.ά., προσπαθεί να εκφράσει τη σύγχρονη ισραηλινή πραγματικότητα μέσα σε δύσκολες οικονομικές και πολιτικές συνθήκες δημιουργίας.

Μουσική
Οι μοναδικές μαρτυρίες για την αρχαία εβραϊκή μουσική προέρχονται από τα κείμενα της Τανάχ. Με την καταστροφή του Ναού της Ιερουσαλήμ από τον Τίτο (70 μ.Χ.) εξαφανίστηκε και η ενόργανη μουσική, που συνδεόταν με τη λειτουργία του, και έμεινε σε χρήση μόνο το σοφάρ (κέρατο κριαριού). Η λειτουργία των συναγωγών έλαβε ορισμένα βασικά χαρακτηριστικά, τα οποία έμειναν κοινά σε όλες τις εβραϊκές παραδόσεις. Αναπτύχθηκαν, έτσι, διάφοροι τύποι λειτουργικού μέλους, όπως η ψαλμωδία με εναλλασσόμενες χορωδίες ή με ψάλτη και χορωδία, κατά την οποία η επανάληψη μιας κεντρικής νότας διακοπτόταν για να υπογραμμιστούν οι συντακτικές υποδιαιρέσεις του κειμένου με μελωδικά ποικίλματα και η ανάγνωση της Βίβλου, κατά την οποία προκαθορισμένοι μελωδικοί τύποι που αντιστοιχούσαν σε σημεία του κειμένου διαδέχονταν ο ένας τον άλλο. Τέλος, από τον 6ο αιώνα, διαμορφώθηκε η παράδοση της εβραϊκής υμνογραφίας, που αντιπροσωπεύει την πιο πρόσφατη φάση της μουσικής των συναγωγών.
Σε ό,τι αφορά τη μουσική δραστηριότητα στο σημερινό κράτος του Ισραήλ, πρέπει να σημειωθεί ότι η διαφορά των τόπων προέλευσης που χαρακτηρίζει τον πληθυσμό δεν επέτρεψε την ανάπτυξη αυτόνομων μορφών ισραηλινής μουσικής έκφρασης, με την εξαίρεση ορισμένων βασικών τύπων οι οποίοι έμειναν αναλλοίωτοι στο εσωτερικό των εβραϊκών κοινοτήτων κατά τη διασπορά. Στα μικρά γεωργικά κέντρα, όμως, δημιουργήθηκε ένα νέο ρεπερτόριο τραγουδιών και πρωτότυπων εκδηλώσεων καθαρά ισραηλινών.
Ίσως η πιο ενδιαφέρουσα συνεισφορά - και από άποψη μουσικής εθνολογίας, η πιο πρωτότυπη - θεωρείται εκείνη των αρχέγονων τραγουδιών, με την εξαιρετικά εκφραστική μελωδία των Εβραίων της Ανατολής: Υεμενιτών, Περσών, περισσότερο ακόμα και από αυτή των Ιρακινών και των Μαροκινών, και αυτό κυρίως γιατί διαπιστώθηκε, από έναν απλό ψάλτη της συναγωγής, τον Αβραάμ Ίντελζον, που εξελίχθηκε σε περίφημο μουσικολόγο, ότι αυτά αποτελούν την πιο γνήσια μαρτυρία της αρχικής εβραϊκής κουλτούρας, η οποία έφτασε έως τη σημερινή εποχή σχεδόν αναλλοίωτη.
Στη διαδικασία σύνθεσης όλων αυτών των ετερογενών στοιχείων παρατηρούνται μόνο μια σχετική εγκατάλειψη των αργών και θρηνητικών ρυθμών και ένας προσανατολισμός σε πιο ζωηρές, γρήγορες κινήσεις, κάτι που εκδηλώνεται και στον χορό, τον πιο γνωστό ισραηλινό χορό. Καθαρά ρουμανικός, ο χορός αυτός έλαβε στο Ισραήλ ιδιαίτερο, πιο ζωηρό χαρακτήρα. Στους χορούς, όπως ο κολ ντοντί, υεμενιτικής προέλευσης, ο τσιρκάσια, με έντονο ρυθμό, ή ο αραβο-δρουζικός ντέμπκα, τον οποίον οι άνδρες χορεύουν συνήθως μόνοι τους, πιασμένοι από τα χέρια σε ανοικτό κύκλο, ενώ οι γυναίκες χορεύουν χωριστά, έχουν προστεθεί νέοι λαϊκοί χοροί με βήματα που βασίζονται μουσικά πάνω σε ένα περίεργο μείγμα ανατολικών λαϊκών μελωδιών και στίχων που ανάγονται στη Βίβλο.
Το τοφ, ένα ντέφι που συνοδεύει τα μοιρολόγια αυτά και τους ρυθμούς, είναι από τα όργανα που προτιμώνται και η μουσική που τους συνοδεύει έχει έναν υποβλητικό τόνο με μεσογειακά και ανατολίτικα στοιχεία.
Οι σύγχρονοι συνθέτες, ωστόσο, ακολουθούν τα διάφορα δυτικά ρεύματα της εποχής μας. Μεταξύ αυτών, ξεχωρίζουν τα ονόματα των Πάουλ Μπεν-Χαΐμ, Ρόμαν Χάουμπενστοκ-Ραμάτι, Μεναχέμ Αβιντόν, Γιόζεφ Ταλ, Χέρμπερτ Μπριν κ.ά. Η ισραηλινή μουσική υποδομή είναι αξιόλογη, πλούσια σε ορχήστρες (η Φιλαρμονική Ορχήστρα του Ισραήλ, με έδρα το Τελ Αβίβ, είναι ένα από τα μεγαλύτερα καλλιτεχνικά συγκροτήματα του κόσμου), θέατρα, χορωδίες, ωδεία και ινστιτούτα μουσικολογίας, ανάμεσα στα οποία εξέχουσα θέση έχουν το Ωδείο και η Ακαδημία Μουσικής του Ισραήλ, με έδρα το Τελ Αβίβ και την Ιερουσαλήμ.Στη διάρκεια του 20ου αιώνα αναδείχθηκαν πολλοί καλλιτέχνες εβραϊκής καταγωγής οι οποίοι διακρίθηκαν διεθνώς σε όλα τα είδη μουσικής, όπως οι συνθέτες Γκούσταβ Μάλερ και Έρνεστ Μπλοχ. Ο μουσικολόγος Άλφρεντ Αϊνστάιν, οι διευθυντές ορχήστρας Μπρούνο Βάλτερ, Ότο Κλέμπερερ και Πάουλ Ντεσάου, ο βιολιστής, συνθέτης και θεωρητικός Γεχούντι Μενουχίν, ο τραγουδιστής Ιβ Μοντάν, ο συνθέτης και τραγουδοποιός Ίρβινγκ Μπερλίν, καθώς και μια πληθώρα καλλιτεχνών στο ποπ μουσικό στερέωμα των ΗΠΑ (Μπομπ Ντίλαν, Λέοναρντ Κοέν, Λου Ριντ, Ίγκι Ποπ κ.ά.), ακόμα και στο χώρο της δισκογραφικής βιομηχανίας (Warner Bros.). Ωστόσο, οι περισσότεροι από αυτούς έδρασαν στο τόπο διαμονής τους, χωρίς ουσιαστικούς δεσμούς με την παραδοσιακή εβραϊκή μουσική παράδοση. Τα μοναδικά εγχώρια ονόματα από το Ισραήλ που έτυχαν αναγνώρισης σε διεθνές επίπεδο ήταν αυτά του πιανίστα και συνθέτη Ντάνιελ Μπαρενμπόιμ, της τραγουδίστριας Όφρα Χάζα (1959-2000) και του συγκροτήματος Minimal Compact, που σχηματίστηκε το 1981 στο Τελ Αβίβ, αλλά χρειάστηκε να εγκατασταθεί στην Ολλανδία για να αποσπάσει την προσοχή του ευρωπαϊκού κοινού, στο οποίο κυρίως απευθυνόταν. Μετά τη διάλυσή τους, ένα από τα μέλη τους, ο Σάιμον Μπέρνμπαχ, συνέχισε τη δημιουργική σταδιοδρομία του στην πρωτοποριακή ηλεκτρονική μουσική, ως DJ Morpheus πλέον, μόνιμα εγκαταστημένος στις Κάτω Χώρες.

15/7/09

Εβραϊκή λογοτεχνία

Καμιά από τις σημιτικές γλώσσες δεν παρουσιάζει μεγαλύτερη ζωτικότητα και ανθεκτικότερη παράδοση από την εβραϊκή, η οποία, τουλάχιστον στο θρησκευτικό και στο λογοτεχνικό πεδίο, άντεξε σε ιστορία 3.000 χρόνων. Σήμερα, η εβραϊκή είναι οριστικά εδραιωμένη σε καθημερινή χρήση από τους πολίτες του κράτους του Ισραήλ.

Η Βιβλική λογοτεχνία
Το σπουδαιότερο τμήμα της εβραϊκής λογοτεχνίας, από πολιτιστική, θρησκευτική και φιλολογική άποψη, είναι ασφαλώς το σύνολο των γραπτών κειμένων διαφορετικού είδους, η σύνθεση των οποίων χρονολογείται στον 1ο αιώνα π.Χ., και το ακόμα αρχαιότερο υλικό που αποτελεί τη Βίβλο, το ιερό βιβλίο του Ιουδαϊσμού και του Χριστιανισμού. Η Βίβλος αποτελείται από 3 κύρια μέρη: την Τορά (Νόμος), δηλαδή την Πεντάτευχο, τους Νεβιίμ (Προφήτες), δηλαδή τα ιστορικά και προφητικά βιβλία και τα Κεθουβίμ (Αγιόγραφα). Μεγάλο μέρος της Βιβλικής λογοτεχνίας είναι ανώνυμο.
Η Πεντάτευχος (η οποία ονομάζεται έτσι επειδή αποτελείται από 5 βιβλία) είναι το σπουδαιότερο τμήμα όλης της Βίβλου και περιλαμβάνει: τη Γένεση, από τη δημιουργία του κόσμου έως τον Ιακώβ. Την Έξοδο, που αναφέρεται στην περίοδο της δουλείας των Εβραίων στην Αίγυπτο, στην έξοδό τους από τη γη των Φαραώ και στις περιπλανήσεις τους στη ζώνη του Σινά, όπου ο Μωυσής έλαβε από τον Θεό το νόμο. Το Λευιτικό, που περιέχει τελετουργικές και νομικές διατάξεις. Τους Αριθμούς, που αφηγούνται τις μετακινήσεις των εβραϊκών φυλών από το Σινά στον Ιορδάνη. Τέλος, το Δευτερονόμιο, που αποτελείται κυρίως από παραινετικούς λόγους και από μια σειρά από τελετουργίες και νομικές διατάξεις σχετικά με τη θρησκευτική και κοινωνική ζωή του εβραϊκού λαού.
Κείμενα ιστορικού περιεχομένου είναι το βιβλίο του Ιησού του Ναυή, που αφηγείται την κατάληψη και τη διαίρεση της Παλαιστίνης, και των Κριτών, που αρχίζει από το θάνατο του Ιησού του Ναυή και διηγείται την ιστορία των Κριτών, μια περίοδο 300 περίπου ετών. Πιο συστηματική είναι η αφήγηση των γεγονότων στα δύο βιβλία του Σαμουήλ (Βασιλέων Α' και Β' κατά τους Ο'), που αφηγούνται την εγκαθίδρυση της μοναρχίας και τα γεγονότα των βασιλειών του Σαούλ και του Δαβίδ, και στα δύο Βιβλία των Βασιλέων (Βασιλειών Γ' και Δ' κατά τους Ο'), που περιλαμβάνουν το βασίλειο του Σολομώντα και την ιστορία των βασιλείων του Ισραήλ και του Ιούδα έως την κατάληψη τους από τους Ασσύριους και τους Βαβυλώνιους, αντίστοιχα.
Μια σύντομη διήγηση, το Βιβλίο της Ρουθ, περιελήφθη στον κανόνα των ιερών βιβλίων, παρά τον μη θρησκευτικό χαρακτήρα του, ίσως επειδή η Ρουθ ήταν προγιαγιά του Βασιλιά Δαβίδ. Πολυάριθμα κι αρκετά σημαντικά είναι τα προφητικά γραπτά. Η δραστηριότητα των προφητών εκτείνεται από τον 8ο αιώνα π.Χ. έως τη μετά την εξορία περίοδο. Η θρησκευτική λυρική ποίηση αντιπροσωπεύεται από τη μεγάλη συλλογή των Ψαλμών, οι οποίοι κατά μεγάλο μέρος χρονολογούνται στην κλασική εποχή. Αντίθετα, η κοσμική λυρική ποίηση αντιπροσωπεύεται, από το Άσμα Ασμάτων, μια συλλογή ερωτικών ποιημάτων, που βρίσκουν το πλησιέστερο αντίστοιχό τους σε παρόμοιες συνθέσεις της αιγυπτιακής λογοτεχνίας. Η λογοτεχνία της σοφίας, αρκετά διαδεδομένη σε όλη την αρχαία Ανατολή, βρίσκει θέση στη Βίβλο με τα βιβλία των Παροιμιών και του Ιώβ. Η φιλοσοφική λογοτεχνία αντιπροσωπεύεται επίσης από τον Εκκλησιαστή, που πραγματεύεται το θέμα της ματαιότητας όλων των ανθρώπινων ζητημάτων. Αξίζει επίσης να αναφερθεί η ιουδαιο-ελληνιστική λογοτεχνία σε ελληνική γλώσσα, με σημαντικότερα δείγματα τις μεταφράσεις της Βίβλου και ιδιαίτερα εκείνη των Εβδομήκοντα (Ο', 2ος αιώνας π.Χ.), τα έργα των ιστορικού Φλαβίου Ιώσηπου και του φιλοσόφου Φίλωνα. Εξάλλου, η λογοτεχνία των ΕσσαίωνΕσσηνών) αποκαλύφθηκε από τα ευρήματα των χειρογράφων της Νεκράς Θάλασσας.

Η μετα-βιβλική λογοτεχνία
Μετά την κατάλυση του ιουδαϊκού κράτους από τους Ρωμαίους, ο ιουδαϊσμός ταυτίστηκε με την αίρεση των Φαρισαίων. Αυτοί ασχολήθηκαν με τη μελέτη και την έρευνα των βιβλικών κειμένων, για να καθορίσουν τη σημασία τους και να εξάγουν κανόνες συμπεριφοράς στο θρησκευτικό και ηθικό πεδίο. Συντάχθηκαν, έτσι, η Μισνά ρισονά (=Πρώτη επανάληψη, δηλαδή μελέτη), ύστερα η Μισνά του ραβί Ακιμπά (πέθανε το 135 μ.Χ.) και, τέλος, η κατεξοχήν Μισνά, του ραβί Γεχούντα χα-Νασί (τέλη 2ου αιώνα μ.Χ.), που αποτέλεσε την κανονική συλλογή εκτοπίζοντας τις προηγούμενες. Οι δάσκαλοι της περιόδου από τον 3ο έως και τον 5ο αιώνα ασχολήθηκαν με την κριτική μελέτη και την ανάπτυξη της Μισνά κυρίως σε δύο έργα: το Παλαιστινιακό Ταλμούδτης Ιερουσαλήμ, γραμμένο σε δυτική Αραμαϊκή διάλεκτο) και το Βαβυλωνιακό Ταλμούδ (γραμμένο σε ανατολική Αραμαϊκή διάλεκτο από την Ακαδημία της Σουρά), που απέκτησε μεγαλύτερο κύρος και διαδόθηκε περισσότερο. Το Ταλμούδ αποτελεί, μετά τη Βίβλο, το δεύτερο μεγάλο επίτευγμα της εβραϊκής λογοτεχνίας και παρέμεινε στην μετέπειτα παράδοση ως πηγή δικαίου και σοφίας του Ιουδαϊσμού.
Η μετα-ταλμουδική περίοδος, που είναι γνωστή ως περίοδος των Γκεονίμ (οι επικεφαλής των βαβυλωνιακών ακαδημιών), περιλαμβάνει την περίοδο από την αραβική κατάκτηση (636-637) έως τα τέλη της 1ης χιλιετίας. Η αραβική αντικατέστησε την Αραμαϊκή ως ομιλούμενη γλώσσα και η λογοτεχνία και ο πολιτισμός των Αράβων επηρέασαν την πνευματική δραστηριότητα των Εβραίων. Πράγματι, αναπτύχθηκαν οι γραμματικές μελέτες, η επιστημονική φιλολογία, η ποίηση και η φιλοσοφία. Η μορφή που κυριάρχησε την περίοδο αυτή είναι εκείνη του Αιγύπτιου Σααντιά μπεν Γιόσεφ (882-942), γκαόν της Σουρά. Τα κυριότερα έργα του είναι το Βιβλίο των θρησκευτικών πίστεων και των δογμάτων (Κιτάπ αλ-Αμανάτ ουάλ τικαντάτ), γραμμένο στην αραβική γλώσσα, με το οποίο άρχισε η ιουδαϊκή θρησκευτική φιλοσοφία. Η εβραϊκή λογοτεχνία επεκτάθηκε προς τη δύση, πέρα από την Αίγυπτο, στη Βόρεια Αφρική (στην Τυνησία έγραψε ο Ισαάκ Ισραέλι, φιλόσοφος και φυσικός) και στην Ευρώπη (ιδιαίτερα στην Ισπανία και στην Ιταλία). Στους Εβραίους της Ισπανίας (Σεφαρδίτες) μετατοπίστηκε το κυριότερο κέντρο του εβραϊκού πολιτισμού από τον 10ο έως τον 14ο αιώνα.
Διωγμένοι και εξόριστοι από την Ισπανία κατά τον 15ο αιώνα, οι Εβραίοι μετέφεραν το πολιτιστικό τους κέντρο στην Ιταλία, για περίπου 3 αιώνες. Εξακολούθησαν να καλλιεργούνται τα λογοτεχνικά είδη της προηγούμενης περιόδου, αλλά με μικρότερη αποδοτικότητα και πρωτοτυπία. Στην ποίηση αναδείχθηκε ο Μοσέ Χαγίμ Λουτσάτο (18ος αιώνας), που υπήρξε φιλόλογος και καββαλιστής φιλόσοφος. Στη λογοτεχνική και επιστημονική πεζογραφία και στην ταλμουδική ερμηνεία δεν εμφανίστηκαν μεγάλες μορφές. Στη φιλοσοφία διαδόθηκε η Καββάλα. Μεγάλη λογοτεχνική ανάπτυξη γνώρισαν οι κοινές διάλεκτοι των εβραϊκών κοινοτήτων των διαφόρων ευρωπαϊκών περιοχών. Ιδιαίτερα αξιοσημείωτες υπήρξαν οι λογοτεχνίες στα ιουδαιο-ιταλικά, στα ιουδαιο-ισπανικά και στα ιουδαιο-γερμανικά (γίντις). Οι λογοτεχνίες αυτές είχαν εμφανιστεί από την προηγούμενη ήδη εποχή, κυρίως με μεταφράσεις της Βίβλου.

Η νεο-εβραϊκή λογοτεχνία
Ο μαρασμός της πνευματικής και λογοτεχνικής παράδοσης των Εβραίων τερματίστηκε στα μέσα του 18ου αιώνα με μια αφύπνιση που οδήγησε στη δημιουργία της νεο-εβραϊκής λογοτεχνίας. Το κίνημα αυτό αναγέννησης (χασκαλά) παρουσιάστηκε ιδιαίτερα στη Γερμανία και στην ανατολική Ευρώπη. Ενώ οι εβραϊκές διάλεκτοι των διαφόρων ευρωπαϊκών περιοχών έτειναν να εξαφανιστούν (με εξαίρεση τη γίντις), διαδόθηκε ξανά η κλασική εβραϊκή, σε σχέση επίσης με τον ανανεωμένο εβραϊκό εθνικισμό και με την επιθυμία της επιστροφής στη γη του Ισραήλ (σιωνισμός). Οι αρχές της νεο-εβραϊκής λογοτεχνίας εμφανίστηκαν στη Γερμανία, με τον Μόζες Μέντελσον και τον Ναφταλί Χερτς Βέσελι, στην Ιταλία με τον Σαμουήλ Νταβίντ Λουτσάτο, στη Γαλικία της Ισπανίας με τον Ναχμάν Κρόχμαλ, τον Ισαάκ Έρτερ κ.ά. Αλλά στη συνέχεια τα πρωτεία πέρασαν στη Ρωσία, με τον δημοσιογράφο Ισαάκ Μπάερ Λέβινσον, τον επιστημονικό εκλαϊκευτή Μορντεχάι Ααρών Γκίντσμπουργκ, τον ποιητή και φιλόσοφο Αβραάμ Μπάερ Λέμπενσον (και το γιο του, τον λυρικό ποιητή Γιόσεφ Λέμπενσον). Στη λογοτεχνική πεζογραφία αξίζει να αναφερθεί ο Αβραάμ Μαπού, θεμελιωτής του εβραϊκού μυθιστορήματος.
Οι εθνικιστικές επιδιώξεις έγιναν συγκεκριμένες με το μεταναστευτικό ρεύμα προς την Παλαιστίνη και με τη δημιουργία του κράτους του Ισραήλ, όπου η επίσημη γλώσσα είναι η ισραηλινή νεο-εβραϊκή: το εβραϊκό πνευματικό κέντρο μετατοπίστηκε πάλι. Σημαντική ήταν, όμως, κατά τις τελευταίες αυτές δεκαετίες και η εβραϊκή λογοτεχνική δραστηριότητα στην Αμερική, σε αγγλική γλώσσα, στη λογοτεχνία της οποίας πολλοί συγγραφείς ισραηλινής καταγωγής κατέλαβαν σημαντική θέση (Σολ Μπέλοου, Μπέρναρντ Μάλαμουντ κ.ά.).
Κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα εμφανίστηκαν δύο ποιητές: ο Χαγίμ Ναχμάν Μπιαλίκ, ο οποίος έζησε αρχικά στην Πολωνία και θεωρείται ο εθνικός ποιητής του Ισραήλ, και ο Σαούλ Τσερνικόφσκι, ο οποίος μεγάλωσε στη Ρωσία.
Η πρόσφατη λογοτεχνική παραγωγή είναι επηρεασμένη από το ηρωικό κλίμα μέσα στο οποίο δημιουργήθηκε το κράτος του Ισραήλ, ιδανικό πλαίσιο για την άνθηση της λογοτεχνίας των σάμπρα, δηλαδή των Εβραίων που γεννήθηκαν στην Παλαιστίνη. Οι σάμπρα, αντίθετα με τους συγγραφείς της εβραϊκής διασποράς, δεν αντιμετώπισαν την εξορία και τη φρίκη του ναζισμού, αλλά βίωσαν τον πόλεμο που οδήγησε στην ίδρυση του ισραηλινού κράτους. Είναι χαρακτηριστικό, πάντως, ότι ακόμα και έναντι του πολέμου η στάση τους ήταν κριτική, επικεντρωμένη στη σχέση συνείδησης-καθήκοντος, όπως την αισθάνεται ο στρατιώτης (Σ. Γιζχάρ: Οι μέρες του Ζίκλαγκ). Είναι επίσης αξιοσημείωτο ότι, μέσα στο κλίμα της χαλάρωσης της έντασης που επικράτησε κατά τη μεταπολεμική περίοδο, οι σάμπρα έβλεπαν τα ιδεώδη κενά από περιεχόμενο. Ο μυθιστοριογράφος Μοσέ Σαμίρ, συγγραφέας του πιο γνωστού μυθιστορήματος στο Ισραήλ (Εκείνος περπατούσε στους αγρούς, 1956), τον οποίον είχε ήδη απασχολήσει η πραγματική αξία της εκπαίδευσης των κιμπούτς, επέστρεψε στο παρελθόν ψάχνοντας αυτό που στερούνταν οι νέες γενιές: την προοπτική ενός μέλλοντος στο οποίο να πιστεύουν, όπως πίστευαν οι πατέρες τους (Ένας βασιλιάς αυτού του κόσμου).
Άνθηση σημειώθηκε και στο θέατρο: δίπλα σε συγγραφείς όπως ο Α. Άσμαν, γνωστός για τα έργα του Η θυγατέρα του βασιλιά Σαούλ (1941) και Αυτή η γη (1943), ή ο Ν. Άλτερμαν, θεατρικός συγγραφέας αλλά και ποιητής, γνωστός για τα έργα του Κιναρέθ, Κιναρέθ (1961), και Η δίκη του Πυθαγόρα (1966), εμφανίστηκαν ταλαντούχοι και στρατευμένοι συγγραφείς, όπως ο Γιγκάλ Μοσενσόν (Στην έρημο της Νεγκέβ, 1949), ο Ααρών Μεγκέντ (Γκάνα Σενέχ, 1958 και Γένεσις, 1962), ο Ε. Κισόν (Ο φίλος του στην αυλή, 1951 και Βγάλε το σκέπασμα, το νερό βράζει, 1965) και ο Ν. Αλόνι (Ο πιο σκληρός από όλους είναι ο βασιλιάς, 1953), τα θεατρικά έργα των οποίων έχουν ως πηγή έμπνευσης είτε Βιβλικά θέματα είτε κοινωνικά προβλήματα σχετικά με τη ζωή στο Ισραήλ, που είχε να αντιμετωπίσει η γενιά που βρισκόταν σε αναζήτηση μιας ενότητας που δεν περιοριζόταν μόνο στη θρησκεία. Δημιουργήθηκε έτσι η λεγόμενη διπλή ρίζα, ρεύμα που καθόριζε (περισσότερο από ό,τι η σύγκρουση ανάμεσα στις διαφορετικές κουλτούρες) την ανάπτυξη παράλληλων γραμμών. Δίπλα στους βετεράνους συγγραφείς καθιερώθηκαν και νεότεροι, ανάμεσα στους οποίους συγκαταλέγονται οι: Αβραάμ Μπ. Γεοσούα, Ντ. Γκροσμάν, ενώ στο θέατρο γινόταν όλο και πιο αισθητή η παρουσία του Γ. Σομπόλ, ο οποίος ανέπτυξε θέματα σχετικά με τις πνευματικές ρίζες του εβραϊσμού και του σύγχρονου σιωνισμού, με πιραντελικές καταβολές (Ο τελευταίος εργάτης, 1981, Η Παλαιστίνια, 1985).
Στην πιο πρόσφατη λογοτεχνική παραγωγή κυριαρχεί επίσης το δοκίμιο, με ιδιαίτερη έμφαση σε θέματα κοινωνιολογίας και ιστορίας του εβραϊκού παρελθόντος, ενώ παράλληλα αναπτύσσεται και το είδος της ιστορικής βιογραφίας το οποίο αναφέρεται σε πρόσωπα που διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην πρόσφατη ιστορία του Ισραήλ. Ο οπλισμένος προφήτης του Μάικλ Μπαρ-Ζαχάρ, είναι μια μυθιστορηματική βιογραφία του Μπεν Γκουριόν, με στιλ περισσότερο δημοσιογραφικό παρά λογοτεχνικό. Ένας από τους πιο γνωστούς σύγχρονους Ισραηλινούς μυθιστοριογράφους, στο έργο του οποίου αποτυπώνονται με θάρρος και ειλικρίνεια οι εντάσεις και οι αντιθέσεις της σημερινής ισραηλινής κοινωνίας, είναι ο Άμος Οζ (Ο Μιχαήλ μου, 1968, Ιστορία αγάπης και σκότους, 2004, κ.ά.).